Μια από τις ταινίες που ξεχώρισαν στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης ήταν οι Άνθρωποι του νέον (The neon people)  του Jean– Baptiste Thoret.  Πέρασαν μέρες και οι εντυπώσεις μένουν ακόμα πολύ ζωντανές.

Ads

Κάτω από το περίφημο Las Vegas Strip χιλιάδες άστεγοι ζουν σ ένα τεράστιο δίκτυο σκοτεινών σηράγγων. Η ταινία επικεντρώνεται σε κάποιους από αυτούς περιγράφοντας τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης αλλά και τις ελπίδες τους να βγουν ξανά στο φώς.

Ο σκοτεινός ρεαλιστικός κόσμος κάτω από την απατηλή λάμψη του Λας Βέγκας. Οι ζωές των εξαθλιωμένων άστεγων στις υπόγειες σήραγγες της πόλης του τζόγου και του χρήματος. Μια κυριολεκτικά underground ταινία που ξεκινάει με πλάνο τις φωτεινές πινακίδες των καζίνο και δυνατή μουσική για να γυρίσει αμέσως μετά στα υπόγεια σκοτάδια και τη σιωπή.

Ένας πολίτης του κόσμου κάτω από τις σήραγγες του Λας Βέγκας.

Ads

Ενδιαφέρουσα και έντονη προσωπικότητα, ιστορικός, πρώην κριτικός κινηματογράφου, συγγραφέας 15 βιβλίων για το σινεμά, σκηνοθέτης, ένας Γάλλος που προτιμάει την Ιταλία για πολλούς λόγους, ταξιδεύει συχνά στην Αμερική, που θεωρεί χώρα της ελευθερίας και των ευκαιριών, ταξιδεύει γενικά στον κόσμο, συνήθως με μια κάμερα, μιλάει για τον Φελίνι, τον Μπερλίνγκουερ και τον Γκοντάρ και παρότι δεν πιστεύει στο μαύρο-άσπρο η ταινία του δείχνει τις δύο όψεις της ζωής.

Το ντοκιμαντέρ Άνθρωποι του νέον παίχτηκε στη Θεσσαλονίκη στην κατηγορία Ανοικτοί ορίζοντες κερδίζοντας το κοινό, όπως είχε κάνει προηγουμένως σε άλλα διεθνή φεστιβάλ.

Το πιο σημαντικό όμως για το δημιουργό του ήταν η επιδοκιμασία από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές.

Πριν από την πρεμιέρα τους συγκέντρωσα και τους έδειξα το τελικό αποτέλεσμα. Για μένα, αυτή ήταν η πιο σημαντική προβολή. Είχα μεγάλο άγχος. Από τις αντιδράσεις τους κατάλαβα πως η ταινία τους άρεσε. Αυτό που είχε μεγαλύτερη σημασία ήταν ότι ένιωσαν πως τους σεβάστηκα.

Δεν ήθελα, σε καμία περίπτωση, να τους κάνω να νιώσουν ότι, επειδή είναι φτωχοί ή άστεγοι, δεν άξιζαν μια προσεγμένη αισθητική. Ήθελα να τους δείξω σαν αστέρες του σινεμά, γιατί αυτό τους αξίζει.

Ήθελα να κάνω μια ταινία όπου θα μιλούν οι ίδιοι, όχι να παρουσιάσω ό,τι εγώ ήθελα να δείξω.

Στο Λας Βέγκας χιλιάδες τουρίστες κυκλοφορούν στους δρόμους της πόλης, αγνοώντας ότι, μόλις δύο μέτρα κάτω από τα πόδια τους, υπάρχει μια υπόγεια κοινωνία. Η φτώχεια πρέπει να παραμείνει κρυφή. Αν οι τουρίστες έρχονταν αντιμέτωποι με την ακραία εξαθλίωση, ίσως να μην ξόδευαν τα χρήματά τους. Και αυτό ισχύει για όλες τις καπιταλιστικές πόλεις.

Η βασική λέξη σε όλη αυτή τη διαδικασία ήταν η εμπιστοσύνη. Χρειάστηκαν εβδομάδες για να δημιουργηθεί μια σχέση εμπιστοσύνης. Πολλοί δίσταζαν να μιλήσουν μπροστά στην κάμερα. Άλλοι φοβούνταν την αστυνομία ή ντρέπονταν, ενώ υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήθελαν ν’ αποκαλύψουν στην οικογένειά τους πού βρίσκονταν.

Για να καταφέρουν ν’ ανοιχτούν, έπρεπε πρώτα να ζήσω μαζί τους. Να κοιμηθώ εκεί, να φάω μαζί τους, να μοιραστώ την καθημερινότητά τους. Από την αρχή, τους μιλούσα με ειλικρίνεια για το ντοκιμαντέρ που θέλω να κάνω. Αυτή η ειλικρίνεια ήταν προϋπόθεση για να μου ανοιχτούν. Έπρεπε να με νιώσουν φίλο. Και έπρεπε κι εγώ να τους νιώσω φίλους, γιατί πέρασα δύο μήνες από τη ζωή μου μαζί τους».

Μια ημέρα μετά την προβολή στη Θεσσαλονίκη, στη σύντομη συνάντηση που είχαμε πριν πετάξει για το Παρίσι, μετά για την Κορσική, ύστερα για το Σικάγο, μάθαμε λίγα περισσότερα για το πως βλέπει το σινεμά και τον κόσμο.

Ο Jean- Baptiste Thoret γράφει βιβλία μόνο για το σινεμά γιατί όταν γράφεις για το σινεμά γράφεις για τα πάντα, γράφεις για τη ζωή.

Αδιαφορεί για τον Τραμπ, τον Μακρόν, τη Μελόνι, τον ενδιαφέρει να γυρίζει τον κόσμο και να κάνει ταινίες, να κρατάει το ρομαντισμό και την ευαισθησία του.

Ιδανικά θα ήθελε να ζει στην Κορσική- την καταγωγή της μητέρας του.

Θεωρεί τη δεκαετία το ’70 την καλύτερη σε όλη την Ευρώπη. Κυρίως στην Ιταλία. Έγιναν τα καλύτερα πράγματα στην Ιταλία το ΄70. Στο σινεμά, το τραγούδι, την πολιτική, τα πάντα. 

Υποστηρίζει πως το κριτήριο στη Γαλλία είναι η ισότητα. Στη Αμερική η ελευθερία. Στην Ιταλία το πάθος.

Στην ταινία του υπάρχει στους ήρωες- ή τουλάχιστον σε κάποιους- η ελπίδα ότι όλα θ αλλάξουν.Μπορεί να είναι ψευδαίσθηση αλλά υπάρχει.

Στην Αμερική πιστεύουν ότι όλα μπορούν ν αλλάξουν ακόμα στις χειρότερες συνθήκες. Στην Ευρώπη είμαστε πιο πεσιμιστές. Και πιο ατομικιστές.

Στη Γαλλία τα τελευταία 10-15 χρόνια οι άνθρωποι δε γελάνε, είναι σκυθρωποί, κλειστοί, ζούνε δίπλα αλλά όχι μαζί. 

Σε τι ελπίζουν όμως οι ήρωες του;

Ότι κάποιος θα τους βοηθήσει, θα τους απλώσει το χέρι, θα τους δώσει μια δουλειά μακριά από το Λας Βέγκας, μια ευκαιρία. Ο Σκοτ, ένας από τους ήρωες της ταινίας, τώρα δουλεύει μαζί μου, στο συνεργείο, στην καινούργια ταινία μου- με προσωρινό τίτλο Apallache- θα παίρνει μισθό, του δόθηκε μια ευκαιρία. Είναι να έχεις την αληθινή επιθυμία να ξεφύγεις. Άλλοι την έχουν άλλοι όχι.

Ο μόνος τρόπος να ξεφύγουν είναι αν τους δώσει κάποιος κάτι να κάνουν, αλλά μακριά από το Λας Βέγκας.

Είναι, λέει για το Λας Βέγκας, η πόλη του καπιταλισμού. Η κορυφή και ο πάτος. Η πόλη των αντιθέσεων και της υπερβολής. Δεν υπάρχει κάτι το φυσιολογικό στο Λας Βέγκας. Είναι αφύσικη πόλη. Παράλογη.

Σταμάτησε να γράφει κριτικές γιατί ήθελε να κάνει μια στροφή.

Ο Γκοντάρ έλεγε δεν πρέπει να γίνεις επαγγελματίας στο επάγγελμα σου. Γι αυτό σταμάτησα να γράφω.

Δεν πιστεύει στο μαύρο-άσπρο. Αλλά στο γκρί. Υπάρχουν τόσα χρώματα ανάμεσα. Προτιμώ το γκρι, που είναι ένα ενδιάμεσο χρώμα.

Ούτε στη διάκριση ντοκιμαντέρ και σινεμά πιστεύει. Το σινεμά είναι ένα.

Όσο για το πολιτικό σινεμά;

Ο Γκοντάρ πάλι έλεγε Δεν πρέπει να κάνεις πολιτικές ταινίες, αλλά να κάνεις ταινίες με πολιτικό τρόπο. Αυτό κάνω εγώ.

Τον ρώτησα στο τέλος αν το ντοκιμαντέρ Οι άνθρωποι του νέον δημιουργεί στους θεατές κάποιες ενοχές.. Ναι, έχετε δίκιο, μου απάντησε, αλλά η ενοχή υπάρχει τη μια στιγμή και την άλλη δεν υπάρχει. Κάποιοι πιστεύουν ότι το σινεμά θ αλλάξει τον κόσμο, άλλοι ότι θέλει να τον αλλάξει αλλά δε μπορεί, εγω πιστεύω ότι μπορεί αλλά όχι ακόμα. Θα χρειαστεί καιρός.