*** ½ – Ράδιο Μετρονόμ

Ads

Metronom. Ρουμανία/Γαλλία, 2022. Σκηνοθεσία-σενάριο: Αλεξάντρου Μπελκ. Ηθοποιοί: Μάρα Μπουκάριν, Σέρμπαν Λαζαροβίτσι, Βλαντ Ιβάνοβ. 93´

Σε μια ιστορία έρωτα και ενηλικίωσης (η ταινία ξεκινάει με μερικά όμορφα ρομαντικά πλάνα, με το ζευγάρι να συναντιέται και να αγκαλιάζεται σε μια μεγάλη πλατεία), με φόντο το καταπιεστικό καθεστώς του Τσαουσέσκου, στρέφεται, στην πρώτη του αυτή ταινία μεγάλου μήκους ο νέος Ρουμάνος σκηνοθέτης Αλεξάντρου Μπελκ – ταινία πρέπει να πω που ο σκηνοθέτης αρχικά ξεκίνησε σαν ντοκιμαντέρ πριν καταλήξει στην ταινία μυθοπλασίας.

Το σενάριο, γραμμένο από τον ίδιο τον Μπελκ, ξεκινάει το 1972, με το 17χρονο ερωτευμένο ζευγάρι, την μαθήτρια, Άνα (εξαιρετική αποκάλυψη η Μάρα Μπουκάριν) και τον συμμαθητή της, Σόριν (ένας πολύ καλός Σέρμπαν Λαζαροβίτσι), όταν ο Σόριν πληροφορεί την Άνα πως το καθεστώς έχει δώσει άδεια σ’ αυτόν και την οικογένειά του να μεταναστεύσουν στη Γερμανία. Αν και αποφασισμένη να μην τον ξαναδεί, η Άνα τελικά αποφασίζει να πάει στο πάρτι που ετοιμάζει η κολλητή της, επειδη εκεί θα βρίσκεται και ο Σόριν, ελπίζοντας να τον πείσει να παραμείνει στη Ρουμανία.

Ads

Ένα πάρτι όπου οι τελειόφοιτοι μαθητές, έτοιμοι για σπουδές στο πανεπιστήμιο, βρίσκουν την ευκαιρία να διασκεδάσουν ακούγοντας ψυχεδελική «δυτική» μουσική από τη γνωστή εκπομπή Metronom του παράνομου αμερικανικού ραδιοφωνικού σταθμού Ελεύθερη Ευρώπη και να γράψουν ένα γράμμα στον παρουσιαστή της εκπομπής, γράμμα που αναλαμβάνει να μεταφέρει ο Σόριν. Σε μια μεγάλης διάρκειας σεκάνς όπου παρακολουθούμε τα νεαρά παιδιά να ξεφεύγουν από την ατμόσφαιρα της καταπίεσης και της παρακολούθησης και να απολαμβάνουν ένα έστω μικρό κομμάτι ελευθερίας, χορεύοντας στους ήχους της μουσικής του Τζίμι Χέντριξ και των The Doors, με τον  Μπελκ να αφιερώνει δέκα σχεδόν λεπτά της ταινίας στο τραγούδι Light My Fire των The Doors, τραγούδι που αποκτά και συμβολική αξία.

Τον μικρό αυτό αέρα ελευθερίας που απολαμβάνουν τα παιδιά θα διακόψει η ξαφνική, βίαιη εισβολή μελών της Μυστικής Αστυνομίας που τους συλλαμβάνουν και τους μεταφέρουν στο μισητό κτίριό της, όπου τους αναγκάζουν να γράψουν με κάθε λεπτομέρεια τι ακριβώς έκαναν εκεί και τα ονόματα εκείνων που παρευρίσκονταν (κάτι που ξέρουμε και από παλιότερες δικές μας, όχι και τόσο μακρινές εποχές).

Η μόνη απ’ όλους που αρνείται να καταδώσει τους φίλους της είναι η Άνα. Σε σκηνές  με τον διευθυντή της αστυνομίας Μπούρις (εξαιρετικός στο ρόλο ο διάσημος στη χώρα του ηθοποιός Βλαντ Ιβάνοβ), να χρησιμοποιεί άλλοτε την ευγένεια και άλλοτε τον εκβιασμό και τη βία (the good and the bad cop), παρακολουθούμε την Άνα, σιωπηλή, συγκρατημένη, συνεσταλμένη, να αντιμετωπίζει την ανάκριση (με τον καθηγητή πατέρα της να την παρακαλεί να υποχωρήσει και να σώσει το μέλλον της και την οικογένειά της), αποφασισμένη όμως να μην υποχωρήσει.

Ο Μπελκ αναπλάθει τέλεια την τότε εποχή, μέσα από τα μουντά συχνά χρώματα της φωτογραφίας του Τούντορ Βλαντίμιρ Παντούρου (με εξαίρεση τη σεκάνς του πάρτι όπου κυριαρχεί η φωτεινή ψυχεδελική ατμόσφαιρα της ροκ μουσικής), για να καταγράψει το δράμα μιας νεολαίας να προσπαθεί να επιβιώσει και να ερωτευτεί σε μια εποχή  βίαιης καταπίεσης, αποσπώντας εξαίρετες, συγκρατημένες ερμηνείες από ένα θαυμάσιο καστ και στήνοντας σκηνές δοσμένες με ειλικρίνεια, εικαστική ομορφιά και έμπνευση, δείχνοντας να ακολουθεί το δρόμο που άνοιξαν πριν απ’ αυτόν σκηνοθέτες όπως οι Κρίστιαν Μουντζίου, Κρίστι Πούιου, Κορνέλιου Παρουμπόιου και Ράντου Γιούντε.

https://www.youtube.com/watch?v=-BMFpmdqWYE

***** Ο νευρικός εραστής

Annie Hall. ΗΠΑ, 1977. Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν. Σενάριο: Γούντι Άλεν, Μάρσαλ Μπρίκμαν. Ηθοποιοί: Γούντι Άλεν, Νταϊάν Κίτον, Τόνι Ρόμπερτς, Κάρολ Κέιν, Σέλεϊ Ντιβάλ. 93´

Ο Γούντι Άλεν έχει ένα εντελώς προσωπικό, ιδιότυπο χιούμορ, ένα χιούμορ που συνήθως καταπιάνεται και σχολιάζει τις σχέσεις του ζευγαριού αλλά και τη συμπεριφορά μιας συγκεκριμένης ομάδας ανθρώπων, εκείνης των διανοούμενων του Μανχάταν. Και καμιά ίσως ταινία του δεν δίνει με τον καλύτερο τρόπο το χιούμορ αυτό, μαζί με τα θέματα που τον απασχολούν όσο αυτή η βραβευμένη με τέσσερα  Όσκαρ (μαζί και καλύτερης ταινίας και σκηνοθεσίας) κωμωδία του «Ο νευρικός εραστής».

Ο ίδιος ο Άλεν ερμηνεύει το νευρωτικό, σαραντάχρονο Άλβι Σίνγκερ, συγγραφέα κωμωδιών, χωρισμένο ήδη δυο φορές, πελάτης για δέκα πέντε χρόνια  ψυχαναλυτών, που ερωτεύεται με πάθος τη επίδοξη τραγουδίστρια Άνι Χολ (Νταϊάν Κίτον), που έδωσε και το όνομα της στον πρωτότυπο τίτλο της ταινίας. Οι δυο τους περνούν τις καλύτερες και πιο ερωτικές στιγμές τους, στο πρώτο διάστημα της σχέσης τους, ώσπου εκείνη μετακομίζει στο διαμέρισμά του κι αρχίζουν οι ζήλιες και οι ανασφάλειες που θα οδηγήσουν σταδιακά στο χωρισμό τους, με τον καθένα ν’ ακολουθεί το δικό του, μοναχικό δρόμο.

Ο Άλεν τοποθετεί την ιστορία του στην αγαπημένη του πόλη, τη Νέα Υόρκη, και συγκεκριμένα στην περιοχή του Μανχάταν (δυο χρόνια αργότερα θα γυρίσει μιαν άλλη ταινία αφιερωμένη σ’ αυτό). Ο Άλβι Σίνγκερ του έχει κάτι από τον ίδιο – δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είχε αρχίσει την καριέρα του γράφοντας κωμικά γκαγκ για την τηλεοπτική σειρά «Tonight Show» – που του δίνει την ευκαιρία να ειρωνευτεί, με το γνωστό του στεγνό, δηκτικό χιούμορ, τους ανθρώπους του χώρου, με τον ίδιο να στρέφεται συχνά προς την κάμερα (όπως και παλιότερα ο Γκράουτσο Μαρξ στις δικές του κωμωδίες) για να απευθύνει απευθείας στο κοινό τα αστεία του. Παράλληλα, χρησιμοποιεί με δεξιοτεχνία και έμπνευση τα φλας μπακ για να στραφεί στην παιδική ηλικία του ήρωά του, δείχνοντας πως πέρα από το χιούμορ και την ειρωνεία διαθέτει και τέλειες κινηματογραφικές γνώσεις.

Ο Άλεν δεν ενδιαφέρεται να αφηγηθεί την ιστορία του με το γνωστό κλασικό τρόπο.  Αντίθετα, η ταινία του είναι, θα έλεγε κανείς, «αυτοβιογραφική», αποσπασματική, μια σειρά από απολαυστικά ανέκδοτα, με εσωτερικούς μονολόγους, συνεντεύξεις, ακόμη  και κινούμενα σχέδια, διάφορα μικρά σκετς διανθισμένα με ατέλειωτα γκαγκ, που αναφέρονται στα αγαπημένα θέματα του κωμικού: τις ερωτικές σχέσεις, το σεξ, τους ψευτο-διανοούμενους, τη μανία για ψυχανάλυση, αλλά και τη μοναξιά του σύγχρονου ατόμου, ακόμη και το θάνατο, με το βάρος να στρέφεται στη σχέση ανάμεσα στον Άλεν και την Κίτον, σχέση δοσμένη με απολαυστικούς, κοφτερούς διαλόγους.

Οι καταστάσεις και διάλογοι είναι εμπνευσμένοι από τη ζωή του ίδιου του Άλεν και τη σχέση του με την Κίτον. Όλα  δοσμένα με τρόπο που δείχνουν την ωριμότητα του ηθοποιού-σκηνοθέτη: οι άχαρες συζητήσεις με ξένους, η δυσκολία συνεννόησης, τα υπαρξιακά προβλήματα, ο αυνανισμός, η κινηματογραφοφιλία, οι παιδικές αναμνήσεις από τη ζωή στο Μπρούκλιν, μια (απολαυστική) «σύγκρουση» με αστακούς στην κουζίνα του ζευγαριού καθώς και οι διάφοροι μικροκαυγάδες που τελικά θα οδηγήσουν στο χωρισμό τους (χωρισμός που έχει σχέση με τον πραγματικό χωρισμό του ζευγαριού). Με αποτέλεσμα να έχουμε μιαν από τις καλύτερες και πιο ώριμες κωμωδίες του Άλεν από την οποία δεν λείπει και μια γεύση πίκρας και θλίψης, ταινία που θ’ ανοίξει το δρόμο για μια σειρά αριστουργημάτων: «Μανχάταν», «Η «Χάνα και οι αδερφές της», «Το πορφυρό ρόδο του Καϊρου», «Απιστίες και αμαρτίες», και τόσες άλλες.

https://www.youtube.com/watch?v=OqVgCfZX-yE

 ***** Το λιμάνι των αποκλήρων

Le quai des brumes. Γαλλία, 1938. Σκηνοθεσία: Μαρσέλ Καρνέ. Σενάριο: Ζακ Πρεβέρ, από μυθ. Πιέρ Μακ Ορλάν. Ηθοποιοί: Ζαν Γκαμπέν, Μισέλ Μοργκάν, Μισέλ Σιμόν, Πιέρ Μπρασέρ. 91´

Η ταινία που έκανε τον Καρνέ πασίγνωστο και του χάρισε μια υψηλή θέση στην ιστορία του κινηματογράφου, ήταν «Το λιμάνι των αποκλήρων», που γύρισε το 1938. Όπως μας είχε αναφέρει ο ίδιος ο Καρνέ, σε μια εισαγωγική ομιλία του πριν από την προβολή της ταινίας του αυτής στην Κινηματογραφική Λέσχη Αθηνών, το Μάρτη του 1959, συνάντησε πολλές δυσκολίες ώσπου να γυρίσει αυτό Το λιμάνι των αποκλήρων: και πρώτα γιατί ο ίδιος ήταν ακόμη άγνωστος ως σκηνοθέτης και οι παραγωγοί προτιμούσαν, όπως συμβαίνει και σήμερα, τις «φίρμες», και ύστερα γιατί ο παραγωγός της ταινίας βρήκε πως η ομιχλώδης ατμόσφαιρα της Χάβρης, όπου εκτυλισσόταν η υπόθεση της ταινίας, θα δυσκόλευε το κοινό να αναγνωρίσει τους ηθοποιούς!

Μονάχα χάρις στην απόφαση του δημοφιλή Ζαν Γκαμπέν –που κατά συνέπεια εξασφάλιζε την εμπορική επιτυχία της ταινίας– να πρωταγωνιστήσει στο «Λιμάνι των αποκλήρων» δέχτηκε τελικά ο παραγωγός να χρηματοδοτήσει την ταινία. Και έτσι γυρίστηκε ένα από τα αριστουργήματα του παγκόσμιου κινηματογράφου.

«Το λιμάνι των αποκλήρων» είναι η ιστορία ενός λιποτάκτη (Ζαν Γκαμπέν), που έρχεται στη Χάβρη, απ’ όπου σχεδιάζει να σαλπάρει για τη Νότια Αμερική. Σ’ έναν κρυψώνα μιας συμμορίας γκάγκστερ, όπου ζητά καταφύγιο, συναντά το κορίτσι (Μισέλ Μοργκάν) που θ’ αγαπήσει και που για χάρη της θα καθυστερήσει την αναχώρησή του. Ο κηδεμόνας του κοριτσιού (Μισέλ Σιμόν), μέλος της συμμορίας, που έχει συνάμα ένα μαγαζί παιχνιδιών και μια μανία για εκκλησιαστική μουσική, είναι τρελά ερωτευμένος με την κοπέλα. Για χάρη της σκοτώνει κάποιον και προσπαθεί να ρίξει τις υποψίες της αστυνομίας στον λιποτάκτη. Μια άσπλαχνη μοίρα σπρώχνει τον Γκαμπέν να σκοτώσει τον Μισέλ Σιμόν την παραμονή ακριβώς της αναχώρησης του για τη Βενεζουέλα. Η ίδια μοίρα κάνει τον Γκαμπέν θύμα ενός δεύτερου φόνου.

Συνεργάτες και πάλι του Καρνέ στην ταινία αυτή ήταν μερικά από τα σπουδαιότερα ονόματα του γαλλικού κινηματογράφου: το σενάριο, γραμμένο από τον Πρεβέρ, τα ντεκόρ από τον Τρονέ, η μουσική του Μορίς Ζομπέρ, η φωτογραφία του Σιουφτάν. Εκείνο που δίνει στην ταινία τον ποιητικό ρεαλισμό της είναι η ατμόσφαιρα που δημιούργησε ο Καρνέ.

Παρόλο που η υπόθεσή της είναι συνηθισμένη, το γεμάτο ομίχλη λιμάνι, οι λερωμένοι δρόμοι του, η καλύβα που χρησιμοποιούν οι γκάνγκστερ για κρυψώνα, το φτηνό ξενοδοχείο, όπου το ερωτευμένο ζευγάρι περνά τη νύχτα του, το λούνα-παρκ με τις διασκεδάσεις του, αν και τις περισσότερες φορές σκηνοθετημένα σε στούντιο με σκηνικά και μηχανές που «κατασκευάζουν» ομίχλη, δίνουν με τα πιο έντονα χρώματα τη φτώχεια και τη μιζέρια της εποχής.

Αυτή η εικόνα, που δημιούργησαν οι Καρνέ – Πρεβέρ, κατόρθωσε να μεταβάλει την οθόνη σε καθρέφτη της γύρω ζωής, όχι βέβαια της φανταχτερής και ψεύτικης ζωής που συναντούσε κανείς ως τότε στις αστικές «κωμωδίες της κρεβατοκάμαρας», που κατασκεύαζε το Χόλιγουντ, άλλα μιας ζωής δύσκολης, γεμάτης βρωμιά και αδικία, και, για να χρησιμοποιήσουμε έναν όρο αισθητικό, μιας ζωής «νατουραλιστικής».

Βέβαια, η δύναμη της ταινίας περιορίζεται, εξαιτίας τόσο της μοιρολατρίας του σεναριογράφου όσο και της αποδοχής της από τον σκηνοθέτη. Η Μοίρα είναι γι’ αυτούς ο κύριος παράγοντας στη ζωή των ανθρώπων. Αυτή φτιάχνει τη ζωή τους και αυτή την καταστρέφει. Ο λιποτάκτης του «Λιμανιού» ερωτεύεται το κορίτσι και όλα πάνε καλά, ώσπου η Μοίρα τον αναγκάζει να γίνει δολοφόνος.

Γι’ αυτό οι ήρωες των ταινιών του Καρνέ δεν γίνονται στο βάθος ποτέ αληθινοί χαρακτήρες, παρά μένουν σύμβολα ενός κόσμου, σύμβολα πού ερμηνεύουν την αντίληψη του συγγραφέα τους σχετικά με τη ζωή. Κι εκείνο που τους μετατρέπει σε πρόσωπα πιστευτά με σάρκα και οστά είναι ή ενσάρκωση τους από ηθοποιούς όπως ο Γκαμπέν, η Μοργκάν, ο Σιμόν κ.ά.

Πλάι σ’ αυτά, υπάρχει η οπτική ικανότητα του Καρνέ να συλλαμβάνει σκηνές από τη ζωή με τόση εικαστική ομορφιά. Ποιος, από εκείνους πού είδαν την ταινία, δεν θυμάται τον ερχομό του Γκαμπέν στην καλύβα των γκάνγκστερ, το μαγαζί του Μισέλ Σιμόν με το παμπάλαιο ραδιόφωνο που μεταδίδει εκκλησιαστική μουσική, τη γεμάτη ηδονή και μυστήριο ατμόσφαιρα του λιμανιού που δίνεται τόσο έντονα στα πρώτα πλάνα των ερωτικών σκηνών Γκαμπέν -Μοργκάν, από τα λούνα-παρκ ως το φτηνό ξενοδοχείο, και τελικά η τόσο όμορφη, δοσμέΜιανη με λυρισμό, τραγική σκηνή του φινάλε;

https://www.youtube.com/watch?v=G3UwYtlGzcM

Πηγη: enetpress.gr