Γνωρίζετε ότι «είμαστε η μοναδική χώρα, που η κρίση δεν μεταφράστηκε σε αύξηση πωλήσεων σε βιβλία»; Με αφορμή ένα ισπανικό βιντεάκι (θα το βρείτε στο τέλος του άρθρου, αλλά δείτε το τώρα, και όχι μετά!) ο Πέτρος Τατσόπουλος, μιλάει στο tvxs και την Κρυσταλία Πατούλη, για την σύγχρονη τεχνολογία, τους λειτουργικά αναλφάβητους, τη μείωση της κριτικής σκέψης, την παντελή -μάλλον- απουσία θέλησης των ελλήνων για διάβασμα αλλά και για τα ευτράπελα… αναγνώσματα των ελλήνων πολιτικών μας. “Ποιος είναι ο αγαπημένος σας συγγραφέας;”. Προσοχή: Μην απαντήσετε τον Καζαντζάκη!

Ads

 
 imageimage
«Νομίζω η ψίχα από όλο αυτό το βιντεάκι, είναι ότι πέρα από την ευκολία που μπορεί να μας δίνει το κάθε καινούργιο gadget, δηλαδή, παιχνιδάκι, ή η δυνατότητα να μπορείς να «φορτώνεις» στον υπολογιστή σου δεκαπέντε χιλιάδες βιβλία και π.χ. να… μυρίζουν δυόσμο και βασιλικό, να κάνεις έρωτα μαζί τους, να σου μαγειρεύουν, να σου σιδερώνουν, οτιδήποτε από όλα αυτά…, αυτό που λέει, με πολύ χιούμορ, είναι ότι η ανάγνωση είναι μία απλή διαδικασία και πίσω από όλα αυτά, στην ουσία, πρέπει να υπάρχει κυρίως η θέληση της ανάγνωσης.
 

Όλες οι διευκολύνσεις του e-book και του i-pad στερούνται νοήματος από τη στιγμή που δεν υπάρχει αυτή η θέληση. Και γιατί το λέω αυτό;
Διότι, από την μια πλευρά έχει φτάσει η τεχνολογία να κάνει της Παναγιάς τα μάτια, και από την άλλη πλευρά έχουμε τιγκάρει στους λειτουργικά αναλφάβητους. Στους ανθρώπους που όχι μόνο δεν μπορούν να διαβάσουν ένα βιβλίο, αλλά που δεν μπορούν να διαβάσουν ούτε ένα λογαριασμό. Διαβάζουν, μεν, αλλά δεν καταλαβαίνουν τι λέει. Όλη η Δύση έχει πλημμυρίσει από αυτούς τους λειτουργικά αναλφάβητους αλλά και από ανθρώπους, κυρίως, που η κριτική τους ικανότητα έχει παραλύσει.
 

Έχουν γίνει έρευνες, όπως π.χ. μία έρευνα πρόσφατα στα «Νέα» που έλεγε ότι με την χρήση των υπολογιστών, η κριτική ικανότητα και η ικανότητα επιλογής έχουν χαθεί. Με κάποιον τρόπο έχουμε γίνει πιο βλάκες. Έχουμε ασυγκρίτως περισσότερες πληροφορίες, αλλά έχει μειωθεί δραματικά η ικανότητά μας να τις διαχειριστούμε αλλά και να τις συνθέσουμε αυτές τις πληροφορίες. Είμαστε σαν πάμπλουτοι, που δεν έχουν όμως ιδέα πόσα πολλά χρήματα έχουν και κυρίως δεν ξέρουν τι να τα κάνουν και πώς να τα αξιοποιήσουν. Τους είναι άχρηστα.
 

Ads

Το ίδιο έχει γίνει με την τεχνολογία, η οποία απευθύνεται σε λειτουργικά αναλφάβητους -όπως είπα- ανθρώπους, που μάλιστα, όσο πιο προχωρημένη γίνεται, τόσο μεγαλύτερη γίνεται και η ψαλίδα, ανάμεσα σε αυτούς και την τεχνολογία.
Αυτό λέει και το βίντεο. Τι χρειάζεται κάποιος στην πραγματικότητα από την τεχνολογία για να διαβάσει; Έναν σελιδοδείκτη και ένα μολύβι για να κρατάς σημειώσεις. Σίγουρα, θα κατασκευαστούν στο μέλλον συσκευές, που όλα αυτά θα γίνονται και με ένα κούνημα του βλεφάρου σου, ή ίσως να μην χρειάζεται καν να ανοιγοκλείνεις τα μάτια, όπως π.χ. να κοιμάσαι και να διαβάζεις βιβλία. Είμαστε πολύ κοντά σε αυτό. Να γίνεται π.χ. ένα είδος υπνοπαιδείας. Αλλά στην πραγματικότητα, όλη αυτή η τεχνολογία δημιουργεί μία παθητικότητα και επιπλέον στερείται νοήματος εάν δεν ανακινήσουμε το πρωταρχικό, δηλαδή την δίψα για ανάγνωση, την επιθυμία. Η ανάγνωση ξεκινάει από την επιθυμία. Αν δεν έχει επιθυμία π.χ. ο γιος μου να διαβάσει, δεν πα’ να του φέρω 37 βιβλιοθήκες στη μούρη; Δεν θα γίνει τίποτα.
 

Έχουμε φτάσει λοιπόν σε αυτό το σημείο. Έχει χαθεί κάθε ικανότητα του να διακρίνει κάποιος τι χρειάζεται να διαβάσει και τι είναι περιττό.
Αυτό το παρατηρείς και σε ανθρώπους που τους ρωτάνε π.χ. ποιους συγγραφείς διαβάζουν και απαντάνε στερεότυπα. Πρώτα απ’ όλα φαίνεται στις απαντήσεις τους, όπως μία έρευνα που είχε γίνει πριν από μερικούς μήνες, με το ερωτημα «Ποιοι είναι οι αγαπημένοι σας συγγραφείς;». Όλοι είχαν απαντήσει τη Δημουλά, τον Καζαντζάκη, τον Καβάφη και τη Λένα Μαντά. Το 80% των απαντήσεων, ήταν το τι περιμένει από μένα ο… γκαλοπίστας να ακούσει –όπως φαντάζομαι, δηλαδή, να σκέφτονται όσοι έλαβαν μέρος, αναλόγως με τις απαντήσεις που δόθηκαν. Μπορεί βέβαια, να χτύπησε το τηλέφωνό τους και να ήταν και αγουροξυπνημένοι ή το μυαλό τους να ήταν αλλού, αλλά φαντάζομαι ότι θα σκέφτηκαν: «Ωραία. Ξεκινάω με το ότι δεν διαβάζω κανέναν. Δεν ξέρω κανέναν. Δεν θυμάμαι κανέναν. Ξεκινάω από εκεί. Αλλά για να μην τον απογοητεύσω, θα του πω αυτούς τους συγγραφείς που θυμάμαι από το σχολείο. Ποιους θυμάμαι από το σχολείο; Τον Καζαντζάκη, τον Καβάφη και τον Ελύτη».
 

Αν είναι δυνατόν! Η ποίηση, που πουλάει στην Ελλάδα ένα αντίτυπο την δεκαετία! Είναι δυνατόν να έχουμε έναν λαό που να απαντάει με ονόματα ποιητών; Φαντάζεται κανείς ότι διαβάζουν Καβάφη και Ελύτη οι έλληνες; Εγώ πιστεύω ότι δεν διαβάζουν καθόλου και τίποτα. Ούτε τον Καζαντζάκη διαβάζουν. Κανέναν. Απλώς τους θυμούνται από το σχολείο. Θυμούνται και μία ποιήτρια που έχει παρουσία δημόσια και ακούγεται πολύ, την Κική Δημουλά, οπότε την κοτσάρουν και αυτήν και κοτσάρουν και τον μόνον συγγραφέα που πραγματικά διαβάζουν, δηλαδή τη Λένα Μαντά. Είναι η μόνη ειλικρινής απάντηση.
 

Όταν ήμουν στη Στοά του βιβλίου που έκανα κάποια μαθήματα πέρυσι, μίλαγα με τον αντιπρόεδρο και γέλαγα με μία έκθεση εκπαιδευτική που έκαναν εκείνοι επί χρόνια, που ήταν «Ποια βιβλία διαβάζουν οι πολιτικοί». Γέλαγα, διότι ο άνθρωπος μου είπε ότι το σταμάτησαν διότι ήταν ξεφτίλα, διότι όλοι οι πολιτικοί, απαντούσαν τον Καζαντζάκη. Προφανώς αυτό που φαινόταν, είναι το πόσο αγράμματοι είναι οι πολιτικοί μας, δηλαδή, ότι δεν διαβάζουν κανέναν. Καβάφη, Καζαντάζη, Καβάφη, Καζαντζάκη. Ψάρι, κρέας, ψάρι, κρέας. Eκεί. Μία από τα ίδια. A la cart. Ο ένας έχει πεθάνει από το ‘33, ο άλλος το ‘57 και ακόμα αυτούς λέμε και θα τους λέμε μέχρι τον 23ο αιώνα, επειδή αυτό είναι το στερεότυπο.
 

Λοιπόν, αυτό το βιντεάκι γι αυτό μου αρέσει, γιατί σου κλείνει το μάτι, ειρωνεύεται την τεχνολογία και σου λέει, ναι, το πραγματικό i-pad τι κάνει; Σου δίνει δυνατότητα να κρατάς σημειώσεις στις σελίδες. Ωραία. Και με ένα βιβλίο μπορείς το κάνεις με το μολύβι, δεν χρειάζεσαι τίποτε παραπάνω. Η θέλησή σου είναι το απαιτούμενο για να ανοίξεις ένα βιβλίο. Αν δεν την έχεις; Δεν πα’ να σου βάλω τριανταεφτά καλώδια να σε συνδέσω; Τίποτα. Θα κατεβάζεις ρολά. Στην Ελλάδα, άλλωστε, είναι γνωστό: Ένας στους δύο έλληνες δεν έχει διαβάσει κανένα βιβλίο στη ζωή του.
 

Βεβαίως, πρέπει να πω, ότι έχουμε φτάσει σε τέτοιο σημείο πνευματικής νωθρότητας, που υπήρξαν κάποιοι τύποι που νόμιζαν ότι όντως είναι μία συσκευή αυτό. Αυτό το βιντεάκι είχε διαδοθεί πριν μερικούς μήνες. Και υπήρχαν σχόλια τους που έλεγαν: “Πω πω, τι συσκευή είναι αυτή!” Δεν καταλάβαιναν καν, την ειρωνεία του θέματος.»
Πέτρος Τατσόπουλος

Υγ.: Με την ευκαιρία, θα πεις κάτι και για το τελευταίο σου βιβλίο με τίτλο “Το βιβλίο για τα βιβλία“; Και κάτι άλλο: Σκέφτεσαι στο μέλλον να κάνεις ένα βιβλίο (μόνος ή μαζί με άλλους συγγραφείς) το οποίο να προτείνει σε αναγνώστες τα σημαντικότερα βιβλία που θα πρέπει να έχει διαβάσει κανείς στη ζωή του; Γιατί ο κόσμος εκτός του ότι φαίνεται να είναι σχεδόν πελαγωμένος στο τι να επιλέξει να διαβάσει, δεν έχει και λεφτά να πετάξει και δεν έχει και χρόνο επίσης…
 
Ναι, το καταλαβαίνω. Παλιά είχα βγάλει και «Το ραβδί και το καρότο» το οποίο είναι ίδιο με αυτό το τελευταίο. Τώρα, στην ουσία αυτό που έκανα με αυτά τα δύο βιβλία, θα το ξανακάνω ούτως ή άλλως και στο μέλλον, διότι το «Βιβλίο για τα Βιβλία» έχει το 1/3 από τα κείμενα με βιβλιοκριτικές παρουσιάσεις, που έχω γράψει την τελευταία επταετία, οπότε δεν μπήκαν όλα, γιατί θα γινόταν σαν την Δομή. Συγχρόνως, προσπαθήσαμε να είναι εικονογραφημένο, να έχει ενδιαφέρον, δηλαδή, και αισθητικά, για να το διαβάζει πιο ευχάριστα κανείς. Να μην είναι, ένα στεγνό βιβλίο όπως π.χ. το πρώτο, που ήταν «ριγμένες» μόνο οι κριτικές και φαινόταν λίγο βαρύ για τον μέσο αναγνώστη.
Τώρα, για το άλλο που λες, να μαζευτούμε όλοι μαζί; Δεν ξέρω. Το είχα σκεφτεί. Μέχρι και τον τίτλο του. Όπως είναι αναλόγως ένας τίτλος π.χ. «οι χίλιοι πίνακες που πρέπει να δεις» κλπ., είχα σκεφτεί να είναι: «Τα εκατό βιβλία που έπρεπε να διαβάσεις πριν πεθάνεις, αλλά δεν τα διάβασες, γιατί δεν είχες χρόνο» κάτι τέτοιο, αντίστοιχο.
Όμως, δεν πά’ να τους πεις ότι θέλεις; Ή ακόμη και να τους δώσεις 10.000 ευρώ; Δεν είναι ότι θα τους πούμε εμείς τους τίτλους και θα τρέξουν να τους πάρουν. Ξέρεις ότι είμαστε η μοναδική χώρα, που η κρίση δεν μεταφράστηκε σε αύξηση πωλήσεων σε βιβλία. Σε όλες τις άλλες χώρες που χτύπησε η κρίση, μετακύλησαν οι επιλογές της ψυχαγωγίας προς το βιβλίο. Διότι όσο ακριβό κι αν είναι το βιβλίο, είναι φθηνότερο από το να βγεις να πάς στα μπουζούκια ή από οποιαδήποτε άλλη διασκέδαση. Η Ελλάδα, όμως, είναι η μόνη χώρα που αυτό δεν συνέβη. Γιατί; Επειδή το βιβλίο είναι μία ολόκληρη άσκηση. Υπάρχει ένας ολόκληρος εθισμός από πίσω. Αν δεν έχεις εθιστεί στο βιβλίο, ακόμη και μέσα στην Εθνική Βιβλιοθήκη να σε κλειδώσω, εσύ θα ψάχνεις πίσω από τους τόμους να βρεις τηλεόραση να την ανοίξεις. Δηλαδή, δεν είναι ότι θα τους πούμε εμείς τους τίτλους και θα τρέξουν να τους πάρουν.