Ο ειδικός στις μεταμορφώσεις, Τομ Χάρντι, αναλαμβάνει να υποδυθεί τον Αλ Καπόνε, στη νέα ταινία του Τζος Τρανκ, η οποία δικαίως κερδίζει τις εντυπώσεις, στην νέα κινηματογραφική εβδομάδα. Στα αξιοσημείωτα και η επανέκδοση του θρυλικού «Μίσους».

Ads

Μόλις τέσσερις νέες ταινίες κυκλοφορούν στις Κινηματογραφικές Αίθουσες, καθώς διανύουμε πλέον το τελευταίο δεκαήμερο του Αυγούστου. Πρόκειται για τον «Καπόνε» του Τζος Τρανκ, που μας μεταφέρει στην Αμερική της δεκαετίας του ’20, με φόντο τις τελευταίες ημέρες του πιο διάσημου μαφιόζου. Το ιρανικό «6.5 Εκτός Ελέγχου» του Σαϊντ Ρουσταϊ, για την μάστιγα των ναρκωτικών, την ιταλική κωμωδία, «Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό» του Τζουζέπε Μπονίτο και το γαλλικό φιλμ της Μαρί Μονζ, «Παιχνίδια Φωτιάς», με πρωταγωνιστές την Στέισι Μάρτιν και τον Ταχάρ Ραχίμ.

Το 1995, ο Ματιέ Κασσοβίτς, καταφέρνει μόλις με την δεύτερη ταινία του, να μας χαρίσει ένα διαχρονικό αριστούργημα. Το «Μίσος» με τον Βενσάν Κασέλ, είναι μία αληθινή, συγκλονιστική και δυστυχώς, μόνιμα επίκαιρη δημιουργία. 25 χρόνια μετά, το φιλμ κυκλοφορεί σ’ επανέκδοση, δίνοντας μας την ευκαιρία να το απολαύσουμε στην μεγάλη οθόνη. Αναλυτικά:

«Καπόνε» (Capone – 2020) του Τζος Τρανκ (Καναδάς, Η.Π.Α.)

Ads

image

Η δεκαετία του ’20 βρήκε τον κόσμο των γκάνγκστερ στην απόλυτη ακμή τους. Άνθρωποι σκληροί και αμετανόητοι, οι οποίοι μεγάλωσαν στους δρόμους της πόλης και έφτιαξαν πανίσχυρα εγκληματικά συνδικάτα έκαναν επίδειξη δύναμης με τις ατελείωτες σφαίρες τους. Στον κόσμο της ποπ κουλτούρας, αυτοί οι βίαιοι κυρίαρχοι υπήρξαν αντικείμενο θαυμασμού και σεβασμού. Καμιά άλλη μορφή δεν ήταν τόσο δημοφιλής όσο ο Αλ Καπόνε, ο περιβόητος κακοποιός από το Σικάγο. Στη διάρκεια της ζωής του, έζησε την εποχή της Ποτοαπαγόρευσης, την άνοδο του οργανωμένου εγκλήματος και την περίοδο της Μεγάλης Ύφεσης. Αυτό δεν τον εμπόδισε να ανακηρυχθεί σε μια εμβληματική φιγούρα της εποχής του.

Έχοντας υπάρξει ο πιο αδίστακτος επιχειρηματίας και λαθρέμπορος του Σικάγο, ο Αλφόνς Καπόνε (ευρύτερα γνωστός ως Αλ Καπόνε) ήταν ο πιο ισχυρός και διαβόητος μαφιόζος της Αμερικής. Η ταινία επικεντρώνεται στα τελευταία χρόνια της ζωής του, όπου έπειτα από σχεδόν δέκα χρόνια φυλάκισης, ο θρυλικός γκάνγκστερ παραφρονεί, καθώς οι μνήμες από το βίαιο παρελθόν του επιστρέφουν για να τον στοιχειώσουν.

Η νέα ταινία του ταλαντούχου σκηνοθέτη και σεναριογράφου Τζος Τρανκ («Το Χρονικό»), με πρωταγωνιστή τον υποψήφιο για Όσκαρ, Τομ Χάρντι («Η Επιστροφή», «Mad Max: Ο Δρόμος της Οργής», «Δουνκέρκη») στον ρόλο του Αλ Καπόνε. Ηθοποιοί: Τομ Χάρντι, Λίντα Καρντελίνι, Κάθριν Ναρντούτσι, Ματ Ντίλον, Αλ Σαπιέντσα, Νόελ Φίσερ, Κάιλ Μακ Λάχλαν.

«Στην ταινία υπάρχει ένα σιωπηλό τέλος σε μια ζωή ευμάρειας. Η ιστορία είναι περίπλοκη, έχει μια δόση χιούμορ αλλά και συναισθηματικό βάθος. Ο Καπόνε ήταν αρχικά φυλακισμένος στη φυλακή, έπειτα στο ίδιο του το μυαλό» – Τομ Χάρντι

«6.5 Εκτός Ελέγχου» (Just 6.5 / Metri Shesh Va Nim – 2019) του Σαϊντ Ρουσταϊ (Ιράν)

image

Στο Ιράν σήμερα η κατοχή ναρκωτικών ουσιών τιμωρείται με τη θανατική ποινή. Παρ΄όλα αυτά σε μια χώρα 80 εκατομμυρίων υπάρχουν 6.5 εκατομμύρια χρήστες ναρκωτικών. Ποιος προμηθεύει αυτούς τους χρήστες; Στην ταινία «6.5 Εκτός Ελέγχου», ακολουθούμε τον ντετέκτιβ Σαμάντ (Πείμαν Μοάντι) ο οποίος αναμετριέται σε μια σκληρή μάχη με έναν πανίσχυρο μεγαλέμπορο (Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ). Η φυλάκισή του όμως είναι μόνο η αρχή.

Με πρωταγωνιστές τους Πείμαν Μοάντι, Ναβίντ Μοχαμαντζαντέχ, Φαρχαντ Ασλάνι, Παρινάζ Ιζαντιάρ, η ταινία είναι μια καταιγιστική αστυνομική ταινία δράσης, η οποία μας προσφέρει παράλληλα μια ξεκάθαρη ματιά στη λειτουργία των συστημάτων εξουσίας της Τεχεράνης, καθώς και όλους τους τρόπους με τους οποίους τα συστήματα αυτά δεν λειτουργούν.

«Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό» (Figli – 2020) του Τζουζέπε Μπονίτο (Ιταλία)

image

Η Σάρα και ο Νίκολα είναι παντρεμένοι και ερωτευμένοι. Έχουν μια εξάχρονη κόρη και μέχρι στιγμής, μια ήρεμη ζωή. Η οικογένεια τους μεγαλώνει και η γέννηση του δεύτερου τους παιδιού γρήγορα θα φέρει τα πάνω κάτω και θα διαταράξει την οικογενειακή τους ισορροπία. Η αγάπη τους φυσικά πολλαπλασιάζεται, αλλά μαζί κι η κούραση τους. Εγωιστές παππούδες και γιαγιάδες, φίλοι στα πρόθυρα νευρικού κλονισμού και απίθανες baby sitter μετατρέπουν την καθημερινότητα του ζευγαριού σε κόλαση.

Μια πρωτότυπη κωμωδία που μιλά με ειλικρίνεια για τις σουρεαλιστικές στιγμές της καθημερινής ζωής και μας μαθαίνει να αντιμετωπίζουμε με χιούμορ τα σκαμπανεβάσματα της ζωής.

«Το «Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό» είναι μια ταινία του Ματία Τόρε. Η σημείωση αυτή αποτελεί βασική προϋπόθεση για εμένα ώστε να κατανοήσω τη σκηνοθετική μου προσέγγιση στο έργο μετά από τον πρόωρο θάνατό του Ματία. Μάλιστα, υπογραμμίζω ότι είναι «μια ταινία του» κι δεν λέω απλά ότι γράφτηκε από τον Ματία καθώς γνωρίζω την πολύτιμη του συμβολή στο σενάριο. Αν και πρωτίστως, το έργο αποτελεί μια μικρογραφία της δικής του ζωής, πιστεύω ότι τελικά υπερβαίνει την εξατομίκευση και γίνεται καθρέφτης της ζωής όλων μας.  Ένα παιδί μπορεί να φέρει τα πάνω-κάτω στη ζωή μας. Αισθανόμαστε υποχρεωμένοι να «ωριμάσουμε» γρήγορα και μας τρομάζει το ενδεχόμενο να μην τα καταφέρουμε. Αποτυγχάνουμε ίσως να ανταπεξέλθουμε στις εύκολες ή περίπλοκες καταστάσεις αλλά η ζωή φαίνεται να αδιαφορεί για εμάς. Η ιστορία της Σάρα και του Νίκολα αποτυπώνει αυτό τον συνεχή αγώνα και πλέον μπορούμε να τον απολαύσουμε στη μεγάλη οθόνη, μέσα από τον «μεγεθυντικό φακό» της κωμωδίας. To «Κάνε Παιδιά να Δεις Καλό» είναι η συγκινητική αλλά και αστεία ιστορία δύο ερωτευμένων ανθρώπων που προσπαθούν για το καλύτερο σε μια εχθρική χώρα, και σε μια χαοτική στιγμή της ιστορίας. Σε αυτή την ταινία, το κωμικό στοιχείο επιδέχεται μιας βαθυστόχαστης ανάλυσης: υπάρχει η πραγματικότητα και η αντίληψη της πραγματικότητας, και αναμιγνύονται με το υποσυνείδητο, μερικές φορές στην ίδια σκηνή. Όλα όμως συμβαίνουν με ευκολία, με μια φαινομενική απλότητα που ανήκει μόνο στους σπουδαίους συγγραφείς.» – Τζουζέπε Μπονίτο

«Παιχνίδια Φωτιάς» (Joueurs / Treat Me Like Fire – 2018) της Μαρί Μονζ (Γαλλία)

image

Μία νεαρή γυναίκα ερωτεύεται παθιασμένα έναν εθισμένο στον τζόγο άνδρα και αποφασίζει να ανατρέψει τα πάντα στη ζωή της προκειμένου να κερδίσει στο παιχνίδι του έρωτα. Ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να μπει στον υπόκοσμο και να ακολουθήσει τους επικίνδυνους κανόνες του.

Μια ερωτική περιπέτεια που διαδραματίζεται στα στέκια του νυχτερινού Παρισιού και φέρνει κάτι από την ατμόσφαιρα των κλασικών Χολιγουντιανών ταινιών του ’70, με πολλές εκπλήξεις και ανατροπές που ξαφνιάζουν τον θεατή και περιπλέκουν ακόμα περισσότερο την εξέλιξη σε αυτό το παιχνίδι όρων και ορίων δύο εραστών, παραδομένων στο πάθος της σάρκας και του χρήματος, αλλά ταυτόχρονα και δύο διαμετρικά αντίθετων κόσμων. Πρωταγωνιστούν: Στέισι Μάρτιν, Ταχάρ Ραχίμ.

«Ο σπόρος για αυτή την ταινία πάει πίσω στο χρόνο, όταν ανακάλυψα στον τζόγο έναν συναρπαστικό σύμπαν, για το οποίο δεν είχα ιδέα. Αυτό που με έκανε να θέλω να τον κάνω ταινία, ήταν όλος αυτός ο ετερόκλιτος κόσμος που τζογάρει, μια μίξη κοινωνικών κόσμων που δύσκολα θα μπορούσε να συνυπάρξει αλλιώς. Και με συγκινούσαν ιδιαίτερα οι παίκτες, σαν τον Άμπελ στην ταινία, που δεν ενδιαφέρονται τόσο για το χρήμα: για αυτούς  που ο τζόγος είναι μια περιπέτεια, ένας τρόπος ζωής. Για ανθρώπους «bigger than life», που λένε ψέμματα, χειραγωγούν, που ζουν έντονα σε ό,τι κάνουν και θα χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο για να συνεχίσουν να παίζουν. Είναι απίθανοι: μπορούν να γλιτώσουν από τις πιο επικίνδυνες καταστάσεις, και ταυτόχρονα να είναι τελείως αταίριαστοι σε μια «κανονική» ζωή. Είναι καταστροφικοί; Είναι αυτο-καταστροφικοί; Μάλλον και τα δυο, αφού επικρατεί ο πειρασμός να δουν μέχρι πού μπορούν να φτάσουν κάθε φορά. Όταν γράφαμε το σενάριο, αποφασίσαμε ο Άμπελ να είναι η φαμ-φατάλ, που κάποιος πρέπει να σώσει από τον εαυτό του, και να αντιστρέψουμε τους ρόλους. Από την άλλη, η Έλλα είναι πάντα αυτή που κάνει τις επιλογές της, έχει τον έλεγχο στην επινόηση του νέου της εαυτού. Δεν ήθελα να «την μυήσουν», αλλά να μυηθεί σε αυτόν τον νέο κόσμο χωρίς εξαναγκασμό, ή εξαπάτηση, ή κάποια άλλη ψευδο-ψυχολογική ερμηνεία. Ήταν πολύ σημαντικό να έχουμε το πρότυπο του «Μπόνι και Κλάιντ» στο μυαλό μας: από την αρχή της ταινίας δείχνουμε μια κοπέλα που περιμένει να συμβεί κάτι, και ίσως αυτό να είναι ό,τι ακριβώς περίμενε. Έτσι, αρπάζει την ευκαιρία.» – Μαρί Μονζ

Σ’ Επανέκδοση:
«Το Μίσος» (La Haine – 1995) του Ματιέ Κασσοβίτς (Γαλλία)

image

Τρεις νεαροί μετανάστες θα προσπαθήσουν να πάρουν εκδίκηση για τον φίλο τους, ο οποίος έπεσε θύμα αστυνομικής βίας. Περιφερόμενοι άσκοπα στις φτωχογειτονιές του Παρισιού μ’ ένα κλεμμένο περίστροφο στα χέρια τους θα ζήσουν ένα συνταρακτικό 24ωρο, προσπαθώντας να πείσουν όσους δεν τους σέβονται ότι θα πρέπει να τους φοβούνται.

Ο Ματιέ Κασσοβίτς, γεννημένος στο Παρίσι στις 3 Αυγούστου του 1967, καταφέρνει μόλις με την δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, να μας χαρίσει ένα διαχρονικό αριστούργημα του γαλλικού, αλλά και του παγκόσμιου κινηματογράφου. 25 χρόνια μετά, το «Μίσος» με τον Βενσάν Κασέλ, είναι μία αληθινή, συγκλονιστική και δυστυχώς, μόνιμα επίκαιρη δημιουργία, για τη βία που γεννά ο ρατσισμός.

«Οι άνθρωποι βλέπουν στο Παρίσι την πόλη του έρωτα και του φωτός. Όμως, όσο υπάρχει αγάπη υπάρχει και μίσος, όπου υπάρχει φως υπάρχει και σκοτάδι. Δε θέλω ο κόσμος να δει την ταινία ως αντι-μπατσική, αλλά ως ενάντια σε κάθε μορφή αστυνόμευσης. Στη Γαλλία εκπαιδεύουν τους μπάτσους επί έξη μήνες και μετά τους δίνουν ένα πιστόλι και τους αφήνουν στον δρόμο. Δεν πιστεύω πως αυτό είναι αρκετό. Το φιλμ δεν είναι αντι-αστυνομικό. Αν και πιστεύω πως όταν κάποιος θέλει να γίνει αστυνομικός, τότε έχει πρόβλημα.» – Ματιέ Κασσοβίτς