Ζούμε μέρες αγωνίας, αμφιβολίας και έλλειψης εμπιστοσύνης.

Ads

Σε τι; Έλλειψης εμπιστοσύνης σε μια βασική αρχή που συγκροτεί τον μοναδικό λόγο της συνύπαρξής μας σε έναν κόσμο μικρό ή μεγάλο. Στην αρχή της αμοιβαιότητας. Από την παλιά και πολύ γνωστή μελέτη του Marcel Mauss για το «πνεύμα» του δώρου, το οποίο όπως πίστευαν οι Maori αποτελεί τον βασικό λόγο της κοινωνικής τους συνύπαρξης, μαθαίνουμε ότι το δώρο –ως αντικείμενο- δεν εξαντλείται στην πράξη και μόνον της απόδοσής του αλλά συμπεριλαμβάνει και την υποχρέωση της ανταπόδοσης του. Όταν δωρίζω λοιπόν κάτι σε κάποιον δεν περιμένω να μου το «πληρώσει» γιατί απλούστατα δεν του το πουλάω. Το «πνεύμα» όμως του ίδιου του δώρου με υποχρεώνει κάποια στιγμή να το ανταποδώσω. Αν δεν το κάνω, πιστεύουν οι Maori, τότε το «πνεύμα» του δώρου θα με κυνηγά, δεν θα με αφήνει σε ησυχία, με άλλα λόγια δεν θα έχω ποια θέση στην κοινωνία που ζω. Το ίδιο όμως θα συμβεί αν δεν δεχτώ ένα δώρο, αν αρνηθώ να πάρω αυτό που μου χαρίζεται γιατί και πάλι αυτό θα σημαίνει ότι δεν αποδέχομαι την υποχρέωσή μου να ανταποδώσω το δώρο με ένα άλλο δώρο, σημαίνει ότι δεν παίζω ισότιμα με τους συνανθρώπους μου τους όρους του παιχνιδιού της κοινής μας ζωής. Η αμοιβαιότητα στη σχέση αυτού που δίνει και εκείνου που παίρνει στηρίζεται στην εμπιστοσύνη της ανταπόδοσης, στην αρχή της αμοιβαιότητας.

Αυτό λοιπόν που σήμερα συμβαίνει στην ελληνική κοινωνία είναι ότι δεν πιστεύουμε πλέον στην αρχή της αμοιβαιότητας. Όλοι νιώθουμε θύματα ενός συστήματος που μας αδικεί, που δεν μας ανταποδίδει αυτό που του δίνουμε. Αυτό το αίσθημα της αδικίας το νιώθουμε:

1) απέναντι στο κράτος και τους θεσμούς του γιατί ενώ δουλεύουμε, ενώ προσφέρουμε, δεν πιστεύουμε ότι παίρνουμε πίσω αυτό που μας ανήκει, ‘το πνεύμα’ του δώρου δηλαδή, σχολεία για τα παιδιά μας, νοσοκομεία για τους αρρώστους μας, συντάξεις για τους γέροντές μας

Ads

2) το νιώθουμε όμως και ανάμεσά μας γιατί δεν εμπιστευόμαστε τους απέναντί μας στο διπλανό διαμέρισμα, ότι, όταν εμείς οικειοθελώς καθαρίσουμε τις σκάλες, θα το κάνουν και εκείνοι, χωρίς εμείς να το ζητήσουμε ή να το διεκδικήσουμε –γιατί έτσι θα απλά θα τους υπαγόρευε το ‘πνεύμα’ του δώρου

3) το νιώθουμε στη δουλειά μας, ανάμεσα στους συναδέλφους μας που πια δεν θα επιλέξουμε να κάνουμε τη δουλειά των άλλων, γιατί ξέρουμε ότι κι εκείνοι δεν θα το έκαναν ποτέ για μας

4) κι ακόμη περισσότερο αδικούμε γιατί κι άλλοι μας αδικούν υπακούοντας σε μια νέα αρχή που είναι αυτή της αντεστραμμένης δικαιοσύνης, δηλαδή της ισότητας στην αδικία

Γιατί συνέβησαν όμως όλα αυτά; Το ‘πνεύμα’ του δώρου ως αρχή αμοιβαιότητας συνέδεε ανθρώπους σε προ-βιομηχανικές κοινωνίες που με απλά λόγια ήταν ανταλλακτικές και δεν βασίζονταν στο χρήμα. Δεν υπήρχε το ρήμα ‘πουλάω’ κάτι και παίρνω χρήματα για αυτό, αλλά ανταλλάσω κάτι με κάτι άλλο που έχω συμφωνήσει ότι είναι ίσης αξίας.

Στο χρηματοπιστωτικό σύστημα που ζούμε η αντιστοιχία αντικειμένου και χρηματικής αξίας του διαταράχθηκε πολλαπλά και για χίλιους δυο λόγους. Και δεν μπορώ να εξετάσω τα χιλιάδες γιατί, απλώς διότι θέλω να πω κάτι άλλο. Τελικά νιώθουμε ότι αυτό που αγοράζουμε δεν αντιστοιχεί στην χρηματική αξία του, είναι υπερτιμημένο.

Μονάχα που αυτή η αδικία, η οικονομική αναντιστοιχία- σε επίπεδο καθημερινών αγαθών- έχει επεκταθεί και στις ίδιες μας τις σχέσεις. Πόσο τρομαχτικά ορατό γίνεται αυτό όταν σκεφτούμε τις φράσεις που κάθε μέρα χρησιμοποιούμε για άυλα αγαθά και όχι υλικά. Όταν σκεφτούμε για παράδειγμα πώς μιλούμε για τα συναισθήματα μας, για αυτό που περιμένουμε από τον άλλον και δεν το παίρνουμε: «δεν μπορώ άλλο να ‘επενδύσω’ σε αυτή τη σχέση», «αυτό που μου έκανες θα μου το ‘πληρώσεις’ !», «με ‘ακυρώνεις’ διαρκώς», «με ‘πούλησες’, δεν σε εμπιστεύομαι», «εγώ άλλο ‘εισπράττω’ από αυτό που κάνεις».

Αντίθετα από το τραγούδι λοιπόν που λέει: «Τιμή δεν έχει η αγάπη, τιμή δεν έχει κι η ζωή. Ποιος την πουλά, ποιος αγοράζει, ποιος τήνε βγάζει στο σφυρί;» η ζωή έχει σήμερα τιμή, γιατί την τιμολογήσαμε, το ίδιο και η αγάπη, την κοστολογήσαμε και την πουλάμε και την αγοράζουμε και τη βγάζουμε στο σφυρί.

Μαζί λοιπόν με τον υλικό μας κόσμο και τα καταναλωτικά μας αγαθά, καταναλώνουμε και τις σχέσεις μας, καταναλώνουμε και τα συναισθήματά μας. Η βασική μας πίστη στην αρχή της αμοιβαιότητας διαλύεται όλο και περισσότερο με τον εκχρηματισμό του τρόπου ύπαρξής και συνύπαρξής μας.

Το ‘πνεύμα’ του δώρου λοιπόν μας κυνηγά, μας κατατρέχει και αυτό επειδή δεν το σεβαστήκαμε, δεν το υπολογίσαμε, απλά το κοστολογήσαμε και πέσαμε από ό,τι φαίνεται έξω. Λάβαμε και δεν δώσαμε, και δεν δώσαμε γιατί δεν πιστεύουμε ότι θα λάβουμε. Με άλλα λόγια, όλοι μας παίρνουμε χωρίς να δίνουμε, και αυτό συμβαίνει όχι γιατί ξαφνικά γίναμε εγωιστές αλλά επειδή δεν έχουμε πια εμπιστοσύνη. Εμπιστοσύνη στην αρχή της αμοιβαιότητας, απέναντι στο κράτος, στους θεσμούς, στους διπλανούς, στους εαυτούς.

Αυτή είναι η κρίση αξιών για την οποία όλοι μιλάνε. Δεν είναι όμως μονάχα η κρίση των χρηματικών αξιών, του χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι η κοστολόγηση αγαθών που δεν κοστολογούνται, είναι η ‘υποτίμηση’ όχι μόνον του ευρώ αλλά και των μεταξύ μας σχέσεων. Είναι οι καθημερινές ‘απώλειες’ όχι μόνον του χρηματιστηρίου, αλλά της πίστης μας στην αρχή της αμοιβαιότητας. Της βαθιάς μας γνώσης, ότι «τιμή δεν έχει η αγάπη, τιμή δεν έχει κι η ζωή. Όποιος την έχει τήνε δίνει με μια ματιά, μ’ ένα φιλί».

Κάποιοι θα με κατηγορούσαν για ρομαντισμό ή νεο-ροματισμό μιας σκληρής πραγματικότητας που δεν εξωραΐζεται ‘με μια ματιά, με ένα φιλί’. Σύμφωνοι. Ας μας προτείνουν τότε εκείνοι ένα πειστικότερο όραμα σε αυτόν τον κόσμο που πλέον δεν μας έχει απομείνει κανένα δικαίωμα. Δικαίωμα στην εργασία, στην ασφάλεια, στο μέλλον, στη φαντασία. Και δεν απέμεινε κανένα δικαίωμα γιατί ξεχάσαμε μιαν υποχρέωση. Την υποχρέωση της ανταπόδοσης που δεν σημαίνει ξεπλήρωμα, σημαίνει χαρά της επιστροφής.

Σπάσαμε τον κύκλο της αμοιβαιότητας στις κοινωνικές σχέσεις, εργασιακές, υπηρεσιακές, επιχειρηματικές, διακρατικές, διοικητικές, εκπαιδευτικές, ανθρώπινες και στροβιλιζόμαστε με δαιμονική ταχύτητα σε έναν τυφώνα άγνωστης κατεύθυνσης συνθλίβοντας όσα καταφέραμε κι όσα θα ελπίζαμε για το μέλλον. Πώς σταματάει ένας τυφώνας; Πώς; Πώς μπορούμε να βγούμε από τη δίνη που βρισκόμαστε και δεν μπορούμε πλέον να ελέγξουμε;

Πώς;

Δεν νομίζω ότι υπάρχει μιαν απάντηση. Κι ίσως και καλύτερα. Υπάρχουν πολλές απαντήσεις, τόσες όσες είμαστε όλοι μας. Και δεν μοιάζουν μεταξύ τους. Ο καθένας μας θα δώσει τη δική του απάντηση με τον δικό του τρόπο. Από το μικρό εκείνο σημείο που θεάται και μετέχει στον κόσμο και μπορεί να τον αλλάξει. Στο απειροελάχιστο χιλιοστό του.

Αρκεί να σκεφτούμε μέσα μας βαθιά κι ανάμεσα στους εαυτούς μας και στους άλλους, πώς μπορούμε εμείς οι ίδιοι, οι τόσο μικρούληδες να δώσουμε στους άλλους μιαν εμπιστοσύνη, μια πίστη στην κοινή μας ζωή. Γιατί όλοι είμαστε μέρη της που αλληλεπιδρούν, από τον πιο διεφθαρμένο πολιτικό, ως τον πιο ακριβοδίκαιο δικαστή. Γιατί ο τυφώνας δεν κάνει εξαιρέσεις. Όσους τραπεζικούς λογαριασμούς κι ανοίξει κανείς στο εξωτερικό. Οι ‘προσωπικοί’ του λογαριασμοί, αυτοί οι απλήρωτοι λογαριασμοί της αμοιβαίας εμπιστοσύνης θα τον κυνηγούν. Όπως το ‘πνεύμα’ του δώρου.

Μαρία Παπαπαύλου, Επίκουρη Καθηγήτρια Τμήματος Μουσικών Σπουδών, Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών