Ο ρατσισμός και η ξενοφοβία αποτελούν φαινόμενα διαλυτικά τόσο για τη δημοκρατία όσο και για την κοινωνική συνοχή. Το σημαντικότερο σχετικό νομικό κείμενο για την αντιμετώπισή τους είναι η Διεθνής Σύμβαση για την Κατάργηση Κάθε Μορφής Φυλετικών Διακρίσεων, του 1966.

Ads

Αυτή προβλέπει ότι τα κράτη δεσμεύονται «να καθιστούν αξιόποινη κάθε διάδοση ιδεών με βάση τη φυλετική ανωτερότητα ή το φυλετικό μίσος, κάθε παρότρυνση σε φυλετική διάκριση, καθώς και όλες τις πράξεις βίας που στρέφονται κατά οποιασδήποτε φυλής ή ομάδας προσώπων άλλου χρώματος ή εθνοτικής προέλευσης».

Η Ευρωπαϊκή Ενωση, με την απόφαση-πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης της 28ης.11.2001 (COM 2001 664), προωθεί μια άλλη δέσμη ρυθμίσεων που αφορά την επέκταση του αξιοποίνου όχι μόνο στις πράξεις βίας, αλλά και στο λεγόμενο λόγο μίσους, δηλαδή σε προσβολές ή απειλές που διατυπώνονται δημόσια κατά μειονοτήτων. Ο σχετικός περιορισμός της ελευθερίας της έκφρασης είναι συνταγματικά ανεκτός, γιατί ο λόγος μίσους πλήττει την ίση αξιοπρέπεια εκείνων των ομάδων εναντίον των οποίων στρέφεται και εμποδίζει την ομαλή τους ένταξη στην πολιτική κοινότητα.

Αντιθέτως, ιδιαίτερα προβληματική είναι η καθιέρωση αποκλειστικά και μόνο «φρονηματικών» αδικημάτων, όπως η άρνηση ή και η υποβάθμιση του Ολοκαυτώματος, ή άλλων εγκλημάτων γενοκτονίας κ.λπ., ανεξαρτήτως του εάν εντάσσεται στο πλαίσιο λόγου μίσους. Κατ’ αρχήν, η καθιέρωση επίσημης, κρατικής ιστορίας είναι αντίθετη στο φιλελεύθερο πρόταγμα. Περαιτέρω, η καθιέρωση φρονηματικών αδικημάτων εύκολα μπορεί να εκτραπεί σε επικίνδυνες κατευθύνσεις, ιδίως εν όψει του ότι η ανιστορική και παραπλανητική θεωρία της υποτιθέμενης ταυτότητας των «δύο άκρων» τείνει να επικρατήσει στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης.

Ads

Το νομοσχέδιο του υπουργείου Δικαιοσύνης, το οποίο αποσύρθηκε λίγο μετά την αναγγελία του, φαίνεται ότι περιλαμβάνει ρυθμίσεις που στοιχίζονται με τις προαναφερθείσες νομοθετικές τάσεις, προβλέποντας τη δυνατότητα επιβολής παρεπόμενων ποινών, όπως η στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων, η καθιέρωση του ρατσιστικού και ξενοφοβικού κινήτρου ως επιβαρυντικής περίστασης κατά την επιβολή ποινής για άλλο αδίκημα του κοινού ποινικού δικαίου κ.λπ. Το βασικό ζήτημα με παρόμοιες ρυθμίσεις θα είναι η αποτελεσματική εφαρμογή τους. Η μέχρι τώρα εμπειρία από άλλες ισχύουσες διατάξεις δεν εμπνέει, πάντως, ιδιαίτερη αισιοδοξία.

Αντιθέτως, άλλες διατάξεις, που φαίνεται να αποσκοπούν ειδικά στην αντιμετώπιση του φαινομένου της Χρυσής Αυγής, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, για να μην επιφέρουν τα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα από τους συντάκτες τους αποτελέσματα. Ορισμένες από αυτές μάλλον πρέπει να έχουν αποδοθεί δημοσιογραφικά εσφαλμένα, γιατί η αντισυνταγματικότητά τους είναι προφανής. (Δεν είχα πρόσβαση στο κείμενο του νομοσχεδίου, αλλά μόνο στις δημοσιογραφικές πληροφορίες, όταν έγραφα τις γραμμές αυτές.) Για παράδειγμα, δεν είναι δυνατή η «αυτόματη» ή «αυτοδίκαιη» (sic) στέρηση της ασυλίας βουλευτή χωρίς προηγούμενη άδεια της Βουλής (άρθρο 62 παρ. 1 του Συντάγματος). Επίσης, δεν είναι δυνατή για κανέναν απολύτως λόγο η δίωξη βουλευτή για γνώμη που διατυπώνει κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 61 παρ. 1 του Συντάγματος).

Σε κάθε περίπτωση, η άνοδος της Χρυσής Αυγής δεν οφείλεται σε κενά του νόμου. Ούτε είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί με νομικής ή αστυνομικής φύσης μέτρα. Αντιθέτως, παρόμοια μέτρα κινδυνεύουν να ενισχύσουν, ιδίως στα μάτια των λιγότερο υποψιασμένων, την υποτιθέμενη αντισυστημική φυσιογνωμία του κόμματος αυτού, που αποτελεί το βασικό λόγο της δημοσκοπικής του εκτόξευσης. Βεβαίως, όταν οι βουλευτές και τα μέλη της Χρυσής Αυγής διαπράττουν εγκληματικές συμπεριφορές, πρέπει να αντιμετωπίζονται ως εγκληματίες. Μάλιστα, ούτε η βουλευτική ασυλία προστατεύει από αυτόφωρα κακουργήματα. Η σχετικά πρόσφατη αντιτρομοκρατική νομοθεσία -άρθρο 40 παρ. 1 του Ν. 3251/2004, ήδη άρθρο 187Α του Ποινικού Κώδικα- έχει καταστήσει κακούργημα τη σύσταση συμμορίας για τη διάπραξη αδικημάτων σαν αυτά που on camera έχουν τελέσει χρυσαυγίτες βουλευτές, όπως π.χ. η διακεκριμένη φθορά ξένης ιδιοκτησίας κατά μεταναστών στις λαϊκές αγορές. Συνεπώς, και η υφιστάμενη νομοθεσία, εάν εφαρμοζόταν, θα μπορούσε να αντιμετωπίσει την εγκληματική πλευρά της δράσης των νεοναζιστών.

Η Χρυσή Αυγή όμως δεν θα νικηθεί στα δικαστήρια, αλλά στην κοινωνία. Ο μισαλλόδοξος λόγος πρέπει να αντιμετωπιστεί προεχόντως πολιτικά. Τις ιδέες, ακόμη και τις αποκρουστικές, τις πολεμάς με άλλες ιδέες, όχι με διατάγματα. Φυσικά, η απλή πολιτική αντιπαράθεση δεν αρκεί απέναντι σε ένα νεοναζιστικό κόμμα που χρησιμοποιεί με όμοια ευκολία τη φονική βία και τη στοχευμένη «φιλανθρωπία». Η κοινωνική αλληλεγγύη θα πρέπει να στηρίξει τους αδύναμους, οι γειτονιές θα πρέπει να περιφρουρηθούν από τις επιθέσεις μίσους. Κυρίως όμως θα πρέπει να αναδεικνύεται συνεχώς ότι η αντισυστημικότητα της Χρυσής Αυγής είναι μια φενάκη και ότι αυτή αποτελεί, αντιθέτως, την τελευταία εφεδρεία του συστήματος, την έσχατη άμυνα απέναντι στην προοδευτική ανατροπή.

* Ο κ. Κατρούγκαλος είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου, ΔΠΘ – Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην «Ελευθεροτυπία»