Εχθές συμπληρώθηκαν δεκαπέντε χρόνια από το θάνατο του γνωστού σκιτσογράφου, γελοιογράφου, θεατρικού συγγραφέα, στιχουργού και ζωγράφου Μποστ. Ο κατά κόσμον Χρύσανθος (Μέντης) Μποσταντζόγλου αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό, ιδιαίτερα για τις ασεβείς, ανορθόγραφες γελοιογραφικές συνθέσεις του και τη δημιουργία των ηρώων Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα.

Ads

Ο Μποστ θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς της Αθηναϊκής καλλιτεχνικής σκηνής, καθώς διέπρεψε σε διαφορετικούς τομείς της τέχνης και έγινε ιδιαίτερα αγαπητός στο λαό. Δημιούργησε ένα προσωπικό και αναγνωρίσιμο σατιρικό ύφος που διέπει όλο το φάσμα του έργου του, όπως και η αριστερή ιδεολογία του.

Ο Μέντης Μποσταντζόγλου (1918-1995) γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Το 1939, μετά την επιστροφή της οικογένειάς του στην Ελλάδα, εισήχθη στη Σχολή Καλών Τεχνών, την οποία όμως παράτησε έξι μήνες αργότερα. Επί Γερμανικής Κατοχής έγινε μέλος του ΕΑΜ (1942) και συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση. Η γυναίκα του Μαρία του χάρισε δύο γιους που είναι σήμερα διακεκριμένοι στο χώρο της γραφιστικής (Κώστας) και της ηθοποιίας (Γιάννης).

Η καριέρα του ως σκιτσογράφου ξεκίνησε με εικονογραφήσεις περιοδικών και παιδικών βιβλίων, ενώ το πρώτο βιβλίο του με τίτλο «Ο Αγιος Φανούριος. Βοήθημα δια την κατανόησιν των Κινέζων κλασσικών..Γκα-τσου και Βου-Σβου-Νι» εκδόθηκε με δικά του έξοδα. Το 1952 ξεκίνησε να δουλεύει στην εφημερίδα «Καθημερινή» ως ταμίας και βιβλιοθηκάριος, το 1954 στο περιοδικό «Εικόνες» και αργότερα στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» ως σκιτσογράφος.

Ads

Το 1958 η στήλη του « Το μποστάνι του Μποστ» κάνει την εμφάνισή της, μαζί με τους γνωστούς πλέον ήρωες Μαμά- Ελλάς, Πειναλέων και Ανεργίτσα. Η συνεργασία του όμως με την Ελένη Βλάχου, διευθύντρια της «Καθημερινής», σταματά το 1961 εξαιτίας του κειμένου «Το επάγγελμα της μητρός μου», που θεωρήθηκε απρεπές. Στη συνέχεια ο Μποστ άνοιξε το κατάστημα δώρων «Λαϊκαί Εικόναι», διακοσμώντας με σκίτσα και ζωγραφιές του πάνω από 27.000 είδη.

Συνεργαζόταν με πολλά έντυπα (Ομάδα, Θεατής, Ελευθερία, Αυγή) ωστόσο υπέστη πολυάριθμες διώξεις και μηνύσεις για τις πολιτικές του γελοιογραφίες. Συμμετείχε και στην πολιτική ζωή της χώρας, επιχειρώντας αρκετές φορές να θέσει υποψηφιότητα ως βουλευτής κομμάτων της Αριστεράς, χωρίς να καταφέρει ποτέ να εκλεγεί.

Στη ζωγραφική και το θέατρο αφιερώθηκε μετά τα μέσα της δεκαετίας του ’60, δημιουργώντας 10 θεατρικά έργα και πραγματοποιώντας 16 προσωπικές εκθέσεις. Ασχολήθηκε για κάποιο διάστημα και με τη διαφήμιση, αφήνοντας εποχή με τις έντυπες καταχωρήσεις του για τη RENAULT (Ντοφίν εστί φιλοσοφείν) και τη Flow Coat/Dupont (βάφεν ζι γκούντ πιλότ?ακόμα και οι πιλότοι της Λουφτβάφε βάφουν με βαφές Φλόου Κοτ). Έγραψε ακόμα στίχους ελαφρολαϊκών τραγουδιών.

Βασικό χαρακτηριστικό του έργου του είναι η γλώσσα του, με τα επίτηδες ανορθόγραφα κείμενα και τον ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο. Ο ίδιος είχε δηλώσει ότι γελοιοποιώντας την καθαρεύουσα επιχειρούσε να βοηθήσει στην ταχύτερη καθιέρωση της δημοτικής. Συνδύαζε πομπώδεις φράσεις της καθαρεύουσας με ξένες και λαϊκές εκφράσεις, έκανε παραφθορές λέξεων και χρησιμοποιούσε μεταφορικές εκφράσεις με την κυριολεκτική τους έννοια.

Σατίριζε κυρίως το μικροαστό Έλληνα, την ημιμάθεια, το νεοπλουτισμό, την ξενομανία, τις έντονες ταξικές αντιθέσεις και την πολιτική ζωή στη μεταπολεμική Ελλάδα. Στόχο της σάτιράς του αποτελούσε επίσης η εξάρτηση από τον ξένο παράγοντα, η εθνικοφροσύνη των δεξιών κομμάτων και ο θεσμός της Βασιλείας αλλά και η Αριστερά στην οποία ανήκε ο ίδιος. Άλλο χαρακτηριστικό όλων των πτυχών του έργου του είναι ο συμφυρμός διαφορετικών ιστορικών φάσεων της Ελλάδας με την (τότε) σύγχρονη εποχή, με το συνδυασμό ιστορικών προσώπων και πολιτικών της εποχής.

Ο ίδιος ο Μποστ, σε πρόλογο για το έργο του «Το λέφκομά μου» περιέγραψε τον εαυτό του με τα παρακάτω λόγια: « Ό,τι ήταν ο Λεονάρντο Nτα Bίντσι για την εποχή του, το ίδιο απάνω κάτω είναι και ο Mέντης Mποσταντζόγλου για την σημερινή εποχή. […] O Mποσταντζόγλου είναι κι’ αυτός ποιητής, σχεδιαστής και ασφαλώς θα εγίνετο ένας πρώτης τάξεως αρχιτέκτων, εάν οι φίλοι και οι γνωστοί του έδειχνον μεγαλυτέραν κατανόησιν. Διότι εις όσους επρότεινε να τους χτίση το σπίτι, απέφυγον να του το αναθέσουν, ισχυριζόμενοι ότι θα το χτίσουν αργότερον.»