Η γραφή της ήταν πιο μοντέρνα από όσο άντεχε η εποχή της και αιρετική για τα γούστα του κόμματος. Διανοούμενη, που έζησε εξόριστη από τη χώρα της, αναγνωρίστηκε εκτός συνόρων και άνοιξε ορίζοντες. Η κομματική γραμμή ήθελε έργα ρεαλιστικά και η μοντέρνα της γραφή δίχασε τους κριτικούς της εποχής που είχαν μπροστά τους μια πολύπλευρη συγγραφέα η οποία δεν δίσταζε να εναλλάσει τις αφηγηματικές φωνές να χρησιμοποιεί συνειρμούς στην αφήγηση και αρκετούς εσωτερικούς μονολόγους. Τα αποσπάσματα της ζωής της διάσπαρτα στο έργο της γραμμένο με μια κρυστάλινη ζωντανή γλώσσα. Μια ζωή μυθιστορηματική. Κατοχή, εξορία, μοναξιά και οι φίλοι σαν παράθυρα σε σκοτεινό θάλαμο. Η φιλία της με τον Ρίτσο η εμπιστοσύνη του αλλά και η σχέση με άλλα σημαντικά πρόσωπα των γραμματων και των τεχνών. 

Ads

 

Απόψε στον Ιανό παρουσιάζεται η νέα συμπληρωμένη έκδοση του βιβλίου της με τίτλο Η Κάδμω (Εκδόσεις Κέδρος), σε Φιλολογική επιμέλεια – Επίμετρο – Σχόλια Μαρίας Κακαβούλια. Πρόκειται για το κύκνειο  άσμα της Μέλπως Αξιώτη στο οποίο καταγράφεται η αγωνία της εξόριστης κεντρικής ηρωίδας να κρατήσει ζωντανή τη μνήμη της γλώσσας και της πατρίδας της. Για το βιβλίο θα μιλήσουν οι: Τιτίκα Δημητρούλια αν. καθηγήτρια ΑΠΘ – κριτικός λογοτεχνίας, Μάρω Δούκα συγγραφέας, Παναγιώτης Κουσαθανάς συγγραφέας, Μαρία Κακαβούλια αναπληρώτρια καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου, Θωμάς Τσαλαπάτης ποιητής.
 

Η ηθοποιός Σοφία Σεϊρλή θα παρουσιάσει σύντομη παράσταση βασισμένη στις διαδρομές της Μέλπως Αξιώτη. 

Ads

INFO
Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου, στις 20:30

ΙΑΝΟΣ, Σταδίου 24

image
 

Το εμβληματικό αυτό έργο είναι ένας πικρός απολογισμός ζωής της συγγραφέως: τα παιδικά χρόνια στη Μύκονο, τα προπολεμικά χρόνια στην Αθήνα, η εποχή που πρωτογράφει λογοτεχνία, η Κατοχή, τα δύσκολα χρόνια της εξορίας, η χαρά της επιστροφής και η επακόλουθη απογοήτευση, η μοναξιά, η ιλιγγιώδης αίσθηση του τέλους.
 

Στον συγκινητικό αυτό λόγο εις εαυτόν, πολλοί από τους ήρωες που εμφανίζονται στα προηγούμενα βιβλία της Αξιώτη συντροφεύουν την Κάδμω στη μοναξιά της. Το ίδιο το κείμενο ανοίγει ένα μαγικό παράθυρο στο γίγνεσθαι της αφήγησης, ενώ μέσα από μια ελεύθερη όσο και συναρπαστική γραφή η συγγραφέας συναντά τα προπολεμικά έργα της και αναστοχάζεται τη ζωή της. (Από την παρουσίαση στο οπισθόφυλλο του βιβλίου)
 

Αποσπάσματα 

 

Κάθεσαι τώρα στο τραπέζι το τρίκλινο που είναι κόντρα στον τοίχο, μπροστά σ’ ένα παράθυρο. Και γράφεις. Πάντα κόντρα στον τοίχο. Οδός Αριστοτέλους, όταν δοκίμασες για πρώτη φορά τη γραφή, οδός Τιμολέοντος, εκεί που σε βρήκε ο θάνατος της καλύτερης φίλης σου, οδός Κεφαληνίας που σε βρήκε ο πόλεμος, οδός Γκουφιέ, όπου έμενες εσύ στο κάτω μέρος του σπιτιού και πάνω κατοικούσε η άλλη φίλη σου, η Μάρω – που έμεινε στη μνήμη σου, και στην Ιστορία, τουφεκισμένη με το πολυβόλο από τον ξένο εχθρό, μέσα στην Κατοχή. Στο χώρο του Θυσιαστηρίου της Καισαριανής.

 

Ας μην υπάρχει πια αυτή η ανικανότητα, ας έρθουν οι λέξεις της γλώσσας σου, τα ονόματα, τα χρόνια. Ας έμενε τουλάχιστον μονάχα η ουσία: να ξεχνάς, αλλά για να θυμάσαι καλύτερα. Όλα σαν ένα παραμύθι πιο αληθινό κι απ’ τη ζωή, μες στη θολούρα της μνήμης.

 

Όλους εκείνους τους τύπους που κατασκεύασες εσύ με τόση ξενοιασιά, βρίσκονται τώρα σκόρπιοι μέσα στα βιβλία σου, περιφέρονται στους δρόμους, οι μασέλες τους κάθισαν, τα δόντια τους πετιούνται προς τα έξω, με το ένα τους πόδι κουτσό, με την ψυχή σφιγμένη, και ίσως να πουλούν μες στους δρόμους λαχεία. Για τις ανάγκες της ζωής.

 

Οι άνθρωποι που φεύγουν, αφήνουν τα βιβλία τους, τα σπίτια τους, τα παπούτσια, τα φορέματα, και οι συγγενείς τα δίνουν όλα αυτά τις Απόκριες, για να τα βάλουν οι μασκαράδες. Τα πουλούν έπειτα οι παλιατζίδες. Τα στοιβάζουν μέσα σε μεγάλες σιδερένιες κασέλες, φράκα παλαιϊκά, καμιζόλες με δαντέλες από τη Βενετία, ώσπου στο τέλος να τα πετάξουν στους τενεκέδες των σκουπιδιών. Μαζί με τα βιβλία σου, που τα είχες γράψει εσύ, και τώρα έχουν πάθει μια φοβερή ασθένεια: εσάπισαν.

 

Μα το περίεργο είναι πως όλα αυτά εσύ τα πιστεύεις, ενώ είναι μα την αλήθεια απίστευτα. Όλα ανακατεμένα, αναμνήσεις, καταστάσεις, ταξίδια, εξορίες, τύποι ξένοι κι ελληνικοί, που πήρανε τους δρόμους μιας αρκετά μακρόχρονης ή και παντοτινής εξορίας. «Το ελάχιστο» —είχε πει κάποιος ποιητής— «παραδεχθήκαμε το ελάχιστο».

 

Πόσος πόνος μέσα σε μια μόνο λέξη.

 

Μέλπω Αξιώτη 

Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. 

 

Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. 

 

Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ’ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών.

 

Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.).

 

Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. 

 

Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου.

Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα. 1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματαʼ παντα Μέλπως Αξιώτη Γ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Αξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Ελεγμίτου Ελένη, «Χρονολόγιο Μέλπως Αξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω311, 12/5/1993, σ.34-46 και Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.262-301. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.