Την Ευγενία Λουπάκη, τη διάβαζα πριν τη γνωρίσω, στο περιοδικό Μετρό, μία από τις νησίδες της μετεφηβικής μου ζωής στα ΜΜΕ.

Ads

Γνωριστήκαμε μέσω κοινών φίλων δημοσιογράφων και μας έδεσαν δυνατές εμπειρίες όπως οι κινητοποιήσεις για τον Οτσαλάν και η ανθρωπιστική αποστολή στο Βελιγράδι στην οποία συμμετείχαμε εν μέσω πολέμου. Αργότερα με υποδέχθηκε στο Κόκκινο 105.5 από τις πρώτες μέρες της λειτουργίας του σταθμού, με ανοιχτές αγκάλες.

Μετά ήρθε η ώρα να γευτώ τη λειτουργία της ακρόασης του «Αλέγκρο μα με τρόπο». Η Ευγενία δεν κάνει απλά ραδιόφωνο, δεν κάνει απλά δημοσιογραφία, μοιράζεται μια εμπειρία με τους ακροατές και τις ακροάτριες, μοιράζεται έναν χορό.

Δεν θυμάμαι πόσες φορές την άκουγα στο αυτοκίνητο σε μέρες σκληρών διλημμάτων και αδιεξόδων και με οδηγούσε να τραβήξω χειρόφρενο και να κάτσω λίγο στην άκρη, για να μη συνεχίσω να οδηγώ ιπτάμενη. Μου άνοιγε ένα παράθυρο σε έναν άλλο κόσμο, μια άλλη πραγματικότητα. Εκείνη της δικής μας τρυφερής ουτοπίας απ’ όπου όλα αυτά που ζούσαμε φαινόντουσαν απλές αποχρώσεις του εφήμερου. Κι ας είχε λίγο πριν εκραγεί με αφορμή την πολιτική επικαιρότητα.

Ads

Αυτή είναι στην πραγματικότητα η δύναμη της τέχνης. Μια δύναμη που σε μετακινεί, που σου επιτρέπει να είναι και στον μικρόκοσμο και στον μακρόκοσμο συγχρόνως και σε επαναφέρει στα ουσιώδη της ζωής. Η Ευγενία καλλιτεχνεί λοιπόν δημοσιογραφώντας ή δημοσιογραφεί ως καλλιτέχνης με την ποίηση της τις μουσικές της τον στοχαστικό ή εριστικό λόγο της, την απρόβλεπτη πρόζα της που όπως θα διαβάσετε στο νέο της βιβλίο πολλοί φοβήθηκαν. Κι αν δεν έγινε ηθοποιός όπως ονειρευόταν, την καλλιτεχνική της πλευρά ευτυχώς δεν την απαρνήθηκε. Αν και οπωσδήποτε και αυτή της η πλευρά κάποια προβλήματα θα δημιουργούσε στον ανδροκρατούμενο κόσμο της δημοσιογραφίας.

Θα πιάσω το νήμα από την πρώτη παρουσίαση του βιβλίου της Ευγενίας «Γράμματα σε μια νέα δημοσιογράφο» (Εκδόσεις Θεμέλιο) στην Ταινιοθήκη. Πήγα, αδιάβαστη, με την εκτίμηση που έχω για την πένα της, τη δουλειά της στο ραδιόφωνο τον χαρακτήρα της. Αλλά παρόλα αυτά πήγα ανυποψίαστη σε σχέση με το περιεχόμενο του βιβλίου, ανυποψίαστη για το πόσο με αφορούσε και το πως θα επιδρούσε πάνω μου μια απλή ανάγνωση αποσπασμάτων.

Δεν είχα διαβάσει λέξη λοιπόν και βγαίνοντας από την αίθουσα ήμουν σε παραζάλη, γιατί αναδύθηκαν από μέσα μου βιώματα της 30χρονης πορείας μου στη δημοσιογραφία τα οποία είχα κάνει μεγάλη προσπάθεια να τακτοποιήσω μέσα μου με έναν τρόπο ώστε να μη με πληγώνουν και να μη με θυμώνουν πια.

Είδα τον 20χρονο εαυτό μου να ανεβαίνει τα σκαλιά του Έθνους εδώ στη μεταμόρφωση Χαλανδρίου, με δέος για την ενδιαφέρουσα ίσως ζωή που με περίμενε. Είδα τον 23 χρόνο εαυτό μου να παραιτείται μετά, να φεύγει πολλαπλώς κακοποιημένος από συμπεριφορές σεξιστικές αλλά και περιστατικά διαφθοράς, αναζητώντας φροντίδα στον ψυχίατρο γιατί η δημοσιογραφία ήταν η τέλεια αφορμή να αναφωνήσει μια νέα γυναίκα .«ω τι κόσμος μπαμπά!»

Είναι μια ερώτηση που ποτέ δεν θα έκανε η Ευγενία. Η Ευγενία θα ρωτούσε: Γιατί φεύγεις παιδί μου; Αυτό από μόνο του δημιουργεί την πρώτη αξία των επαγγελματικών απομνημονευμάτων της αν μπορούμε να χαρακτηρίσουμε έτσι το βιβλίο της «Γράμματα σε μια νέα δημοσιογράφο».

Η Ευγενία μας περιγράφει τον αγώνα που έδωσε για να υπάρξει στον ανδροκρατούμενο χώρο της δημοσιογραφίας, από την πρώτη της επαφή με το επάγγελμα στον Ριζοσπάστη. Ήταν γυναίκα, νέα, ωραία, έξυπνη, πολιτικοποιημένη, ιδεολόγος και καλό παιδί. Όλα αυτά ακούγονται σαν αρετές ή προνόμια κι όμως οι αναγνώστριες και οι αναγνώστες συνειδητοποιούν πως κάθε μία από αυτές τις αρετές, μπορεί να γίνει ένας λόγος να καταλήξεις στον ψυχίατρο ή στο να εγκαταλείψει το επάγγελμα.

Για να καταλάβουν σήμερα οι άνδρες σύντροφοι και συνάδελφοι τι σήμαινε να μπαίνει τότε ένα νέο κορίτσι με άποψη στο επάγγελμα, θα πρέπει να εξηγήσουμε πως είναι σαν να πηγαίνει άνδρας δημοσιογράφος πολεμικός ανταποκριτής σε τριπλό μέτωπο πολέμου, χωρίς την ασφάλεια που του παρέχει ο ΟΗΕ, οι διεθνείς ενώσεις η ίδια του η εφημερίδα. Χωρίς να μένει σε προστατευμένα ξενοδοχεία που δεν αποτελούν στόχο των βομβιστών. Γυμνός, ολόγυμνος στα πυρά!

Αυτό φαίνεται ολοκάθαρα στο βιβλίο της Ευγενίας, γιατί επέλεξε η ίδια να εκτεθεί μην αφήνοντας το συναίσθημα από το βίωμα απ’ έξω. Διαβάζω και ξαναδιαβάζω μετά από διαρκή σεξιστικά χτυπήματα να επαναλαμβάνει τη φράση «Κι εγώ; Τι έκανα εγώ που είχα φτύσει αίμα γι’ αυτό το θέμα ή γι’ αυτή τη συνέντευξη; Τους είπα άι στο διάολο; Όχι τίποτα δεν έκανα. Τα’ χασα».

Κάπου κάπου δηλώνει πως σήμερα πιθανόν δεν θα έκανε το ίδιο, αλλά αμφιβάλλω. Γιατί η Ευγενία ανήκει στους ανθρώπους που περιέγραψε πολύ καλά η Λίνα Νικολακοπούλου στον στίχο «Οι ευαίσθητοι αμύνονται στη ζωή κι αργούν». Και θα μπορούσαμε για πάντα να μένουμε περήφανες παγοκολώνες απέναντι στη χυδαιότητα γιατί δεν θα τη συνηθίσουμε ποτέ. Μόνο που ο επόμενος στίχος του τραγουδιού λέει «κι η λαχτάρα τους συνήθισε να πατάει το φρένο». Ε, αυτό δεν το έκανε η Ευγενία. Δεν πάτησε φρένο η λαχτάρα της και δεν θα της το συγχωρήσουν ποτέ..

Που είχε επιθυμία, που είχε πείσμα που είχε όνειρα που έπρεπε να βγουν, που είχε αξίες απαράβατες. Στην πραγματικότητα σε καμιά γυναίκα δεν το συγχωρούν.

Κι εδώ ερχόμαστε σε ένα άλλο θέμα που διαπερνά το βιβλίο της Ευγενίας. Τον αγώνα απέναντι σε ένα παντοδύναμο σύστημα όπως ήταν και είναι ο περίκλειστος κλάδος της δημοσιογραφίας, όχι απλά για να επιβιώσει μια επαγγελματίας, αλλά και να υπερασπιστεί τις αξίες της, τις αξίες της δημοσιογραφίας, τις αξίες της Αριστεράς. Όπως όταν υπερασπίστηκε τον αγώνα της αναρχικής Ροζίνα Μπέρκνερ, όπως όταν είπε «όχι» στην πρόταση να διαφημίζει με τη φωνή της τον χορηγό και σε τόσες άλλες περιπτώσεις που θα διαβάσετε στο βιβλίο.

Κι εδώ εισχωρεί με έναν τρόπο το έμφυλο ζήτημα καθώς αν είσαι άνδρας διευθυντής προερχόμενος από τον Ριζοσπάστη θα βρεθείς να διευθύνεις μαγαζιά ισχυρών εκδοτών. Αν είσαι γυναίκα με τα παραπάνω προσόντα θα βρεθείς όπως η Ευγενία λοιδορούμενη ως «σταλινική κυρία» θα εμφανιστείς ως εκδιδόμενη στα έντυπα του κάθε κίτρινου Ρίζου, θα ακούσεις τα «ποιος σε γαμάει εσένα κοριτσάκι μου;», θα σε ρωτήσουν αν γράφεις μόνη σου τα κείμενα σου γιατί νόμιζαν ότι στα έγραφε ….ποιος άλλος; Ο άνδρας σου ο Καρτερός!

Και τελικά, θα σωματοποιήσεις μια ενοχή που δεν θα φύγει ποτέ. Αυτό γράφει η Ευγενία η οποία όσο κι αν προσπαθεί να ενδυναμώσει τη νέα δημοσιογράφο αναγνώστρια της, επισημαίνει κάθε λίγο, πως ακόμα και σήμερα διατελεί εν αμύνει και πιάνει τον εαυτό της απολογείται.

Γι’ αυτό το βιβλίο, αφορά όλες τις γυναίκες, όλους τους άνδρες όλα τα ανθρώπινα πλάσματα. Τους άνδρες που θέλουν να αντιληφθούν τι εννοούμε όταν λέμε ότι αρρωστήσαμε καθώς ματώναμε νύχια στον βράχο αυτόν που λέγεται πατριαρχία, στις προσωπικές και επαγγελματικές σχέσεις, στους χώρους εργασίας.

Αφορά τους πάντες όμως και για έναν άλλο λόγο. Όσο μια γυναίκα εξομολογείται τι πέρασε προσπαθώντας απλά να κάνει τη δουλειά της με συνείδηση, περνούν μπροστά μας επώδυνες αλήθειες τόσο του δημοσιογραφικού συναφιού όσο και της νεότερης πολιτικής ιστορίας μας, που τείνουν μερικοί εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος να εξιδανικεύουν τελευταία.

Τις γυναίκες όμως μας αφορά πιο πολύ αυτό το βιβλίο. Δεν χρειάζεται να είσαι δημοσιογράφος για να νιώσεις αυτό το ατέλειωτο και βασανιστικό «διατελώ εν αμύνει» που διατρέχει κάθε περιπέτεια του επαγγελματικού της βίου. Και να εξαναγκαστείς να παραδεχτείς καθώς διαβάζεις, πως αυτή η ασπίδα έχει γίνει σαρκίο σου.

Προσπαθείς να την ξεκολλήσεις από το στήθος σου αλλά είναι συχνά μάταιο. Ξέρεις πως θα κληθείς κάποτε πάλι να αποδείξεις ότι είναι δικό σου το μυαλό, είναι δική σου η πένα, η γλώσσα, η καλλιτεχνία…. δεν τα δανείστηκες από ένα παντοδύναμο αρσενικό.

Κι άλλες τόσες φορές θα χρειαστεί να αναρωτηθείς αν πραγματικά είναι δικά σου όλα αυτά. Αν σου ανήκει τελικά ο εαυτός σου. Αν έχεις ορατότητα ή μήπως είσαι ένα σύννεφο με παντελόνια. Μήπως το φαντάστηκες ότι πήρες συνέντευξη από τον δύσκολο Μπάγεβιτς όπως έκανε η Ευγενία, ή μήπως τελικά σου έδωσε τη συνέντευξη επειδή «έχει αδυναμία στις ωραίες γυναίκες» όπως με μεγάλη αυτοπεποίθηση και σιγουριά συνομολογούν όλοι εν χορώ. Ακόμα κι οι γυναίκες συνάδελφοι σου!

Δεν μπορεί! Εφόσον είναι συλλογικό αφήγημα – μπετόν αρμέ, αυτή θα είναι η αλήθεια.

Αλλά, παρόλα αυτά δεν είναι καθόλου δραματική η αφήγηση της Ευγενίας Λουπάκη. Αντιθέτως υπήρξαν στιγμές που γέλασα πολύ, όπως η μνημειώδης απάντηση της στον διευθυντή της τον Κώστα Κιμπουρόπουλο, που της διαμήνυσε πως δεν άρεσε καθόλου στον ιδιοκτήτη του σταθμού Μ. Κυριακού τα όσα είπε η Ευγενία στο ραδιόφωνο για τον βίο του Νιάρχου, με αφορμή τον θάνατο του.

«Τι είναι αυτά που έλεγες ρε; Πήγε να μου φύγει το τιμόνι, με πήρε τηλέφωνο ο πρόεδρος και μου είπε εγώ τον Νιάρχο τον είχα σαν πατέρα, δεν μπορεί αυτή η κυρία να μου τον βρίζει. Ή αυτή ή εγώ»

Κι η Ευγενία απαντά με το αφοπλιστικό: Ε, όχι και να φύγει ο πρόεδρος, δεν είναι σωστό. Θα φύγω εγώ.

Ή όταν αρνήθηκε να διαφημίζει τον χορηγό και τη ρωτάει η Όλγα Νταϊφά «Μα γιατί;» κι εκείνη απαντά απόλυτα φυσικά: «μα γιατί είμαι δημοσιογράφος».

Μα τι λέτε κ. Λουπάκη; Κι ο κ. Κουίκ κάθε μέρα διαφημίζει τόσα πράγματα.

Ε, αυτός είναι μεγάλος δημοσιογράφος, απαντά η Ευγενία και ο νοών νοείτω.

Η Ευγενία περιγράφει έναν κλάδο με μόνο μία γυναίκα διευθύντρια, τη φωτεινή εξαίρεση με το όνομα Κατερίνα Δασκαλάκη διευθύντρια στη Μεσημβρινή για μόνο τρία χρόνια, που ήταν αρκετά για να διδάξουν ήθος.

Τη βλέπουμε να τρώει το ένα σεξιστικό χαστούκι μετά το άλλο, βλέπουμε να την υπερασπίζεται γυναίκα συνάδελφος της απέναντι σε έναν από τους «εσένα κοριτσάκι μου ποιος σε γαμάει εδώ πέρα;» με το επίσης σεξιστικό «Τι είναι αυτά που λες παιδάκι μου; Η Ευγενία είναι η σύζυγος του Καρτερού».

Σκεφτόμουν λοιπόν όσο διάβαζα πως η συγγραφέας, δεν είχε καμία πρόθεση να αναφέρει ξανά και ξανά το όνομα του πρώην συζύγου της Θανάση Καρτερού μιλώντας σε μια νέα δημοσιογράφο και αναγνώστρια του βιβλίου της. Μα δεν γινόταν να μην τον μνημονεύει κάθε τόσο όμως, εφόσον πίσω από την επαγγελματική της άνοδο έβλεπαν εκείνον ως σκιώδη δημιουργό της!

Τι έκανε η Ευγενία μέσα σε όλο αυτό το ασφυκτικό κλίμα;

Δεν έκατσε τελικά άπραγη να εισπράττει σφαλιάρες. Και στα δικαστήρια τους πήγε και τα όχι της τα υπερασπίστηκε και σε διλήμματα τύπου «μητρότητα ή καριέρα» απάντησε ακούγοντας και την καρδιά και το μυαλό και τα ρίσκα της πήρε. Γενναία και οπωσδήποτε όχι αναίμακτα.

Κι αυτή ίσως είναι η μεγαλύτερη παρακαταθήκη για μια νέα δημοσιογράφο. Να καταλάβει πως το χαλί δεν θα είναι ποτέ εντελώς στρωμένο για κανέναν και ιδίως για καμία, αλλά κάποιες πριν από εμάς το ίσιωσαν στα σημεία κάπως, για να συνεχίσουμε κι εμείς γενναία αλλά οπωσδήποτε όχι αναίμακτα.

Στον επίλογο θέλω να υπογραμμίσω πόση σημασία έχει για όλες μας το ότι η Ευγενία μιλά με ονόματα και διευθύνσεις. Ναι, κάποια πράγματα δεν τα θίγει όπως σημειώνει και στο τέλος του βιβλίου όπως τον Ριζοσπάστη και το Κόκκινο. Ίσως γιατί «είναι νωπά είναι νωπά τα δάκρυα μας» που λέει και το τραγούδι. Και κάποια ονόματα τα κρύβει, άλλα τα υπαινίσσεται.

Αλλά έχει σημασία να βγαίνουν από την αόρατη σφαίρα τους σιγά σιγά κάποιοι και να λάβουν υπόψη τους πως δεν υπάρχει πλέον το «Μεταξύ μας Μεταξά», το οφείλουμε στις νέες γενιές.

Θα μπορούσα να μην είχα αντιμετωπίσει μόνη στα πρώτα μου βήματα όλους εκείνους που συστηματικά με αντιμετώπιζαν σεξιστικά, εκείνους που θεωρούσαν πως η παρενόχληση είναι «μέρος του παιχνιδιού», εκείνους που προσπαθούσαν να με «απαξιώσουν» γιατί «η πολιτική και η σοβαρή δημοσιογραφία δεν είναι για τα δροσερά κορίτσια», εκείνους που με ενθάρρυναν να βγάλω κανένα αποκλειστικό για να «μπω στο μάτι του πρώην μου».

Αν είχε πέσει στα χέρια μου τότε ένα βιβλίο σαν αυτό που μας προσφέρει σήμερα η Ευγενία, θα ήταν αλλιώς, όχι μόνο ο επαγγελματικός, αλλά και ο προσωπικός μου βίος.

Θα είχαμε μια αναφορά μιας συναδέλφου, όσες δεν είχαμε την προστασία ενός κόμματος όπως το ΚΚΕ, όσες όταν πήγαμε να πλησιάσουμε τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους μας, διαπιστώσαμε πως ήταν όλοι κουμπάροι και κολλητοί με τους θύτες και πέρασαν κάποια χρόνια μέχρι να βρούμε οι συναδέλφισσες η μία την άλλη, μέχρι να δυναμώσουμε μέχρι να έρθει το Metoo, κι ακόμα έχουμε δρόμο μεγάλο.

Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση του βιβλίου ήθελα να συναντήσω ξανά τον 20χρονο εαυτό μου στην είσοδο της μεγάλης εφημερίδας του Χαλανδρίου και αντί να ρωτήσω «που πας κοριτσάκι μου ξυπόλυτη στα αγκάθια;» όπως ρωτώ συνήθως όταν σκέφτομαι εκείνη τη μέρα, να του δώσω το βιβλίο της Ευγενίας.

Να απλώσω το χέρι δίνοντας του όπλα για τη φαρέτρα, ή απλά τα ψίχουλα που βοήθησαν τον κοντορεβυθούλη να μη χαθεί, ή εκείνον τον μίτο της Αριάδνης που έβγαλε από τον Λαβύρινθο τον Θησέα. Τέτοια είναι τα γράμματα της Ευγενίας σε κάθε νέα συνάδελφο. Τυχερές είναι που έχουν κάποια να τους μιλήσει για το τραβέρσο του καραβιού, όταν η θύελλα είναι μεγάλη.

Το κείμενο αποτελεί την ομιλία από την παρουσίαση του βιβλίου στη Ρεματιά Χαλανδρίου στην οποία συμμετείχαν επίσης οι Πέτρος Δαμιανός, Μαρία Κανελλοπούλου, Όλγα Στέφου και συντόνισε ο Γιάννης Ανδρουλιδάκης.