Τα φώτα ανάβουν και η  παράσταση αρχίζει. Στο μέσον της σκηνής ένα ζευγάρι καθημερινό  κάθεται γύρω από το τραπέζι. Η ένταση της συζήτησης αυξάνει συνεχώς. Αλληλοσπαράσσονται. Θυμός, εκδίκηση, βρισιές, με έκδηλη τη φθορά στη σχέση τους. Ταυτόχρονα, αισθάνονται μόνοι. Το παιδί τους λείπει στο εξωτερικό. Ξαφνικά, ύστερα από ένα απρόοπτο γεγονός, οι τόνοι πέφτουν και η ατμόσφαιρα αλλάζει τελείως. Η μοναξιά που ζουν τους θυμώνει, αλλά την ίδια στιγμή τούς ενώνει («Η φασαρία»). Είναι το πρώτο υπονοούμενο του συγγραφέα για τους ποικίλους και διαφορετικούς κώδικες επικοινωνίας που θα συναντήσουμε και στα υπόλοιπα τέσσερα μονόπρακτα.

Ads

Ωστόσο, αυτό που κυριαρχεί, είναι μια αίσθηση καθημερινής παράνοιας. Οι ήρωες προσπαθούν να μιλήσουν μεταξύ τους, αλλά η απόσταση που ακούσια ή εκούσια δημιουργούν δεν τους αφήνει να συνεννοηθούν, να έρθουν ουσιαστικά πιο κοντά ο ένας στον άλλον.

Κάποιοι ήρωες κάτω από το φως των προβολέων μοιάζει να διεκδικούν/απαιτούν/επαιτούν την υλοποίηση των ονείρων τους. Μια γυναίκα γράφει για πολλοστή φορά γράμμα στον υπουργό ζητώντας την πραγματοποίηση των εξαγγελιών του («Το προαίσθημα»). Μια άλλη, χήρα, ζει με πληρωμένες ψευδαισθήσεις στο παγκάκι του πάρκου («Στην πλατεία»). Δύο φίλες, που συναντιούνται καθημερινά για να παρακολουθήσουν την αγαπημένη τους σαπουνόπερα, καταλήγουν να τη ζουν με ένταση και να γίνουν μέρος της…(«Η σαπουνόπερα»).

Παράλληλα, το μονόπρακτο «Ο στρατηγός και τα πορτοκάλια» επαναλαμβάνεται με διαφορετικά ζευγάρια, για να φανεί η συχνότητα των φαινομένων της τρέλας, της μεταδοτικότητάς της, της μοναξιάς και της ανάγκης για επικοινωνία. Ή σαν η φαινομενική παράνοια να είναι στην ουσία το κλειδί για την επικοινωνία δυο ανθρώπων.

Ads

Ένα σφύριγμα απ’ όσους βρίσκονται στη σκηνή και το σκηνικό αλλάζει κάθε φορά που ξεκινά μια καινούργια ιστορία.

Η υπόθεση της κάθε ιστορίας-επεισοδίου, με την τόσο ανθρώπινη και ευφυή σύλληψη και αποτύπωση του κοινωνικού φαινομένου της μοναξιάς και της έλλειψης επικοινωνίας, μετατρέπεται σε ολοκληρωμένο θεατρικό έργο κάτω από την πένα του Μάκη Τσίτα με τον τίτλο «Ο στρατηγός κάνει φασαρία στην πλατεία» και κάτω από την εξίσου ευφυή σκηνοθεσία της Ρούλας Πατεράκη.

Το έργο διαδραματίζεται σε δύο διαφορετικά επίπεδα: το ένα εκτυλίσσεται κάτω από το φως, εμπρός στη σκηνή, και το άλλο περιμετρικά της σκηνής, στο σκοτάδι. Σαν να επωάζεται εκεί στο σκοτάδι η μοναξιά και η απομόνωση, οι οποίες απεικονίζονται με το να είναι όλοι οι ηθοποιοί αμίλητοι μ’ ένα κινητό στο χέρι και να ζουν την  προσομοίωση της ζωής, πριν η κοινωνική αυτή παθογένεια εκδηλωθεί φέρνοντας τα συμπτώματά της κάτω από το φως στο κέντρο της σκηνής.

Εμπνευσμένη η σκηνοθετική προσέγγιση της Ρούλας Πατεράκη, η οποία έδωσε ρεαλισμό, ένταση, σφρίγος και ζωντάνια στο κείμενο, ενώ όλοι οι ηθοποιοί απέδωσαν με ρεαλισμό και πειστικότητα τους ρόλους τους. Πολύ ευρηματικά τα δύο επίπεδα φωτισμού της Άννας Σμπώκου και επιτυχής η επιλογή της μουσικής, η οποία εξέφραζε  τη μελωδική  ένταση των συναισθημάτων. Τα κουστούμια –σε επιμέλεια Λίλης Πεζανού– καθρέφτιζαν όχι μόνο τον χρόνο της υπόθεσης, αλλά και την προσωπικότητα των πρωταγωνιστών.

Τέλος, θα ήθελα να πω για μια ακόμη φορά: Εύγε!

ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Κείμενο: Μάκης Τσίτας
Σκηνοθεσία: Ρούλα Πατεράκη
Σκηνικά – Κουστούμια: Λίλη Πεζανού
Μουσική: Νίκος Βασιλείου
Φωτισμοί: Άννα Σμπώκου

Παίζουν οι ηθοποιοί:

Γιαννακού Ελισάβετ, Δούκα Μαρία-Νεφέλη, Ζάχαρης Τρύφων, Μπιτούνη Ιωάννα, Μαυράκης Νίκος, Παπακώστας Λευτέρης, Παπουτσή Δανάη, Ρόκκος Βαγγέλης, Σαρρή Μυρτώ, Τσικούρας Δημήτρης