Η αίθουσα είναι φωτισμένη κι ενώ κάποιοι επίδοξοι θεατές ήδη κάθονται στις θέσεις τους, κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να εισέρχονται. Είναι φανερό πως η παράσταση δεν έχει αρχίσει ακόμα. Στη σκηνή βρίσκεται ένα γυαλιστερό μαύρο πιάνο με ουρά, στο οποίο μια πιανίστρια δοκιμάζει συνθέσεις του Μπαχ, ενώ, μπροστά της, μια φλαουτίστρια την ακομπανιάρει.

Ads

Κάθε τόσο σταματούν, ανταλλάσσουν ψιθυριστά σχόλια, η πιανίστρια δίνει οδηγίες και πιάνουν τις μελωδίες από την αρχή. Οι δοκιμές τους είναι αμήχανες, σχεδόν άχρωμες –θυμίζουν μουσικούς που κουρδίζουν τα όργανα πριν από μια συναυλία, ή συγγραφείς που ξύνουν τα μολύβια τους προτού αρχίσουν το γράψιμο. Ώσπου, επιτέλους, οι πόρτες κλείνουν, τα φώτα σβήνουν και μια γυναίκα, η ηθοποιός, ανεβαίνει στη σκηνή: η παράσταση ξεκινά. Όμως…

Το «Αχ Μπαχ» δεν είναι μια τυπική θεατρική παράσταση, με την έννοια ότι δεν αποτελεί σκηνική παρουσίαση μιας θεατρικής (κατά βάση μυθιστορηματικής) υπόθεσης. Κι αν παίζει μία μόνο ηθοποιός, η ερμηνεία της δεν συνιστά θεατρικό μονόλογο, αφού το ενδιαφέρον δεν εστιάζεται απόλυτα στον ψυχισμό της ηρωίδας. Με δεδομένο, δε, ότι στη σκηνή παρίστανται και δύο μουσικοί που, στα κατάλληλα σημεία, ερμηνεύουν αποσπάσματα μουσικών συνθέσεων ή και στιγμιαίους ρόλους, το όλο συμβάν τείνει να χαρακτηρίζεται ως «μουσική παράσταση».

Η μουσική όμως εδώ ούτε κυριαρχεί επί της παράστασης μα ούτε και είναι επικουρική, ένα δηλαδή υποβοηθητικό στοιχείο για να της προσδίδει ύφος και χρώμα. Η ανυπέρβλητη μουσική του Μπαχ, δοσμένη μέσα από τους όλο και πιο βαθιά εκφραστικούς ήχους πιάνου της Ρένιας Χρυσουλάκη και τους λεπτούς, παιχνιδιάρικους ήχους φλάουτου της Σοφίας Σερέφογλου, αποκτά εδώ μια ύπαρξη σχεδόν αυτόνομη, διακριτή.

Ads

Γίνεται μια ξεχωριστή οντότητα που συναγωνίζεται ισότιμα την αφήγηση της ηθοποιού, προκειμένου να αναδείξουν, μουσική και αφήγηση, όλες τις πολλαπλότητες και εντάσεις που διαπερνούν το ευφυές και ιδιαιτέρως απολαυστικό κείμενο του Παναγιώτη Τσιρίδη. Διότι, παρά την πολυσύνθετη δομή του, το «Αχ Μπαχ» σκηνοθετείται, από τη Στέλλα Σερέφογλου, με μια ιδιοφυή απλότητα που αφενός τέρπει και αφετέρου, όπως θα έλεγε κι ο Μαρωνίτης, «διεγείρει τη γνωστική περιέργεια».

Και το πετυχαίνει αυτό με το να είναι, τελικά, ένα είδος θεατρικής αφήγησης, μια θαυμαστή συνύφανση της ζωής και του έργου του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ με την ιστορία ενηλικίωσης ενός κοριτσιού, μιας μικρής μαθήτριας πιάνου, η οποία μεγαλώνει αναπτύσσοντας μια ιδιαίτερη, προσωπική σχέση με το έργο του μεγάλου Μπαρόκ συνθέτη. Η αφήγηση, μας λέει ο Μπένγιαμιν, «ευδοκιμεί στη σφαίρα της χειροτεχνίας»: «Δεν στοχεύει να παραδώσει το καθαρό “καθαυτό” του πράγματος, όπως η πληροφορία ή η αναφορά. Βυθίζει το πράγμα στη ζωή εκείνου που εξιστορεί, για να το αναδείξει και πάλι απ’ αυτήν» («Ο Αφηγητής», 1936).

Κι είναι η Λένα Γιάκα, αυτή η απαράμιλλα χαρισματική ηθοποιός, που κατορθώνει να αναστήσει την προ πολλού λησμονημένη όσο και παρεξηγημένη τέχνη του αφηγητή, προκειμένου να αναδείξει το «πράγμα» σε όλο του το μεγαλείο και να το καταστήσει, απλόχερα, δική μας εμπειρία. Η Γιάκα «κεντάει», παρατήρησε ένας θεατής. Και πράγματι, η συναρπαστική εξιστόρησή της, εκφρασμένη με χιούμορ και απόλυτη φυσικότητα, η ευκολία της να μεταμορφώνεται αβίαστα και από παιδί να γίνεται, εμπρός στα μάτια μας, δασκάλα του πιάνου, έφηβος και νεαρή γυναίκα, ακόμα και οι γεμάτες συγκρατημένη ένταση παύσεις της, όταν δίνει το λόγο στη μουσική, μοιάζουν να υφαίνουν ένα πολύπτυχο και γεμάτο εικόνες εργόχειρο, στο οποίο εύκολα βυθιζόμαστε για να βιώσουμε την κάθε του πτυχή και να αναγνωρίσουμε, εκεί, τη δική μας ψυχή.

Μια από τις πιο συγκινητικές στιγμές της παράστασης είναι όταν το κορίτσι, νεαρή κοπέλα πια, βάζει στο πικάπ ένα δίσκο του Μπαχ και όλες οι οχλήσεις και φωνές της οικιακής ζωής σβήνουν, δεν τις ακούει πια. Δεν είναι, άραγε, αυτή ακριβώς η αποκοπή από οτιδήποτε το περιττό και ανούσιο, αυτή η πλήρης κατάδυση σε ό,τι έχει νόημα αυτό καθαυτό, σε ό,τι μας δίνει χαρά μα και λόγο ύπαρξης, το κατεξοχήν γνώρισμα της κάθε δημιουργίας, αλλά και η πιο θαρρετή και θαλερή στιγμή της ίδιας της ζωής;

INFO

«ΑΧ ΜΠΑΧ!»
του Παναγιώτη Τσιρίδη
Στο Ίδρυμα Β & Μ Θεοχαράκη (Βασιλίσσης Σοφίας 9 & Μέρλιν 1, Κολωνάκι, 2103611206)
Τελευταίες παραστάσεις:
Σάββ. 21:00 23/01, Κυρ, 19:00 24/01

*Η Μερόπη Ζαβλάρη είναι υποψήφια διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, θεωρητικός τέχνης & αρχιτεκτονικής,