Ο σπουδαίος ηθοποιός Έντουαρτ Νόρτον, περνά για δεύτερη πίσω από την κάμερα και σκηνοθετεί, ενώ παράλληλα πρωταγωνιστεί, στο αξιόλογο αστυνομικό θρίλερ «Οι Σκιές του Μπρούκλιν», μεταφέροντας στην μεγάλη οθόνη το μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ. Η ταινία διαθέτει ένα εξαιρετικό καστ και όμορφη φωτογραφία, ενώ η τζαζ μουσική μεταφέρει τον θεατή στη Νέα Υόρκη της δεκαετίας του ’50.

Ads

Νέα Υόρκη, 1957. Ο Λάιονελ Έσρογκ (Έντουαρντ Νόρτον), ένας μοναχικός ιδιωτικός ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ, αναλαμβάνει να διαλευκάνει τον φόνο του μέντορα και μοναδικού φίλου του, Φρανκ Μίνα (Μπρους Γουίλις). Έχοντας λιγοστά στοιχεία και ένα ψυχαναγκαστικό μυαλό στη διάθεσή του, ο Λάιονελ ανακαλύπτει τα καλά φυλαγμένα μυστικά που κρατούν σε ισορροπία τη μοίρα ολόκληρης της πόλης.

Σε μία μυστηριώδη διαδρομή από τα ποτισμένα με τζιν τζαζ κλαμπ του Χάρλεμ ως τις σκληρές φτωχογειτονιές του Μπρούκλιν και τα πολυτελή σαλόνια των εμπόρων εξουσίας, ο Λάιονελ έρχεται αντιμέτωπος με κακοποιούς, διαφθορά και τον πιο επικίνδυνο άνδρα της πόλης. Όλα αυτά γίνονται στην προσπάθεια του να τιμήσει τη μνήμη του φίλου του και να βοηθήσει τη γυναίκα που μπορεί να αποδειχτεί σωτήρας του.

Ο τρεις φορές Υποψήφιος για Όσκαρ, Έντουαρτ Νόρτον (Primal Fear – 1996), American History X – 1998, Birdman or (The Unexpected Virtue of Ignorance) – 2014)) σκηνοθετεί, διασκευάζει το σενάριο και πρωταγωνιστεί σε μία συναρπαστική ταινία βασισμένη στο διάσημο μυθιστόρημα του Τζόναθαν Λέθεμ.

Ads

Το συγκεκριμένο ταξίδι άρχισε το 1996, όταν ο δημιουργός διέκρινε την κινηματογραφική δυναμική του βιβλίου με τον ιδιαίτερο κεντρικό χαρακτήρα. Από την αρχή, ο Νόρτον θέλησε να μεταφέρει τους σύγχρονους χαρακτήρες του βιβλίου σε μία διαφορετική περίοδο και πλοκή για να δώσει μια ξεχωριστή ατμόσφαιρα στην ταινία, τοποθετώντας το δράμα τη δεκαετία του 1950, μία περίοδο μεγάλων αλλαγών στην πόλη της Νέας Υόρκης.

Με φόντο τη νουάρ ατμόσφαιρα του 1957 και με μουσική επένδυση τα τζαζ ακούσματα της εποχής, ο Έντουαρτ Νόρτον δίνει σάρκα και οστά σε έναν ανορθόδοξο ντετέκτιβ με σύνδρομο Τουρέτ, ενώ μαζί του εμφανίζονται οι Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο και Μπόμπι Μπόμπι Καναβάλε.

Η αρχική έμπνευση

Στην καρδιά αυτής της σχολαστικά δομημένης αστυνομικής ιστορίας, βρίσκεται μία ξεχωριστή και αιχμηρή εκδοχή του νουάρ Σινεμά. Ένας άντρας οδηγείται στα πιο σκοτεινά μέρη της Νέας Υόρκης του 1957 από την ανάγκη να καταλάβει τον κόσμο που τον έχει αφήσει στο περιθώριο. Πρόκειται για τον Λάιονελ Έσρογκ, έναν ήρωα, του οποίου η διαταραχή θα τον είχε κανονικά αποκλείσει από τις κλασικές αστυνομικές ιστορίες, αλλά στην περίπτωση αυτή βρίσκεται στο επίκεντρο και παλεύει με το χάος και την ευαισθησία. Όταν ο Λάιονελ προσπαθεί να βρει τον φονιά του μόνου ανθρώπου που νοιάστηκε για αυτόν, του αφεντικού του Φρανκ Μίνα, βυθίζεται βαθιά στο σκοτάδι της πόλης. Η παρόρμηση του να βάζει τάξη στο χάος, να συναρμολογεί ξανά ό,τι έχει διαλυθεί, τον οδηγούν στην ίδια τη δομή της Νέας Υόρκης. Η αναζήτηση για δικαιοσύνη γίνεται μία οδύσσεια που τον εμπλέκει με τις δυνάμεις όχι μόνο της φιλοδοξίας, της απληστίας, της μισαλλοδοξίας και της εξουσίας, αλλά και τη δύναμη της μουσικής και της συναισθηματικής σύνδεσης.

Πριν από δύο δεκαετίες, ο Έντουαρτ Νόρτον διάβασε το ευρηματικό, πρωτοποριακό βιβλίο του Λέθεμ και αγάπησε τον γεμάτο ενέργεια, αλλόκοτο αφηγητή του. Ο Νόρτον διέκρινε μέσα του την πανανθρώπινη ανάγκη να βρει τον εαυτό του και να αναδυθεί σε έναν χαοτικό κόσμο: «Με συνεπήρε αυτό το ορφανό παιδί που μεγάλωσε στους κακόφημους δρόμους του Μπρούκλιν, που πάσχει από το σύνδρομο Τουρέτ και έχει ιδεοληπτική και ψυχαναγκαστική διαταραχή. Είναι, όμως, εξαιρετικά έξυπνος και έχει έναν μοναδικό τρόπο να βλέπει τον κόσμο. Έχει μια πολύ θετική πλευρά η ψυχαναγκαστική του προσωπικότητα. Δεν μπορεί να αφήσει τα πράγματα ήσυχα, δεν μπορεί να σταματήσει να σκέφτεται πράγματα που δεν βγάζουν νόημα. Οπότε, σαν ντετέκτιβ, έχει την ακούραστη παρόρμηση να ανακαλύψει τι γίνεται γύρω του. Το βρήκα συναρπαστικό και συγκινητικό. Ο Τζόναθαν δημιούργησε έναν χαρακτήρα αστείο και αιχμηρό, έναν χαρακτήρα που ενστικτωδώς συμπαθείς γιατί βλέπεις πώς είναι μέσα του. Πάντα με έλκυαν οι πιο αδύναμοι και αγάπησα τον Λάιονελ».

Από το Βιβλίο στο Σινεμά

Όπως ο Λάιονελ έχει την τάση να διαλύει ό,τι τον αφορά, έτσι και ο Νόρτον ένιωσε την ανάγκη να παίξει με αυτόν τον χαρακτήρα, που τον μάγεψε. Ο Νόρτον έκανε κάτι που ήξερε ότι είναι κόντρα στους κανόνες: φαντάστηκε τον Λάιονελ σε μία εντελώς διαφορετική χρονική στιγμή, με φόντο διαφορετικά γεγονότα από το βιβλίο. Συγχρόνως, ο Νόρτον ήθελε τον Λάιονελ να παραμείνει ένα ορφανό παιδί από το Μπρούκλιν, έναν ντετέκτιβ στα ίχνη του φονιά του μέντορα του, έναν λεκτικό βιρτουόζο και έναν άντρα που συντονίζεται με τα μυστήρια και τα πυροτεχνήματα του ανθρώπινου μυαλού. Ήθελε η ταινία, όπως και το βιβλίο, να είναι ένας φόρος τιμής στο νουάρ και μία διαφωτιστική, ενδοσκοπική ερωτική επιστολή στη Νέα Υόρκη με όλες τις φιλοδοξίες και το χάος της. Όταν ο Νόρτον προσέγγισε τον Λέθεμ με αυτή τη ριζοσπαστική ματιά, βάζοντας τον διάσημο αφηγητή της ιστορίας σε νέο πεδίο, ήξερε ότι το ρίσκο ήταν μεγάλο και ότι ο συγγραφέας μπορεί να μη συμφωνούσε. Ο Νόρτον είπε ξεκάθαρα τις προθέσεις του, ότι δηλαδή στόχευε να αλλάξει την πλοκή.

Όπως αποδείχθηκε, ο Λέθεμ ήταν ανοιχτός στην ιδέα: «Το μυθιστόρημα διαδραματίζεται τη δεκαετία του ’90. Αλλά οι χαρακτήρες έχουν τη στόφα του 1950, μιλάνε και συμπεριφέρονται όπως τότε» σημειώνει ο Νόρτον. «Αυτό λειτουργεί υπέροχα σε λογοτεχνικό επίπεδο, αλλά ξεκαθάρισα στον Λέθεμ ότι σε μια ταινία μπορεί να φανεί ειρωνικό, αν μιλάνε σαν ήρωες νουάρ. Ευτυχώς, ο Τζόναθαν συμφώνησε. Είπε ότι η πλοκή ήταν δευτερεύουσα σε σχέση με τον χαρακτήρα στο μυαλό του και ότι αν ήθελα να στείλω τον Λάιονελ σε μια άλλη περιπέτεια, ήταν εντάξει με αυτό».

Ο Νόρτον ήξερε ακριβώς πού ήθελε να πάει τον Λάιονελ: «Πάντα με ενδιέφερε το τι συνέβαινε στο παρασκήνιο της ανάπτυξης της Νέας Υόρκης στο τέλος της δεκαετίας του 1950, όταν η παλιά Νέα Υόρκη έγινε μια μοντέρνα πόλη. Ήταν ένα φορτισμένο μέρος για τον Λάιονελ. Ευτυχώς, ο Τζόναθαν είναι ένας εξίσου παθιασμένος μελετητής της Νέας Υόρκης, όπως εγώ και κατάλαβε ακριβώς τι έλπιζα να κάνω, οπότε δεν θα μπορούσα να σταθώ πιο τυχερός». Ο Νόρτον εργάστηκε πάνω στο σενάριο μέσα στην επόμενη δεκαετία, για να το μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη. Όμως καθώς ο χρόνος περνούσε, τα θέματα της ιστορίας γίνονταν πιο επίκαιρα με τα κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα που σιγόβραζαν κάτω από την επιφάνεια της αμερικάνικης κουλτούρας. Όταν ξεκίνησε η παραγωγή, η Νέα Υόρκη του 1957 της ταινίας, αυτό το σταυροδρόμι ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη φιλοδοξία και μία πιο δίκαιη πόλη, έμοιαζε με καθρέφτη της εποχής μας.

Ο ρόλος της μουσικής τζαζ

Καθώς ο Λάιονελ βυθίζεται στο σκοτάδι της πόλης, ανακαλύπτει μία απόδραση από τις κουραστικές σκέψεις που ταλαιπωρούν το μυαλό του: την τρυφερή σύνδεση με μία γυναίκα που δεν προσπαθεί να τον αλλάξει. O Λάιονελ δεν ήξερε μέχρι τότε πώς είναι να σε αγαπούν. Ο Νόρτον ήθελε αυτό να είναι ένας από τους μικρούς, αλλά αναζωογονητικούς θριάμβους στην πορεία επίλυσης ενός μεγαλύτερου μυστηρίου. «Ο Λάιονελ έχει την ανάγκη και την επιθυμία να συνδεθεί. Νιώθει ότι δεν τον βλέπουν, γιατί δεν βλέπει πέρα από το πρίσμα της δικής του κατάστασης. Οπότε, ο χαρακτήρας της Λόρα Ρόουζ, που υποδύθηκε τόσο ωραία η Γκούγκου Μπάτα-Ρο, γίνεται ο συναισθηματικός πυρήνας της ιστορίας» λέει ο Νόρτον. «Είναι αυτή που εκφράζει την ιδέα ότι όλοι χρειαζόμαστε κάποιον να μας φροντίζει».

Είναι η Λόρα που οδηγεί τον Λάιονελ σε μία άλλη ανακάλυψη που του ανοίγει μία νέα διάσταση: τον ξεχωριστό και συναρπαστικό χώρο της τζαζ και της κουλτούρας της. «Αν υπάρχει μία μουσική έκφραση της αυτοσχεδιαστικής, άγριας, καταπληκτικής γλώσσας που μπορεί να εκφράσει το σύνδρομο Τουρέτ, είναι η τζαζ, οπότε μου άρεσε η ιδέα να βρίσκει ο Λάιονελ αυτόν τον κόσμο» λέει ο Νόρτον. «Απελευθερώνεται μέσα από τη μουσική, που, όπως και το μυαλό του είναι αναρχική, χαοτική, αλλά και όμορφη». Η ενέργεια και ο αυθορμητισμός της τζαζ παρασύρει τον Λάιονελ σε μία άλλη πλευρά της πόλης που υπάρχει στα υπόγεια. «Η μουσική της ταινίας ήταν μία δίοδος όχι μόνο στη χρονική περίοδο και την ιστορία της Νέας Υόρκης, αλλά και μία προσέγγιση του εσωτερικού κόσμου του Λάιονελ» επισημαίνει ο Νόρτον.

Οι Πρωταγωνιστές

Η επιλογή των ηθοποιών που θα ζωντάνευαν τον κόσμο που είχε στο μυαλό του ο Νόρτον για δύο δεκαετίες, ήταν μία κρίσιμη διαδικασία. Οι χαρακτήρες είχαν πολλές αποχρώσεις και ήθελαν κάτι ιδιαίτερο. Ο Νόρτον ήξερε ότι χρειαζόταν δυνατούς ηθοποιούς δεδομένου ότι θα πρωταγωνιστούσε ως Λάιονελ, ενώ θα σκηνοθετούσε και θα έκανε και την παραγωγή μιας τόσο απαιτητικής ταινίας.

«Το να σκηνοθετείς μια ταινία είναι σχεδόν εξ ορισμού ανταγωνιστικό με τη νοητική κατάσταση στην οποία θέλεις να βρίσκεσαι, όταν είσαι ηθοποιός» τονίζει ο Νόρτον. «Θέλεις να ζεις στον κόσμο σου όταν υποδύεσαι έναν ρόλο, ενώ έχεις πολλά στο μυαλό σου, όταν σκηνοθετείς. Αυτό σημαίνει ότι όταν τα κάνεις και τα δύο, πρέπει να κατακτήσεις τον χαρακτήρα πολύ πριν τον υποδυθείς. Σημαίνει επίσης ότι χρειάζεσαι έμπειρους συνεργάτες». Βρήκε ακριβώς αυτό που έψαχνε στους Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο και Μπόμπι Καναβάλε.

Η Μπάτα-Ρο λέει σχετικά: «Ο Έντουαρτ ζωντανεύει μία ατμοσφαιρική, εκφραστική ερωτική επιστολή στη Νέα Υόρκη μαζί με ένα ασυνήθιστο προσωπικό ταξίδι. Υφαίνει παράλληλα διαχρονικά θέματα κουλτούρας, ανάπλασης περιοχών, φυλετικών διακρίσεων και την ιστορία των αμερικάνικων πόλεων, αλλά μέσα από τα μάτια ενός αουτσάιντερ».

Όπως ο συγγραφέας Τζόναθαν Λέθεμ έπαιξε με τα θέματα της pulp αμερικάνικης λογοτεχνίας για να δημιουργήσει τον Λάιονελ Έσρογκ, έτσι και ο Νόρτον αυτοσχεδίασε με τα κλασικά θέματα του νουάρ Σινεμά. Ως ηθοποιός, ο Νόρτον κλήθηκε να ερμηνεύσει έναν εντελώς διαφορετικό ντετέκτιβ. Στη νουάρ κουλτούρα οι ντετέκτιβ είναι λιγομίλητοι, ενώ ο Έσρογκ δεν μπορεί να σταματήσει τις λέξεις που βγαίνουν από το στόμα του με κάθε ευκαιρία. Δεν μπορεί να σταματήσει να κάνει λογοπαίγνια και ήχους με το στόμα του, γεγονός που τον κάνει έναν μάλλον διάφανο και εύθραυστο χαρακτήρα. Όμως, ο Νόρτον έκανε τα πάντα ώστε το κοινό να νιώσει το Σύνδρομο Τουρέτ οργανικό χαρακτηριστικό του Λάιονελ, ένα κομμάτι του εαυτού του, όπως το ότι είναι ορφανός και γεννημένος στο Μπρούκλιν.

Ο Μόουζες Ράντολφ πιστεύει ότι η Νέα Υόρκη θα σωθεί αν ισοπεδωθούν όλα αυτά που δεν του αρέσουν, όπως ολόκληρες φτωχογειτονιές. «Έπρεπε να παίξω τον Μόουζες Ράντολφ σαν έναν βίαιο τύπο που στη δημόσια ζωή πλασάρεται ως οραματιστής. Δεν έχει αυτογνωσία. Νομίζει ότι κάνει τα πάντα τέλεια και ότι όλοι θα έκαναν το ίδιο στη θέση του. Η ιδέα του είναι να γκρεμίσεις κάτι σήμερα για να έχεις ένα καλύτερο αύριο. Αλλά έχει μία σκοτεινή πλευρά σεξισμού και ρατσισμού» λέει ο Άλεκ Μπάλντουιν, που υποδύεται τον ρόλο.

Καθώς ο Λάιονελ ψάχνει να λύσει την υπόθεση του φόνου του Μίνα, συναντά έναν ακόμα παράξενο, αναμαλλιασμένο άντρα, τον μυστηριώδη Πολ, έναν ιδεαλιστή αρχιτέκτονα, τον οποίο υποδύεται ο Γουίλεμ Νταφόε. «Όταν τον βλέπεις την πρώτη φορά, νομίζεις ότι είναι ένας άστεγος ή τρελός. Όμως, είναι ο ιππότης της ιστορίας» επισημαίνει ο Νόρτον. «Στην αρχή, νομίζεις ότι είναι ένας άστεγος με παρανοϊκές φαντασιώσεις για όλα όσα πάνε λάθος στον κόσμο. Μετά καταλαβαίνεις ότι έχει σπάνιες πληροφορίες που μπορούν να βοηθήσουν στην έρευνα του Λάιονελ. Είναι ο ενδιάμεσος κρίκος που συνδέει ένα απλό μυστήριο με την αποκάλυψη μιας μεγαλύτερης ιστορίας διαφθοράς» λέει ο Νταφόε.

«Όλοι οι αγαπημένοι μου δημιουργοί παρουσιάζουν ένα παράδοξο και αυτή η ταινία έχει πολλά παράδοξα, από τη μείξη της ομορφιάς και του πόνου στα βάσανα που περνάει ο Λάιονελ, μέχρι τη μείξη καταστροφής και δημιουργικού οράματος στον Μόουζες Ράντολφ» καταλήγει ο Νόρτον. «Ελπίζω αυτή η ταινία να θέτει μεγάλα ερωτήματα για τις πόλεις και τις διακρίσεις. Πιο πολύ, ελπίζω το κοινό να αποκτήσει σχέση με έναν απρόσμενο χαρακτήρα που κάνει ένα βαθύ συναισθηματικό ταξίδι».

Διαβάστε Επίσης:
Αφιέρωμα στον Έντουαρντ Νόρτον: Από το «Fight Club» στα «Μαθήματα Αμερικανικής Ιστορίας»

Οι Σκιές του Μπρούκλιν / Motherless Brooklyn
Σκηνοθεσία: Έντουαρτ Νόρτον
Σενάριο: Έντουαρτ Νόρτον, Τζόναθαν Λέθεμ (βιβλίο)
Πρωταγωνιστούν: Έντουαρτ Νόρτον, Μπρους Γουίλις, Γουίλεμ Νταφόε, Άλεκ Μπάλντουιν, Γκούγκου Μπάτα-Ρο, Μπόμπι Καναβάλε, Λέσλι Μαν, Φίσερ Στίβενς, Τσέρι Τζόουνς
Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ντικ Πόουπ
Σχεδιασμός Παραγωγής: Μπεθ Μικλ
Μοντάζ: Ζόε Κλοτζ
Κοστούμια: Έιμι Ροθ
Μουσική: Ντάνιελ Πέμπερτον
Έτος Παραγωγής: 2019
Χώρα Παραγωγής: Η.Π.Α.
Διάρκεια: 144 λεπτά

https://www.youtube.com/watch?v=fLVvJSyPLP8