Όσοι κρίνουν μόνο την υποκριτική ικανότητα της τρανς περφόρμερ Εύας Κουμαριανού στην παράσταση «Την λένε Εύα» του Αντώνη Μποσκοϊτη, δεν θέλουν να κοιτάξουν στα μάτια την ελληνική κοινωνία. Η ζωή της Εύας που παρουσιάζεται για τρίτη χρονιά τις Πέμπτες στον Χώρο Τέχνης Ασωμάτων, είναι πάνω απ’ όλα μια μαρτυρία που τσακίζει κόκαλα καθώς σε αναγκάζει να βιώσεις την ασφυξία που έζησαν τρανς και ομοφυλόφιλοι τις περασμένες δεκαετίες σε μια κοινωνία που ακόμα αρνείται να αναγνωρίσει τα δικαιώματά τους παρά τα νομοθετήματα που πέρασε η προηγούμενη κυβέρνηση, όπως λέει η ίδια στην παράσταση.

Ads

Η Εύα γεννήθηκε αγόρι στη Νίκαια. Την πραγματική θαλπωρή τη βρήκε στην Τρούμπα. «Έβαζα γυναικεία ρούχα, δεν ήξερα γιατί, κι έβγαινα, ξυπόλητο αλητάκι. Πριν πεθάνει η γιαγιά μου με κρατούσε. Όταν πέθανε … ξαμολήθηκα. Είχε πεθάνει και ο πατέρας μου. Οι παράνομοι, οι εταίρες και οι μαστροποί ήταν η οικογένεια μου» λέει στο Tvxs.gr.

Στην παράσταση την ακούμε να περιθάλπει άλλες τραβεστί και να περιθάλπεται κι εκείνη από την Πετρωνία των Καμινίων. Να ελίσσεται για να επιβιώσει μέσα της κι έξω της. Ξένη μέσα σε ένα σώμα αγοριού, ξένη σε μια γειτονιά με κλειστά πορτοπαράθυρα. Ξένη στην Ελλάδα της Xούντας που έριχνε στα κρεβάτια των βασανιστηρίων τα τρανς άτομα, δίπλα στους αντιφρονούντες. Περιγράφει το βασανιστήριο της φάλαγγας, τον ρατσισμό μέσα στις φυλακές, την υποκρισία των ισχυρών που στην πολιτική και κοινωνική ζωή την καταδικάζαν και το βράδυ αναστέναζαν στο κρεβάτι της. Ένα έγκλημα, ένα δικαστήριο, πολλά χρήματα που εξανεμίστηκαν, χειροκροτήματα αλλά και μοναξιά.

«Έξι άτομα μέναμε μαζί τότε στον Πειραιά αγαπημένες. Ήταν ωραίες εποχές μόνο από αυτή την άποψη. Αγνές εποχές. Αν ήταν για γκόμενο βέβαια σφαζόμαστε. Από το ΄80 και μετά χάλασε η φάση. Πριν βγαίναμε στην πιάτσα και φοβόμαστε. Βλέπαμε το περιπολικό και δεν ξέραμε αν θα μας αρπάξει. Μια μέρα επί χούντας πήδηξα μια μάντρα και πνίγηκα στον ασβέστη. Με πήραν μέσα με τον ασβέστη δεν μάσησαν. Και τα βασανιστήρια τα άκουσες στην παράσταση. Ποιος ξέρει τι περάσαμε εκεί και στις φυλακές;»

Ads

Ο Αντώνης Μποσκοϊτης, είναι ένας δημοσιογράφος που εμπλέκεται. Αν νιώσει ότι ένας συνεντευξιαζόμενος τον αφορά, κουβαλάει την ιστορία του, δημιουργεί δεσμούς μαζί του, ίσως γιατί είναι ταυτόχρονα και κινηματογραφιστής. Έτσι συνέβη και με την Εύα Κουμαριανού. Συνεργαζόταν με ένα περιοδικό, ζήτησε αντισυμβατικές προσωπικότητες από τον Γιώργο Τσιτιρίδη. Εκείνος του έστειλε την Εύα. «Ήθελα να πει ένα ποίημα για την Γώγου στο ντοκιμαντέρ μου. Το έμαθε αμέσως, σε μια στιγμή …οι κόκκινες φαλτσέτες τους διαφορετικούς σκοτώνουν έλεγε. Όταν τη βρήκα της είπα, θα είσαι αφτιασίδωτη. Αυτό δεν αρέσει στα τρανς άτομα»

Η Εύα τσίνησε «Αν μου το έλεγε από την αρχή δεν θα το έκανα. Μετά από αρκετά χρόνια με παίρνει να συναντηθούμε για μια παράσταση. Μου πρότεινε να κάνουμε τη συνέντευξη εκείνη μονόλογο. Δεν έδωσα βάση αλλά τελικά το έκανε.»

Ο Αντώνης υποδύεται τον εαυτό του στη σκηνή, απευθύνει ως δημοσιογράφος τις ερωτήσεις, δίνει πάσες. «Η Εύα είναι αναλφάβητη. Έφτιαξα το κείμενο και το έμαθε κομμάτι κομμάτι σπίτι μου». Η Εύα προσθέτει ότι την βοήθησε και το σόου που κάνει στο μαγαζί. Γιατί όμως δεν τελείωσε το σχολείο; «Μέχρι τρίτη δημοτικού πήγα, έχασα και τρεις χρονιές. μετά αλητεία… δούλευα σε οικοδομές, σε εργοστάσια με τη μάνα μου… αλλά το όνειρα μου ήταν να γίνω χορευτής. Κατάλαβε η μάνα μου ότι θα φύγω από το στρατιωτικό και με περίμενε στη Σαλαμίνα μέχρι την πύλη. Έτρεξα βρήκα τον γιατρό και του λέω: Είμαι αδερφή! Μου λέει τι αδερφή; Του λέω τοιούτος. Δεν ήξερα πως να το πω. Α, πούστης δηλαδή, λέει. Ναι του λέω. Κι έφυγα, μου δώσανε αναβολή. Έγινε το δικαστήριο και δεν πήγα. Μετά αργότερα, με περάσανε ναυτοδικείο. Αλλά πήγα μουνάρα στο ναυτοδικείο και με διώξανε»

Στην παράσταση αυτοσχεδιάζει με πολύ χιούμορ. Αυτοσαρκάζεται, απαλύνει το βάρος μιας αδυσώπητης κοινωνίας σχεδόν κυνικά. Όταν η αφήγηση πλησιάζει τις μεγάλες πληγές, ραγίζει αλλά επιστρέφει γρήγορα στην ελαφράδα του μικρού κοριτσιού, σαν να θέλει να κρατήσει μόνο δυο σταγόνες ξεγνοιασιάς και την αποθέωση που έχει νιώσει σαν καλλιτέχνις. «Στο δράμα δεν μπορώ να πω ούτε παραπάνω, ούτε παρακάτω. Είμαι κουρδισμένη εκεί, στη στιγμή»

Ο Αντώνης περιγράφει τον τρόπο με τον οποίο επέλεξαν τα γεγονότα της ζωής της για αυτή την παράσταση. «Υπήρξαν περιστατικά που η Εύα τα προσπερνούσε στην αρχή. Για παράδειγμα, η παρενόχληση από τον δάσκαλο του σχολείου, ήταν κάτι πολύ σοβαρό. Όταν μας το διηγιόταν όμως, δεν έδινε τη βαρύτητα αυτή». Η Εύα παρεμβαίνει «Ναι, το περιέγραφα σαν να είχα ξεπετάξει ένα τεκνό». Γιατί όμως: «Δεν ήθελε να τα σκέφτεται, την πονούσαν προφανώς. Κι ενώ είναι ένας άνθρωπος που εκτίθεται, τα είχε αποφορτίσει μέσα της για να επιβιώσει». Η ανάγκη της απώθησης όλων αυτών των τραυμάτων την σκλήρυνε; «Νομίζω όχι» απαντά. «Η Εύα έχει μια αθωότητα γι’ αυτό την εκμεταλλεύτηκαν πολλοί. Εκείνη τα προσπερνάει» λέει ο Αντώνης.

Στην παράσταση μιλάει για τον Γιώργο τον μεγάλο της έρωτα με τον οποίο συγκατοίκησε στη Θεσσαλονίκη. «Μέχρι να με δει ο πατέρας του χωρίς περούκα μια μέρα και με έδιωξε». Ο Γιώργος μετά παντρεύτηκε την κόρη μιας φίλης της. «Δεν το άφησα έτσι, τους έκανα χαμό μεγάλο. Και ξέρεις τι μου είπε αυτή; Έλα βρε, άσε να τον πάρω εγώ, ποια θα τον πάρει όταν μάθει ότι πριν τα είχε με τραβεστί; Γιατί καλέ χολέρα έχουμε; της λέω εγώ». Σήμερα λέει δεν την ενδιαφέρει ο έρωτας. «Μόνο το παιχνίδι μ’αρέσει, το φλερτ. Αν μου πει κάποιος πάμε στο κρεβάτι φεύγω. Είμαι χορτασμένη. Με έχουν αγαπήσει ωραίοι άνδρες. Πολύ ωραίοι άνδρες. Ερχόντουσαν καψούρια όλοι ….. Έχω περάσει τόσο ωραία!»

Ο Αντώνης όταν πρωτοάκουσε την ιστορία της είχε συγκλονιστεί. Οι φυλακές, η νύχτα το πεζοδρόμιο, η Συγγρού, η φυλακή…«Η ζωή της Εύας ειναι ενδιαφέρουσα, είναι υλικό μυθιστορήματος, ταινίας γιατί είχε ακραίες αντιθέσεις. Πολλά τραγικά γεγονότα και πολλή αποθέωση και χαρά». Οι δυο τους έχουν γυρίσει όλη την Ελλάδα και συνεχίζουν. «Είναι σαν ψυχανάλυση για μένα η παράσταση» λέει η Εύα. «Δεν είναι σαν το σόου που κάνω στις κούκλες. Είναι η ζωή μου. Και δεν μπορείς τη ζωή σου να την χλευάσεις»

«Την λένε Εύα»
Κάθε Πέμπτη στον χώρο Τέχνης Ασωμάτων
Αγ. Ασωμάτων 6 Θησείο