Η ταινία «Ναπολέων» είναι μια θεαματική, επική περιπέτεια για την πολυτάραχη άνοδο και πτώση του εμβληματικού Γάλλου Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Βοναπάρτη, τον οποίο υποδύεται ο βραβευμένος με Όσκαρ ηθοποιός, Χοακίν Φίνιξ. Η νέα δημιουργία του Ρίντλεϊ Σκοτ αποτυπώνει το ανελέητο ταξίδι του Βοναπάρτη στην εξουσία υπό το πρίσμα της εμμονικής, εκρηκτικής σχέσης του με τη μόνη αληθινή του αγάπη, την Ιωσηφίνα, προβάλλοντας τις οραματικές στρατιωτικές και πολιτικές τακτικές του μέσα από μερικές από τις πιο απαιτητικές δυναμικές σκηνές μάχης στην μεγάλη οθόνη. Κυκλοφορεί στους Κινηματογράφους.

Ads

Ένας από τους µεγαλύτερους στρατηγούς όλων των εποχών, ο Ναπολέων Βοναπάρτης, έχει προκαλέσει την κριτική, αλλά και τον θαυµασµό. Η ανέλιξή του στην εξουσία και οι σκληρές στρατηγικές του είναι διαβόητες και έχουν επηρεάσει τις γενιές που ακολούθησαν. Ατρόµητος στον πόλεµο, ένας τύραννος στη χώρα του, αλλά κι ένας απελευθερωτής που ξεκίνησε από το µηδέν. Υπήρξε µία από τις πρώτες προσωπικότητες που έδειξαν ότι η αρχηγική ικανότητα µπορεί να προέλθει από οποιαδήποτε κοινωνική τάξη. Η επιτυχία του στο πεδίο της µάχης είναι θρυλική. Ήταν τόσο ευφυής στον πόλεµο και τόσο ανελέητος που χρειάστηκαν επτά διαφορετικές συµµαχίες ευρωπαϊκών δυνάµεων για να τον κατατροπώσουν. Αλλά εκτός πεδίου µάχης, η εµµονή του µε την Ιωσηφίνα – την ερωµένη, σύζυγο και αυτοκράτειρά του – θα καθόριζε μοιραία τη ζωή του όσο και τις µάχες του.

Για τον υποψήφιο για Όσκαρ σκηνοθέτη Ρίντλεϊ Σκοτ (O Μονοµάχος, Θέλµα και Λουίζ, Μαύρο Γεράκι: Η Κατάρριψη), αυτή η ιστορία – η ανέλιξη σε στρατιωτική ιδιοφυΐα, η ευκαιρία να δείξει τη διττή του φύση σε µια επική κλίµακα – είναι κάτι που ήθελε να µεταφέρει στην µεγάλη οθόνη για χρόνια: «Έχω µια προτίµηση στο ιστορικό δράµα, γιατί η ιστορία έχει πολύ ενδιαφέρον», λέει ο σκηνοθέτης. «Η ιστορία του Ναπολέοντα είναι η αρχή της µοντέρνας ιστορίας. Άλλαξε τον κόσµο, έγραψε ξανά τους κανόνες».

Ads

Αλλά εκτός αυτού, ο Ναπολέων ήταν ένας µοναδικά συναρπαστικός χαρακτήρας για ταινία, γιατί ήταν δέσµιος του συναισθήµατος: «Μπορεί να ήταν φοβερός στη στρατηγική και την πολιτική, αλλά είχε εµµονή µε τη γυναίκα του και σκεφτόταν τι έκανε εκείνη στο Παρίσι, όσο οδηγούσε τα στρατεύµατα για να κατακτήσει τη Μόσχα». Άλλωστε, ο Ναπολέων έχει απασχολήσει µεγάλους σκηνοθέτες, όπως τον Στάνλεϊ Κιούμπρικ που ποτέ δεν κατάφερε να κάνει την ταινία που ήθελε.

Το πάθος του Ρίντλεϊ Σκοτ µε τον στρατηγό και την εποχή εκείνη είχε εκδηλωθεί από τις αρχές της καριέρας του. Η πρώτη ταινία του, The «Duellists», διαδραµατίζεται στην εποχή του Ναπολέοντα. Λέει ότι αυτή ήταν η ταινία χάρη στην οποία είδε από πρώτο χέρι πώς και γιατί το κοινό ανταποκρίνεται σε ιστορικές αφηγήσεις: «Η ιστορία είναι πολύ ενδιαφέρουσα, γιατί δεν µαθαίνουµε από τα λάθη µας» λέει ο σκηνοθέτης. Έτσι, µια ιστορική ταινία που καλύπτει γεγονότα πριν από 200 χρόνια, µέσα από το φίλτρο του καλλιτέχνη, γίνεται επίκαιρη.

Ως δηµιουργός, ο Ρίντλεϊ Σκοτ γνωρίζει καλά ότι φέρει την ευθύνη απέναντι στην ιστορία και την τέχνη: «Ένα χρόνο αφού έκανα την ταινία «Ο Μονοµάχος», έλαβα ένα γράµµα από έναν ακαδηµαϊκό ενός σπουδαίου πανεπιστηµίου» λέει ο σκηνοθέτης. «Με ευχαρίστησε που ζωντάνεψα ξανά τη ρωµαϊκή αυτοκρατορία. Οι φοιτητές του ενθουσιάστηκαν µε το θέµα». Ο Ρίντλεϊ Σκοτ συγκρίνει τη δηµιουργία µιας ιστορικής ταινίας µε «µια µαθηµατική εξίσωση, όπου µπορεί κάτι να συµβεί ή να µη συµβεί. Όλα καταλήγουν στην έρευνα και στην απόφαση που θα πάρεις».

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ λέει ότι τον ενδιέφερε να µελετήσει την ψυχολογία του Ναπολέοντα όσο και να κινηµατογραφήσει τις επικές µάχες. «Ένας από τους λόγους που µας γοητεύει ο Ναπολέοντας είναι γιατί ήταν περίπλοκος. Δεν είναι εύκολο να προσδιορίσεις τη ζωή του. Μπορείς να διαβάσεις µια βιογραφία του και να ξέρεις τι έγινε, αλλά αυτό που µε ενδιαφέρει ως δηµιουργό είναι ο χαρακτήρας του, που ξεπερνάει την ιστορία και εισχωρεί στο µυαλό του».

Για να δηµιουργήσει την επική κλίµακα της ταινίας, ο Ρίντλεϊ Σκοτ συγκέντρωσε ξανά συνεργάτες από το παρελθόν: τον σκηνογράφο Arthur Max (Υποψήφιος για Όσκαρ για τις ταινίες «Ο Μονοµάχος» και «Η Διάσωση»), την ενδυµατολόγο Janty Yates (βραβευµένη µε Όσκαρ για την ταινία «Ο Μονοµάχος»), τον διευθυντή φωτογραφίας Dariusz Wolski («Όλα τα Λεφτά του Κόσµου», «Alien: Covenant») και τον δύο φορές βραβευµένο µε Όσκαρ για σπέσιαλ εφέ Neil Corbould («Ο Mονοµάχος»). Μπορεί να φαίνεται ότι ο Ρίντλεϊ Σκοτ προσελκύει τους κορυφαίους καλλιτέχνες γιατί θέλουν να δουλέψουν µε έναν σπουδαίο σκηνοθέτη, αλλά ο ίδιος επιµένει ότι η έλξη είναι αµοιβαία. «Όλα αυτά τα στοιχεία είναι απίστευτα σηµαντικά» λέει. «Είµαι ευγνώµων που έχω αυτούς τους ακραία ταλαντούχους ανθρώπους, που θέλουν ακόµα να συνεργάζονται µαζί µου. Όταν ξέρω ότι τα καλλιτεχνικά τµήµατα είναι σε τόσο ικανά χέρια, τότε µπορώ να αποδώσω».

Οι Πρωταγωνιστές

Μπροστά από την κάµερα, ο Ρίντλεϊ Σκοτ συνεργάζεται ξανά µε τον Γιοακίν Φίνιξ, ο οποίος υποδυόταν τον αυτοκράτορα Κόµµοδο στην ταινία «Ο Μονοµάχος» το 2000. Όταν ο σκηνοθέτης είδε τη βραβευµένη ερµηνεία του ηθοποιού στην ταινία «Joker» επιβεβαίωσε ότι θα ήταν τέλειος για τον ρόλο. «Τον είδα και όλα ήρθαν στο µυαλό µου, πώς συνεργαστήκαµε στην ταινία «Ο Μονοµάχος» και τι ταξίδι έκανε µε τον χαρακτήρα και σκέφτηκα ότι, ναι, αυτός είναι ο Ναπολέων».

Ο Γιοακίν Φίνιξ λέει ότι επειδή η προετοιµασία του Ρίντλεϊ Σκοτ είναι τόσο σχολαστική, του δίνει το περιθώριο να εξερευνήσει τον ρόλο στο σετ. Ήταν πολύ σηµαντικό να βρεθεί µια ηθοποιός που θα εξέφραζε την ένταση και τη φιλοδοξία της Ιωσηφίνας. Για τον Ρίντλεϊ Σκοτ, η διανοµή των ρόλων είναι µια ενστικτώδης διαδικασία. «Πρέπει να είσαι ανοιχτός. Η Βανέσα Κέρμπι έπαιξε τον ρόλο µε αυτοπεποίθηση και αισθησιασµό, αλλά το χιούµορ της είναι σπουδαίο. Έχει µια διαισθητική αίσθηση ρυθµού που την κάνει ξεχωριστή και ήταν ένα ενδιαφέρον και εκπληκτικό ταίρι µε τον Γιοακίν Φίνιξ».

Η χηµεία ανάµεσα στους ηθοποιούς θα δηµιουργούσε µια ένταση και δυναµική που όχι µόνο θα ζωντάνευε τους χαρακτήρες αλλά θα πρόσθετε εκρηκτικά επίπεδα στον «Ναπολέοντα», καθώς επιζητά να κατακτήσει ολόκληρη την Ευρώπη. Οι ηθοποιοί θα έδιναν πνοή στη θυελλώδη και αντισυµβατική σχέση όπως περιγράφεται στο σενάριο του Ντέιβιντ Σκάρπα, αποκαλύπτοντας τους εσωτερικούς δαίµονες του Ναπολέοντα και µια κρυφή πλευρά της ιστορίας. Ο Ντέιβιντ Σκάρπα είχε συνεργαστεί µε τον Ρίντλεϊ Σκοτ στην ταινία «Όλα τα Λεφτά του Κόσµου» και οι δυο τους συζήτησαν τα κρίσιµα σηµεία της ζωής του Ναπολέοντα. Ήταν ξεκάθαρο από την πρώτη στιγµή της συνάντησής τους ότι ο Ρίντλεϊ Σκοτ είδε την ταινία σαν µια επική ταινία δράσης και µια ιστορία αγάπης ανάµεσα στον Ναπολέοντα και την Ιωσηφίνα. «Αυτή ήταν η συγκεκριµένη ιστορία που ήθελε να εξερευνήσει: µέσα από το πρίσµα της ερωτικής ιστορίας τους», λέει ο παραγωγός Kevin J. Walsh. «Ήταν τρελοί ο ένας για τον άλλον και δεν θα ήταν οι ίδιοι, αν δεν είχαν ο ένας τον άλλον».

Ο Ρίντλεϊ Σκοτ διηγείται την ιστορία µέσα από τη σχέση τους, µε όλες τις αντιφάσεις του Ναπολέοντα. «Καταλήγει να σπαράζει στο κλάµα, ο άντρας που κατέκτησε τον θρόνο, που ήταν µια ιδιοφυΐα στη στρατηγική. Μεταµορφώθηκε σε έναν αβοήθητο άντρα, που είναι ερωτευµένος µε τη γυναίκα που κάθεται δίπλα του στον καναπέ, και στην οποία παραδέχεται ότι είναι ένα τίποτα χωρίς εκείνη» λέει ο σκηνοθέτης. «Οι επιστολές του προς εκείνη είναι κωµικά παιδαριώδεις, υπερβολικά ροµαντικές, ακόµα και πρόστυχες. Ήταν τελείως µαγεµένος. Αφού χωρίστηκαν για τελευταία φορά, εκείνη ούτε που τις διάβαζε. Όταν εκείνη πέθανε, όλες οι επιστολές του ήταν στο κοµοδίνο της».

Ο Γιοακίν Φίνιξ παραδέχεται ότι δεν ήξερε πολλά για τον Ναπολέοντα πριν αναλάβει τον ρόλο και εντυπωσιάστηκε από µερικές πτυχές του χαρακτήρα. Για τον Ρίντλεϊ Σκοτ, η επανένωση µε τον Γιοακίν Φίνιξ για πρώτη φορά µετά την ταινία «Ο Μονοµάχος» ήταν απολαυστική. «Είναι ο µόνος ηθοποιός µε τον οποίο µιλάµε εβδοµάδες πριν, απλώς κουβεντιάζουµε και διαφωνούµε για τις πτυχές του χαρακτήρα. Στο τέλος, συµφωνούµε στα πάντα» λέει ο Ρίντλεϊ Σκοτ. «Μου κάνει καλό γιατί µε βοηθάει να παραµείνω αληθινός και εγώ του κάνω καλό γιατί τον κρατάω υπό έλεγχο. Εµφανισιακά, είναι τέλειος για τον ρόλο, µερικά χαρακτηριστικά του είναι απίθανα ίδια µε αυτά του Ναπολέοντα».

Μέρος της συζήτησης ήταν οι διαφορετικές ερµηνείες του Ναπολέοντα. «Συζητήσαµε πολύ για το ποιος και τι θα µπορούσε να είναι, και ο Γιοακίν Φίνιξ επικεντρώθηκε στο πώς περπατάει, πώς µιλάει, πώς κάθεται» λέει ο Ρίντλεϊ Σκοτ. «Μελετήσαµε τα πορτρέτα του που είναι φανταστικά. Είναι, επί της ουσίας, φωτογραφίες της περιόδου. Δεν τον κολακεύουν, τον κοιτάς και ξέρεις ότι έχει ένα µεγάλο “εγώ”». Ο Ρίντλεϊ Σκοτ φέρνει αυτό το “εγώ” απέναντι στον µεγάλο του έρωτα, την Ιωσηφίνα. «Την ώρα που πέθαινε, η Ιωσηφίνα είχε ήδη πεθάνει, αλλά έχει τον τελευταίο λόγο» λέει ο σκηνοθέτης. «Είναι µια ροµαντική πινελιά, αλλά για έναν τύπο που είναι παθιασµένος µε αυτή τη γυναίκα, κανείς δεν ξέρει τι πέρασε από το µυαλό του». Και, όπως επισηµαίνει ο Scott, η Ιωσηφίνα ήταν στο µυαλό του µέχρι το τέλος και το όνοµά της ήταν η τελευταία λέξη που είπε.

H Βανέσα Κέρμπι µελέτησε ενδελεχώς τον χαρακτήρα της Ιωσηφίνας διαβάζοντας όσα περισσότερα πράγµατα µπορούσε. «Δεν ήξερα τίποτα για τη γαλλική ιστορία και µου έκανε εντύπωση» λέει η ηθοποιός. «Οπότε ήταν απολαυστική διαδικασία. Αποµονώθηκα και διάβασα όσα περισσότερα βιβλία µπορούσα και για τους δύο. Πήγα στο Παρίσι, στο µουσείο του Ναπολέοντα. Πήγα και στον τάφο της Ιωσηφίνας. Ήταν µια καταβύθιση στην ιστορία και στην τότε εποχή και ένα προνόµιο να µάθω τόσα πράγµατα για εκείνη».

Προνόµιο µεν, καθόλου εύκολο δε, γιατί ο ρόλος ήταν «οδυνηρός και άβολος», λέει η ηθοποιός, γιατί «είναι η ιστορία πολλών γυναικών. Ένιωσα συμπόνια για εκείνη, γιατί δεν της επιτρεπόταν να έχει φωνή παρόλο που είχε απίθανα δυνατή ενέργεια». Η Βανέσα Κέρμπι λέει ότι αυτή η ενέργεια µπορεί να µαγνήτισε τον Ναπολέοντα αλλά κατέστρεψε τη σχέση τους. «Ανήκε στο περιθώριο, όπως και εκείνος» λέει η ηθοποιός, επισηµαίνοντας ότι η Ιωσηφίνα µεγάλωσε στη Μαρτινίκα, µακριά από την αριστοκρατία. Η Kirby τονίζει ότι εξαιτίας της ανατροφής της, «δεν έχει θέση στην αριστοκρατία», αλλά συγχρόνως παραλίγο να ακολουθήσει τον αριστοκράτη σύζυγό της στη λαιµητόµο κατά την Τροµοκρατία. «Ο Γιοακίν Φίνιξ κι εγώ νιώθαµε ότι καταλάβαινε ο ένας τον άλλον. Κανείς δεν ήθελε να την παντρευτεί, ήταν µια χήρα µε δύο παιδιά και έξι χρόνια µεγαλύτερή του. Αλλά τον µάγεψε. Είχαν κάτι κοινό, ταυτίστηκαν, αναγνώρισαν ο ένας τον άλλον και κατάλαβαν ο ένας τον άλλον ως εκκεντρικές προσωπικότητες».

Αποκαλώντας την Ιωσηφίνα δυνατή, η Βανέσα Κέρμπι λέει ότι εκείνη και ο Ρίντλεϊ Σκοτ έσκαψαν βαθιά στο πώς τα έβγαλε πέρα. «Ο Ρίντλεϊ Σκοτ κι εγώ συζητήσαµε πολύ για τη διαφορά ανάµεσα στη σεξουαλικότητα και τον αισθησιασµό» λέει. «Πιστεύω ότι ίσως ο φυσικός αισθησιασµός της ήρθε από την ανατροφή της στην τροπική ζώνη, στη ζέστη, στη µουσική, στην κουλτούρα, στο περιβάλλον. Τα πρώτα της χρόνια είχαν να κάνουν περισσότερο µε τις αισθήσεις και όχι µε το πνεύµα. Αλλά όταν παντρεύεται τον Ναπολέοντα, πρέπει να προσαρµοστεί, να αλλάξει τελείως για να επιβιώσει. Πρέπει να γίνει καλύτερη σύζυγος, η σύζυγος που θέλει εκείνος». «Η Βανέσα Κέρμπι µπορεί να πάρει την πληροφορία και να την αποδώσει µέσα από µικρές κινήσεις και εκφράσεις» λέει ο Ρίντλεϊ Σκοτ. «Εκείνη και ο Γιοακίν Φίνιξ είχαν έναν αβίαστο και ενστικτώδη συγχρονισµό».

Η Μουσική

Για τη µουσική υπόκρουση της ταινίας, ο Ρίντλεϊ Σκοτ συνεργάστηκε για πρώτη φορά µε τον Βρετανό συνθέτη Μάρτιν Φιπς. Οι δυο τους συναντήθηκαν πριν το γύρισµα και ο Ρίντλεϊ Σκοτ έδωσε στον Μάρτιν Φιπς την αίσθηση της ταινίας που θα έκανε. «Αν σκεφτείς µια κλασική ταινία του Ρίντλεϊ Σκοτ, ακούγεται πολλή µουσική που σχολιάζει σκηνές δράσης ή ροµαντικές σκηνές. Αλλά ο Ρίντλεϊ Σκοτ µού µίλησε για το ότι αγαπά ιδιαίτερα την ταινία «Μπάρι Λίντον» του Κιούμπρικ» λέει ο Μάρτιν Φιπς. «Σε θέµατα ύφους, το «Μπάρι Λίντον» ήταν ένας καλός οδηγός.

Στην πραγµατικότητα η ταινία «Μπάρι Λίντον» δεν είχε πρωτότυπη µουσική, καµία µουσική σύνθεση για την ακρίβεια, αλλά µόνο κοµµάτια εκείνης της εποχής που είχε συλλέξει και µοντάρει ο Κιούμπρικ. Οπότε µετέφερα αυτή την προσέγγιση στην ταινία, πολλά από τα κοµµάτια που έγραψα ήταν σαν τη µουσική της περιόδου ή µοιάζουν σαν να γράφτηκαν τότε και δεν ενορχηστρώθηκαν µε τον παραδοσιακό τρόπο. Ήταν ένα βήµα πίσω, µια ευκαιρία να είµαι πιο συγκεκριµένος, πιο προσεκτικός για το πού θα χρησιµοποιούσαµε τη µουσική, πού όχι και τι θα έκανε η µουσική».

Ένα στοιχείο που ήταν σηµαντικό για να αποδοθεί στη µουσική ήταν η αίσθηση ότι ο Ναπολέων ήταν ένας παρείσακτος, ένας αλήτης από την Κορσική µε πικρία και φιλοδοξία. «Θελήσαµε να το έχουµε αυτό στη µουσική, την αίσθηση ότι είναι ξενόφερτος» λέει ο Μάρτιν Φιπς. «Ένας τρόπος ήταν µέσα από τραγουδιστές από την Κορσική. Χρησιµοποιήσαµε επίσης µουσικά θέµατα που παίχτηκαν από λιγότερο εκλεπτυσµένα όργανα, όχι από γυαλισµένα κλασικά και ορχηστρικά όργανα. Η µουσική ακούγεται πιο αιχµηρή έτσι».

Ένα από αυτά τα όργανα ήταν ένα πιάνο που ανήκε στον Ναπολέοντα, δανεισµένο από τον Μουσείο του Λονδίνου. Συνοδεύεται από λαϊκά όργανα, όπως ένα ακορντεόν, πρώιµα έγχορδα, ακόµα και ένα οργάνιστρο. Τα κεντρικά µουσικά θέµατα της ταινίας, φυσικά, είναι αυτά του Ναπολέοντα και της Ιωσηφίνας. «Το θέµα του Ναπολέοντα ξεκινάει απλά µε ένα πιάνο και µετά παραδίδεται σε µία σόλο τροµπέτα. Μέχρι το τέλος της ταινίας, ανθίζει σε µία ορχηστρική και φωνητική εκτέλεση» εξηγεί ο Μάρτιν Φιπς. «Το θέµα της Ιωσηφίνας, από την άλλη, είναι πιο θρηνητικό. Το θέµα της είναι γραµµένο σε ρυθµό ¾, όπως ένα βαλς. Έχει ακορντεόν και µια µεγάλη χορωδία που µουρµουρίζει απαλά. Ακούγεται τρεις ή τέσσερις φορές σε σκηνές που η Ιωσηφίνα υποφέρει».

Διαβάστε Επίσης:
Αφιέρωμα: Ο χαρισματικός Χοακίν Φίνιξ μέσα από δέκα ερμηνείες του

Ναπολέων / Napoleon
Σκηνοθεσία: Ρίντλεϊ Σκοτ
Σενάριο: Ντέιβιντ Σκάρπα
Πρωταγωνιστούν: Γιοακίν Φίνιξ, Βανέσα Κέρμπι, Ταχάρ Ραχίμ
Φωτογραφία: Ντάριους Βόλσκι
Μοντάζ: Σαμ Ρεστίβο, Κλερ Σίμπσον
Μουσική: Μάρτιν Φιπς
Έτος Παραγωγής: 2023
Χώρα Παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α.
Διάρκεια: 158 λεπτά
Κυκλοφορεί στους Κινηματογράφους από την Πέμπτη 23 Νοεμβρίου

https://www.youtube.com/watch?v=trgf0Q1EFCY