Το πολιτικό Ισλάμ είναι περισσότερο ένα κίνημα του 20ού αιώνα παρά μια παράδοση που συναντάται στη θρησκευτική θεωρία του Ισλάμ, ωστόσο οι ρίζες του βρίσκονται στο Κοράνι. Έχει να κάνει και με την κατάσταση άμυνας απέναντι στη Δύση στην οποία σχεδόν πάντοτε βρισκόταν ο αραβικός κόσμος, αλλά και με μια πιο παραδοσιακή μορφή κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης της κοινωνίας που θέλει να στηρίζεται αποκλειστικά στη θρησκεία. Οι νόμοι θα πηγάζουν μέσα από τον λόγο του Προφήτη Μωάμεθ, ο οποίος, ως τελευταίος Προφήτης του Θεού, έχει τη λύση για όλες τις παθογένειες της κοινωνίας. Μόνο τα πρώτα χαλιφάτα των διαδόχων του Μωάμεθ ακολούθησαν μια τέτοια μορφή οργάνωσης· στην εποχή μας, το κράτος που έχει υιοθετήσει το πολιτικό Ισλάμ και βρίσκεται πιο κοντά σε αυτή την ιδεοληψία είναι η Σαουδική Αραβία.

Ads

Το ενδιαφέρον αναζωπυρώθηκε και μετασχηματίστηκε σε ένα δυνατό κίνημα τον 20ό αιώνα, καθώς συγκροτήθηκε γύρω από το σύμβολο όλων των μουσουλμάνων, το οποίο δεν είναι άλλο από το ισλαμικό τέμενος. Αυτό το ισλαμικό κίνημα δεν ήταν δημιούργημα των εξαθλιωμένων μαζών των παραγκουπόλεων, αλλά ούτε και των χωρικών. Ήταν δημιούργημα των μεσοαστικών στρωμάτων και ιδιαίτερα των φοιτητών των πανεπιστημίων, από όπου μέχρι και σήμερα αντλεί τη δυναμική του. Ο φασισμός, λόγου χάρη, γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στα κατώτερα αστικά και εργατικά στρώματα, τα οποία τελικά αποτέλεσαν και τη ραχοκοκαλιά του.

Στην περίπτωση του πολιτικού Ισλάμ, το εντυπωσιακότερο είναι πως, ενώ σαν στόχευση είχε το σύνολο των αραβικών κοινωνιών και όλα τα στρώματά τους, τελικά παρέμεινε μια τάση που, μέχρι σήμερα, συναντάται κυρίως στα μεσοαστικά στρώματα.
Από τους κόλπους των τελευταίων, εξάλλου, προέρχονταν και εκείνοι, που μετά τις συνεχείς δηλώσεις του Μουμπάρακ πως δεν πρόκειται να παραιτηθεί έως το τέλος της θητείας του, προέτρεπαν τους εξεγερμένους να επιστρέψουν στα σπίτια και τις δουλειές τους, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους απεργούς των εργοστασίων, κατηγορώντας τους πως έτσι θα καταστρέψουν την οικονομία της χώρας. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έλαβαν μέρος στην επανάσταση, σίγουρα όμως ήταν εκείνοι που ακολούθησαν πιο μετριοπαθείς οδούς. Από την άλλη, οι ισλαμιστές αυτοί δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ούτε κομμάτι του παραδοσιακού Ισλάμ, καθώς οι ουλεμάδες ήταν αντίθετοι προς αυτούς και γενικώς προς κάθε είδους νεωτερισμούς, από όπου κι αν εκδηλώνονταν αυτοί.

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι από το 1928 μέχρι σήμερα

Επιχειρώντας την αποκατάσταση των αδικιών του παρελθόντος και τον περιορισμό της δύναμης των «άπιστων» θρησκευτικών ηγετών από τη μια και των επίσης «άπιστων» και υποταγμένων πολιτικών ηγετών από την άλλη, το 1928 σχηματίστηκε η Μουσουλμανική Αδελφότητα στην Αίγυπτο (η οποία οργανώθηκε και σε άλλες αραβικές χώρες), υπό τον Χάσαν αλ-Μπάνα, που οραματιζόταν ένα πανισλαμικό χαλιφάτο, εν ολίγοις έναν πανισλαμοποιημένο παναραβισμό. Πολλοί Αδελφοί Μουσουλμάνοι πήραν μέρος στην επανάσταση του 1952, ενώ ο Νάσερ πρόσφερε στον θεωρητικό του κινήματος των ισλαμιστών, τον Σάιντ αλ-Κουτμπ, το Υπουργείο Παιδείας, εκείνος όμως αρνήθηκε, ενώ στη συνέχεια φυλακίστηκε και το 1965 δολοφονήθηκε από το καθεστώς του Νάσερ. Μετά τη δολοφονία του επικράτησαν αποσχιστικές τάσεις, και το κίνημα χωρίστηκε σε δύο στρατόπεδα: το μετριοπαθές, που υποστήριζε τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις, και το επαναστατικό, το οποίο διακήρυττε πως είχε στόχο να εφαρμόσει τις θεωρίες του αλ-Κουτμπ. Αυτό το κομμάτι αυτοπροσδιορίστηκε ως «Αιγυπτιακή Ισλαμική Τζιχάντ», με πιο ανατρεπτικές και ριζοσπαστικές τάσεις και μεθόδους. Υποστήριξαν την καθυπόταξη των χριστιανών της Μέσης Ανατολής, την επιβολή του ισλαμικού νόμου (σαρία) και το δόγμα του τακφίρ, την παραδειγματική καταδίκη δηλαδή όλων των υποταγμένων και παραστρατημένων από τον λόγο του Θεού. Η αναλογία όμως ήταν συντριπτικά υπέρ του μετριοπαθούς τμήματος, αν και η προβολή –έστω και αρνητική– από τα ΜΜΕ σίγουρα ευνοούσε το επαναστατικό κομμάτι. Η εικόνα των εκφραστών του τζιχάντ στην Αίγυπτο ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο από τις αστυνομικές βιαιότητες εναντίον τους, ενώ τροφοδοτήθηκε και από την ήττα του 1967 από το Ισραήλ, την οποία οι ισλαμιστές απέδωσαν στην έλλειψη ισλαμικού πνεύματος από τον Νάσερ. Ο Σαντάτ ελευθέρωσε πολλούς από τους «μαχητές του ιερού πολέμου», όμως ο ίδιος δολοφονήθηκε από αυτούς ύστερα από την προσέγγιση φιλίας που έκανε με το Ισραήλ στα τέλη της δεκαετίας του ’70, ενώ ο Μουμπάρακ αποφάσισε να τους καταδιώξει ανελέητα με μαζικές δολοφονίες και εγκλεισμούς, φυλακίζοντας πάνω από 20.000 άτομα χωρίς δίκη.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο φόβος επανήλθε, καθώς πολλοί αποφάσισαν να επιστρέψουν από το Αφγανιστάν όπου είχαν σταλεί να πολεμήσουν εναντίον των Σοβιετικών — είτε με κρατικές επιδοτήσεις, όπως έκανε η Αίγυπτος, είτε εθελοντικά. Η επιστροφή αυτή συνετέλεσε σε μια σειρά αναταράξεις στον αραβικό κόσμο (π.χ. εμφύλιος στην Αλγερία το 1991) αλλά και σκληρές πολιτικές από την πλευρά των αραβικών κυβερνήσεων, λόγω και των τρομοκρατικών επιθέσεων που πραγματοποίησαν εναντίον τουριστών και πολιτών. Στην Αίγυπτο ο Μουμπάρακ χρησιμοποίησε την ισλαμική απειλή για τη στρατιωτικοποίηση του καθεστώτος, αποτυγχάνοντας όμως να πραγματοποιήσει το πρόγραμμά του βύθισε ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση τον αιγυπτιακό λαό. Επιπλέον, αυτή η απειλή έγινε τροχοπέδη για τη διεύρυνση των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών.

Ads

O «ισλαμικός κίνδυνος» και ο «ξένος δάκτυλος»

Ο Μουμπάρακ έχασε τη νομιμότητα της εξουσία του πολύ νωρίτερα από τον γενικό ξεσηκωμό, και προσπαθούσε να επιβιώσει κάνοντας χρήση της ισχύος και της πυγμής του, άλλοτε μέσω των εξουσιαστικών δομών του καθεστώτος του και άλλοτε μέσω της έσχατης λύσης των όπλων. Εκείνο όμως που τόσο καιρό προβάλλεται στο τηλεοπτικό (και κάθε λογής μιντιακό) προσκήνιο είναι ο νέος κίνδυνος των ισλαμιστών και μια νέου τύπου Ιρανική Επανάσταση που θα σαρώσει τα πάντα. Κάτι τέτοιο δεν συνάγεται από πουθενά, κι έτσι προκαλεί εντύπωση το γεγονός πως όλοι αναφέρονται σε αυτόν τον κίνδυνο, λαμβάνοντας τον μάλιστα ως δεδομένο. Η προβολή αυτή, κατά τη γνώμη μου, εντάσσεται στο δίπολο που έχει κατασκευαστεί από τη Δύση: οι Άραβες είναι ικανοί είτε για μια ισλαμοκεντρική εξουσία είτε για μια αυταρχική «δημοκρατία». Αυτό μπορεί να μας κάνει να υποψιαστούμε πώς νομιμοποιήθηκαν στο παρελθόν από τη Δύση παρόμοια καθεστώτα (βλ. Καντάφι που υποστηρίζεται από αρκετούς δυτικούς «ηγεμόνες»), και πώς τέτοια καθεστώτα μπορούν να νομιμοποιηθούν και στο μέλλον, με τη μορφή πάντοτε της εξαγόμενης δημοκρατίας από τη Δύση. Οι περισσότεροι υποστηρίζουν –και πρώτοι πρώτοι οι άραβες δικτάτορες, είναι αλήθεια– πως πίσω από τις αναταραχές κρύβεται ο ισλαμικός κίνδυνος και ο ξένος δάκτυλος. Όσοι παρακολούθησαν λίγο πιο στενά τα γεγονότα, αλλά είναι προδιατεθειμένοι αρνητικά προς τον αραβικό κόσμο, βλέπουν κάτι άλλο: ναι μεν οι ισλαμιστές δεν κρύβονται πίσω από τις εξεγέρσεις, αλλά, επειδή επιθυμούν μια συντηρητική αναδίπλωση της κοινωνίας με στόχο την κατάληψη της εξουσίας, σίγουρα θα προετοιμάζουν κάποιο coup d’état, έστω και αν τα κινήματα αυτά έχουν μαζικό και δημοκρατικό χαρακτήρα. Με τον τρόπο αυτό, ουσιαστικά, η φωνή του συνόλου του λαού για πολιτικές ελευθερίες και δικαιοσύνη συνδέεται με την τρομοκρατία και τον ισλαμικό φονταμενταλισμό. Αυτές οι υποθέσεις σχετίζονται με πεπλανημένες αντιλήψεις που έχουν ενισχυθεί συστηματικά εδώ και χρόνια από την εικόνα του «βάρβαρου» Άραβα που κρατάει σπαθιά και καλάσνικοφ, και παρουσιάζονται από τους τηλεοπτικούς δέκτες. Τέτοιες απλουστευτικές, ισλαμοφοβικές εικόνες και αντιλήψεις αποπνέουν αποικιοκρατικά υπολείμματα πολιτισμικής ανωτερότητας που ενισχύουν τις απόψεις περί συγκρούσεων των πολιτισμών, των θρησκειών και, συλλήβδην, Δύσης και Ανατολής.

Στην Αίγυπτο, την μορφή των ισλαμιστών παίρνουν οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι, αν και υπάρχουν και άλλες πιο ακραίες ισλαμικές οργανώσεις, όπως η «Ισλαμική Τζιχάντ», ενώ συνολικά οι οργανώσεις αυτές στα μάτια πολλών Δυτικών είναι αντίστοιχες της Αλ Κάιντα. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έχουν ένα καλά οργανωμένο δίκτυο που δραστηριοποιείται κυρίως στα πανεπιστήμια, και γενικότερα στη μεσοαστική νεολαία. Είναι αλήθεια πως γενικότερα, με την επιθετική στάση της Δύσης, πολλοί νέοι και νέες έχουν ενταχθεί στους κόλπους της, εντούτοις δεν διατηρεί την παλιά δυναμική και αίγλη της. Όμως, αρχικά ήταν αποστασιοποιημένοι από το ξέσπασμα του κινήματος της 25ης Ιανουαρίου, και μόνο τη δεύτερη εβδομάδα έβγαλαν ένα πολύ μετριοπαθές κάλεσμα για συμμετοχή στις διαδηλώσεις. Η δυναμική τους δεν τους επιτρέπει να αναλάβουν τον ρόλο που πολλοί φοβούνται, καθώς με την πάροδο του χρόνου έχουν αποδυναμωθεί: αφενός βασανίζονται από το χάσμα γενεών που αντανακλά και τις ιδεολογικές μεταλλαγές που υπέστη η οργάνωση, σε ζητήματα όπως η χειραφέτηση των γυναικών ή οι Κόπτες, αποκτώντας πιο διαλλακτικό χαρακτήρα, αφετέρου έχουν χάσει την αίγλη τους, στα μάτια των πιο ακραίων, λόγω της σύμπλευσής τους, πολλές φορές, με τον Μουμπάρακ. Αξίζει να υπογραμμίσουμε πως οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι έχουν αποκηρύξει τη βία ύστερα από την εσωτερική διάσπαση, ενώ επιπλέον αποτελούν τη μεγαλύτερη συγκροτημένη αντιπολίτευση, συσπειρώνοντας βέβαια γύρω τους πολλούς διαφορετικούς ανθρώπους — στις εκλογές του 2005 έλαβαν ποσοστό 20%. Ο Μοχάμεντ Μπάντγι, ηγέτης των Αδελφών Μουσουλμάνων, κατά τη διάρκεια των διαδηλώσεων είχε καλέσει τους Αιγύπτιους να προστατεύσουν την επανάσταση και απαίτησε, μαζί με όλους τους εξεγερμένους, να αρθεί η κατάσταση έκτακτης ανάγκης που ισχύει από το 1981, την αναθεώρηση του Συντάγματος και τη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών. Ισχνή, ωστόσο, παραμένει η συμμετοχή τους και αμήχανη η αντίδρασή τους ως πολιτική δύναμη, καθώς η παρούσα επανάσταση, παρότι δεν αμφισβητεί τη θρησκεία, στρέφεται, μεταξύ άλλων, και εναντίον του θρησκευτικού κατεστημένου της χώρας.

Η Αίγυπτος δεν είναι Ιράν του 1979


Η Αίγυπτος, επίσης, δεν είναι Ιράν του 1979. Τα κοινωνικά δεδομένα, οι λειτουργίες των ταξικών δομών και τα συμφέροντα διαφοροποιούνται στις δύο χώρες. Η μεγαλύτερη διαφορά στις δύο κοινωνίες, όπως έδειξε ο Juan Cole, έχει να κάνει με το δόγμα.
Στο σιιτικό δόγμα ο κλήρος έχει το δικαίωμα να κυβερνά μέσω του λόγου του Κορανίου, χωρίς να αμφισβητείται, ενώ οι νομομαθείς ισλαμιστές (ayatollah) έχουν ιδιαίτερα τιμητική θέση στη σιιτική κοινωνία, πράγμα που δεν συμβαίνει στον ίδιο βαθμό στη σουνιτική. Αυτοί ήταν η κινητήρια δύναμη, που επισκίασε τις υπόλοιπες στην Ιρανική Επανάσταση. Στην Αίγυπτο, όπως αναφέραμε, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι δεν είναι διατεθειμένοι και δεν έχουν τη δύναμη να επιχειρήσουν ανάλογο εγχείρημα. Οι άλλες ακραίες ισλαμικές δυνάμεις –παρόλο που μπορεί να παρουσιάζονται ως τέτοιες– δεν είναι ισχυρές, ιδιαίτερα αν λάβει κανείς υπόψη και την παραδοσιακή κοσμικότητα των μεγάλων αιγυπτιακών αστικών κέντρων. Επιπρόσθετα, ο Μουμπάρακ είχε θεσπίσει νόμο με τον οποίο απαγορεύεται η δημιουργία κομμάτων με βάση τους τη θρησκεία. Ακόμα, οι μικροπωλητές, οι μικρέμποροι και όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό έχουν διαφορετικά συμφέροντα και διαφορετικές συμμαχίες στις τοπικές τους κοινωνίες.

Στο Ιράν, όλοι οι μικροεπαγγελματίες συγκεντρώνονταν και δραστηριοποιούνταν γύρω από τα τζαμιά, ενώ σύμφωνα με τον σάχη αντιπροσώπευαν οπισθοδρομικές και φεουδαρχικές δομές της ιρανικής κοινωνίας. Παράλληλα, είχαν στενούς δεσμούς με τον κλήρο, γεγονός που τους έκανε να συντηρητικοποιηθούν μαζί με άλλα κοινωνικά στρώματα, πράγμα το οποίο δεν συμβαίνει στην Αίγυπτο, που έχει τεράστια έσοδα κάθε χρόνο από την τουριστική βιομηχανία, στην οποία και απασχολούνται και οι μικροεπαγγελματίες, γύρω από το Χαν ελ Χαλίλι και πολυάριθμους ακόμα τουριστικούς προορισμούς. Σ’ αυτούς πρέπει να προσθέσουμε και τους μεγαλοεπιχειρηματίες του τουρισμού (και την τεράστια δύναμή τους φυσικά), με τις μονάδες που διαθέτουν σε διάφορα τουριστικά θέρετρα, που θα αντιστέκονταν σε ισλαμικού τύπου αλλαγές, καθώς σε μια τέτοια περίπτωση η εισροή τουριστών θα περιοριζόταν δραστικά. Τέλος, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ποιοι κινητοποιήθηκαν στις διαδηλώσεις της Αιγύπτου, εστιαζόμενοι στα ταξικά τους χαρακτηριστικά: η εργατική τάξη, η μεσαία και κατώτερη αστική τάξη αλλά και μερικοί χωρικοί της αιγυπτιακής υπαίθρου, που ταξίδεψαν στο Κάιρο και στα κοντινότερα αστικά τους κέντρα, για να λάβουν μέρος στις διαδηλώσεις. Αυτοί είχαν λόγο στο Ιράν του 1979, αλλά δεν ήταν οι πρωτεργάτες του επαναστατικού κινήματος, ενώ έβγαζαν στο προσκήνιο την αντίθεσή τους στην εισαγόμενη νεωτερικότητα δυτικού τύπου, πράγμα που δεν συνέβη στην Αίγυπτο. Στην Αίγυπτο, το κίνημα της «6ης Απρίλη», το κίνημα «Χάλεντ Σάιντ» αλλά και τα πολυσυλλεκτικά δημοκρατικά κινήματα «Κεφάγια» (Αρκετά) και «ελ-Γαντ» (Αύριο) ήταν εκείνα που οργάνωσαν τις οργισμένες κινητοποιήσεις στο Κάιρο, την Αλεξάνδρεια και το Σουέζ. Ειδικότερα τα εργατικά σωματεία, με την εμπειρία που διέθεταν από απεργίες στο παρελθόν, βρέθηκαν από την αρχή στην πρώτη γραμμή.

Με τα δεδομένα αυτά, μπορούμε να πούμε πως οι εργάτες και η αστική τάξη δεν θα άφηναν την επανάσταση να πάρει ισλαμικές προεκτάσεις, αν και δεν μπορούμε σε καμία περίπτωση να υποστηρίξουμε πως δεν είναι θρησκευόμενοι ή πως αποκηρύσσουν τη θρησκεία. Η Αίγυπτος έχει πολύ ισχυρή εθνική συνείδηση, όμως η εθνική ταυτότητα των Αιγυπτίων συνυπάρχει με τη θρησκευτική. Η εθνική τους ταυτότητα έχει, κατά τη γνώμη μου, πιο ισχυρά χαρακτηριστικά από τη θρησκευτική καθώς η Αίγυπτος είναι μια χώρα στην οποία ο εθνικός μύθος, η συνέχεια και η γραμμικότητα του πολιτισμού έχουν κεντρικότατη θέση στο συλλογικό φαντασιακό, εντάσσοντας σε αυτά και την ισλαμική ταυτότητα, όχι σε δεύτερη μοίρα, αλλά μάλλον μέσα σε μια σχέση αλληλεπίδρασης.

Δημοσιεύθηκε στα Ενθέματα της Αυγής, στις 06/03/2011.