Η ταινία «Μια Αμερικάνικη Ληστεία» αφηγείται την αληθινή ιστορία τεσσάρων νεαρών ανδρών οι οποίοι χάθηκαν μέσα σε μια φαντασίωση που δημιούργησαν οι ίδιοι. Όταν συνειδητοποίησαν πως η αμείλικτη πραγματικότητα θα τους συνέτριβε ήταν πια πολύ αργά. Είχαν περάσει την κόκκινη γραμμή κι έφτασαν στην αντίπερα όχθη, της βίας και της παρανομίας, από την οποία δεν μπορούσαν πλέον να γυρίσουν πίσω. Προβάλλεται στο «Σινεμά με Θέα».

Ads

Η ασυνήθιστη και συναρπαστική αληθινή ιστορία τεσσάρων φίλων οι οποίοι, ενώ ζούσαν απολύτως φυσιολογικές ζωές, επιχείρησαν να φέρουν εις πέρας μια από τις πιο ριψοκίνδυνες και εξωφρενικές ληστείες στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών. Τα πράγματα, όμως, δεν ήταν έτσι όπως τα περίμεναν.

Τυφλωμένοι από φιλοδοξία αλλά και οδηγημένοι από μια μίξη νεανικής παρορμητικότητας, άγνοιας κινδύνου και τραγελαφικής ανικανότητας, οι τέσσερις φίλοι θα υποπέσουν στο ένα λάθος μετά το άλλο, συνειδητοποιώντας τελικά ότι η ληστεία είναι μια πολύ ριψοκίνδυνη υπόθεση.

image

Ads

Καθώς λοιπόν η παράτολμη κλοπή ξεκινούσε να παίρνει σάρκα και οστά, κάθε ένας από τους τέσσερις φίλους άρχισε να αναρωτιέται αν οι προσπάθειές τους να ενσταλάξουν ενθουσιασμό και νόημα στη ζωή τους, ήταν απλώς μια πλανεμένη προσπάθεια για την επίτευξη του Αμερικανικού Ονείρου.

Μια ταινία που παρουσιάζεται από διαφορετικές οπτικές γωνίες, καθώς μετατοπίζεται διαρκώς από την μυθοπλαστική κεντρική αφήγηση στις – με τη μορφή ντοκιμαντέρ – συνεντεύξεις των ανθρώπων που πραγματικά βίωσαν όσα αφηγείται το φιλμ, μια ταινία μέσω της οποίας ο Μπαρτ Λέιτον αλλάζει το κινηματογραφικό είδος των ταινιών heist.

image

«Για περισσότερους από έναν λόγους, αυτή ήταν μια μεγαλύτερη και περισσότερο προφητική ιστορία από απλά εκείνη μιας χαμένης και αυξανόμενα ατομικιστικής γενιάς, τα μέλη της οποίας μεγάλωσαν με το μάντρα ότι οι ζωές τους θα είναι εξαίσιες και πολύ σημαντικές. Καθώς λοιπόν εξέλειπε αυτό που οι τέσσερις φίλοι είχαν στο μυαλό τους ως ουσιαστική εμπειρία ζωής, αποφάσισαν να κατασκευάσουν μία.» – Μπαρτ Λέιτον

Ο γεννημένος στη Μεγάλη Βρετανία, Μπαρτ Λέιτον είναι εκείνος που ανέλαβε τα χρέη σκηνοθέτη στην ταινία. Αυτή έμελλε να είναι η δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του μετά το ντεμπούτο του «The Imposter». Το «The Imposter» ήταν ένα ντοκιμαντέρ στο οποίο παρουσιαζόταν η ιστορία ενός νεαρού Γάλλου απατεώνα, ο οποίος έπεισε πολύ κόσμο και κυρίως μια οικογένεια από το Τέξας, πως ήταν ο έφηβος γιος τους, που είχε εξαφανιστεί χωρίς να αφήσει ίχνη, τρία χρόνια πριν! Ήταν ένα ντοκιμαντέρ που αποδείκνυε εμφατικά πως δεν είναι λίγες οι φορές κατά τις οποίες η πραγματικότητα ξεπερνά τη φαντασία. Κατά μία έννοια και η ταινία μυθοπλασίας του αυτό ακριβώς αποδεικνύει.

image

Σε μια επίδειξη δημιουργικής ιδιοφυΐας, λοιπόν, ο Λέιτον μπόλιασε τη δραματοποίηση της θρασύτατης ληστείας που επιχειρήθηκε μέρα μεσημέρι, με συνεντεύξεις των αληθινών δραστών που οργάνωσαν τη ληστεία, οι οποίες δόθηκαν αφού βγήκαν από τη φυλακή. Ο Λέιτον διείδε την προοπτική να μεταφερθεί η ιστορία στον κινηματογράφο όταν διάβασε κάποιο σχετικό άρθρο:

«Μου φάνηκε σαν να διάβαζα την υπόθεση μιας παλιάς ταινίας. Αυτό που μου προκάλεσε μεγαλύτερη έκπληξη ήταν το γεγονός ότι η ληστεία έλαβε χώρα σε ένα πανεπιστήμιο στο Κεντάκι και ότι οργανώθηκε από μια ομάδα σπουδαστών σε διάφορες σχολές της περιοχής».

image

Όσο περισσότερα μάθαινε ο Λέιτον για τη ληστεία, τόσο πιο παράξενη γινόταν η ιστορία και τόσο περισσότερο γινόταν φανερό πως οι τέσσερις νεαροί δεν είχαν καμία πιθανότητα να τη φέρουν εις πέρας. «Ήθελα να ανακαλύψω για ποιον λόγο μια ομάδα από φαινομενικά μορφωμένους νεαρούς άνδρες οι οποίοι προέρχονταν από ένα άνετο οικονομικά περιβάλλον, σκέφτηκαν να συμμετέχουν σε ένα έγκλημα τέτοιου μεγέθους», λέει ο Λέιτον. «Οπότε, μιας που έχω παρελθόν στο ντοκιμαντέρ, το ένστικτό μου ήταν να προσπαθήσω να επικοινωνήσω με τους ανθρώπους που έλαβαν μέρος στη ληστεία, παρά το γεγονός ότι εκτίαν μακρόχρονες ποινές φυλάκισης για τα εγκλήματά τους».

Ο Λέιτον άρχισε να αλληλογραφεί με τους τέσσερις άνδρες ενόσω εκείνοι ήταν φυλακή καταδικασμένοι για τα εγκλήματά τους, μεταξύ των οποίων ήταν η κλοπή πολιτιστικών αντικειμένων από δημόσιο μουσείο και η διαπολιτειακή μεταφορά κλεμμένης περιουσίας. Τα γράμματά του προς τους τέσσερις φυλακισμένους – τους Γουόρεν Λίπκα, Σπένσερ Ράινχαρντ, Έρικ Μπόρσουκ και Τσαρλς Άλεν – εντέλει οδήγησαν στο να δημιουργηθούν τα θεμέλια του σεναρίου για την ταινία. Σενάριο το οποίο τελικά έγραψε όταν οι τέσσερις άνδρες αποφυλακίστηκαν κι άρχισαν να ξαναχτίζουν τις ζωές τους από την αρχή.

image

«Θα μπορούσαμε να συγχωρέσουμε εύκολα όποιον νόμιζε πως αυτοί οι τύποι ήταν ανόητοι ή αμόρφωτοι», λέει ο Λέιτον. «Αντιθέτως, ήταν πολυμαθείς και γεμάτοι με τις πιο αναπάντεχες ιδέες και αναφορές, αναφορές που ξεκινούσαν από λογοτεχνικά κομμάτια και ποιήματα, μέχρι ταινίες».

Στην αλληλογραφία τους με τον Λέιτον, οι τέσσερις άνδρες ανέφεραν τα κίνητρά τους για τη συμμετοχή στο συγκεκριμένο έγκλημα. Αυτό που έκανε τεράστια εντύπωση στον σκηνοθέτη ήταν το γεγονός ότι οι λόγοι που έδωσε ο καθένας από τους συμμετέχοντες, ήταν εντελώς διαφορετικοί μεταξύ τους. Οι πιο πολλοί ούτε καν ανέφεραν τα χρήματα ως κίνητρο. Κάποιοι έριξαν την ευθύνη στην μεγαλοαστική ανατροφή τους και τις προσδοκίες που προέκυπταν από αυτήν.

Πιο συγκεκριμένα, ο Σπένσερ ανέφερε τη βαθιά του επιθυμία να γίνει καλλιτέχνης ως κίνητρο. Ένιωθε πως η «τέλεια» ζωή του, από την οποία έλειπαν τα βιώματα, η πείρα και τα τραύματα, δεν του επέτρεπε να εκφραστεί καλλιτεχνικά. Ένιωθε ότι δεν είχε τίποτε να πει μέσω της τέχνης του. Γι’ αυτό συμμετείχε στη ληστεία. Για να ζήσει κάτι.

Ο Γουόρεν, ο αρχηγός της ομάδας και κολλητός φίλος του Σπένσερ από την παιδική τους ηλικία, ανέφερε την ανάγκη να ξεχωρίσει ως κίνητρο, την ανάγκη να αφήσει το σημάδι του στον κόσμο. Ο Έρικ, που ήθελε να κυνηγήσει μια πιθανή καριέρα στο FBI, έγραψε πως ήθελε να πάρει μέρος σε κάτι απτό, πραγματικό, αληθινό και να απελευθερωθεί από τις συμβάσεις της ζωής στα προάστια. Τέλος, ο Τσας, ο άνθρωπος που έμελλε να οδηγήσει το αυτοκίνητο διαφυγής, απλά χρειαζόταν τα χρήματα.

image

«Για περισσότερους από έναν λόγους, αυτή ήταν μια μεγαλύτερη και περισσότερο προφητική ιστορία από απλά εκείνη μιας χαμένης και αυξανόμενα ατομικιστικής γενιάς, τα μέλη της οποίας μεγάλωσαν με το μάντρα ότι οι ζωές τους θα είναι εξαίσιες και πολύ σημαντικές», λέει ο Λέιτον. «Καθώς λοιπόν εξέλειπε αυτό που οι τέσσερις φίλοι είχαν στο μυαλό τους ως ουσιαστική εμπειρία ζωής, αποφάσισαν να κατασκευάσουν μία».

Όντας αρχάριοι στο έγκλημα, σχεδίασαν το μεγάλο κόλπο που ετοίμαζαν παρακολουθώντας ταινίες όπως το «Oceans 11» και το «Snatch» και αναζητώντας απαντήσεις στο Google στις απορίες τους για το πως να ενορχηστρώσουν την τέλεια ληστεία. Όσο περισσότερο καταπιάνονταν με το σχέδιό τους, τόσο περισσότερο ένιωθαν εθισμένοι στην κατάσταση. Επρόκειτο καθαρά για μια φαντασίωση που τους έβγαζε από τις συνηθισμένες ζωές τους. «Όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο απρόθυμοι ήταν να παρατήσουν τη φαντασίωση», λέει ο Λέιτον. «Κανένας τους δεν ήθελε να είναι εκείνος που θα ακυρώσει το σχέδιο, με τον φόβο πως με αυτόν τον τρόπο θα επέστρεφε ξανά στην κανονική ζωή».

Τελικά ο Λέιτον συνάντησε από κοντά τους τέσσερις πρώην κατάδικους στο Κεντάκι, αφού αποφυλακίστηκαν, αποφασισμένος να ανακαλύψει οριστικά τι ήταν εκείνο που οδήγησε μια ομάδα προνομιούχων νέων ανδρών στο να επιχειρήσουν ένα τέτοιο θρασύ και ριψοκίνδυνο έγκλημα. Αυτό που εντυπωσίασε τον Λέιτον ήταν η περιγραφή των δύο πρώτων χρόνων τους στη φυλακή, που όπως δήλωσαν όλοι τους, ήταν τα καλύτερα χρόνια της ζωής τους!

«Αιφνιδιάστηκα εντελώς από αυτόν τον ισχυρισμό τους και τους ρώτησα γιατί αισθάνθηκαν έτσι», λέει ο Λέιτον. «Μου είπαν ότι αισθάνονταν έτσι επειδή ήταν ελεύθεροι, πράγμα τρομερά οξύμωρο. Κι όμως, μου είπαν πως στη φυλακή απελευθερώθηκαν από όλες τις προσδοκίες που είχαν οι γονείς τους και οι δάσκαλοί τους γι’ αυτούς. Όλα τα πράγματα που υποτίθεται πως έπρεπε να κάνουν στη ζωή, έπαψαν να υφίστανται ως ανάγκη, ως καταναγκασμός».

Μια Αμερικάνικη Ληστεία / American Animals
Σκηνοθεσία: Μπαρτ Λέιτον
Σενάριο: Μπαρτ Λέιτον
Πρωταγωνιστούν: Εβαν Πίτερς, Αν Ντάουντ, Μπάρι Κιόαν, Μπλέικ Τζένερ, Τζάρεντ Εϊμπραμσον, Ούντο Κίερ
Φωτογραφία: Ολε Μπρατ Μπίρκελαντ
Μοντάζ: Νικ Φέντον, Κρις Γκιλ, Τζούλιαν Χαρτ
Μουσική: Αν Νίκιτιν
Χώρα Παραγωγής: Ηνωμένο Βασίλειο, Η.Π.Α.
Έτος Παραγωγής: 2018
Διάρκεια: 116 λεπτά
Επίσημο Διαγωνιστικό Φεστιβάλ Sundance 2018

  • ROOF ΚΤΙΡΙΟΥ Μ2, ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – 03 Ιουλίου 2019 21:30
  • ROOF ΚΤΙΡΙΟΥ Μ2, ΜΕΓΑΡΟ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ – 04 Ιουλίου 2019 21:30

Σινεμά με Θέα

Το πιο αγαπημένο θερινό σινεμά της Θεσσαλονίκης δηλώνει παρών. Καλοκαιρινές κινηματογραφικές βραδιές προσφέρουν και φέτος το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Οι δυο κορυφαίοι πολιτιστικοί θεσμοί διοργανώνουν για πέμπτη συνεχή χρονιά το «Σινεμά με Θέα» στο πιο όμορφο σημείο της πόλης, την οροφή του κτιρίου Μ2 του Μεγάρου Μουσικής Θεσσαλονίκης, με υπέροχη θέα στο Θερμαϊκό Κόλπο, προτείνοντας αξιόλογες ταινίες.