Η Λένα Κιτσοπούλου με τις «Σφήκες» του Αριστοφάνη, είχε στόχο να στρέψει το βλέμμα στα σύγχρονα «κεντριά», στα λαϊκά δικαστήρια που στήνονται στις τηλεοπτικές εκπομπές και στα σόσιαλ μίντια. Ήθελε με καυστικό χιούμορ και σκωπτική διάθεση να καυτηριάσει τα κακώς κείμενα της εποχής μας. Και το πέτυχε. Το λαϊκό δικαστήριο που στήθηκε την επόμενη της παράστασης στην Επίδαυρο, κάθισε την ίδια στο εδώλιο και μάλιστα με χυδαίο τρόπο, όπως έκανε μέρος του αρχαίου Αθηναϊκού κοινού με τον Αριστοφάνη σε άλλες εποχές.

Ads

Στην αρένα ουρλιάζουν «ενοχλημένοι» και «αγανακτισμένοι» κριτικοί και απλοί θεατές, ζητώντας λίγο έως πολύ την κεφαλή της Κιτσοπούλου επί πίνακι με μομφές για τους διευθυντές του Εθνικού και του ΚΘΒΕ που όχι απλά δεν την πετούν έξω με τις κλωτσιές, αλλά τη χρηματοδοτούν κιόλας! Δίπλα κι εκείνοι που ανησυχούν για τη βεβήλωση του ιερού χώρου από μία «ψωνάρα».

Η νέα αφορμή διχασμού στα ΜΜΕ και τα social media δεν έχει σχέση με έναν θεμιτό υγιή διάλογο γύρω από τον αν ήταν μια καλή ή κακή παράσταση ούτε καν γύρω από τα ερωτήματα για το αν υπάρχουν όρια στην τέχνη. Δεν επικρατούν οι λίγες εμπεριστατωμένες αρνητικές και θετικές κριτικές, αλλά τα δεκάδες αναθέματα. Ευτυχώς, όχι μόνο. Δεν ήταν λίγοι οι κριτικοί που έσπευσαν να διαχωρίσουν την αρνητική κριτική από τη νοοτροπία της αρένας, τον κανιβαλισμό από τον διάλογο που προωθεί το θέατρο και την κοινωνία.

Δεν είδα τη συγκεκριμένη παράσταση αλλά τα μηνύματα που μου ήρθαν από φίλους καλλιτέχνες ήταν ενδεικτικά: «Όπως επιβεβαίωσε, και ο τελικός, κατά μέτωπο επιθετικός ραπ-μονόλογός της, κατά τη γνώμη μου η μεγάλη Σφήκα ήταν η ίδια η Κιτσοπούλου. Τελικά οι δηλώσεις της νομίζω ότι περιγράφουν εύστοχα όχι (μόνο) την ελληνική κοινωνία, αλλά (κυρίως) την ίδια την παράσταση: εγκλωβισμένη μέσα στο αποπνικτικό κουκούλι της διχόνοιας και της κακεντρέχειας… συστρέφεται, σπαρταρά, εξαπολύει κατηγορώ και καταλήγει να τρέφεται από το ίδιο της το δηλητήριο» μου λέει ένας φίλος που θεωρεί ότι η παράσταση προσβάλλει τον θεατή αισθητικά και ιδεολογικά. «Η Κιτσοπούλου έγινε πρώτη Σφήκα καθρεφτίζοντας την κοινωνία» σχολιάζει θετικά άλλος.

Ads

Όμως «Το θέατρο που δεν πυροδοτεί διαφωνίες είναι ένα νεκρό θέατρο» όπως σωστά επισημαίνει ο Σάββας Πατσαλίδης στο parallaxis. Και η συγκεκριμένη παράσταση, παρήγαγε ακόμα και σκίτσα που σχολιάζουν θετικά και αρνητικά τον απόηχο.

Οι επικριτές

Η πρώτη κριτική που άναψε τα αίματα ήταν αυτή του Κ. Ζήση στο Fragilemag.

«Θα είμαι σαφής από την αρχή: αν ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδας, μετά από την παράσταση της Λένας Κιτσοπούλου, της ψευδώς ονομαζόμενης «Σφήκες, του Αριστοφάνη» (ούτε καν διασκευή δεν ήταν), θα είχα υποβάλει την παραίτησή μου για την αδυναμία μου μέσα από τις επιλογές του προγράμματός μου να προστατεύσω όχι μόνο την αξιοπρέπεια του δημόσιου (και χρηματοδοτούμενου από τον ελληνικό λαό) φορέα που έχω επιλεγεί να υπηρετήσω αλλά και την αξιοπρέπεια ολόκληρου του ελληνικού θεάτρου, χώρου (που φαντάζομαι) έχω αγαπήσει και αποφασίσει να αφιερώσω ολόκληρη τη ζωή μου.

Γιατί αυτό που είδαμε, ήταν εξ’ολοκλήρου μια απάτη. Γιατί η επικάλυψη της προοδευτικότητας «δεν είναι σοκολάτα» αλλά άπλετος, ωμός και χυδαίος φασισμός. Είτε ως λόγος, είτε ως σκηνοθετική άποψη η Λένα Κιτσοπούλου, στο όνομα της «ανατροπής», του «ριζοσπαστισμού» και της «επανάστασης» αποπνέει τη δυσωδία της οπισθοδρόμησης, του συντηρητισμού, του εκχυδαϊσμού, βρωμάει φασιστίλα στις απαρχές της. Με έναν ισοπεδωτικό λόγο, με εξίσου ισοπεδωτικό σκηνικό τσουβάλιασμα, όπου χωράν οι πάντες και τα πάντα και φτύνονται οι πάντες και τα πάντα (εκτός από την υπεράνω θεατρική περσόνα της) και με τον πάντα παραληρηματικό μονόλογό της έχει αυτοχρηστεί Φίρερ του ελληνικού θεάτρου. Όπου θα υποδεικνύει στο κοινό της αν και πότε θα γελάσει, πώς θα πρέπει να φέρεται, να το εγκαλεί όταν δεν της επιτρέπει για παράδειγμα να σφάζει ελάφια επί σκηνής, ή να «γα@@@» αληθινά πουλιά κι όχι ψεύτικους πελεκάνους, με τη δύναμη και την εξουσία του από σκηνής μικροφώνου. Τζάμπα μάγκας δηλαδή… Το αποτέλεσμα πάντα το ίδιο θλιβερό. Μια φιρερίσκα που παραληρεί μονοδιάστατα και εμμονικά σε ένα αλαλάζον κοινό.»

Η Λουϊζα Αρκουμανέα γράφει στη Lifo

«Δεν γνωρίζω σε ποιον βαθμό η συγγραφέας ταυτίζεται με τις απόψεις του ήρωά της, που θυμίζουν έντονα τις αντίστοιχες ενός σημερινού ακροδεξιού ψηφοφόρου. Δεν υπάρχει αμφιβολία, πάντως, ότι ο πρώτος εκφράζει πολλές από τις δικές της, προσωπικές εμμονές, με την κριτική στη σύγχρονη γαστρονομία, την απέχθεια στην πολιτική ορθότητα («Εγώ μεγάλωσα τη δεκαετία του ογδόντα», μας έλεγε σε άλλη, πρόσφατη δουλειά της, «και τότε τον πούστη τον λέγαμε πούστη») και την πράξη του βιασμού –για να επιλέξω μερικές– να αναδύονται και πάλι ανατριχιαστικά κυρίαρχες στη θεματολογία της. Και δίχως άλλο, αυτό που τη συνδέει έντονα μαζί του είναι η αδιάσειστη πεποίθηση ότι στέκονται «μόνοι εναντίον όλων» ως άλλες σωκρατικές αλογόμυγες που τσιμπούν επίμονα τον κοιμισμένο ελληνικό λαό, αναλαμβάνοντας πλήρως το ρίσκο των «αντισυμβατικών» λεγομένων τους και αψηφώντας τολμηρά τις συνέπειες.

Η Μαριάνθη Κουνιά γράφει στα Παραπολιτικά 

Αρνήθηκε τη διαχρονικότητα του Αριστοφάνη, τη δύναμη δηλαδή ενός κειμένου που για χιλιάδες χρόνια καταφέρνει να μεταφέρει σε κάθε εποχή τη σημασία της δικαιοσύνης και του σεβασμού στους θεσμούς. Με τις γνωστές κιτς επιλογές της που επιστρατεύει σε κάθε σκηνοθεσία της, (πλαστικές καρέκλες, αυτοσχεδιασμούς στη σκηνή, ακραίο λεξιλόγιο, αιρετικές απόψεις, ακατάσχετη χυδαιολογία, προσβολές) κατάφερε απλά ένα θλιβερό αποτέλεσμα που δημιούργησε αηδία στους θεατές……

Η Λένα Κιτσοπούλου, εκτός από τη σκηνοθεσία της παράστασης, κατείχε και η ίδια ρόλο σε αυτήν. Φορώντας ένα άσπρο φόρεμα απήγγειλε έναν παραλληρηματικό μονόλογο με τον οποία σφράγισε τον ίδιο τον διασυρμό της με μοναδικό σκοπό να εκθειάσει το Εγώ της. «Μη ζητάτε ευθύνες από μένα, εγώ έχω ένα ισχυρό συμβόλαιο με το Εθνικό, γι’ αυτό θα κάτσω εδώ δεν φεύγω, κι όποιος έχει αντίλογο ας έλθει κάτω να τον γ@@@ω….» είπε μεταξύ άλλων σοκάροντας τους θεατές του Αρχαίου θεάτρου από άκρη σε άκρη. Μια φράση που δείχνει πολλά για την προσωπικότητά της.

Η Ματίνα Καλτάκη, στο ρεπορτάζ του iefimerida με τον τίτλο «Σφήκες» στην Επίδαυρο: Όχι άλλο κάρβουνο!» γράφει:

Οι «Σφήκες» της Λένας Κιτσοπούλου, παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου (και του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε ποσοστό 35% επί του συνολικού προϋπολογισμού) εντάσσεται δικαιωματικά στην βραχεία λίστα των χειρότερων παραστάσεων που έχω δει στη ζωή μου.

Η δημοσιογράφος καταλήγει στο ότι «…σίγουρα είναι η χειρότερη παράστασή της συστηματικά, αν όχι και συστημικά, «αιρετικής» συγγραφέως-σκηνοθέτιδος-ηθοποιού, που έχει κάνει καριέρα βρίζοντας και προσβάλλοντας το κοινό της.» και μιλάει για προνομιακή μεταχείριση της από το Εθνικό και το ΚΘΒΕ:

«Πώς δικαιολογείται μέσα στην ίδια σεζόν ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου Γιάννης Μόσχος να επιλέγει ξανά την Κιτσοπούλου να γράψει άλλο ένα έργο (και να το σκηνοθετήσει και να συμμετέχει και ως ηθοποιός στην παράσταση –με τριπλή αμοιβή); Αν είναι νόμιμο, δεν είναι ηθικό καθότι δίνει την εντύπωση ότι συγκεκριμένοι δημιουργοί και παρέες έχουν προνομιακή σχέση με το Εθνικό Θέατρο, εις βάρος άλλων άξιων συναδέλφων τους…..Κατά δεύτερον, ο κ. Μόσχος (και ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ Αστέριος Πελτέκης) φέρουν ακέραιη την ευθύνη της επιλογής γιατί γνωρίζουν το θέατρο που κάνει η Λ. Κιτσοπούλου. Είναι η επιτηδευμένα προκλητική γλώσσα, ο τρόπος, η «αισθητική» της, κατάλληλοι για το μεγάλο θέατρο της Επιδαύρου, όπου δεν έρχονται μόνον θεατρόφιλοι που γνωρίζουν την ιδιαίτερη περίπτωσή της αλλά και ανυποψίαστες οικογένειες και τουρίστες που επιλέγουν να δουν «Σφήκες», «βασισμένες», υποτίθεται, στο έργο του Αριστοφάνη;

Γιατί, φυσικά, ελευθερία έχουμε, καθένας μπορεί να παρουσιάζει ό,τι θέλει σε επίπεδο ιδιωτικής παραγωγής. Οι κρατικές σκηνές, ωστόσο, έχουν ευθύνη ως προς τον ρόλο που η πολιτεία τους έχει αναθέσει, κι αυτό που παρουσιάζουν στο κοινό οφείλει να ικανοποιεί κάποιους όρους που δεν αφορούν τις προτιμήσεις του ενός και του άλλου διευθυντή.»

«Κι εκείνο που έχω να πω είναι ότι αυτό που προκάλεσε αυτή η παράσταση στο κοινό είναι άκρως αριστοφανικό» γράφει στο Βήμα η Αγγελική Κουρουτζή.

«Γελιόμαστε βαθιά αν πιστεύουμε ότι το κοινό των αριστοφανικών κωμωδιών παρακολουθούσε βουβό, άνευ αντιδράσεων τις παραστάσεις. Πλανόμαστε πλάνην οικτράν εάν πιστεύουμε ότι ο λαϊκός, αθυρόστομος λόγος του Αριστοφάνη και η καυστική του σάτιρα σε θεσμούς και πρόσωπα δεν προκαλούσε αντιδράσεις από το κοινό – πολλές φορές μάλιστα αντικρουόμενες μεταξύ τους. Οι εκδηλώσεις του κοινού ήταν συχνά τόσο ζωηρές που τάραζαν τους ηθοποιούς, την ίδια την παράσταση.

Όπως ακριβώς συνέβη και τώρα. Η Λένα Κιτσοπούλου, μιλώντας στο Βήμα είχε δηλώσει πρόσφατα: «Ήμουν σίγουρη από την αρχή ότι πρέπει να τολμήσω να γίνω Αριστοφάνης εγώ η ίδια. Προσπάθησα να μπω μέσα του, να κλέψω την ελευθερία, την αυθαιρεσία, το χιούμορ, τη μανία, την αθυροστομία του και να εκτοξευθώ με δικά μου λόγια, να μιλήσω για πράγματα που συμβαίνουν τώρα, ακριβώς όπως κι εκείνος».

Η Λένα Κιτσοπούλου μας ήθελε μέτοχους και μας είχε. Από το πρώτο λεπτό. Όσοι την κατηγορούν πως κατακρεούργησε τον Αριστοφάνη, πως τον χρησιμοποίησε ως πρόσχημα για να «κάνει μετά τα δικά της», προφανώς δεν έχουν ιδέα από αρχαία κωμωδία. Όσοι ισχυρίζονται ότι εξαπατήθηκαν γιατί δεν παρακολούθησαν Αριστοφάνη, αφενός δεν έχουν διαβάσει ποτέ τους «Σφήκες» κι αφετέρου δεν γνωρίζουν το νόημα της φράσης «ελεύθερη διασκευή». Αλλά το σημαντικότερο: δεν έχουν ιδέα τι εστί Λένα Κιτσοπούλου……

Για να μην μακρηγορούμε λοιπόν. Τίποτα δεν ήταν τυχαίο σε αυτή την παράσταση. Όλα όσα παρακολουθήσαμε και όλα όσα ακολούθησαν ήταν επιλογές της Λένας Κιτσοπούλου. Ήταν επιλογή της να κάνει μια παράσταση αιρετική, καυστική, αθυρόστομη, αλλά και βαθιά πολιτική, δηκτική, με κεντρί ικανό να μας τσιμπήσει όλους, να μας κάνει να παραμιλάμε γι’ αυτήν και τα θέματά της μέρες μετά. Αυτή είναι – ή θα έπρεπε να είναι – η λειτουργία του θεάτρου άλλωστε. Αν μια παράσταση δεν μπορεί να κάνει ούτε αυτό, ποιο το νόημα να ανεβαίνει; Αν οφείλει κάτι το θέατρο ως μορφή τέχνης, αυτό είναι να μην είναι μπουρζουά.»

Ο Σάββας Πατσαλίδης στο Parallaxi γράφει μεταξύ άλλων:

«Διαβάζω σαστισμένος τη χιονοθύελλα των σχολίων που προκάλεσε η «ανίερη» Λένα Κιτσοπούλου στην Επίδαυρο με τις διασκευασμένες αριστοφανικές «Σφήκες». Κάτι σαν σεισμός εν μέσω καύσωνα. Πολεμικό προσκλητήριο. Στα άρματα όλοι για τη θωράκιση του θεάτρου..

«Ριπές από βαρύγδουπες τοποθετήσεις και εκρήξεις θυμού που ζητούν μέχρι και την παραίτηση της διοίκησης του Εθνικού και του Κρατικού θεάτρου, κραυγές αγωνίας για το επερχόμενο τέλος της Επιδαύρου (και του θεάτρου γενικότερα), προειδοποιήσεις για τη «δελφιναριοποίηση» της Επιδαύρου, εκδηλώσεις αηδίας για τη βεβήλωση του “ιερού” χώρου από μία «ψωνάρα», απειλές θεατών του τύπου “δεν θα ξαναπάω Επίδαυρο”, εκφράσεις ανακούφισης από άλλους “ευτυχώς που δεν πήγα”, νοσταλγικές αναμνήσεις “στην εποχή μας ήταν όλα τόσο διαφορετικά….και ωραία.. υπήρχε…σεβασμός”, συμπερασματικές τοποθετήσεις «…γι’ αυτό πάει κατά διαόλου η Επίδαυρος», όρκοι “εκδίκησης” για τον τρόπο που διασπαθίζεται τόσο απερίσκεπτα το παραδάκι των φορολογουμένων (κάποιοι μιλούν και για τερματισμό των επιχορηγήσεων), μέχρι και για σύσταση επιτροπής λογοκρισίας και εισαγγελίας θεαμάτων έχω διαβάσει. Και έπεται συνέχεια..

Εδώ και μέρες έχει συσταθεί μια πανεθνική Ιερά Εξέταση για τη σωτηρία του πολιτισμού και του θεάτρου (και δη του κλασικού!!!). Όλοι οι χρήστες του διαδικτύου στον ρόλο αδέκαστων (επι)κριτών. Τέτοιο πρωτόγνωρο πάθος για τον πολιτισμό μας, ομολογώ δεν το περίμενα..

Δικαίωμα του καθενός να τη θεωρεί αυτή ή και τους συνεργάτες της μέτριους ή κατώτερους των προσδοκιών του και δεν ξέρω τι άλλο. Για θέατρο μιλάμε. Δεν είναι ποτέ μονόδρομος. Οι εκτιμήσεις είναι όπως ένα καρδιογράφημα. Πάνω-κάτω. Σχετικοί και άσχετοι μαζί. Ο καθένας με τα γούστα του, τα στάνταρ του, τις αγκυλώσεις του, την παιδεία ή την έλλειψη παιδείας του, και φυσικά τις κωλοτούμπες του (χθες υπέρ του τάδε, σήμερα κατά, αύριο, ε, ό,τι ήθελε προκύψει!). Τουλάχιστον αυτό το δικαίωμα, να έχεις άποψη και να την εκφέρεις χωρίς τον κίνδυνο τιμωρίας και εξοστρακισμού είναι η ευλογία του δημοκρατικού πολιτεύματος. Δεν είναι όμως δικαίωμα κανενός να προσβάλλει την προσωπικότητα του άλλου. Είναι αισχρό, ανέντιμο και πέραν από κάθε έννοια δημοκρατίας και λογικής. Αυτό δεν είναι κριτική. Είναι κανιβαλισμός. Έλεος, κυρίες και κύριοι! Έτσι δεν χτίζεται ο ευεργετικός διάλογος.»

Για όσους φοβούνται ότι μας τελείωσε η Επίδαυρος, καλά θα κάνουν να μην φοβούνται, γιατί τίποτε απολύτως δεν τελείωσε. Τίποτε απολύτως δεν θα πάθει η Επίδαυρος, όπως δεν έπαθε τόσα χρόνια που την εκμεταλλεύτηκαν μέχρις εκεί που δεν πάει άλλο «επιφανή» πρόσωπα και «καθωσπρέπει» καλλιτέχνες που διαλαλούσαν ότι την υπηρετούσαν. Άτομα θεσμικά. Άτομα όλων των ιδεολογικών παρατάξεων. ‘Άτομα που λυμαίνονταν τον χώρο με τις μεταφράσεις, τις επιχορηγήσεις, τις παρέες, τις σκηνοθεσίες και δεν συμμαζεύεται..

Να πω και κάτι σκόπιμα απόλυτο, που ωστόσο θεωρώ ότι αφορά την κουβέντα που γίνεται αυτές τις μέρες: το θέατρο που δεν πυροδοτεί διαφωνίες είναι ένα νεκρό θέατρο.»