Το ΙΣΚΡΑ παραθέτει την ενδιαφέρουσα συνέντευξη που παραχώρησε ο καθηγητής εργασιακών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και επιστημονικός συνεργάτης του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Γιάννης Κουζής, στον Αν. Πετρόπουλο για το φλέγον θέμα των εργασιακών σχέσεων.

Ads

ΕΡ: K.Κουζή με βάση και τα τελευταία επίσημα στοιχεία που δημοσιοποίησε το ΣΕΠΕ τα οποία επιβεβαιώνουν μια αλματώδη άνοδο των ευέλικτων μορφών απασχόλησης (μερική και εκ περιτροπής εργασία) εκτιμάται ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μια ιστορική όσο και βίαιη αλλαγή στην αγορά εργασίας;

ΑΠ:
Η αλλαγή του εργασιακού προτύπου και στην Ελλάδα επιχειρείται με συστηματικές και συμπληρωματικές παρεμβάσεις κατά τις δύο τελευταίες δεκαετίες στην κατεύθυνση της δημιουργίας ενός νέου και ευέλικτου προτύπου που επιβάλλεται από τα νεοφιλελεύθερα δόγματα και που θα καθιστά φθηνότερη την εργασία και θα διευκολύνει τις επιχειρήσεις στην αύξηση της κερδοφορίας τους. Οι πρόσφατες και ακραίες αλλαγές επιτυγχάνουν με τον πλέον βίαιο τρόπο όσα είχαν απομείνει από μια μακρά ατζέντα “μεταρρυθμίσεων”, που δρομολογείται από το 1990 και που η συγκυρία δεν είχε ευνοήσει την ολοκλήρωσή της, και που η κρίση και το μνημόνιο αποτελούν το τέλειο άλλοθι για την παγίωση μιας νέας εικόνας στην ελληνική αγορά εργασίας. Η ευελιξία στις απολύσεις, η ανάπτυξη μορφών ευέλικτης εργασίας σε βάρος της πλήρους και σταθερής απασχόλησης, η ευελιξία και ελαστικοποιήση των ωραρίων και των αμοιβών με την αποδιάρθρωση των συλλογικών συμβάσεων με απώτερο στόχο την εξατομίκευση των μισθών συνθέτουν τις βασικές εξελίξεις.

Τα πρόσφατα στοιχεία μας δείχνουν ότι, παράλληλα με την εκτόξευση της ανεργίας σε πρωτοφανή επίπεδα, ενισχύονται σημαντικά οι ευέλικτες μορφές εργασίας και επιτυγχάνεται η ραγδαία αύξηση της μερικής απασχόλησης, όχι τόσο από τις προσλήψεις με αυτό το καθεστώς, όσο από την επιβολή της μετατροπής της πλήρους απασχόλησης σε μερική και στην ειδικότερη έκφρασή της, την εκ περιτροπής εργασία. Είναι εντυπωσιακό πώς συναρθρώνονται τα πρόσφατα μέτρα μεταξύ τους και πώς η υψηλή ανεργία και ο κίνδυνος των φθηνών και εύκολων, πλέον, απολύσεων και της μείωσης του ωραρίου τους με παράλληλη μείωση των αμοιβών, οδηγεί τους εργαζόμενους στην αποδοχή δυσμενέστερων όρων όπως την μείωση των μισθών τους είτε με ατομικούς όρους(τροποποιητική καταγγελία των συμβάσεων) είτε με συλλογικούς(ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις). Την ίδια στιγμή ή αναμενόμενη από τις “μνημονιακές” δεσμεύσεις, επέκταση του ανώτατου χρόνου των συμβάσεων ορισμένου χρόνου από τα 2 σε 3 χρόνια, ώστε να συμβαδίζει και με τον ανώτατο χρόνο δανεισμού εργαζομένων που επεκτάθηκε από τον 1 χρόνο στα 3,παράλληλα με την αναμενόμενη αύξηση του αριθμού των διαδοχικών προσωρινών συμβάσεων για την μετατροπή τους σε αόριστης διάρκειας, δημιουργούν τους όρους για την παγίωση ενός ζοφερού εργασιακού τοπίου με κύριο χαρακτηριστικό την ανασφάλεια που ενισχύεται δραματικά από τη νέα νομοθεσία και εκτοξεύεται στο έπακρο από την επίσης ενισχυόμενη εργοδοτική αυθαιρεσία.

ΕΡ: Οι νεοφιλελεύθεροι θιασώτες της ρευστότητας της αγοράς εργασίας μπορούν να πανηγυρίζουν για το τέλος της πλήρους απασχόλησης, όπως ήταν το κυρίαρχο μοντέλο για δεκαετίες ή εκτιμάται ότι η μάχη δεν έχει κριθεί ακόμα;

Ads

ΑΠ: Οι νεοφιλελεύθεροι έχουν επιτύχει ένα σοβαρό πλήγμα στο εργασιακό πρότυπο της πλήρους και σταθερής εργασίας που ισχυροποιήθηκε κατά τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Έχουν αναγάγει την ευελιξία σε βασικό εργαλείο για την επίτευξη του στόχου της μείωσης των δαπανών για την εργασία προς όφελος της ανταγωνιστικότητας που απαιτεί με θρασύτατη επιμονή τη “ριζική μεταρρύθμιση της αγοράς εργασίας”. Σε αυτό το πλαίσιο το εργατικό δίκαιο “εκσυγχρονίζεται” υπακούοντας στα κελεύσματα της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας. Οι βασικές πηγές του όπως η νομοθεσία και οι συλλογικές συμβάσεις απορρυθμίζονται ενώ οι αποφάσεις των δικαστηρίων(νομολογία) ακολουθούν το πνεύμα της εποχής…
Όμως η επίσημη θεσμοθέτηση της γενικευμένης εργασιακής ανασφάλειας εκτός από τις κοινωνικές παρενέργειες συνεπάγεται και αντιπαραγωγικά αποτελέσματα. Αυτό το στοιχείο οι δυνάμεις της εργασίας και της αριστεράς οφείλουν να το αξιοποιήσουν όχι μόνο ως άμυνα. Πρέπει να επαναφέρουν στο προσκήνιο ότι η εργασιακή σταθερότητα και ασφάλεια αποτελούν και παράγοντα αυξημένης παραγωγικότητας, όπως τεκμηριωμένα αποδεικνύουν επιστημονικές έρευνες που έντεχνα αποσιωπώνται ώστε να μην πληγεί η προωθούμενη άποψη για την αυξημένη παραγωγικότητα της επισφάλειας.

Επίσης στο επίκεντρο των στόχων του εργατικού κινήματος θα πρέπει να επανέλθει το αίτημα για τηριζική και διεθνοποιημένη μείωση του εργάσιμου χρόνου σε αντίθεση με τη διαγραφόμενη τάση αύξησής του, όπως αναμένεται και στην Ελλάδα με την αύξηση του ωραρίου στο Δημόσιο που αντί να αποτελεί τον κύριο πόλο σύγκλισης με τον ιδιωτικό τομέα ακολουθείται η αντίθετη πορεία. Η μείωση του χρόνου εργασίας ευνοεί το αίτημα για επιστροφή στην πλήρη απασχόληση και στην ανακατανομήτου πλούτου υπέρ της εργασίας της οποία η θέση επιδεινώνεται και από τους όρους που το κεφάλαιο τις τελευταίες δεκαετίες καρπώνεται με απόλυτο τρόπο τα επιτεύγματα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και ειδικότερα των νέων τεχνολογιών.

ΕΡ: Με βάση αυτά τα δεδομένα στην αγορά εργασίας πιστεύετε ότι το Σ.Κ θα πρέπει επανεξετάσει τη στάση του σε μια σειρά ζητήματα (ένταξη στα Συνδικάτα των ευέλικτων, επισφαλώς απασχολούμενων, ανέργων) ; Μπορεί άραγε να το κάνει; Τι πρέπει να αλλάξει.

ΑΠ: Το συνδικαλιστικό κίνημα, εκτός από τις γνωστές του παθογένειες, πλήττεται και από τηναδυναμία του, αντικειμενική και υποκειμενική, να προσελκύσει και να εντάξει στους κόλπους του τα νέα κοιτάσματα της μισθωτής απασχόλησης(γυναίκες, νέους, ευέλικτους, μετανάστες, νέες ειδικότητες) μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται και οι πλέον καταπιεσμένες δυνάμεις του σύγχρονου προλεταριάτου. Σε αυτό τον τομέα ελάχιστα έχουν γίνει. Οι εσωτερικές έριδες εξουδετερώνουν την ανάγκη μιας οργανωμένης παρέμβασης προς αυτή την κατεύθυνση.

Παράλληλα τίθεται επίμονα το ζήτημα της οργανωτικής αναδιάρθρωσης των συνδικάτων και η καταπολέμηση του πολυκερματισμού τους σε χιλιάδες πρωτοβάθμια σωματεία, και σε πανσπερμία ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων. Στο ίδιο πλαίσιο θα πρέπει να εξετασθεί σοβαρά και η προοπτική ενοποίησης ΓΣΕΕ και ΑΔΕΔΥ ιδιαίτερα μάλιστα που και ο στενός δημόσιος τομέας κατακλύζεται σήμερα από σχέσεις απασχόλησης ιδιωτικού δικαίου και ο κόσμος της εργασίας δοκιμάζεται συνολικά και αδιάκριτα.. Ας θυμηθούμε, άλλωστε, ότι ο οργανωτικός διαχωρισμός των συνδικάτων των δημοσίων υπαλλήλων οφείλεται σε κρατική απαγόρευση με το νόμο 2151 του 1920 ώστε αυτοί να μην συμμετέχουν στα ίδια σωματεία με τους υπόλοιπους εργαζόμενους “για να μην μολυνθούν από το μικρόβιο της ταξικής πάλης”.

ΕΡ: Εχετε μια πρόχειρη εκτίμηση για τις επιπτώσεις στα ασφαλιστικά ταμεία από την εκτόξευση τόσο της ανεργίας όσο και των ευέλικτων μορφών εργασίας;

ΑΠ:
Οι επιπτώσεις της διόγκωσης της ανεργίας και των χαμηλά αμειβόμενων ευέλικτων μορφών εργασίας απέναντι στα ασφαλιστικά ταμεία είναι αυτονόητα δραματικές και επιβεβαιώνονται με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο και από επίσημες ανακοινώσεις των αρμόδιων φορέων. Το εργασιακό τοπίο που διαμορφώνεται και η απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων συμβαδίζει και με την απορρύθμιση του συστήματος της κοινωνικής ασφάλισης. Εύλογα οι εξελίξεις αυτές οδηγούν στην εξαθλίωση μεγάλου μέρους της κοινωνίας και ανοίγουν τον δρόμο στις ιδιωτικές εταιρείες ασφάλισης που καραδοκούν να επωφεληθούν σε βάρος της δημόσιας ασφάλισης απευθυνόμενες σε όσους θα έχουν την δυνατότητα να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις τους. Βιώνουμε άλλωστε, την τάση τριτοκοσμοποίησης των εργασιακών σχέσεων και αμερικανοποίησης του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης…