Η μυθοπλασία σε οδηγεί σε ένα σωρό πραγματικότητες και αλήθειες.

Ads

Στο ταραγμένο 1963 και στη Θεσσαλονίκη εκείνης της εποχής, μάς μεταφέρει το αφήγημα του Βασίλη Τζανακάρη «Αμαλία, μία πόρνη στα αζήτητα», που κυκλοφορεί από την ΕΛΛΗΝΟΕΚΔΟΤΙΚΗ. Ένα ταξίδι στα έγκατα μιας μικρής ή μεγάλης κόλασης, όπως είναι η ζωή μιας γυναίκας που διαθέτει το κορμί της έναντι τιμήματος.

Η ηρωίδα σας, είναι όπως γράφετε «ένα ανήσυχο κορμί, που επάνω του ανέχτηκε για χρόνια την ερωτική οδύνη και ηδονή αμέτρητων αρσενικών, και μια ξεσηκωμένη ψυχή, με χίλια δυο αποξεχασμένα ερείπια μέσα της». Προ(σ)καλεί  τον αναγνώστη να ταυτιστεί μαζί της;

Το βιβλίο «Αμαλία, μια πόρνη στα αζήτητα» είναι ένα αφήγημα. Από την άποψη της πεζογραφίας συνήθως ένα αφήγημα ακροβατεί ανάμεσα στον μύθο και στην πραγματικότητα και επομένως είναι δυνατή η οποιαδήποτε ταύτιση του αναγνώστη με τους πρωταγωνιστές του. Η Αμαλία ως υπαρκτό πρόσωπο, υπήρξε η πιο διάσημη πόρνη της Θεσσαλονίκης. Όπως είναι γνωστές και οι… ευεργετικές από μέρους της συμπεριφορές, τις οποίες αρκετοί Θεσσαλονικείς συνεχίζουν να τις θυμούνται. Πραγματικό πρόσωπο λοιπόν η Αμαλία, όπως πραγματικά είναι και όλα σχεδόν  τα άλλα πρόσωπα του βιβλίου καθώς και τα γεγονότα που περιγράφονται να συμβαίνουν. Τη μυθοπλασία θα πρέπει να την αναζητήσουμε στα λόγια της Αμαλίας που είναι αυτά που προκαλούν ή προσκαλούν, αν θέλετε, τον αναγνώστη σ’ ένα ταξίδι στα έγκατα μιας μικρής ή μεγάλης κόλασης, όπως είναι η ζωή μιας πόρνης, και την οποία είχε περάσει και είχε ζήσει πάνω στο κορμί της η Αμαλία. Και αυτή η κόλαση είναι που άφησε στα μέσα της ένα σωρό αποξεχασμένα ερείπια…

Ads

Γιατί επιλέξατε για επίκεντρο της αφήγησής σας  τη δεκαετία του ’60 και τη Θεσσαλονίκη; Συναντά μ’ έναν τρόπο τη δική μας εποχή;

Η Θεσσαλονίκη ήταν πάντα ένας κομβικός τόπος όπου από τις αρχές του περασμένου αιώνα συνέβησαν μεγάλα γεγονότα, ιδίως πολιτικά. Γεγονότα που σημάδεψαν όχι μόνο την ιστορία της Ελλάδας αλλά και τις ζωές των κατοίκων της. Τα όσα συνέβησαν στη διάρκεια του 1963, χρονιά που επέλεξα για το αφήγημά μου, υπήρξαν συγκλονιστικά, όπως ήταν για πολλά χρόνια η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη και το ξήλωμα του παρακράτους της δεξιάς που άρχισε ύστερα από αυτήν. Το 1963 βρίσκω ότι είναι ο πιο κατάλληλος χρόνος για να αρχίσει την αφήγησή της η Αμαλία. Είναι ο χρόνος που αποφασίζει να καταθέσει τα όσα έζησε μέχρι τότε και τα οποία δεν διαφέρουν και πολύ από τα όσα ζούμε και στη σημερινή μας εποχή (δεδομένων των αναλογιών) όπως οι ασθένειες, ο ρατσισμός, το έγκλημα, η «αλυσοδεμένη» πορνεία χιλιάδων γυναικών που συνεχίζουν να πέφτουν στα χέρια επιτήδειων μαστροπών και γενικά η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο πράγματα και καταστάσεις που εξακολουθούν να ζουν και να… βασιλεύουν.

Πέρα από την ενδελεχή έρευνά σας, τι ρόλο έπαιξε το προσωπικό σας βίωμα στην περιγραφή γεγονότων, προσώπων και καταστάσεων;

Αρκετά από τα μαθητικά μου χρόνια ήταν χρόνια που τα έζησα στη Θεσσαλονίκη. Εκεί γνώρισα και την Αμαλία. Στις εβδομαδιαίες εξορμήσεις μας για τις λεγόμενες «μπουρδελότσαρκες», τις οποίες πραγματοποιούσαμε ένα σωρό ομάδες από μαθητές ιδίως την ημέρα του Σαββάτου που είχαμε λιγότερες ώρες μάθημα και μας δινόταν η ευκαιρία να ξεστρατίσουμε κατά τον Βαρδάρη, όπου βασίλευε η πορνεία. Αλλά εκτός από αυτήν στη Θεσσαλονίκη γνώρισα όλα σχεδόν τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν σε κάποιες από τις σελίδες του βιβλίου μου. Πρόσωπα αγαπητά, όπως ο εκπληκτικός σκηνοθέτης Τάκης Κανελλόπουλος, ο ζωγράφος Λούστας αλλά και χώροι αγαπητοί όπως ήταν η εμβληματική για τη Θεσσαλονίκη καφετέρια του Λουμίδη στη γωνία Τσιμισκή και Αγίας Σοφίας. Στη Θεσσαλονίκη έζησα και όλο το εκρηκτικό προεκλογικό κλίμα των «εκλογών της βίας και νοθείας», όπως χαρακτηριστικά αναφέρονται εκείνες του 1961 και τον θρίαμβο του παρακράτους της δεξιάς, η δράση του οποίου συνεχίστηκε και λίγο αργότερα με αποκορύφωμα τη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, όπως ανέφερα και τον βαρύ τραυματισμό του Τσαρουχά, τον Μάιο του 1963.

Αν το βιβλίο σας ήταν πίνακας ζωγραφικής, ποια χρώματα θα επιλέγατε για να τον φιλοτεχνήσετε;

Κατά πρώτον θα προσπαθούσα να φιλοτεχνήσω την ίδια την Αμαλία που ήταν πολύ όμορφη γυναίκα, το πρόσωπό της, τα μαλλιά, τα μάτια αλλά και το σπαθάτο κορμί της. Από χρώματα θα χρησιμοποιούσα το κόκκινο ως αναφορά  στην προσωπική ζωή της, δηλαδή την κόλαση που έζησε, και το μαύρο για την εποχή της, ιδίως εκείνη τη δύσκολη του Μεσοπολέμου και την ακόμη πιο δύσκολη της κατοχής αλλά και όσων ήρθαν στο κατόπιν. Α! θα έβαζα και λίγο μωβ στην άκρη για τη μοναξιά και τους πόνους που έζησε, μέχρι το θάνατό της.

Αυτό είναι το τριακοστό βιβλίο σας (πολλά από τα οποία είναι και ογκώδη). Ποιες είναι οι μελλοντικές προσδοκίες σας;

Μα, να γράψω άλλα τόσα! (γελάει). Όσο για τα ογκώδη, έχετε δίκιο αλλά κι εγώ τα ογκώδη βιβλία προτιμώ για διάβασμα…

Τι ρόλο παίζει η μυθοπλασία στο βιβλίο σας;

Η χρησιμοποίηση της μυθοπλασίας και του μύθου στη λογοτεχνία είναι σαν μια πόρτα που όταν καταφέρεις και την ανοίξεις σε οδηγεί σε ένα σωρό… πραγματικότητες και αλήθειες αλλά και σε ένα σωρό γνώσεις. Πάρτε για παράδειγμα την ελληνική μυθολογία αλλά και εκείνη την ιστορία της Αλίκης στη χώρα των θαυμάτων. Πόσα ανομολόγητα μας λένε και πόσο αγγίζουν οι διηγήσεις τους τα όσα είναι βαθιά κρυμμένα μέσα μας. Ανείπωτες επιθυμίες ανησυχίες, επιδιώξεις, που πολλά από αυτά αποτελούν την καθημερινή μας πραγματικότητα και που μόνο στη μυθοπλασία βρίσκουν τη διέξοδό τους. Αλλά και πόσα μπορούμε να αποδομήσουμε μέσα από τη μυθοπλασία. Στο κάτω κάτω της γραφής θα πρέπει να παραδεχτούμε πως το ψέμα είναι αυτό που πολλές φορές μας βοηθάει να αναζητήσουμε την αλήθεια όσο βαθιά κι αν αυτή είναι κρυμμένη μέσα μας.