Έχουμε αρκετές φορές τονίσει τη σημασία της επαφής με την εκτός συνόρων ποίηση, είτε στο πρωτότυπο είτε από μία καλή μετάφραση. Η επαφή τούτη λειτουργεί ως αγωγός μετάδοσης νέων τάσεων κι εκφραστικών διεξόδων. Η σύνδεση με το λυρισμό και τις θεματικές άλλων πολιτισμών τροφοδοτεί τον πειραματισμό κι εμπλουτίζει τον ποιητικό λόγο· διδάσκει νέους δρόμους, ώστε να μπορούμε να μεταδώσουμε ένα μήνυμα ή να μεταχειριστούμε διαφορετικά το συναίσθημα.

Ads

Αξίζει όμως να επικεντρώσουμε την προσοχή μας και στην ποίηση των μεταναστών στην πολυπολιτισμική Ευρωπαϊκή Ένωση, καθώς μέσα από την έκφραση των δικών τους υπαρξιακών αγωνιών εμπλουτίζουν την ποιητική έκφραση της χώρας παραμονής· θέτουν νέα καλλιτεχνικά ερωτήματα και αναδεικνύουν πτυχές της γλώσσας και την αλήθεια των συναισθημάτων, όπως τη βιώνει ένας Ξένος.

Αυτά ακριβώς αναδεικνύει και η μεταναστευτική ποίηση του Άμαρτζιτ Τσάνταν (Φόρεσέ με, Μανδραγόρας, 2015, μτφρ Χριστίνα Λιναρδάκη και Ανδρέας Πιτσιλλίδης) που σκοινοβατεί -με ισορροπιστή τη διαύγεια- σε μία ποίηση συναισθημάτων, τα οποία κρατούν το δημιουργό αιχμάλωτο ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν, ανάμεσα στον πολιτισμό της χώρας παραμονής και της χώρας καταγωγής.

Η ποίηση του Τσάνταν εκπέμπει τη μελαγχολία του μετανάστη που πνίγεται από τις αναμνήσεις της γενέθλιας γης· μνήμες που αναβιώνουν μέσα από τις συχνές αναφορές σε ήρωες (το πουκάμισο και το λουλούδι, ο κόκκινος αγγελιοφόρος) και έπη (ένας άνδρας με δέκα σκιές, μητρική γλώσσα, το χαρτί). Βρίσκοντας κουράγιο στις μνήμες και τις λέξεις αγωνίζεται να εκφράσει τη μοναξιά και την προσαρμογή σε ένα περιβάλλον εξομοίωσης (σ’  αυτή τη χώρα). 

Ads

Την ίδια όμως στιγμή, ο μετανάστης Τσάνταν βρίσκει στην ποίηση το πρόσφορο έδαφος να εκφράσει τις υπαρξιακές αναζητήσεις του εμιγκρέ μέσα από την ινδική κουλτούρα. Ο ανιμισμός και ο σεβασμός στη φύση εκφράζονται μέσα από προσωποποιήσεις ή εικόνες της φύσης που τεμαχίζουν το παρόν και εκθέτουν τις υπαρξιακές του αγωνίες σε μία άλλη χώρα με διαφορετική κουλτούρα. 

Το “χαρτί” επανέρχεται συχνά. Είναι μέρος/παράγωγο της φύσης και χώρος ποιητικής δημιουργίας (το χαρτί) ή καταγραφής αναμνήσεων (χαρτογράφηση αναμνήσεων). Έτσι η ποίηση, οι μνήμες και η φύση συνδέονται άρρηκτα, ο άνθρωπος, το περιβάλλον και η -θνητή ή θεϊκή- δημιουργία εναγκαλίζονται (το βιβλίο). 

Το ζήτημα το χρόνου κατέχει κεντρική θέση και επανέρχεται συνεχώς· άλλοτε ως χρόνος, άλλες φορές ως σχέση του παρόντος του ποιητή με το παρελθόν του τόπου του (μουσείο ρολογιών, το αύριο). Ξεπερνά την υπαρξιακή αγωνία της ηλικίας του ποιητή. Αποκτά μία οικουμενική διάσταση που εκφράζεται -ως λανθάνον σημαίνον- με αναφορές στα πανάρχαια ινδικά έπη· είναι το συναίσθημα που δένει το μετανάστη με το πολιτισμικό και ιστορικό παρελθόν του. Η συχνά δε εμφανιζόμενη “πέτρα” λειτουργεί ως ποιητική προσέγγιση της αιωνιότητας. 

Τον ίδιο μελαγχολικό ρομαντισμό εξάγουν και οι ερωτικές του συνθέσεις. Με τρυφερότητα και λανθάνουσα λαγνεία ο έρωτας συνδέει το παρόν με το παρελθόν και τη μητρική γλώσσα (ποιος ξέρει, εκείνη το όνειρό μου, άτιτλο-δεν υπάρχει λάθη) ή την γένεσιν (μέσα σου).

Η πεζότητα αντιμετωπίζεται με το όνειρο· το παρόν αντιδιαστέλλεται προς το παρελθόν, την εθνική μυθολογία και τη διαχρονικότητα. Γιατί η ποίηση του Τσάνταν έχει τα χαρακτηριστικά του κλασικού (διαχρονική οικουμενικότητα). 
  
Σε μία τέτοια ανθολογία κεντρικός είναι ο ρόλος του μεταφραστή που καλείται να διατηρήσει το στιχουργικό ρυθμό και το νοηματικό βάθος. Όπως αποδεικνύουν και οι συνθέσεις που παρατίθενται στην αγγλική γλώσσα, οι μεταφραστές απέδωσαν όχι μόνο το ποιητικό περιεχόμενο, αλλά και τη μελωδικότητά του. Εξάλλου, χαρακτηριστική είναι η ζωντάνια της προφορικότητας στη γραφή του, όπως και το συναίσθημα του ήπιου μελαγχολικού ρομαντισμού των έργων. 

Στις συνθέσεις του αποτυπώνονται με ιδιαίτερη μουσικότητα εικόνες της στιγμής· ο χώρος (κλειστός ή ανοιχτός) αποδίδεται με λεπτομέρειες και μία χαρακτηριστική λιτότητα. Τα επίθετα απουσιάζουν εντελώς. Οι εικόνες του Τσάνταν -που προέρχονται κατά βάση από τη φύση- χάρη στο στιχουργικό ρυθμό ζωντανεύουν και εξάγουν μία αίσθηση κίνησης, που αισθητοποιείται με την επιλογή ρημάτων δράσης ή μελλοντικής κι εξακολουθητικής ενέργειας (ο χαρταετός, άτιτλο-το φως που κρέμεται, στην όχθη του ποταμού, το χαρτί, φόρεσέ με).

Ο ποιητής γενικώς αποφεύγει τους ονοματικούς προσδιορισμούς ως εκφραστικό μέσο. Αντίθετα, επιλέγει να απλουστεύει τον ποιητικό του λόγο αυξάνοντας τα ρήματα και κυρίως τις δευτερεύουσες προτάσεις. Έτσι, η απλότητα της ποιητικής πρόζας συναντά τη μουσικότητα και έναν ιδιότυπο ρομαντισμό σαγηνεύοντας τον αναγνώστη (πρωτίστως) και τον ακροατή. Οι δε επαναλήψεις ενισχύουν τη ρομαντική διάθεση (ονόματα, γιατί μεταφορές, το αύριο) με την οποία εκθέτει τις αναζητήσεις ενός εμιγκρέ που συνδέεται με την εθνική κουλτούρα ή το παρελθόν. 

Η απλότητα της ποιητικής του Τσάνταν και η καθαρότητα των μηνυμάτων του σαγηνεύουν τον αναγνώστη, τον ταξιδεύουν στα πιο εξωτικά μέρη της ψυχής του. Κάνει τον αναγνώστη να αναζητήσει το άγγιγμα των δικών του συναισθημάτων. Τον παρακινεί να τα αναζητήσει σαν ένας εξερευνητής του εαυτού του, σαν ένας οδοιπόρος που σε έναν κόσμο εύθραυστο και -συχνά απάνθρωπο- φέρνει στο προσκήνιο την ανθρώπινη ευαισθησία.

τοβιβλίο