Από τα ανθρώπινα αγάλματα/Αυτά είδε και αυτά άκουσε./Θαύμασε την επιμονή τους/Να θέλουν να στέκονται/Ακόμη όρθια. [«Κουράστηκε»]. Αφορμές, Κ. Δαμάτης.

Ads

Ο Κοραής Δαμάτης δεν χρειάζεται συστάσεις. Το σύντομο βιογραφικό του σημείωμα στον μέσα κόσμο του βιβλίου παραχωρεί μόνο μια συνοπτική εικόνα αυτού του ακούραστου εργάτη της τέχνης. Μόνον αν αναλογιστεί κανείς τους συγγραφείς με τους οποίους αναμετρήθηκε σκηνοθετικά επάνω στην σκηνή, αντιλαμβάνεται το μέγεθος του συγγραφέα των Αφορμών, Μικρές Ιστορίες που φθάνουν στα ράφια των θερινών βιβλιοπωλείων από τις εκδόσεις Βακχικόν αφιερωμένες σε δυο μικρές φίλες. Η Σοφία Κουκουλίνη επιμελείται το εξαιρετικό εξώφυλλο της έκδοσης που ξαναφέρνει στο νου τα υπέροχα μικρά του πρόσφατα χαμένου Παπαγιώργη. Σε λίγες σειρές ο συγγραφέας δίνει καινούριες, αλλόκοτες, διαστάσεις ονείρου στις καθημερινές σκηνογραφίες που ξεσηκώνουν την γραφή του. Οι Αφορμές του Δαμάτη αφορούν τοπία και προτομές γεμάτες προσωπικότητα και μεταφυσική. Η τέχνη του φιλοδοξεί να γίνει φυσική, πλασμένη από της λύπης το κεντρί και του έρωτα το αθεράπευτο βάσανο.

Και οι έντεκα κοιτούν μπροστά, Τα παιδιά δεν τον έκαναν παρέα, Φώναζε τυχαίες λέξεις, Είπαν, Όλο το βράδυ μερικοί από τους τίτλους των αυτοτελών ιστοριών που φιλοξενούνται στις Αφορμές του. Ιστορίες απλές που αρχίζουν και τελειώνουν, σαν άνθρωποι που στάθηκαν σε μια άκρη και ως σήμερα περιμένουν την ζωή. Σενάρια της πόλης, της ακρογιαλιάς, εγκώμια της απώλειας, του έρωτα, στιγμές ζωγραφικής, βινιέτες γεμάτες από καρτερία και πίκρα. Δεν είναι μικρές ιστορίες, μα ολόκληρα μυθιστορήματα αυτές οι αφηγήσεις που φιλοξενούνται στην καινούρια έκδοση του Βακχικόν. Δεν διαθέτουν άλλη αρχιτεκτονική παρά μόνον το κατακόρυφο βάρος της ζωής και της ανθρώπινης εμπειρίας που δανείζει στην αυθεντική τέχνη τους τρόπους και τα μέσα της. Μικρά λιμπρέτα για νεαρούς ερωτιδείς και ψευδεπίγραφους θεούς, μαρτυρίες και τοποθετήσεις οντολογικές για τις αντιφάσεις, τις αμοιβές και τις ανταποδόσεις ετούτης της ζωής. Αυτές οι μαρτυρίες είναι που φέρνουν εμπρός στην προθήκη τα αμέτρητα φανερώματα και τα αστράμματα του βίου, όπως πριν από δεκαετίες τραγούδησε ο καθηγητής Λορεντζάτος. Τα πρόσωπα του κ. Δαμάτη είναι όντα εν κηρώ, την ζωή παραχαράζουν, την αυστηρότητα και το μεγαλείο της καταλύουν. Αρχίζουν και τελειώνουν μες στα όρια αυτού του κάλπικου κόσμου που εγκαταλείπει μες στην ατμόσφαιρα την πιο ζωντανή του εκδοχή, αφήνοντας ένα ίχνος ποιητικό στις ζωές μας.

Αυτός ο κόσμος του Κοραή Δαμάτη είναι ένας καινούριος, γενναίος κόσμος. Τον στεφανώνουν οι μικρές και οι μεγάλες ζωές, τα πέτρινα τα άνθη και ένα κράμα αμφιβολίας και προκατάληψης. Ζωή και όνειρο διατρέχουν τις ιστορίες του συγγραφέα, ζωή και όνειρο συνθέτουν τις σελίδες αυτού του συναξαριού που προσεύχεται από σελίδα σε σελίδα στο όνομα μιας αθωότητας αμίαντης και ολότελα χαμένης. Για αυτό και οι Αφορμές των εκδόσεων Βακχικόν μεταμορφώνονται σε εδάφια ενός βιβλίου. Οι φιγούρες του κοιμούνται για πάντα μες στις γκραβούρες και τους ανθρώπινους καημούς, με τον τρόπο τους επιβάλλουν την τέχνη της σιωπηρής ανάγνωσης. Οι λέξεις των μικρών και των μεγάλων ιστοριών του Δαμάτη, ξυπνούν παντού μες στις σελίδες ένα φαινόμενο ισοδύναμο του ηλιοτροπισμού, κάτι περισσότερο από την πραγματεία της φωνής. Μορφές αδύναμες, ελαττωμένες εκείνες των ιστοριών του, ψυχές μικρών πουλιών κεντημένες με λεπτές κλωστές έτοιμες να χάσουν και να κερδίσουν το όνειρό τους, ανοιξιάτικα φαντάσματα καμωμένα από τις υγρασίες των ματιών μας. Άγιοι που ορκίστηκαν σε ένα πορτοκαλί φεγγάρι, ο χειρουργημένος κόσμος και τα παλίμψηστα που κρατούν το ίσο, όταν κανείς κυλά στην άλλη πλευρά της ζωής. Άγιοι και αλήτες και βιογραφίες απαλλαγμένες από χαρακιές και αίματα υφαίνονται στο στημόνι του Κοραή Δαμάτη. Πιο πίσω ολόκληρα πλάνα φιλιών που σκοτώνουν, πράγματα που καλπάζουν μες στην δόξα των ολοκαίνουριων χρωμάτων μας. Είναι σπινθήρες οι ιστορίες του Δαμάτη γεμάτες από την ομορφιά ενός ποιήματος και την τραγωδία κάποιου που κερδίζει την αγιοσύνη, χάνοντας για πάντα το είδος της ανθρωπιάς που μας ορίζει.

Ads

Και αν δεν ξέρεις για ποιο πράγμα σου μιλώ, ρώτα τον Άλεξ Φεράρι και τον Λούκα Μπορτολάζο που έγιναν πνεύματα μες στην ολομόναχη, σαν τ΄άστρο, αγροικία της ιταλικής πόλης Βιτσέντσα, ρώτα την Μαριέλε Φράνκο που ΄ταν για όσο ζούσε ένας ατόφιος άγγελος, καμωμένος από ανθρωπιά. Ώστε λοιπόν ετούτο είναι το απροσδόκητο υλικό που μεγεθύνει την αγάπη του συγγραφέα για τον κόσμο και τους ανθρώπους του.

Γιατί δεν είναι λίγο να νιώθει κανείς το λιγοστό σαν άνεμο βάρος της ψυχής ενός πουλιού ή να συμμερίζεται την αγάπη δυο νέων που γίνηκαν άστρα μες σε μπακιρένιο ορίζοντα. Δεν είναι λίγο να αναγνωρίζεις το μερίδιο αυτού του κόσμου στην λιτή και αμέριστη ευτυχία, μήτε να ξαναδίνεις κίνηση και ζωή στην σελήνη του Λεοπάρντι που κυλά ποιητική, σωστή καλή βροχή, πάνω από τα ίχνη εκείνων που περνούν αμέριμνοι από δωμάτιο σε δωμάτιο, από εποχή σε εποχή. Το λένε τα γνωμικά και τα επιγράμματα που περιγελούν το ψέμα.