Στο Βελιγράδι ήμουν καλεσμένη σε ένα σημαντικό φεστιβάλ, με ξεχωριστή φιλοξενία- οι Σέρβοι εκτός από επαγγελματίες και περήφανοι, είναι ανοικτοί άνθρωποι, πολύ φιλικοί, με στενούς δεσμούς με την Ελλάδα- μια υπέροχη εμπειρία

Ads

Εκτός από τις παραστάσεις που παρακολούθησα στα γεμάτα θέατρα και τις υπόλοιπες εκδηλώσεις, με ωραίες ανταλλαγές απόψεων, καλλιτεχνικών και όχι μόνο, γνώρισα για πρώτη φορά το Μάριο Μπανούσι και τη Λιντίτα του. Ένα έργο και ένα νέο παιδί που απλά κερδίζουν τις καρδιές μας.

Η παράσταση-έκπληξη που κέρδισε το αθηναϊκό κοινό με συνεχόμενα sold out στην πειραματική Σκηνή του Εθνικού και εγκωμιαστικές κριτικές για τον 24χρονο δημιουργό της συνεχίζει το όμορφο ταξίδι της.

Το Goodbye, Lindita του Μάριο Μπανούσι, μια σπουδή για το πένθος, μια χορογραφία αποχαιρετισμού, με αρχέγονα έθιμα και υποβλητική μουσική, με έντονες μνήμες και προσωπικά συναισθήματα και όλα αυτά χωρίς λόγια, γύρισε από το διεθνές φεστιβάλ θεάτρου του Βελιγραδίου Bitef με δύο βραβεία.

Ads

Το ειδικό βραβείο Jovan Cirilov, για την καλύτερη συνεισφορά στη θεατρική τέχνη.

Και το βραβείο καλύτερης σκηνοθεσίας, που απονέμουν η εφημερίδα Politica, η παλαιότερη των Βαλκανίων.

Στο ίδιο φεστιβάλ το βραβείο καλύτερης ταινίας κέρδισε η ταινία Jeanne της Άνια Σούσα, ένα ονειρικό παραμύθι από τη Σουηδία, σύγχρονη διασκευή της Ζαν Ντ’ Αρκ. Και το βραβείο του κοινού το οικολογικής ευαισθησίας Sun and city από τη Λιθουανία.

Ήταν αυτή η τέταρτη ελληνική συμμετοχή στην 57χρονη ιστορία του θεσμού.

Η πρώτη ήταν Τα Πουλιά του Αριστοφάνη, από το Θέατρο Τέχνης, το 1975.

Η δεύτερη οι Πέρσες του Αισχύλου, από το θέατρο Άττις του Θόδωρου Τερζόπουλου, το 1994

Η τρίτη ο Άμλετ, από το θέατρο Διπλούς Έρως του Μιχαήλ Μαρμαρηνού, το 1999.

Το ΔΙΕΘΝΕΣ ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΘΕΑΤΡΟΥ ΒΕΛΓΡΑΔΙΟΥ – BITEF είναι από τα παλαιότερα και πιο σημαντικά φεστιβάλ στον κόσμο. Ιδρύθηκε με απόφαση της Συνέλευσης της πόλης του Βελιγραδίου, ως τακτική ετήσια εκδήλωση ιδιαίτερης σημασίας για την πόλη του Βελιγραδίου στις 26 Δεκεμβρίου 1967.

Μέχρι σήμερα έχει παρουσιάσει κορυφαία ονόματα το θεάτρου, έχει αναδείξει νέα σημαντικά ονόματα, έχει ανοίξει δρόμους, έχει κάνει τομές, έχει προτείνει πρωτοπορίες και συνεχίζει.

Στο φετινό 57ο φεστιβάλ, έγινε στο Βελιγράδι 3-10 Οκτώβρη, με σλόγκαν strength, dont let yourself be anyones‘’ «δύναμη, μην αφήνεις τον εαυτό σου να είναι κανενός άλλου», παρουσιάστηκαν έργα πρωτοποριακά, πειραματικά, ανοικτά σε προκλήσεις, ιστορίες για την προσωπική εξέγερση και την αντίσταση, νέες θεατρικές τάσεις, έργα που αμφισβητούν, ευαισθητοποιούν, προκαλούν, αφυπνίζουν.

Ανάμεσα τους η όμορφη και παράξενη Lindita, για την οποία η κριτική επιτροπή σχολίασε μετά τη βράβευση:

«Το Goodbye, Lindita είναι μια οικεία ιστορία για την απώλεια των αγαπημένων προσώπων, που ακολουθείται από το πένθος και τις τελετουργίες της κηδείας, όπου όσοι μένουν πρέπει να αντιμετωπίσουν τις πληγές και τις τρύπες για να συνεχίσουν να ζουν. Αντλεί από την εμπειρία και τις αναμνήσεις του ίδιου του συγγραφέα από αλβανικά και ελληνικά χωριά και καταδύεται στο βάθος των βαλκανικών παραδόσεων, όπου αυτές οι τελετουργίες συγκεντρώνουν τους ανθρώπους και αναστέλλουν τη στιγμή του αποχωρισμού. Με την αριστοτεχνική και λεπτή δουλειά του με τον χρόνο, ο Μάριο Μπανούσι παρατείνει αυτή τη στιγμή, έτσι ώστε το έργο του να ισορροπεί στο σχοινί μεταξύ ζωής και θανάτου, κοινότητας και μοναξιάς, καθημερινής και μεγαλειώδους.

Αργά και με ακρίβεια, μια αλληλουχία συνειρμικών εικόνων εμφανίζεται μπροστά στα μάτια μας και ο συγγραφέας δεν βιάζεται να τις κόψει και να τις επεξεργαστεί. Σβήνουν στην ανυπαρξία, από την οποία αναδύονται, αφήνοντάς μας τις αποχρώσεις, τις αναμνήσεις, τα συναισθήματα και την αξέχαστη μυρωδιά του λιβανιού. Πρόκειται για μια γενναία καλλιτεχνική απόφαση για έναν τόσο νέο συγγραφέα. Παρόλο που αξιολογούμε ιδιαίτερα τη σκηνοθεσία του Μπανούσι, τη δουλειά του με τα φώτα και τη μουσική, καθώς και τους καλλιτέχνες επί σκηνής, το ταλέντο, η διαίσθηση και η τέχνη του στην εργασία με τον χρόνο και τη χρονικότητα ξεχωρίζουν ως μια εξαιρετική συνεισφορά στις παραστατικές τέχνες.

Για τα μέλη της κριτικής επιτροπής η εναρκτήρια σκηνή της ντουλάπας όπου οι μνήμες της θλίψης αποθηκεύονται με τη μορφή ενός νεκρού σώματος ενός αγαπημένου προσώπου μας εντυπωσίασε τόσο ώστε να σταματήσουμε λίγο την αναλυτική μας προσέγγιση και ν ανοίξουμε τις καρδιές μας.»

Μάριο Μπανούσι

Μόνο προσωπικά μπορώ να μιλάω

Σκηνοθέτης, ηθοποιός και performer. Γεννήθηκε το 1998 και μέχρι την ηλικία των έξι μεγάλωσε στην Αλβανία, ύστερα εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα και σπούδασε υποκριτική στη Δραματική Σχολή του Ωδείου Αθηνών. Αποφοίτησε το 2020 και έφτιαξε την πρώτη του ταινία μικρού μήκους με τίτλο PRANVERA η οποία συμμετείχε το φθινόπωρο του 2021 στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου TIFF. Η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά ήταν η performance RAGADA. Την άνοιξη του 2023 ανέβηκε η παράστασή του Goodbye, Lindita στην Πειραματική Σκηνή Νέων Δημιουργών του Εθνικού Θεάτρου και το καλοκαίρι παρουσιάστηκε η τρίτη του σκηνοθετική δουλειά με τίτλο Taverna Miresia – Mario, Bella, Anastasia στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου.

Ο Μάριο έχει μιλήσει για τα δύσκολα πρώτα χρόνια στην Αλβανία, τα επόμενα επίσης δύσκολα στην Ελλάδα, για το χωρισμό των γονιών του, το φούρνο της μητέρας του στην Ηλιούπολη, τη γιαγιά του που τον μεγάλωσε, για τους φίλους του, το γάτο του, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία που αγαπάει. Για τις φοβίες, τις μνήμες, τα βιώματα. Όλα προσωπικά. Προσωπικές και οι δουλειές του.

Η Ragada μιλάει για τη γέννηση και η ηρωίδα είναι η μητέρα του, το Goodbye, Lindita για το θάνατο της μητριάς του και το Taverna MiresiaMario, Bella, Anastasia (το όνομα της ταβέρνας του πατέρα, τα ονόματα των παιδιών) για την απουσία του πατέρα του από τη ζωή του.

Τι σημαίνει Ragada;

«Ραγάδα είναι το σημάδι που προκαλεί σε κάποιες περίπτωσεις η εγκυμοσύνη. Όπως αυτό που προκάλεσε η εγκυμοσύνη της μητέρας μου σε εμένα…ένα σημάδι που μένει για πάντα έτσι εκεί, να σου θυμίζει κάτι»

Μια οικογενειακή αυτοβιογραφική τριλογία. αισθάνεσαι ότι ο προσωπικός κύκλος σου έκλεισε;

Νομίζω πως δεν έκλεισε ο προσωπικός κύκλος . Μέσω του προσωπικού μπορώ μόνο να μιλάω, δυστυχώς η ευτυχώς έχουμε πολλές ακόμα ιστορίες να διηγηθούμε και να μοιραστούμε .. ένα φαύλος κύκλος

Η Lindita μιλάει για το θάνατο, το πένθος, χωρίς λόγια.. δύσκολο εγχείρημα, μεγάλο το ρίσκο. Τι ήταν αυτό που σε φόβισε;

Δεν με φόβισε κάτι, δεν λειτουργώ ποτέ με τον φόβο, δεν θέλω να του αφήνω χώρο…αρκετά φοβήθηκα ως ξένο παιδί σε μια χώρα , έχω πάρει την απόφαση να προχωράω με θάρρος για να πω αυτό που θέλω να πω, από την στιγμή που το λέω με ειλικρίνεια. Σίγουρα δύσκολο εγχείρημα να γίνεσαι προσωπικός αλλά και ανακουφιστικό.

Ποιος σε στήριξε να μην κάνεις πίσω;

Η μητέρα μου με στήριξε και με στηρίζει. Είναι εκεί για εμένα και με υποστηρίζει δείχνοντας μου εμπιστοσύνη για της επιλογές μου

Στο Βελιγράδι πως ένοιωσες την ανταπόκριση του κοινού;

Ήταν τρομερή εμπειρία, πολύ θερμό κοινό, στο τελευταίο δεκάλεπτο πολλοί παρακολουθούσαν όρθιοι και ακολούθησε ένα Q&A που ήταν μια υπέροχη κουβέντα με ωραίες σκέψεις και καταθέσεις.

Όλα τα σχόλια ήταν πολύ τρυφερά , συγκινήθηκα όταν μια κυρία μου είπε πως δεν θα ξεχάσει ποτέ καμία εικόνα από την παράσταση και ότι την καθόρισε ολοκληρωτικά αυτό που είδε, είναι συγκινητικό να ακούς τέτοια λόγια.

Το θέμα του θανάτου πως το αντιμετωπίζεις;

Μέσω της Τέχνης ..γι αυτο έκανα αυτήν την παράσταση ..Και με πολλά δάκρυα..

Τι είναι αυτό που σε τρομάζει;

Με τρομάζει η σκληρότητα που μπορεί να έχουν κάποιοι άνθρωποι, το ποσό εύκολα μπορούν να κάνουν κακό στον άλλον, να τον βλάψουν ..αυτά τα μυαλά με φοβίζουν

Φοβήθηκες ποτέ μη χάσεις τον εαυτό σου;

Με απασχολεί να μην γίνω κάποιος άλλος φυσικά ..θέλω όσο μπορώ να ακούω το ένστικτο μου που, προς το παρόν, με έχει φέρει σε ωραία μονοπάτια και να μπορώ να είμαι ο εαυτός μου σε ό,τι κάνω.

Αν δεν ήταν η Τέχνη με τι άλλο θα μπορούσες να ασχοληθείς;

Θα μπορούσα να κάνω πολλά πράγματα γιατί έχω μάθει να προσαρμόζομαι

*Το Goodbye, Lindita θα παίζεται στην Νέα σκηνή του Εθνικού θεάτρου μέχρι 3/12.

Μετά θα ταξιδέψει στη Δρέσδη, το Άμστερνταμ και την Αδελαιδα.

Nikita Milivojevic

Η μόνη μου πίστη είναι η Τέχνη

Από τους πιο γνωστούς Σέρβους σκηνοθέτες, που αισθάνεται και λίγο Έλληνας αφού εδώ και πολλά χρόνια ζει μεγάλα χρονικά διαστήματα και εργάζεται στη χώρα μας και έχει σκηνοθετήσει μερικές πολύ σημαντικές παραστάσεις, ο Nikita Milivojevic, καλλιτεχνικός διευθυντής του 57ου Bitef, μας μιλάει για το θέατρο και άλλες Τέχνες, για τη ζωή και το παράλογο, για τους ήρωες του και τα σχέδια του. Mε τρόπο απλό, φιλικό, ανεπιτήδευτο.

«Το φετινό σύνθημα του Bitef «Strength dont let yourself be anyones» είναι στην πραγματικότητα ένας στίχος από το ποίημα της εξαιρετικής νεαρής Σέρβας ποιήτριας Radmila Petrović. Συζητώντας με τους συναδέλφους στο Bitef, συμφωνήσαμε ότι κατά την αναζήτηση ενός συνθήματος φέτος, θα προσπαθήσουμε να αλλάξουμε τη “στρατηγική”. Αντί να είμαστε τρομερά “έξυπνοι και πρωτότυποι” και να ανταγωνιζόμαστε για να βρούμε ένα πιο ελκυστικό σύνθημα, ας αναζητήσουμε τη λύση με έναν άλλο τρόπο. Έτσι καταλήξαμε στην ποίηση – πεπεισμένοι ότι η αληθινή ποίηση δεν είναι ποτέ μονοδιάστατη, ότι κρύβει πάντα ένα μυστικό και πολλαπλά νοήματα, τα οποία ο ίδιος ο χρόνος ενσωματώνει σε αυτήν.

Eκει όπου συναντάται ο στίχος “Μη συμφωνήσεις με τίποτα να ανήκεις σε κάποιον άλλο” με τα έργα της επιλογής, είναι η εντύπωση ότι κάτι πολύ ενδιαφέρον συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και σχετίζεται ακριβώς με τους νέους, τις νέες γενιές. Είναι σαν τα συσσωρευμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κόσμος να επιρρίπτονται σε μεγάλο βαθμό στους νέους, για την κατάσταση των οποίων στην πραγματικότητα δεν ευθύνονται, ενώ οι παλαιότερες γενιές όχι μόνο παραμελούν την ευθύνη τους, αλλά τη μεταβιβάζουν στους νέους, με τέτοιο τρόπο ώστε αυτοί να πρέπει να γίνουν φορείς της αλλαγής στον κόσμο. Η συνέπεια αυτού είναι προφανώς η αυξανόμενη αντίσταση, η εξέγερση, η μη συμμόρφωση.

Το δικό μου προσωπικό σύνθημα είναι «το λίγο είναι πολύ».

Είχα ήδη διευθύνει το φεστιβάλ για 4 χρόνια (2004-2009), οπότε αντιλαμβάνομαι αυτή την επιστροφή στο Bitef ως μια “επιστροφή στο σπίτι” κατά κάποιον τρόπο. Όταν οι άνθρωποι με τους οποίους συνεργάστηκες σε καλούν να έρθεις ξανά, μετά από τόσα χρόνια (κάτι που δεν είναι πολύ συνηθισμένο εδώ στη Σερβία), έχει μια συγκεκριμένη σημασία. Στο τέλος μόνο τέτοια πράγματα έχουν σημασία, μένουν για να τα θυμόμαστε, όλα τα άλλα που κάνουμε είναι λίγο πολύ, “θέατρο” για τους άλλους. Βέβαια, πρέπει επίσης να πούμε ότι το να είσαι καλλιτεχνικός διευθυντής ενός φεστιβάλ με τόσο μεγάλη παράδοση, από τα μεγαλύτερα στον κόσμο, στο οποίο έχει γραφτεί σε τέτοιο βαθμό η ιστορία του θεάτρου του 20ού αιώνα, είναι ιδιαίτερη τιμή, ευθύνη και με τον τρόπο του πρόκληση. Το Bitef είναι ένας από τους σημαντικότερους πολιτιστικούς μας θεσμούς, σταθερά ενσωματωμένος στην ταυτότητα του Βελιγραδίου και της Σερβίας. Όλα αυτά είναι, φυσικά, σοβαρά κίνητρα για κάθε θεατράνθρωπο να συμμετάσχει σε μια τόσο σπουδαία ιστορία.

Γνώρισα τον Mάριο Μπανούσι όταν ήμουν επισκέπτης καθηγητής στη δραματική σχολή του Ωδείου για μικρό χρονικό διάστημα. Η Aμάλια Μπένετ και εγώ ξεκινήσαμε με μια τάξη πολύ ταλαντούχων σπουδαστών υποκριτικής, στην οποία συμμετείχε και ο Mάριο, να δουλεύουμε πάνω σε ένα ενδιαφέρον έργο που αφορούσε τα έργα του Ιονέσκο, αλλά δυστυχώς έπρεπε να σταματήσουμε τις εργασίες λόγω του covid.

Χαίρομαι πολύ που μετά από πολύ καιρό μια ελληνική παράσταση επανέρχεται στο ρεπερτόριο και που το Bitef είναι η πρώτη guest εμφάνιση της σε διεθνές φεστιβάλ. Το Goodbye, Lindita έχει την ειλικρίνεια που είχα καιρό να δω σε θέατρο. Είναι πολύ προσωπική παράσταση και ταυτόχρονα ο καθένας μπορεί να μάθει μέσα από αυτήν κάποια από τα δικά του βιώματα. Είναι επίσης οπτικά πολύ εντυπωσιακή και οι πρώτες αντιδράσεις του κοινού στο Βελιγράδι είναι παρόμοιες με αυτές των θεατών στην Αθήνα. Η παράσταση άφησε πολύ ισχυρή εντύπωση.

Η μόνη μου πίστη είναι η τέχνη. Νομίζω ότι μόνο η τέχνη εξακολουθεί να έχει κάποια κριτήρια και να διατηρεί κάποια ισορροπία σε αυτόν τον τρελό κόσμο. Φυσικά, ξέρω ότι το θέατρο δεν μπορεί να αλλάξει τίποτα, αλλά εξακολουθώ να πιστεύω ότι μπορεί, όπως επίσης πιστεύω ότι η ψευδαίσθηση στη σκηνή είναι αληθινή – αν και ξέρω ότι δεν είναι. Άλλο αυτό που ξέρουμε και άλλο αυτό που πιστεύουμε.

Η δουλειά μου είναι πολύ περισσότερο επηρεασμένη από τον κινηματογράφο και τη ζωγραφική παρά από το θέατρο. Βρίσκω περισσότερη έμπνευση στη Μπιενάλε της Βενετίας ή στα μουσεία παρά στο θέατρο. Ακούγεται πάντα λίγο παράξενο όταν το λέω, αλλά είναι αλήθεια. Υπό αυτή την έννοια, έχω έναν ολόκληρο κατάλογο ταινιών και έργων ζωγραφικής που αγαπώ. Ανάμεσά τους είναι πρώτα απ’ όλα οι μεγάλες κλασικές ταινίες: Ταρκόφσκι, Μπέργκμαν, Κουροσάβα, Φελίνι, Αντονιόνι… Από τους ζωγράφους: Γκόγια, Καντίνσκι, Μανέ, Ματίς, Σεζάν, Ρόθκο…Από συγγραφείς: Προυστ, Ντοστογιέφσκι, Άντριτς, Τολστόι, Τόμας Μαν, Μπουλγκάκοφ… Από τους σύγχρονους μου αρέσει ο Ορχάν Παμούκ

Νομίζω ότι η τέχνη και η πολιτική είναι δύο εντελώς διαφορετικοί κόσμοι. Δεν έχουν σημεία επαφής.

Οι ήρωές μου είναι όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που με οποιονδήποτε τρόπο βελτιώνουν τη ζωή, την κάνουν καλύτερη και πιο όμορφη… Ένας από αυτούς είναι, για παράδειγμα, ο Νίκολα Τέσλα.

Ο,τιδήποτε πάνω από ένας θεατής είναι δώρο για μένα και ο λόγος που κάνω μια παράσταση.

Βαθιά μέσα μου πιστεύω ότι και οι Σέρβοι έχουν αθωότητα. Δεν αγαπούν τόσο τα παραμύθια, όσο οι Έλληνες και διαφέρουν στο χιούμορ. Εμείς, αντί για χιούμορ, έχουμε την έννοια του παράλογου. Όπως η ιστορία του Underground. Είναι τελείως παράλογη.»

Ο Nikita Milivojevic συνεχίζει να δημιουργεί και να σχεδιάζει και να μοιράζει το χρόνο του στη Σερβία και την Ελλάδα.

Από τις 25 Οκτωβρίου επαναλαμβάνεται η περσινή επιτυχία «Τα φώτα της πόλης», απο το αριστούργημα του Τσάρλι Τσάπλιν, σε σκηνοθεσία Αμάλια Μπένετ, που υπογράφει τη διασκευή με τον Milivojevic, που είναι και σύμβουλος δραματουργίας στην παράσταση που ανεβαίνει στο Θέατρο Κέντρο Πολιτισμού Ελληνικός Κόσμος.

Μια άλλη εμβληματική ταινία του παγκόσμιου κινηματογράφου, το Undergorund, του Εμιρ Κουστουρίτσα (το παράλογο που λέγαμε) ανεβαίνει σε δική του σκηνοθεσία και διασκευή και πρωταγωνιστές τους Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Γιάννη Τσορτέκη ,Αλεξάνδρα Αιδίνη, στις 18 Νοεμβρίου στο θέατρο Ακροπόλ.

Και μετά υπάρχει στο μυαλό του μια ταινία και στα χέρια του ένα σενάριο που αγάπησε με την πρώτη ματιά.