Το 2025 συμπληρώνονται 60 χρόνια από την πρώτη σκηνοθετική υπογραφή του Παντελή Βούλγαρη, στην ταινία ο «Κλέφτης» που βγήκε το 1965. Ο Παντελής Βούλγαρης δεν είναι μόνο ένας από τους μεγαλύτερους και πολυβραβευμένους σκηνοθέτες μας, δεν είναι μόνο ο δημιουργός που έχει πάρει τα εύσημα από σημαντικούς διεθνείς σκηνοθέτες, δεν είναι μόνο ο άνθρωπος που εμπότισε τον κινηματογράφο με τις επώδυνες στιγμές της ιστορία μας, αψηφώντας το σιωπητήριο και τις κόκκινες γραμμές γύρω από τον εμφύλιο.
Είναι επίσης ο δημιουργός που καταφέρνει μέσα από τα κοντινά πλάνα στα βλέμματα των ηρώων του, να αφηγηθεί πανανθρώπινες αλήθειες και καταστάσεις που δεν κατάφεραν να χωρέσουν στις λέξεις. Είναι ο δημιουργός που μας έκανε να δούμε τα βασανιστήρια της χούντας μέσα από την πιο εκτυφλωτική ελληνική λιακάδα και το αίμα στα βουνά του Γράμμου μέσα από την πιο λιτή και διακριτική αφήγηση.
Είναι αυτό το βαθιά ανθρωποκεντρικό βλέμμα που είτε εστιάζει στην ιστορία, είτε στην κοινωνία, είτε στο προσωπικό δράμα των ανθρώπων, έχει την τρυφερότητα και το νιάξιμο, που αποτελεί βάλσαμο για τις προσωπικές και συλλογικές μας πληγές και αφορμή για αναστοχασμό πάνω στην ουσία των πραγμάτων. Ένα βλέμμα το οποίο σήμερα έχουμε μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ.
Το αφιέρωμα στο έργο του που ξεκινά σήμερα με αφορμή την ψηφιοποίηση των ταινιών του από το Cinobo, ήταν η αφορμή για μια πολύωρη συζήτηση στο πάντα φιλόξενο σπίτι του ίδιου και της συντρόφου του Ιωάννας Καρυστιάνη. Όσο προσπαθούσα να ρίξω το φακό στο έργο του, εκείνος τον έστρεφε σε ιστορίες αγάπης και ευγνωμοσύνης για τους ανθρώπους του, τους συνεργάτες όλων των ειδικοτήτων, και την διαρκή έκπληξη μπροστά σε κάθε νέο εγχείρημα, αναδεικνύοντας την πληρότητα ενός ανθρώπου που κατάφερε στοχοπροσηλωμένος σε μία τέχνη να ζήσει πολλές παράλληλες και συναρπαστικές ζωές.
Πως υποδεχθήκατε την είδηση της ψηφιοποίησης των ταινιών σας;
Η ιστορία της ψηφιοποίησης σώζει πολιτισμό. Τις είχαμε ξεγραμμένες αυτές τις ταινίες. Είδα το Happy Day και τρελάθηκα! Δεν τη θυμόμουν την ταινια. Και τώρα εμφανίζονται οι ταινίες αυτές σε έναν καινούριο κόσμο. Όλα αυτά που συμβαίνουν με τις ξανθές της τηλεόρασης με τα αγόρια που πρέπει να είναι όλα ωραία, τα βίαια παιχνίδια που παίζουν τα παιδιά….. Είναι ένας κόσμος καινούριος. Δεν ξέρω τι έχουν να πουν οι ταινίες μου σε αυτόν τον κόσμο.
Είναι αφορμή για έναν απολογισμό, μια ακόμα ματιά πάνω στην εργογραφία σας;
Όχι, συνήθως δεν σκέφτομαι τις ταινίες μου. Και δεν τις θυμάμαι ακριβώς. Ήμουν μια ζωή υπ’ ατμόν, στον κινηματογράφο στην τηλεόραση …Δεν κάθομαι να τις σκεφτώ γιατί δεν έχω κάνει τίποτα άλλο 60 χρόνια. Μόνο κινηματογράφο. Από τότε που ήμουν 20, κάτι μου έλαμψε στον κινηματογράφο κι έτυχε να βρω τον Πανουσόπουλο τον τον Γρίβα, τον Καβουκίδη που ήταν από πριν στον Φίνο. Ήμασταν λοιπόν εμείς που προσπαθήσαμε να κάνουμε αυτό που ονειρευόμασταν.
Τα καταφέρατε όμως…
Σε κάποια πράγματα βρήκαμε την άκρη σε άλλα όχι. Αναγκαστήκαμε να κάνουμε και πάρα πολλά άλλα πράγματα εκτός από ταινίες.
Ας πάρουμε αυτή τη ζωή από τα παιδικά σας χρόνια και το πατρικό σας σπίτι στο κέντρο της Αθήνας
Ως παιδί ήμουν κάπως κλεισμένος. Είχα αδενοπάθεια, πρώτο στάδιο φυματίωσης που δεν αντιμετωπιζόταν εύκολα. Αυτή ήταν η αρρώστια μου, επομένως έπρεπε να μείνω στο σπίτι, παιχνίδια δεν είχα και μου έφερνε μια γειτόννισα κάτι στρατιωτάκια που είχε για το παιδί της. Έπαιζα και μόλις γινόμουν καλά, ξαναέφευγαν τα παιχνίδια. Δεν ήμουν όμως μόνο εγώ έτσι ήταν κι άλλα παιδιά της εποχής.
Κάνατε πολύ μικρός την επιλογή να γίνετε σκηνοθέτης σε μια δύσκολη εποχή για τέτοιες αποφάσεις. Ποια ήταν η αφορμή;
Ότι δεν ήμουν καλός σε τίποτα άλλο. Δεν ήμουν καλός μαθητής, έμεινα δύο φορές. Έδωσα για το πανεπιστήμιο δεν πέρασα και άνοιξε ο δρόμος. Η πρώτη επαφή μου με τον κινηματογράφο ήταν στον θερινό κινηματογράφο της Ηλέκτρας στην οδό Πατησίων. Δοκίμαζε τη μηχανή το καλοκαίρι ο προβολατζής και είχε τέτοια ησυχία τότε η γειτονιά, που ο ήχος αυτό το γκρρρ έφτανε τρεις δρόμους πάνω. Πατησίων-Δροσοπούλου- Νάξου που μέναμε εμείς. Τρέχαμε και βλέπαμε ότι πρόβαρε ο άνθρωπος για να δει αν λειτουργεί το μηχάνημα.
Ήταν ένα θαύμα! Μάλιστα θυμάμαι ότι όταν πήγα να δω μια ταινία με τον πατέρα μου -ήταν μια με τον Βιτόριο Γκάσμαν και την Σιρβάνα Μάγκανο- είδα μια σκηνή που τη βίαζε. Στον δρόμο της επιστροφής είχα μια απορία. Ρώτησα λοιπόν τον πατέρα μου «Αυτός γιατί τη δάγκωνε τη γυναίκα;». Οι απορίες που έχουν τα παιδιά σε αυτή την ηλικία.
Τότε αποφασίσατε να γίνετε σκηνοθέτης;
Λίγα χρόνια μετά, αφού είχα αποτύχει στο πανεπιστήμιο όπως σου είπα και είδα έξω από το σπίτι μου να γυρίζονται τρία πλάνα από την Finos. Εκεί δούλευε ένας φίλος του αδερφού μου. Ρώτησα λοιπόν τον αδερφό μου τι δουλειά κάνει και μου απάντησε, βοηθός σκηνοθέτη. Και λέω, αυτό θα γίνω!
Και πήγα στη σχολή Σταυράκου που ήταν η αφορμή να γράψω δυο σενάρια, «Ο κλέφτης» ήταν το ένα και «Ο Τζίμης ο Τίγρης» το άλλο, που πήγαν πολύ καλά σαν ταινίες. Από τότε κι έπειτα, με κάθε φιλμ που τέλειωνε, ερχόταν η ιδέα για ένα άλλο. Δεν σκέφτηκα ποτέ να ψάξω να κάνω κάτι άλλο.
Μετά ήρθε η Finos Film. Τι θυμάστε από τα πρώτα χρόνια;
Μπήκα στην Finos Film, έγινα βοηθός του Δημόπουλου που ήταν και δάσκαλος μας στη σχολή Σταυράκου. Αυτό ήταν το καθοριστικό. Άρχισα να καταλαβαίνω πως γίνεται μια ταινία. Ήταν ένας βοηθός οπερατέρ -ζει ακόμα- που μια μέρα με έπιασε και μου είπε, έλα εδώ, για βάλε το μάτι σου εδώ πέρα. Και είδα για πρώτη φορά τι βλέπει ο σκηνοθέτης και ο οπερατέρ από την κάμερα. Και σιγά σιγά ξεθάρρεψα.
Κι αυτό που θυμάμαι ως ανεπανάληπτο, είναι πως όταν έγινα βοηθός σκηνοθέτη είχα σε απόσταση αναπνοής τον Κούρκουλο, τον Αλεξανδράκη, τη Βουγιουκλάκη, όλους αυτούς. Γιατί ήμουν αυτός που έδινε κλακέτα, την ταυτότητα του πλάνου. Άκουγα «έτοιμοι; Πάμε;». Έκλεινα την κλακέτα αλλά έπρεπε να μείνω εκεί κι έβλεπα τα μάτια τους από πολύ κοντά.
Κι έβλεπα και τις αντιδράσεις τους. Ο Αλεξανδράκης έκανε μορφασμούς γιατί δεν του άρεσαν τα σενάρια για παράδειγμα. Λοιπόν, όλο αυτό ήταν ένα σχολείο της συμπεριφοράς. Ήταν ένας κόσμος που είχε έρθει να δουλέψει τεχνικοί, ηθοποιοί κομπάρσοι.
Τί ήταν οι κομπάρσοι; Φτωχοί άνθρωποι που τους έπαιρναν από τα τρία γραφεία για κομπάρσους που είχε η πλατεία Κάνιγγος τότε. Εμείς παίρναμε την κυρία Στέλλα και λέγαμε «αύριο έχουμε γλέντι αριστοκρατικό. Θέλουμε δέκα κυρίες και δέκα κυρίους ντυμένους καλά να έρθουν στη Finos Film».
Αυτοί οι άνθρωποι, ήταν φτωχοί όπως είπα κι είχαν την αγωνία να πάνε νωρίς σπίτι τους. Εγώ λοιπόν φρόντιζα τη σειρά των πλάνων έτσι ώστε να αποδεσμευτούν ως τις 9.30 το βράδυ. Κι έφευγαν. Και κάποτε μου το ανταπέδωσαν.
Με ποιον τρόπο;
Όταν έκανα το πρώτο μου φιλμ τον «Κλέφτη», όλη η ταινία ήταν γυρισμένη μέσα σε ένα λεωφορείο. Όλος ο κόσμος μέσα εκεί ήταν κομπάρσοι που μου είχαν υποχρέωση και ήρθαν και με βοήθησαν χωρίς να πληρωθούν. Μάλιστα το μεσημέρι τους πήγα σε μια ταβέρνα και δεν με άφησαν να πληρώσω, τα πλήρωσαν όλα αυτοί. Λοιπόν αυτός είναι ένας κόσμος ανεπανάληπτος. Και το θέατρο έχει τη μαγεία του αλλά ο κινηματογράφος είναι το ένα χέρι που βοηθά το άλλο, μια έκπληξη, μια αδυναμία που εμφανίζεται τελευταία στιγμή.
Και το πρόγραμμα είναι πολύ αυστηρό. Πες ότι αυτό το σπίτι παίζει κι έχεις τρεις μέρες γύρισμα. Σε αυτές τις τρεις μέρες, πρέπει να έρθουν οι ηθοποιοί που δεν έχουν ξαναμπεί μέσα σε αυτό το σπίτι, να ντυθούν, να το περιεργαστούν, να παίξουν, φύγουν.
Αυτό το «στην κόψη του ξυραφιού» δεν είναι όμως και μέρος της μαγείας της δουλειάς;
Βέβαια, γιατί είσαι πάντα στην έκπληξη μπροστά. Πάντα. Εκεί που νομίζεις ότι δεν θα γίνει, δεν θα τα καταφέρεις, ξαφνικά κάτι αστράφτει και γίνεται.
Το 1976 κάνετε το Happy Day που δέχθηκε αντιδράσεις από κομμάτι της Αριστεράς γιατί δεν υπήρχαν ρεαλιστικές σκηνές των βασανιστηρίων. Ωστόσο η ταινία όχι απλά άντεξε στο χρόνο αλλά άκουσα ότι είναι η αγαπημένη του Σκορτσέζε από τη φιλμογραφία σας. Ποια αφορμή τη γέννησε;
Ο Σκορτσέζε είχε δει όλες μου τις ταινίες. Μια μέρα μου είπε: Έχεις ένα πλάνο! Εκείνος που πίνει καφέ και πλησιάζει τους κρατούμενους. Ήταν όντως από το Happy Day. Πως προέκυψε η ιδέα. Έμενα στην Ασκληπιού. Κοντά μου ζούσε ένας Μακρονησιώτης. Έψαξε βρήκε υλικό και μου έδωσε ντοκουμέντα.
Σιγά σιγά μου ήρθε στο μυαλό να κάνω κάτι εκεί. Αλλά ήταν δύσκολο. Πάω στο Λαύριο, ψάχνοντας τον διοικητή της αστυνομίας. Μου είπαν ότι έτρωγε στο εστιατόριο απέναντι. Του λέω γεια σας είμαι κινηματογραφιστής και θέλω άδεια για να πάω στη Μακρόνησο. Τρελάθηκε αυτός, μου λέει τι θέλεις να κάνεις; Επειδή δεν ήθελα να το συνδέσω με τα πολιτικά, του λέω πως θέλω να πάω απέναντι να τραβήξω με την κάμερα το ακρωτήριο του Σουνίου.
Παρά το γεγονός ότι ήταν μεταπολίτευση και περίμενα να έρθουν παιδιά από νεολαίες να κάνουν τους φαντάρους, δεν ήρθε κανείς. Δεν είχα φαντάρους λοιπόν. Και την άδεια την πήρα έμμεσα. Η ταινία έγινε μετά την εξορία μου στη Γυάρο. Κι όταν πήρα το σενάριο στο Κέντρο Κινηματογράφου, μου λέει ο πρόεδρος ο Τζαβέλας, εγώ δεν μπλέκω με αυτά τα θέματα, κάνε Καραγάτση. Όμως συνεξόριστος μου ήταν ο Μαύρος ο πολιτικός. Τον πήρα λοιπόν τηλέφωνο, του εξηγώ και μου λέει: θα το κάνεις οπωσδήποτε. Και έτσι έστειλε ο Αβέρωφ τους στρατιώτες για να κάνω την ταινία.
Παρά το γεγονός ότι ήταν πολύ κοντά τα γεγονότα το σκηνοθετικό σας βλέμμα είχε πάρει ήδη απόσταση. Φοβηθήκατε καθόλου στην προσέγγιση θεμάτων όπως αυτό του εμφυλίου;
Δεν είχα φόβο. Από τη στιγμή που δενόμουν με κάτι προχωρούσα σταθερά προς τον στόχο. Το ονειρικό με τον κινηματογράφο που δεν μπορεί να εξηγηθεί, είναι το πως συνδέονται ξαφνικά όλα. Ερμηνείες ηθοποιών, αντικείμενα, χρήματα για να βγει η παραγωγή, αυτοκίνητο για να φέρει τον ηθοποιό στο γύρισμα… είναι πραγματικά μια σύνθετη υπόθεση.
Δεν θέλει θάρρος να σκαλίζει ένας δημιουργός θέματα ταμπού, τα οποία πεισματικά κρατούσαν κλειστά θεσμοί, κόμματα κι η ίδια η κοινωνία;
Είναι τόσα τα στοιχήματα που πρέπει να λύσεις που δεν σκέφτεσαι τίποτα άλλο. Εσύ πρέπει να τα διαχειριστείς για να γίνει η ταινία. Εκεί ήμουν προσηλωμένος. Η κραυγή της πρωταγωνίστριας στη Μικρά Αγγλία έγινε στις 3.30 το πρωί. Είχαν όλοι κουραστεί και είπαμε, τώρα πρέπει να το κάνεις. Και πήγε σε ένα δωμάτιο και έβγαλε την κραυγή μια φορά και μόνο.
Είδα το μεγάλο σας αρχείο στο γραφείο σας. Μια ολόκληρη βιβλιοθήκη με βιβλία σχετικά με τον εμφύλιο. Από τις πηγές στις οποίες ανατρέχετε προέκυπταν σεκάνς, ιδέες…
Χωρίς να ξέρω ποιες, ναι. Χωρίς τις πηγές δεν θα μπορούσα να κάνω κάποιες ταινίες. Αυτά τα τοπία του Γράμμου … χάρη και στα βιβλία πήγα και τα γνώρισα. Βέβαια όταν ανέβηκα τελικά στα βουνά του Γράμμου προετοιμάζοντας την ταινία «Ψυχή Βαθιά» με τους παραγωγούς, ενθουσιάζονταν αλλά έβρισκαν διάφορες δικαιολογίες να μην το κάνουν.
Μαγεύτηκα από αυτά τα τοπία. Ο Αγγελάκας που έκανε τη μουσική για την ταινία, είχε έρθει στον Γράμμο. Κάποια στιγμή ήμασταν οι δυο μας και ξαφνικά ακούμε έναν περίεργο μεταλλικό ήχο μέσα στην απόλυτη ησυχία. Κοιταζόμαστε με απορία και λίγο μετά βλέπουμε κοπάδια από πρόβατα. Το συζητάμε ακόμα όταν μιλάμε.
Στην ταινία αυτή παίζει ο Θανάσης Βέγγος και ο ρόλος του είναι ένας από αυτούς που συζητήθηκαν περισσότερο. Τι περιθώρια αφήνετε σε τέτοιους ηθοποιούς να αυτοσχεδιάσουν;
Το ζητάω από όλους. Ο Βέγγος μάλιστα μου έλεγε «Βούλγαρη μου βγάζεις όλα τα βέγγικα θα το πληρώσεις».
Ρωτάω την κυρία Καρυστιάνη που μπαίνει στον χώρο και είχε συνυπογράψει το σενάριο για την ταινία τι θυμάται από τα γυρίσματα και την παρουσία του Βέγγου.
Ιωάννα Καρυστιάνη: Θυμάμαι που ήμασταν οι δυο μας εκεί πάνω και μου λέει ο Παντελής, «Έρχονται οι παραγωγοί θαυμάζουν το τοπίο και φεύγουν. Ξέρεις Ιωάννα πως αισθάνομαι; Σαν μεσίτης. Σε όλους άρεσε η θέα αλλά κανείς δεν αγοράζει». Τελικά το έβγαλε ο Ιακωβίδης στην Black Orange. Για να πάει το συνεργείο εκεί έφτιαξε δρόμο να φανταστείς. Ο Βέγγος τώρα, τον λάτρευε τον Παντελή, ήθελε να παίξει και στις Νύφες.
Όταν ήρθε για την ταινία «Ψυχή Βαθιά» βάζει τα ρούχα του ρόλου, πιάνει μια γκλίτσα και κάθεται στο κρύο. Του λέμε, Θανάση έχουμε δύσκολη μέρα αύριο πήγαινε να ξεκουραστείς. Κι απαντά, εγώ αύριο παραλαμβάνω το νεκρό μου εγγόνι, θα μείνω όλο το βράδυ ξάγρυπνος με αυτά τα ρούχα. Και για να μην πάθει τίποτα έκατσα απέναντι του όλη τη νύχτα μέχρι που ξημέρωσε. Αυτός ήταν ο Βέγγος. Τον αγαπούσαν όλοι. Είχανε μαζευτεί αγρότες, συνοριοφύλακες… κόσμος και κοσμάκης κι όπως γυρίζαμε στο Σιδεροχώρι μας κάνουν νόημα να κατεβούμε. Ήμαστε 150 άτομα κι είχαν κάνει γεύμα για χατίρι του Βέγγου με όλων των ειδών τα καλούδια.
Κύριε Βούλγαρη υπάρχει μια ιδέα που έχετε ως απωθημένο γιατί δεν καταφέρατε να τη κάνετε ταινία;
Όχι. Έκανα αυτές που ήθελα και τον Βενιζέλο που δεν ήταν δική μου ιδέα.
Ήταν μια ιδέα του Χορν…
Ναι, εγώ ήθελα να κάνω κάτι μαζί του, γνώριζα τον αδερφό του τον Γιάννη. Συναντηθήκαμε σε ένα ζαχαροπλαστείο στην Πανεπιστημίου. Μόλις κάθισε έβγαλε ένα φάκελο. Μου είπε κ. Βούλγαρη τον φάκελο αυτόν θα τον ανοίξετε στο σπίτι σας και δεν έχετε καμία υποχρέωση γι’ αυτό που θα βρείτε. Όταν τον άνοιξα είδα ότι είχε 200.000 δραχμές. Έτσι έκανα την ταινία. Μετά δεν του άρεσε ο Βενιζέλος κι έπαιξε ο Χρηστίδης. Είναι απανωτά τα προβλήματα που παρουσιάζονται από ταινία σε ταινία που οφείλεις να τα αντιμετωπίσεις.
Από τις ταινίες low budget μέχρι τις μεγάλες σας παραγωγές, αυτό που δεν χάνεται είναι η ουσία, η ποιότητα της δουλειάς σας. Παίζουν τα μέσα τόσο μεγάλο ρόλο ή είναι η ιδέες, η φαντασία και το βλέμμα που καθορίζουν τελικά το αποτέλεσμα;
Το δεύτερο είναι. Τα μέσα ήταν πάντα δύσκολη υπόθεση για μένα. Το φιλμ ήταν πολύ ακριβό. Και το βίντεο ήρθε αργά, με την ασπρόμαυρη τηλεόραση. Όλα τα άλλα ήταν φαντασία. Το ραδιόφωνο με βοήθησε πολύ στο κομμάτι της φαντασίας γιατί το δεύτερο κομμάτι μιας ταινίας είναι ο ήχος. Και τον ήχο τον είχαμε στο σπίτι.
Το Σαββατοκύριακο ήταν αφιερωμένο στο ραδιόφωνο γιατί υπήρχε μια εκπομπή που συνέδεε τον σταθμό με ένα κοσμικό κέντρο στην Πλάκα. Κι εμείς καθόμασταν σπίτι και ακούγαμε τα μαχαιροπήρουνα του κόσμου που έτρωγε και μετά καλλιτέχνες όπως τον Μαρούδα που τραγουδούσαν. Αυτό ήταν μια μαγεία. Κι εξακολουθεί και υπάρχει. Δεν έχεις ιδέα από που να ξεκινήσεις μια ταινία. Και ξαφνικά βρίσκεις, προκύπτει κάτι που δεν το είχες αντιληφθεί από την αρχή.
Πως νιώθετε ως πολίτες σε μια ταραγμένη εποχή των πολέμων της ανόδου της ακροδεξιάς;
Γίνονται πρωτόφαντα πράγματα. Διαιρούνται χώρες, βομβαρδίζονται…. Εδώ που μιλάμε θα μπορούσε να πέφτει το διπλανό σπίτι. Έτσι αισθάνονται οι άνθρωποι εκεί. Τα βλέπουμε καθισμένοι στην τηλεόραση. Το θεωρώ απάνθρωπο.
Αυτές οι εικόνες που πέφτουν κτίρια την ώρα που μιλούν για ταινίες καλή ώρα όπως εμείς οι άνθρωποι και χάνονται για πάντα. Είναι φοβερά αυτά που ζούμε και απροσδιόριστο στο τι θα δημιουργήσει όλη αυτή η συνθήκη.
Δείτε το αναλυτικό πρόγραμμα του αφιερώματος στο οποίο θα δώσει το παρών ο σκηνοθέτης
Παρασκευή 13/12
19:00 Όλα Είναι Δρόμος, 118’ (1998)
Σάββατο 14/12
19:30 Πέτρινα Χρόνια, 142’ (1985)
Κυριακή 15/12
18:00 Ο Μεγάλος Ερωτικός, 70’ (1973)
19:30 Οι Νύφες, 128’ (2004)
Πληροφορίες
Cinobo Όπερα (Ακαδημίας 57, Αθήνα)
Είσ.: € 5. Προπώληση στο more.com.
Στην Ελλάδα τα ΜΜΕ που στηρίζουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές, χρημαδοτούνται από το ... κράτος. Tο tvxs.gr στηρίζεται στους αναγνώστες του και αποτελεί μια από τις ελάχιστες ανεξάρτητες φωνές στη χώρα. Mε μια συνδρομή, από 2.9 €/μήνα,ενισχύετε την αυτονομία του tvxs.gr και των δημοσιογραφικών του ερευνών. Συγχρόνως αποκτάτε πρόσβαση στα ντοκιμαντέρ και το περιεχόμενο του 24ores.gr.
Δες τα πακέτα συνδρομών >