Ο όρος «γενιά της εισβολής» ή «γενιά του 1974» στην κριτική προσδιορίζει την ποιητική γενιά που εμφανίστηκε στα κυπριακά γράμματα λίγο πριν ή λίγο μετά την τουρκική εισβολή του 1974 και έχουν ενσωματώσει στο πρώιμο αλλά και στο μετέπειτα ωριμότερο έργο τους το βίωμα της ιστορικής τραγωδίας, με τη μορφή της προσωπικής ή της συλλογικά καθορισμένης αίσθησης που διαμόρφωσε τη ζωή τους.

Ads

Ωστόσο, την ποιητική παραγωγή της γενιάς αυτής συνήθως την προσεγγίζουμε από την ελληνόφωνη οπτική, παραβλέποντας την τουρκόφωνη κυπριακή ποίηση. Τόσο η τουρκόφωνη όσο και η ελληνόφωνη ποίηση επηρεάστηκε καθοριστικά από τις περιπέτειες του λαού και του τόπου. Οι ποιητές και των δύο κοινοτήτων καταδικάζουν τον άδικο χαμό αμάχων κι αθώων, πενθούν για όλα τα θύματα. Η ποίησή τους επιζητεί τη λύτρωση του λαού μέσα από την κάθαρση που θα φέρει η ειρήνη. Κορυφαίος εκπρόσωπος της τουρκοκυπριακής ποίησης είναι ο πολυβραβευμένος και πολυμεταφρασμένος Μεχμέτ Γιασίν («Άγγελοι εκδικητές», vakxikon.gr, 2015, σε μετάφραση και σχολιασμό Ζ. Δ. Αϊναλή).
 
Η ποίηση του Μεχμέτ Γιασίν (Mehmet Yaşın) ξεπερνά τα στενά σύνορα· αποζητά την ειρηνική συνύπαρξη ως μία ρομαντική ουτοπία, πέρα από άμεσες πολιτικές αναφορές. Άλλωστε, όπως ο ίδιος δήλωσε1 με μία κοσμοπολίτη διάθεση «δεν είμαι οπαδός της πολιτικής ταυτότητας. Το βρίσκω πολύ προβληματικό ακόμα και στη πολυπολιτισμική του εκδοχή… Αποφεύγω να κατηγοριοποιούμαι στη δικοινοτική, κυπριακή ταυτότητα. Γιατί πρέπει να μιλάμε μόνο για Ελληνοκύπριους και Τουρκοκύπριους λες και είναι εντελώς διαχωρισμένοι οι μεν από του δε;»

image

Αναμνήσεις από την Κύπρο των παιδικών του χρόνων διαποτίζουν όλη την ανθολογία· μία Κύπρο συμβίωσης διαφορετικών εθνοτήτων, γλωσσών και θρησκειών· μία Κύπρο συνεχών συγκρούσεων και πολέμων με θύματα σε κάθε πλευρά. Η πολύγλωσση γραφή του εντείνει την κοσμοπολίτικη στάση του. Το κυπριακό δράμα με τις διακοινοτικές συγκρούσεις και την εισβολή αποτυπώνεται σε όλο τον ποιητικό έργο του Γιασίν.

Ads

Οι διακοινοτικοί ανασταλτικοί φραγμοί συνδέονται με τα προσωπικά αδιέξοδα και το ατομικό τραύμα. Στους στίχους του ανακλάται ο πόνος και η τραγική μοίρα ενός νησιού δύο εθνοτήτων που αιώνες παλεύει απέναντι σε κατακτητές. Τις διακοινοτικές συγκρούσεις τις βιώνει ως εμφυλιοπολεμικό δράμα αδιαφορώντας για τον -εκατέρωθεν- ιδεολογικό μανδύα του μίσους περί εθνών και θρησκειών. Άλλωστε, οι δύο θρησκείες και πρόσωπα των δύο εθνών συνυπάρχουν στην ποίησή του με έναν κοσμοπολίτικο χαρακτήρα.

Οι απαγορεύσεις, οι συγκρούσεις, το μίσος και ο χωρισμός κατοπτρίζονται στην ποιητική του. Ο ποιητής βλέπει τον εαυτό του ως ένα πολυπολιτισμικό αμάλγαμα με τη μητρική του γλώσσα να θεωρείται -στα παιδικά του χρόνια- επικίνδυνη, η γειτονική (ελληνική) απαγορευμένη με κυρίαρχη τη γλώσσα την αγγλική που ως ειρηνοποιός κατακτητής διχοτομεί τις δύο κοινότητες φέρνοντας μια ζωή μεταφρασμένη και ένα προσωπικό -αρχαιοελληνικό- δράμα για τη φύση του που δεν ξέρει σε ποια γλώσσα να δακρύσει (καιρός πολέμου).

Ωστόσο, δε βλέπει την ποίηση και την τέχνη ως μέσο να κλείσουν οι πληγές των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Διατηρεί μόνο την «ελπίδα ότι η τέχνη θα είναι χρήσιμη να αντιμετωπίσει τις τραυματικές καταστάσεις της χώρας». Άλλωστε ούτε ο ίδιος «θεράπευσε τα δικά μου τραύματα… Απλά έμαθε να διασκεδάζει τα τραύματά του προκειμένου να είμαι ικανός να ζει με αυτά»2.
 
Η ποιητική του Γιασίν διατηρεί ένα αφηγηματικό ύφος με απομνημονευματικό κι εξομολογητικό χαρακτήρα (θρήνος για μια δασκάλα ix, πικρή απώλεια). Το α’ ενικό προσδίδει έναν προσωπικό τόνο στην αφήγηση και συντηρεί τα εξομολογητικά γνωρίσματα· σε συνδυασμό με το -αοριστολογικό συνήθως- β΄ ενικό η ποίησή του αποκτά μία διαλογική ζωντάνια και μία ιδιαίτερη παραστατικότητα με τον εικαστικό δυναμισμό της (συνουσία)· έτσι η γραφή του γίνεται αμεσότερη κατακτώντας τον αναγνώστη συναισθηματικά δίχως να χάνεται ή να περιορίζεται το λογικό (ο ορειβάτης).
Ο στίχος του εμπλουτίζεται με αλληγορίες (ένα ποίημα των καιρών που δεν μας ανήκαν, το παραμύθι της γάτας μας, θρήνος για μια δασκάλα iii) και παρομοιώσεις ή μεταφορές (ένα παραμύθι που λέγεται στη σιωπή). Η μεταφορική γλώσσα και τα πολλά τουρκικά λογοπαίγνια, η γραφή σε τρίγλωσσο επίπεδο ή ακόμα και τα καραμανλίδικα (ο άρχοντας των δαφνών iii), εντείνουν το αίσθημα του πόνου για τη διχοτόμηση της πατρίδας του· αναδύουν έντονα το συναισθηματικό του αδιέξοδο μοιρασμένος σε δύο πολιτισμούς.
Η πλούσια εικαστική με σουρεαλιστικές ρίζες πηγάζει από εικόνες του φυτικού βασίλειου -χωρίς να εκλείπουν οι αναφορές στην πανίδα- όσο και από κοινωνικές παραστάσεις ή βιώματα. Οι εικόνες του μοιάζουν να κινούνται, καθώς το ποίημα και το περιεχόμενο του κάδρου του αλλάζουν από στίχο σε στίχο. Η λιτή εικονοπλασία του και η αμεσότητα της γλώσσας του καθιστούν την ποιητική του επιθετική, κεντρίζουν τον αναγνώστη/ακροατή με την ελευθερία που διακρίνει το στίχο του, μιλώντας σε γλώσσα οικεία (συνουσία, στο πηγάδι: η κακιά γραφή).
 
Στην ποίηση του Γιασίν ενσωματώνονται εικόνες και καταστάσεις ως ντοκουμέντα. Τα αδιέξοδα του κοινωνικοπολιτικού περιβάλλοντος συνεχώς ακούγονται ως αντήχηση των ατομικών ανασχέσεων. Τα “τρίγλωσσα” βιώματά του από τους αγώνες της Απελευθέρωσης και τις συνεχείς συγκρούσεις έως τον Αττίλα διαμορφώνουν τον ιδιαίτερο ποιητικό συγκρητισμό του.
Έτσι, ο ποιητής νιώθει συχνά ξένος από το παρόν, όπως οι ποιητές που βίωσαν την ήττα του ελληνικού Εμφύλιου Πολέμου. Άλλωστε, ο Γιασίν συνδέει την ελληνική ποίηση με την τουρκική και την ανατολίτικη παράδοση· πολλά είναι, εξάλλου, τα ελληνικά στοιχεία στην ποιητική του (υπομονετικές γυναίκες v και στο i με αναφορά στον Καβάφη, ο μικρός ρολογάς, Γιώργο, δεν έχει Ιθάκη, αυτό είναι σκέτο ρεζιλίκι, καιρός πολέμου με επιρροή από Λεοντάρη, ο άρχοντας της θάλασσας, μην πηγαίνεις στην Κερύνεια, δεν έχει Ιθάκη, και με άμεση αναφορά στη Σαπφώ στην ποιητική σύνθεση η Συνάντηση, χωρίς να απουσιάζουν οι επιδράσεις της ποίησης του Ρίτσου).
Οι ομαδικές εκτελέσεις και το αντιμιλιταριστικό δόγμα εμφανίζονται σαν φαντάσματα δίπλα σε πρόσωπα του παρελθόντος που αγάπησε (ένα παραμύθι που περιμένει απάντηση, θειο-λογία viii και ix)· οι διακοινοτικές αντιπαλότητες εμφανίζονται ακόμα και αργά, αποκαλύπτοντας τελικά το ατομικό -σχεδόν υπαρξιακό- αδιέξοδο (ένα πρωινό στην Ελλάδα, ποιητική σύνθεση cocacola coke).
Ωστόσο, ο ίδιος πάντα αισθάνεται Κύπριος πέρα των διαφορών των δύο κοινοτήτων· όλους τους ενώνει η ίδια μοίρα, η ίδια γη και θέα (τοπίο). Στην πραγματικότητα μπορούμε κάλλιστα να κάνουμε λόγο για “κυπροκεντρισμό”3 με το τραύμα της μνήμης και τη διακαή επιθυμία της ειρήνης να προσφέρουν το κοινό υπόβαθρο της πολιτισμικής ώσμωσης. Οι δύο κοινότητες, εξάλλου,  μοιράστηκαν τον ίδιο τόπο, τις ίδιες μνήμες, την ίδια ιστορία· η κυπριακή μυθολογία και ανθρωπογεωγραφία αποτελούν κοινό πολιτισμικό αγαθό· παρατηρείται μάλιστα τις τελευταίες δεκαετίες μια ολοένα αυξανόμενη τάση αναζήτησης της “κυπριακότητας”, της κυπριακής λογοτεχνικής ταυτότητας στην ποίηση των Τουρκοκυπρίων4.

Η εισβολή και ο εποικισμός στοιχειώνουν το Γιασίν μια δεκαετία μετά, όταν οι έποικοι διεκδικούν να γίνουν εμείς (βγαίνοντας από το καταφύγιο)· ο ίδιος άλλωστε χρόνια μετά αναφωνεί ότι αν ιδιοποιηθεί το βιος των Ελλήνων γειτόνων του να πέσει φωτιά να τον κάψει (μπακιρένια λάφυρα)· ο πόνος της ξενιτιάς/προσφυγιάς και οι συνεχείς πόλεμοι -με έναν νέο πόλεμο κάθε φορά ως απειλή- ίπτανται πάνω από τη ζωή, την αγάπη και την ειρήνη (μην πηγαίνεις στην Κερύνεια).

Η γυναίκα αποτελεί μία σχεδόν σταθερή παρουσία στις συνθέσεις του· όχι ως ερωτικό στοιχείο· Το ερωτικό στοιχείο ενυπάρχει αυθύπαρκτο στην ποίηση του Γιασίν χωρίς να συνδέεται με το γυναικείο πρόσωπο. Η αναφορά στη γυναίκα κατέχει το ρόλο έμμεσων σχολίων για τον κοινωνικό της ρόλο (υπομονετικές γυναίκες) ή πηγάζει από τις δικές του αναμνήσεις (μια μέρα, θειο-λογία, η γιαγιά μου από τη Νεάπολη, της Μαρίκας ο Μουσταφά). Ας μην ξεχνάμε ότι στο πρόσωπο των γυναικών καθρεφτίζεται ο πόνος του πολέμου όπως αυτός αντανακλάται στο πρόσωπο των ζωντανών αμάχων (τοπίο, το νεκρό σπίτι).
 
Στην ωριμότερη -και πιο υπαρξιακή- φάση του δημιουργού, το θρησκευτικό στοιχείο εμπλουτίζει την ποιητική του· ως στοιχεία που πηγάζουν από την μουσουλμανική και την ανατολίτικη παράδοση επενδύουν με το δικό τους συναισθηματικό βάρος το στίχο του υπηρετώντας το υπαρξιακό περιεχόμενο (το Τρίτο Πρόσωπο).
Η αυτοαναφορικότητα με τον καιρό αυξάνεται (βλέπω το σύμπαν στο ποίημα)· η ποίησή του γίνεται πιο υπαρξιακή και πιο “κλειστή” (ο μικρός ρολογάς). Στην ποιητική σύνθεση “στις πόλεις που επιστρέφουμε” αποτυπώνεται ακριβώς το υπαρξιακό κενό που του έφερε η ιστορία της Μεγαλονήσου. Το ίδιο αδιέξοδο εκφράζεται και στο “φάντασμα” και κυρίως μέσα από την καραμανλίδικη γραφή (ο άρχοντας των δαφνών iii), που γραμμένο σε τουρκική γλώσσα με ελληνικά γράμματα εκφράζει το γλωσσικό και πολιτισμικό διπολισμό του ποιητή (πικρή απώλεια, στο πηγάδι: η κακιά γραφή).

Στην υπαρξιακή αυτή στροφή η ποίησή του, χωρίς να χάνει τον αφηγηματικό κι εικονοκλαστικό της ύφος και με τον ίδιο κοσμοπολίτικο χαρακτήρα, “βαραίνει”, γίνεται πιο εσωτερική· εκφράζει βαθύτερες αγωνίες για την ουσία της ζωή, του αγώνα των ανθρώπων (το κλουβί, ο κράλης, χωρίς να κοιτάς το χάρτη).
 
Ο Μεχμέτ Γιασίν είναι μια από τις πιο αξιόλογες ποιητικές φωνές της ανατολικής Μεσογείου. Οι διχόνοιες που οδήγησαν στη βίαιη διχοτόμηση της γενέτειράς του, της Κύπρου, και η ιστορία της οικογένειάς του αποτελούν τον καμβά της ποίησής του. Η ποίησή του αμφισβητεί καθορισμένες αντιλήψεις και έννοιες όπως έθνος, μητέρα πατρίδα, μητρική γλώσσα, σεξουαλικό φύλο, θρησκευτικές αναφορές, καθιερωμένες ποιητικές γλώσσες.

Όταν οι πολιτισμικές ταυτότητες ορίζονται μέσω της αντίθεσης ή μέσα από τη στρατηγική της αντίστασης και της υπεράσπισης των πολιτισμικών, η τουρκόφωνη ποίηση του Γιασίν με τα τόσα ελληνικά στοιχεία υπερασπίζεται τις ιστορικές και πολιτιστικές παραδόσεις του νησιού, αρνείται την Τουρκία ως μητρική πατρίδα, διαμαρτύρεται για τη διχοτόμηση και τους συνεχείς πολέμους, εξοστρακίζει τον εθνικισμό των παλαιότερων γενεών, απορρίπτει το μιλιταρισμό καθρεφτίζοντας τη βία ενός πολέμου που αντιλαμβάνεται ως εμφύλιο.

Ο ποιητικός διάλογος οριοθετεί την ποιοτικότερη διαμόρφωση και εξέλιξη των διακοινοτικών σχέσεων, το χώρο του «άλλου». Ο πολιτισμικός διάλογος, η πολιτισμική ώσμωση, αυτό που η σύγχρονη κριτική θεωρία ονομάζει πολιτισμικό υβριδισμό, καλλιεργείται ολοένα και πιο συστηματικά ανάμεσα στις δύο κοινότητες5. Η ανταλλαγή πολιτισμικού κεφαλαίου ανάμεσα σε αμφιπολιτισμικούς ποιητές και αναγνώστες συνιστά “απόπειρα επικοινωνίας” ανάμεσα στις δύο κοινότητες, μια ουσιαστική μορφή επικοινωνίας μέσα από την ποίηση, η οποία λειτουργεί ως καταλύτης άρσης των φυλετικών, εθνοτικών, γλωσσικών, θρησκευτικών, ιστορικών αντιθέσεων και διαφορών.

1 βλ. «Οι ποιητές είναι άνεργοι στις κοινωνίες μας», συνέντευξη του ποιητή στoν Αντρέα Πολυκάρπου, tvxs.gr, (07 Δεκ. 2015).

2 βλ. «Οι ποιητές είναι άνεργοι στις κοινωνίες μας», ό.π.

3 Γιώργος Φράγκου, Τουρκοκυπριακή ποίηση, η άγνωστη που μας μοιάζει: Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές: Απόπειρα επικοινωνίας, εκδόσεις Τόπος, 2010, Ο Φιλελεύθερος (11/12/2011).

4 Γιώργος Μολέσκης, Εισαγωγή, Σύγχρονοι Τουρκοκύπριοι ποιητές, εκδ. Τόπος, Αθήνα 2010, σ. 15.

5 Άννα Κατσίγιαννη, Η ανάδυση μιας υβριδικής πολιτισμικής ταυτότητας: η τουρκοκυπριακή γραφή, Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.