Δεν είναι η πρώτη φορά που το επιχειρεί. Ο Αντώνης Μποσκοϊτης, δημοσιογράφος και κινηματογραφιστής, ανεβαίνει ξανά στο θεατρικό σανίδι, θεατροποιώντας μία συνέντευξη  που του είχε παραχωρήσει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος  το 2013 και που είχε κάνει μεγάλη αίσθηση κατά την πρώτη δημοσίευση της την επόμενη μέρα του θανάτου του ποιητή.

Ads

Ο Αντώνης που ξέρει να εκμαιεύει τα «ακριβά» και τα «πολύτιμα» των συνεντευξιαζόμενων, είχε προτείνει αυτό το μοντέλο θεατρικής παράστασης με το έργο «Τη λένε Εύα» πάνω στη ζωή της  γνωστής τρανς περφόρμερ Εύας Κουμαριανού. Η ίδια ξετύλιγε τη ζωή της τα βράδια στη σκηνή, με τον Μποσκοϊτη στον ρόλο του δημοσιογράφου.

Αυτή τη φορά, στην παράσταση με τον τίτλο «το ταγκαλάκι» που κάνει πρεμιέρα στις 6 Μαρτίου στο θέατρο Αμαλία της συμπρωτεύουσας, δεν θα είναι ο ίδιος ο πρωταγωνιστής στη σκηνή.

Τον Ντίνο Χριστιανόπουλο υποδύεται ο Χάρης Φλέουρας ενώ τη μουσική έγραψε ο Γιώργης Χριστοδούλου.

Ads

Τι θέλει ο Αντώνης να κρατήσει κάθε θεατής μετά το τέλος της παράστασης;

«Θέλουμε,  ο θεατής να μάθει μέσα σε 75 λεπτά θεατρικού χρόνου, τον ποιητή και άνθρωπο Ντίνο Χριστιανόπουλο με όλη τη συγκίνηση και το βιτριολικό χιούμορ της προσωπικότητας του. Αν αυτό επιτευχθεί, θα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι» λέει στο tvxs. Μιλάει επίσης για την ιδέα της παράστασης και την πρόκληση να κάνει μια παράσταση βασισμένη σε έναν εξαιρετικό ποιητή, μια αντιφατική προσωπικότητα.

Πώς προέκυψε η ιδέα γι’ αυτή την παράσταση;

Λίγο πριν την πρώτη καραντίνα το 2020, μου έγινε μια πρόταση από θεατρική ομάδα της Θεσσαλονίκης για να έδινα την άδεια, ώστε να παρουσιάζονταν στη σκηνή δύο συνεντεύξεις μου. Υπήρχαν στο πρώτο βιβλίο μου, το «18 συνεντεύξεις – Σαν μονόπρακτα» που προφανώς είχε φτάσει στα χέρια των παιδιών. Ήθελαν να  κάνουν παράσταση τους διαλόγους μου με τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Θόδωρο Αγγελόπουλο εν είδει μονόπρακτων. Έγινε όμως η καραντίνα, ακολούθησε και η δεύτερη μαζί μ’ όλη την αβεβαιότητα του τι μέλλει γενέσθαι κι έτσι το σχέδιο εγκαταλείφθηκε. Το ξέχασα τελείως. Πριν από λίγους μήνες, στα τέλη του ’22, συζητώντας με φίλους έπεσε η ιδέα να γίνει τελικά η θεατροποίηση της συνέντευξης με τον Χριστιανόπουλο από μένα τον ίδιο. Θα πρέπει να σου πω ότι έτσι λειτουργώ όλα τα χρόνια. Όταν δηλαδή δεν κυνηγάς τις καταθέσεις φακέλων και τις επιχορηγήσεις και δρας εκ των ενόντων, παρεΐστικα, αυτομάτως δεν υπάρχει και κανένα ιδιαίτερο άγχος. Είπαμε «Πάμε να το κάνουμε» και όλα πήραν το δρόμο τους.

Έχεις αποδείξει ότι μπορεί να στηθεί μια ολόκληρη παράσταση σε μια συνέντευξη. Όμως στην περίπτωση του Χριστιανόπουλου, μήπως είναι ριψοκίνδυνο; Δεν δανείστηκες άλλες πληροφορίες; Περιορίστηκες στη συνομιλία σας;

Ριψοκίνδυνο, γιατί; Ο άνθρωπος αυτός είχε μια σχέση πάθους και μίσους με την προβολή και τα ΜΜΕ, έχουμε ακόμη ολοζώντανη την εικόνα του, εγώ είχα την τύχη να τον συναντήσω και να μιλάμε μετά για αρκετό καιρό στα τηλέφωνα, θέλω να πω ότι δεν «στήνεις» μια φανταστική περσόνα με όλες τις δυσκολίες ενός ανάλογου εγχειρήματος. Φυσικά κάποιος άλλος στη θέση μας αυτό ακριβώς θα φοβόταν, επίτρεψε μου όμως να θεωρώ τον εαυτό μου έμπειρο στη διαχείριση προσωπικοτήτων τέτοιου βεληνεκούς, όπως ο Χριστιανόπουλος.

Εννοώ, από κινηματογραφικής και τώρα θεατρικής άποψης, διότι στην ουσία κάνω αυτό το είδος θεάτρου, που δεν είναι ακριβώς θέατρο, επειδή μου είναι δύσκολο να κάνω ακόμη ένα ντοκιμαντέρ. Φυσικά και δανείστηκα άλλες πληροφορίες και δεν περιορίστηκα μόνο στη συνομιλία μας, την οποία μόνταρα κιόλας. Είναι άλλο μία συνέντευξη και άλλο μία θεατρική πράξη, κάτι που βλέπεις στην ίδια την πράξη, δηλαδή τις πρόβες. Ανεβοκατέβηκα πολλές φορές στη Θεσσαλονίκη τον τελευταίο καιρό, μαζεύοντας πληροφορίες από στενούς φίλους του ποιητή και πρόσωπα του περιβάλλοντός του. Δεν είναι τυχαίο που το έργο θα τελείωνε αλλιώς μέχρι που ο Θωμάς Κοροβίνης μού αφηγήθηκε μια ιστορία δική του, ενδεικτική του χαρακτήρα του Χριστιανόπουλου, η οποία μας χάρισε κι ένα όμορφο και συγκινητικό – όπως ευχόμαστε να το εισπράξει κι ο θεατής – φινάλε. 

Γιατί έμεινε αδημοσίευτη τόσα χρόνια αυτή η συνέντευξη με αποτέλεσμα να μην προλάβει τη διαβάσει ποτέ ο ίδιος;

Η συνέντευξη έγινε το 2013, αλλά μέχρι το ’18 που δημοσιεύθηκε σε μια πρώτη μορφή στο βιβλίο μου, δεν την είχα αγγίξει. Ξέρεις, δυόμισι ώρες συνομιλία, όταν δεν συντρέχουν λόγοι δημοσίευσης της, δεν την αγγίζεις, βασικά απ’ άποψη χρόνου. Είναι γνωστό ακόμη πως το ’18 ο Χριστιανόπουλος είχε «καταπέσει» και το τελευταίο πράγμα, για το οποίο θα τολμούσα να τον απασχολήσω, θα ήταν μία προ ετών συνέντευξη μας. Επαναλαμβάνω, ωστόσο, πως μέχρι το 2015 – 2016 μιλούσαμε στο τηλέφωνο για διάφορα θέματα. Νομίζω πως του άρεσε που με άκουγε να γελάω μ’ αυτά που μου έλεγε, ειδικά όταν εκνευριζόταν με κάποιον και ήθελε να το μοιραστεί. Σε μια απ’ αυτές τις συνομιλίες μας, του είπα και το εννοούσα: «Έχετε μεγάλη πλάκα, κύριε Χριστιανόπουλε. Είστε τελικά ένας καλός άνθρωπος». «Καλός είμαι…» μου απάντησε.

image

Τι σε γοητεύει περισσότερο στον κόσμο του Χριστιανόπουλου; Τον προσωπικό και τον ποιητικό.

Το ότι ήταν τρομερά αντιφατικός, μπορούσε να ισοπεδώσει και την ίδια στιγμή να ανυψώσει κάποιον. Προσωπικά ουδέποτε τον θεώρησα δύσκολο άνθρωπο, παρόλο που ήταν στην πραγματικότητα. Σ’ ένα τέτοιο περιεχόμενο κινήθηκε τότε η συζήτηση μας και δεν είναι τυχαίο που και ο ίδιος απόρησε με το πώς αφέθηκε να του κάνω τέτοιες ερωτήσεις, στις οποίες πρόθυμα απαντούσε. Σε ότι αφορά την ποίηση του, δεν το συζητώ. Όταν έλεγε πως δεν υπήρχε σκάρτο ποίημα του, είχε απόλυτο δίκιο. Έγραφε τόσο πυκνά νοήματα, ευθύβολα όμως, άμεσα, χωρίς να παραφορτώνει τα ποιήματα του. Το ίδιο σημαντικά με τα ποιήματα του, θεωρώ και τα πεζά του, αλλά και τις μελέτες που παρέδωσε για τα δικά του ιερά πρόσωπα, σαν τον Τσιτσάνη και τον Καββαδία.

Ποιες ήταν οι μεγαλύτερες αντιφάσεις του;

Αυτό δεν μπορώ να το γνωρίζω σε βάθος, δυο τρεις φορές τον συνάντησα και δεν ανήκα στον κύκλο των φίλων του. Αυτό που εγώ κατάλαβα είναι ότι επρόκειτο για έναν τρομερά ευαίσθητο και πανέξυπνο άνθρωπο, που δεν χαριζόταν σε κανέναν και που τη μια μέρα μπορούσε να ξεχέσει πατώκορφα την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, λόγου χάριν, αλλά την επόμενη να το μαζέψει με δημόσια συγγνώμη. Παιδί ήμουν και θυμάμαι ακόμη τους ομηρικούς καβγάδες του με τον Ηλία Πετρόπουλο μέσω επιστολών που αντάλλαζαν στην «Ελευθεροτυπία» του Φυντανίδη.

Κι όταν τον είχα ρωτήσει σχετικώς αν αποζητά την παρέα των ανθρώπων ή κατά βάθος τους βαριέται, μου είχε απαντήσει: «Όχι μόνο τους απολαμβάνω τους ανθρώπους, αλλά συχνά τους εξυπηρετώ κιόλας». Κι εκεί που τον είχες απέναντι σου ήρεμο και μειλίχιο, έφτανε να πέσει ένα όνομα στη συζήτηση για να επιστρέψει στο ξινό του ύφος. Ήταν κάτι που λάτρεψα στον Χριστιανόπουλο ως μια τελείως αντικομφορμιστική στάση απέναντι στα πράγματα, που άλλοι δεν θα είχαν το θάρρος να ομολογήσουν. Από κει και πέρα, αν ο ίδιος είχε βλάψει σημαντικούς ομότεχνούς του, σαν τον Ιωάννου και τον Ασλάνογλου, όπως πολλοί γνωρίζοντες ισχυρίζονται, είναι κάτι που πιθανώς να ισχύει, τόσο όμως στην κουβέντα μας, όσο και στο θεατρικό τώρα, δεν με απασχόλησε.

Ο Χριστιανόπουλος ήταν λαλίστατος προκλητικός αλλά και πολύ μοναχικός. Τα έβαζε με το Άγιο Όρος, με τη Δημουλά με πολιτικούς διαφορετικών αποχρώσεων…. Πως θα χαρακτήριζες την προσωπικότητα του αλλά και το έργο του;

Ιδιαίτερος, εξαιρέσιμος, αντισυμβατικός, τόσο που λες «Ε, ας υπάρχει κι ένας Χριστιανόπουλος να λέει πέντε πράγματα, όπως τα πιστεύει ολόψυχα, ασχέτως αν συμφωνείς ή διαφωνείς μαζί του». Μοναχικός ήταν σίγουρα και πολύ κιόλας, όπως είναι όλοι οι ποιητές. Ακόμη κι εκεί αντιφατικός ήταν, αφού μέχρι το τέλος του, του άρεσε να κυκλοφορεί έξω, ανάμεσα στους ανθρώπους, να συνομιλεί, να λέει πότε τις σοφίες του και πότε να κάνει την πλάκα του. Θυμάμαι μιαν άλλη φορά, που πρέπει να ήταν το 2010 ή το ’11: Ανεβαίναμε στη Θεσσαλονίκη με τη Μαρίζα Κωχ που θα τραγουδούσε Τσιτσάνη στην Παγκόσμια Ημέρα Μουσικής. Χτύπησε το κινητό της και ήταν ο Χριστιανόπουλος. Είχε μάθει για την εκδήλωση, στην οποία τελικά ήρθε, και ήθελε να πει της Μαρίζας πόσο του΄χαν αρέσει οι μελοποιήσεις της στον Καββαδία. Μιλούσαν για ώρα ώσπου βλέπω τη Μαρίζα να κατεβάζει το τηλέφωνο και να μου λέει «Μίλα του εσύ, δεν τον αντέχω άλλο! Όλη την ώρα μου βρίζει τον Μικρούτσικο». Μας πιάσανε τα γέλια, αφού σκεφτόμασταν πώς ένα τηλέφωνο πήρε και στα λίγα λεπτά συνομιλίας, πάλι σε κάποιον θα τα «έχωνε». Σ’ εκείνη τη συναυλία, παρόλα αυτά, ενόσω η Μαρίζα τραγουδούσε, είχα την ευκαιρία να κάνω μια πρώτη μεγάλη κουβέντα μαζί του για ένα σωρό πράγματα που μ’ ενδιέφεραν και βασικά για τη σχέση του με το τραγούδι, με το ρεμπέτικο και με τον Τσιτσάνη.

Είχε τελικά φίλους;

Ο ίδιος στην ερώτηση αυτή που του είχα κάνει, απάντησε μονολεκτικά με τέσσερις λέξεις: «Δεν έχω φίλους εγώ»…Σκοτείνιασε ξαφνικά, σχεδόν μελαγχόλησε και κατέβασε τους τόνους. Κι όταν συνέχισα, λέγοντας του πώς τον λατρεύει πολύς κόσμος, απάντησε πως αυτό είναι κάτι άλλο. Ξέχωρα όμως από τη στιγμή που του «έκλεψα», ο Χριστιανόπουλος ήταν φύσει και θέσει κοινωνικό ον, πειραχτήρι κανονικό, που αφηνόταν στους άλλους. Ερημίτης δεν θα μπορούσε να’χει γίνει σε καμία των περιπτώσεων. 

Γιατί επέλεξες τον Χάρη Φλέουρα;

Το’χω ξαναπεί, αλλά αν δεν ήταν ο Χάρης, δεν θα μπορούσε να γίνει αυτή η παράσταση. Καταρχάς πρόκειται για έναν θαυμάσιο ηθοποιό, που τον είχα δει να ερμηνεύει ένα μονόλογο στην καθαρεύουσα κι είχα πάθει την πλάκα μου. Έπαιζε με όλα τα εκφραστικά του μέσα, με τον λόγο, με τις κινήσεις, με το σώμα του. Απ’ όταν μου μπήκε η ιδέα να θεατροποιηθεί η συνέντευξη με τον Χριστιανόπουλο, μόνο τον Χάρη είχα κατά νου και του το πρότεινα κατευθείαν. Του μοιάζει και πολύ εμφανισιακά κιόλας, κάτι που είδαν πολλοί άλλοι και το σχολίασαν προτού κάνουμε πρεμιέρα. Βέβαια, δεν κάνουμε μίμηση του Χριστιανόπουλου, η καρικατούρα δεν ήταν στις προθέσεις μας σε καμία των περιπτώσεων. Πάντως, τα πράγματα με τον Χάρη στο ρόλο αυτό που ουσιαστικά παίρνει πάνω του όλη την παράσταση, είναι κάτι πολύ όμορφο για μας και ελπίζουμε και για το κοινό. Μα, τον παρακολουθώ στις πρόβες να παίζει και, πραγματικά, έχω τον Χριστιανόπουλο απέναντί μου σε εκείνη τη συνάντηση μας στο σπίτι του.

Τι θέλεις να κρατήσει ο θεατής από αυτή την παράσταση;

Θα απαντήσω με μια κριτική που’χε γραφτεί το 2002 για το ντοκιμαντέρ της Φλέρυς Νταντωνάκη: «Μέσα σε 25 λεπτά μαθαίνεις τα πάντα για τη Φλέρυ Νταντωνάκη». Αυτό θέλουμε και τώρα, ο θεατής να μάθει μέσα σε 75 λεπτά θεατρικού χρόνου τον ποιητή και άνθρωπο Ντίνο Χριστιανόπουλο με όλη τη συγκίνηση και το βιτριολικό χιούμορ της προσωπικότητας του. Αν αυτό επιτευχθεί, θα είμαστε πολύ ευχαριστημένοι.

* Η παράσταση «Το ταγκαλάκι» κάνει πρεμιέρα στις 6 Μαρτίου στο θέατρο Αμαλία.  Το έργο αποτελεί θεατροποίηση μίας συνέντευξης που είχε παραχωρήσει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος στον Αντώνη Μποσκοΐτη το 2013. 

Συντελεστές: Κείμενο – σκηνοθεσία: Αντώνης Μποσκοΐτης

Παίζουν: Χάρης Φλέουρας – Αντώνης Μποσκοΐτης

Μουσική: Γιώργης Χριστοδούλου στίχοι Θωμάς Κοροβίνης Τραγούδι: Παντελής Θεοχαρίδης

Παραστάσεις: Δευτέρα 6 και Τρίτη 7 Μαρτίου στις 21:00, Δευτέρα 13 και Τρίτη 14 Μαρτίου στις 21:00

Τιμές εισιτηρίων: Γενική είσοδος 15 ευρώ, Φοιτητικό- ανέργων: 13 ευρώ

Προπώληση: Ταμείο Θεάτρου Aμαλία & viva.gr, Τηλ. 2310-842509.

image