Αναφορικά με την σχέση αλήθειας και πραγματικότητας, ο Βέρνερ Χέρτζογκ επισημαίνει πως «η πραγματικότητα δημιουργεί νόρμες, ενώ η αλήθεια φωτίζει». Γι’ αυτό τον λόγο, δεν περιορίζεται στην απεικόνιση της πραγματικότητας, αλλά στην επιπρόσθετη διερεύνησή της. Αυτό ακριβώς συμβαίνει και στο «υπνωτιστικό» έργο του «Το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ», το οποίο εξελίσσεται στο μεταίχμιο μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ.

Ads

O Κάσπαρ Χάουζερ ζει αλυσοδεμένος σ’ ένα είδος στάβλου – φυλακής, χωρίς να μπορεί να δει ούτε να μιλήσει με κανέναν, αποκομμένος από τον έξω κόσμο. Περνά τον καιρό του στο σκοτάδι, κοιμάται, τρώει και ζει περίπου όπως τα ζώα. Μια μέρα, ένας άγνωστος τον σέρνει έξω, προσπαθεί να του μάθει στα γρήγορα πώς να μιλά, να περπατά και να στέκεται όρθιος, για να τον εγκαταλείψει τελικά στην πλατεία μιας πόλης.

Στο χέρι του, ο Κάσπαρ Χάουζερ κρατά μια επιστολή προς τις αρχές του τόπου, η οποία τους ζητά να τον φροντίσουν. Μετά από μια πρώτη περίοδο σύγχυσης των κατοίκων που δεν ξέρουν τι να τον κάνουν, τον παίρνει υπό την προστασία του ο δόκτωρ Ντάουμερ που του μαθαίνει να μιλά, να διαβάζει, να γράφει, ενώ του παραδίδει και μαθήματα μουσικής, λογικής και ηθικής.

Ads

Συνομιλώντας με τον Κάσπαρ, ο δόκτωρ Ντάουμερ ανακαλύπτει έκπληκτος τις εξαιρετικές μαθησιακές του ικανότητες και εντυπωσιάζεται από την οξυδέρκεια των παρατηρήσεών του. Όμως, κι ενώ συμβαίνουν όλα αυτά κάποιος μυστηριώδης άνδρας, προσπαθεί να δολοφονήσει τον Κάσπαρ Χάουζερ!

Ο τίτλος της ταινίας, όπως ο ίδιος ο Χέρτζογκ είχε πει, είναι βασισμένος σε ένα ρητό του μυθιστορήματος «Macunaíma», του Μάριο ντε Αντράντε. Σχεδιαστής παραγωγής της ταινίας ήταν ο Χένινιγκ φον Γκλέρκ και ενδυματολόγοι, οι Ανν Πόπελ και Γκισέλα Στοργκ. Κινηματογραφιστής ήταν ο Γιοργκ Σμιτ-Ράιτβεϊν, ενώ μοντέρ η Μπεάτε Μάινκα Γιέλινγκχαους, η οποία είχε συνεργαστεί ξανά με τον Χέρτζογκ.

Σχετικά με την ξεχωριστή μουσική που διαθέτει η συγκεκριμένη ταινία μυθοπλασίας, πέρα από τα έργα του καλλιτέχνη ηλεκτρονικής μουσικής, Φλόριαν Φρίκι (Florian Fricke – ιδρυτικό μέλος της μουσικής κολεκτίβας των Popol Vuh), περιέχει και κλασικά έργα των Μότσαρτ, Γιόχαν Πάχελμπελ, Ορλάντο ντι Λάσσο και Τομάζο Αλμπινόνι.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι ο Φλόριαν Φρίκι έχει συνθέσει πρωτότυπη μουσική και για άλλες εμβληματικές ταινίες του Βέρνερ Χέρτζογκ, όπως είναι χαρακτηριστικά τα έργα: «Nosferatu: Phantom of the Night», «Aguirre, the Wrath of God» και «Heart of Glass». Τα εξωτερικά γυρίσματα της ταινίας πραγματοποιήθηκαν στο Ντίκελσμπουλ, στο βούνο Χάσελμπεργκ καθώς επίσης και στη Δυτική Σαχάρα.

Η ταινία προβλήθηκε για πρώτη φορά την 1 Νοεμβρίου του 1974. Ενώ τον Μάιο της επόμενης χρονιάς συμμετείχε και στο επίσημο Διαγωνιστικό Τμήμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών, όπου και τιμήθηκε με το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής, ενώ παράλληλα απέσπασε και το Βραβείο της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου, FIPRESCI.

Ο Βέρνερ Χέρτσογκ (το πραγματικό του επίθετο είναι Στίπετιτς) γεννήθηκε στο Μόναχο στις 5 Σεπτεμβρίου του 1942 και μεγάλωσε σ’ ένα απομονωμένο χωριό στα βουνά της Βαυαρίας. Στη διάρκεια της παιδικής του ηλικίας δεν είδε ποτέ κινηματογράφο και τηλεόραση και δεν χρησιμοποίησε ποτέ τηλέφωνο. Την πρώτη του τηλεφωνική συνομιλία την πραγματοποίησε στα 17 του χρόνια. Άρχισε να ταξιδεύει, πάντα πεζοπορώντας, από την ηλικία των 14.

Στη διάρκεια των γυμνασιακών του χρόνων, δουλεύει νυχτερινή βάρδια ως ηλεκτροσυγκολλητής σε μια χαλυβουργία για να μπορέσει να γυρίσει τις πρώτες του ταινίες. Το 1961, στα 19 του χρόνια, ολοκληρώνει την πρώτη κινηματογραφική του προσπάθεια στη σκηνοθεσία και το 1963 ιδρύει στο Μόναχο τη δική του εταιρεία παραγωγής Werner Herzog Filmproduction.

Tην ίδια χρονιά κερδίζει μια υποτροφία για κινηματογραφικές σπουδές στο πανεπιστήμιο του Πίτσμπουργκ, αλλά ύστερα από λίγες εβδομάδες τις εγκαταλείπει κι αρχίζει τα ταξίδια στις Ηνωμένες Πολιτείες και στο Μεξικό, ενώ συμμετέχει και στο σχέδιο θεμελίωσης μιας ουτοπικής κοινότητας στη Γουατεμάλα. Το 1965 κερδίζει το βραβείο Καρλ Μάγιερ για το σενάριο της πρώτης του ταινίας μεγάλου μήκους «Σημάδια Ζωής», την οποία και θα γυρίσει το 1968 στην Ελλάδα, στο νησί της Κω. Από τότε σκηνοθέτησε περισσότερες από 50 ταινίες, τεκμηρίωσης αλλά και μυθοπλασίας.

Στο «Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ», ο Βέρνερ Χέρτσογκ εμπνέεται από την αληθινή ιστορία ενός νεαρού 16χρονου που βρέθηκε σε κατακόμβη της Γερμανίας του 19ου αιώνα σε κατάσταση ανθρώπινου αγριμιού, για να ολοκληρώσει αυτό που για πολλούς είναι το μεγάλο αριστούργημά του: ένα αποκαλυπτικό δοκίμιο πάνω στην (άγνωστη) ανθρώπινη φύση, ένα «κατηγορώ» για τη (γνωστή) ανθρώπινη αγριότητα, ένα παραμύθι βγαλμένο από την πιο αποτρόπαια πραγματικότητα.

Λυρικό, ποιητικό, σκληρό, αστείο, ανθρώπινο ακριβώς εκεί που δεν το περιμένεις και με τη σαρωτική αντιερμηνεία του Μπρούνο Σ. στον πυρήνα του, το φιλμ – που ο αυθεντικός γερμανικός του τίτλος («Ο καθένας για τον εαυτό του και ο Θεός εναντίον όλων») θα μπορούσε να συνοψίσει όχι μόνο την ουσία του, αλλά και ολόκληρη τη φιλμογραφία του Βέρνερ Χέρτσογκ – χάρισε στον δημιουργό του το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στο Φεστιβάλ Καννών και μια θέση ανάμεσα στις πιο σημαντικές και επιδραστικές στιγμές του σύγχρονου Ευρωπαϊκού Σινεμά.

Καλεσμένος του 50ού Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, σ’ ένα υπέροχο αφιέρωμα στο σύνολο του έργου του – όπου προβλήθηκαν συνολικά 53 ταινίες του, μεσαίου και μεγάλου μήκους, τεκμηρίωσης και μυθοπλασίας, αν και στην περίπτωση του Χέρτζογκ, τα όρια μεταξύ των δύο ειδών είναι δυσδιάκριτα – ο σπουδαίος Γερμανός σκηνοθέτης θα δηλώσει χαρακτηριστικά στη Συνέντευξη Τύπου:

«Ούτε η φιλοσοφία, αλλά ούτε τα μαθηματικά δίνουν σαφή απάντηση για το τι είναι η αλήθεια, γι’ αυτό και προσπαθώ να την προσεγγίσω με κάθε τρόπο. Πιστεύω ότι η βαθιά φωτισμένη αλήθεια εμφανίζεται μόνη της. Την αναγνωρίζεις, νιώθοντας ότι απομακρύνεσαι από τον εαυτό σου και φτάνεις την έκσταση. Εάν πετύχεις αυτό στο Σινεμά, έχεις φτάσει στο ανώτατο σημείο, έχεις καταφέρει ό,τι καλύτερο θα μπορούσες να καταφέρεις. Μπορεί να μην βρεις αυτή την αλήθεια, αλλά η αναζήτηση δίνει νόημα στην ύπαρξή σου, σου δίνει αξιοπρέπεια».

https://www.youtube.com/watch?v=fumBMiwQnYc

Ενώ παραλαμβάνοντας το 2009 τον Χρυσό Αλέξανδρο, στην κατάμεστη αίθουσα του Ολύμπιον, από τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο Βέρνερ Χέρτζογκ θα δηλώσει συγκινημένος:

«Είναι μια πολύ ιδιαίτερη στιγμή να παίρνω αυτό το βραβείο από τα χέρια του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Η πρώτη φορά που είδα ταινία του ήταν τη δεκαετία του ’60 και τότε αντιλήφθηκα το κουράγιο, το όραμα, την διαφορετικότητα και την έντονη πολιτιστική ταυτότητα που κουβαλούσε το έργο του. Από την άλλη μεριά, κι εγώ από την πλευρά μου δεν ήθελα να έρθω με άδεια χέρια στο φετινό Φεστιβάλ, το οποίο μου κάνει την τιμή και με βραβεύει στην 50ή επέτειό του, και έτσι ήρθα με δυο καινούριες ταινίες (Διαφθορά στη Νέα Ορλεάνη / Γιε μου, γιε μου, τι έχεις κάνει;). Μου αρέσει που βλέπω πολλούς νέους ανθρώπους να είναι ενθουσιασμένοι με τον Κινηματογράφο, καθώς μέσα από αυτό το γεγονός αναδεικνύονται πολύ καλές ταινίες. Η Θεσσαλονίκη μού έχει συμπεριφερθεί καλά και στο παρελθόν. Σας έχω ήδη διηγηθεί το περιστατικό στο οποίο στα νιάτα μου φτάνοντας με οτοστόπ στην πόλη άρχισε να αιμορραγεί η μύτη μου και μια γυναίκα με πήγε σπίτι της και με περιέθαλψε. Η πρώτη μου, λοιπόν, εντύπωση από τη Θεσσαλονίκη ήταν υπέροχη, ένιωσα μεγάλη ζεστασιά, και αργότερα μάλιστα έκανα και την πρώτη μου μεγάλου μήκους ταινία εδώ, το «Σημάδια Ζωής», καθώς και μια ταινία στα ελληνικά, τα οποία θυμόμουν παλιότερα, αλλά δυστυχώς έχουν «θαφτεί» πια στη μνήμη μου. Οφείλω να πω, επίσης, ότι στην Ελλάδα ο κόσμος βλέπει τις ταινίες μου, ίσως περισσότερο και από ότι στη Γερμανία».

Διαβάστε Επίσης:
Βέρνερ Χέρτζογκ: Δοκιμάζοντας τα όρια της Έβδομης Τέχνης
Βέρνερ Χέρτζογκ: Στην αναζήτηση της κινηματογραφικής αλήθειας

Το Αίνιγμα του Κάσπαρ Χάουζερ / The Enigma of Kaspar Hauser / Jeder für sich und Gott gegen alle
Σκηνοθεσία: Βέρνερ Χέρτζογκ
Σενάριο: Werner Herzog, Jakob Wassermann
Ηθοποιοί: Bruno S. (Kaspar Hauser), Walter Ladengast (Daumer), Brigitte Mira (Kathe), Hans Musaus (ο άγνωσ τος), Willi Semmelrogge (ο διευθυντής του τσίρκου), Michael Kroecher (Λόρδος Στάνχοουπ), Henry van Lyck
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Jorg Schmidt-Reitwein
Μοντάζ: Beate Mainka-Jellinghaus
Ήχος: Haymo Henry Heyder
Μουσική: Florian Fricke (Popol Vuh), Mozart, Pachelbel, Orlando di Lasso, Albinoni
Κοστούμια: Gisela Storch
Σκηνικά: Henning von Gierke
Χώρα Παραγωγής: Γερμανία
Έτος Παραγωγής: 1974
Διάρκεια: 109 λεπτά