Με αφορμή την συμπλήρωση 90 χρόνων από τη γέννηση του πολυβραβευμένου Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ – ένας από τους τέσσερις σκηνοθέτες που έχουν κερδίσει δύο φορές τον Χρυσό Λέοντα στη Βενετία – επανακυκλοφορεί από την Πέμπτη 4 Αυγούστου, μία δημιουργία που σπάνια έχουμε την χαρά να την απολαύσουμε στην μεγάλη οθόνη. Πρόκειται για την ρομαντική αστυνομική ταινία «Atlantic City» του 1980, με πρωταγωνιστές τον Μπαρτ Λάνκαστερ, την Σούζαν Σαράντον και τον Μισέλ Πικολί.

Ads

Ο Λου, ένας ηλικιωμένος πρώην γκάνγκστερ ζει στην ίδια πολυκατοικία με τη Σάλι, μια νεαρή σερβιτόρα που ονειρεύεται να γίνει ντίλερ σε καζίνο. Ο μπλεγμένος με το εμπόριο ναρκωτικών πρώην άντρας της Σάλι και η τοπική μαφία θα δοκιμάσουν τα όρια της φαντασιοπληξίας, της ειλικρίνειας, της μοναξιάς και τελικά του αυτοσεβασμού των ηρώων στην παρηκμασμένη «Atlantic City».

image

Ο χαρισματικός σκηνοθέτης καθιστά αδύνατη την κατηγοριοποίηση της ταινίας του, αφού είναι ταυτόχρονα ένα φιλοσοφικό νεο-νουάρ, μια ιστορία αγάπης και μια γκανγκστερική περιπέτεια, που κατάφερε να κερδίσει πέντε Υποψηφιότητες για Όσκαρ στις σημαντικότερες κατηγορίες (Καλύτερης Ταινίας, Σκηνοθεσίας, Σεναρίου, Ά Αντρικού και Ά Γυναικείου Ρόλου) και τον Χρυσό Λέοντα στο  Φεστιβάλ της Βενετίας, ενώ προστέθηκε στην Εθνική Ταινιοθήκη της Βιβλιοθήκης του Κογκρέσου των Ηνωμένων Πολιτειών ως «πολιτιστικά, ιστορικά και αισθητικά σημαντική».

Ads

Η ιστορία διαδραματίζεται στην Ατλάντικ Σίτι, της οποίας η αστική υποβάθμιση οδήγησε στη νομιμοποίηση του τζόγου ως λύση για τη διάσωση της πόλης. Όταν κινηματογραφούσε ο Μαλ, τα περισσότερα από τα παλιά θέρετρα στις προβλήτες ήταν σχεδόν ερειπωμένα και σύντομα θα κατεδαφίζονταν για να αντικατασταθούν από νέα καζίνο. Η ίδια η Ατλάντικ Σίτι χρησίμευσε ως καθρέφτης του κύριου πρωταγωνιστή της ταινίας, με τον Μπαρτ Λάνκαστερ να μας προσφέρει απλόχερα μία από τις καλύτερες ερμηνείες της σπουδαίας καριέρας του.

image

Ο Λου, ένας γερασμένος μικροαπατεώνας έχει την ευκαιρία να κάνει πραγματικότητα τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος, όταν ερωτεύεται μια νεότερη γυναίκα που μένει στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών – μια κυνική σερβιτόρα που παλεύει να επιβιώσει και να πραγματοποιήσει τα όνειρά της.

Το «Atlantic City» είναι μια μελέτη χαρακτήρων με ίσες δόσεις μελαγχολίας και χιούμορ. Ο Μαλ αντιπαραβάλλει τη μάλλον θλιβερή και μοναχική ζωή των ηρώων με τα ρομαντικά τους όνειρα για επιτυχία και καταξίωση, σκιαγραφώντας το πορτρέτο δύο ανθρώπων που τελικά ανανεώνουν τη ζωή τους, μέσω της προσπάθειας να ανταποκριθούν στην εξιδανικευμένη εικόνα που έχει ο ένας για τον άλλον.

Η μόνη μουσική που χρησιμοποιείται στην ταινία είναι αυτή που υπάρχει στον κόσμο των χαρακτήρων, ενώ μαζί με τους σέπια χρωματικούς τόνους της φωτογραφίας, δίνουν στο «Atlantic City» μια ονειρική αίσθηση, αποτελώντας την έμπνευση και για το ομώνυμο κομμάτι του Μπρους Σπρίνγκστιν.

image

Λουί Μαλ / Louis Malle

Ο Λουί Μαλ υπήρξε μία από τις πιο χαρακτηριστικές και χαμηλότονες φωνές του Γαλλικού Σινεμά από τα μέσα της δεκαετίας του ’50 μέχρι το 1995, οπότε και έφυγε ξαφνικά από τη ζωή στα 65 του. Επηρεάστηκε από την ακρίβεια των κινήσεων της κωμωδίας του Ζακ Τατί, αλλά και από την πυκνότητα των εικόνων του Μπρεσόν. Bαθιά ουμανιστής και ανήσυχος στο πνεύμα, χειρίστηκε με αξιοθαύμαστο τρόπο την κινηματογραφική γλώσσα ισορροπώντας σε αντιθέσεις. Ήταν ταυτόχρονα τρυφερός και τραγικός, κλασικός και μοντέρνος. Έζησε έντονα τη Νουβέλ Βαγκ, δεν ταυτίστηκε όμως απόλυτα μαζί της. Πολύπλευρα καλλιεργημένος, ήρθε σε επαφή με όλα σχεδόν τα κινηματογραφικά είδη, από το νουάρ μέχρι το ιστορικό δράμα.

Το έργο του Λουί Μαλ έχει για κύριο χαρακτηριστικό μια θεματική και μορφολογική ποικιλία. Από το «Ασανσέρ για Δολοφόνους», μέχρι τη «Ζαζί στο Μετρό», οι ταινίες του σπουδαίου Γάλλου σκηνοθέτη, παραμένουν διαχρονικά δείγματα γραφής ενός ευφυή καλλιτέχνη.

Γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1932 και θεωρείται δικαίως ως ένας από τους πιο σημαντικούς εκπροσώπους της γενιάς του. Σπούδασε στο Ινστιτούτο Ανωτέρων Σπουδών Κινηματογράφου στο Παρίσι – IDEC. Εκείνη την εποχή, ο νεαρός Λουί έδειχνε τα πρώτα δείγματα της καλλιτεχνικής του ιδιοφυΐας, κάτι που δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Ζακ Υβ Κουστό, ο οποίος και τον επέλεξε για βοηθό του στο υποβρύχιο φιλμ, «Ο Κόσμος της Σιωπής» του 1956.

Το 1957, όταν η Νουβέλ Βαγκ, το νέο γαλλικό κύμα δηλαδή, έκανε προκλητικά την εμφάνιση της, ο Μαλ, γύρισε ένα ατμοσφαιρικό θρίλερ, το «Ασανσέρ για Δολοφόνους», με ρεαλιστική φωτογράφιση των φυσικών χώρων του Παρισιού και με υποβλητική μουσική από τον Μάικλ Ντέιβς.

Από τότε, ο Μαλ έμεινε προσανατολισμένος προς το μοντερνισμό. Κάποιες φορές με μια επιφανειακή και επιπόλαιη ίσως έννοια των νέων τρόπων και της τρέχουσας κατάστασης που απαιτούσε η μόδα της εποχής και άλλοτε με μια οδυνηρή και συνειδητή διείσδυση των σημείων της κρίσης του ατόμου και της σύγχρονης κοινωνίας.

Ο βραβευμένος σκηνοθέτης αναζητούσε διαρκώς την αισθητική του πάθους, τις συνέπειες του απαγορευμένου έρωτα και τις παρεκκλίσεις των αισθήσεων. Ο Μαλ έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον και εστίασε τον φακό και την προσοχή του στην εσωτερικότητα των ηρώων του, δείχνοντας, όπως έλεγε ο ίδιος, «ενδιαφέρον στους χαρακτήρες που καλούνται να αντιμετωπίσουν καταστάσεις, οι οποίες έχουν να κάνουν με το νόημα της ύπαρξής τους».

Έφυγε από τη ζωή στις 23 Νοεμβρίου του 1995. Υπήρξε ένας ερωτικός, αισθησιακός, τρυφερός, νοσταλγός της αθωότητας, σαρκαστής των φαντασμάτων του παρελθόντος, αφηγηματικός, ρομαντικός και ρεαλιστής, επικός και λυρικός την ίδια στιγμή.

Καταπιάστηκε με δύσκολα και διαχρονικά θέματα, όπως είναι η αιμομιξία («Το φύσημα της καρδιάς»), η παιδική πορνεία («Η κουκλίτσα της Νέας Υόρκης»), με τον ναζισμό («Επώνυμο Λακόμπ, όνομα Λουσιέν»), με τον Μάη του ’68 («Ο Μιλού το Μάη») και με άλλα θέματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν να απασχολούν τον κόσμο.

Από τα έργα του ξεχωριστό ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ταινίες του: «Η φλόγα που τρεμοσβήνει», η «Ζαζί στο Μετρό», «Οι εραστές», «Ατλάντικ Σίτι» και το προτελευταίο του έργο «Μοιραίο Πάθος», με τους Τζέρεμι Αϊρονς και Ζιλιέτ Μπινός.

image

Atlantic City
Σκηνοθεσία: Λουί Μαλ
Σενάριο: Τζον Γκουάρε
Πρωταγωνιστούν: Μπαρτ Λάνκαστερ, Σούζαν Σαράντον, Μισέλ Πικολί
Φωτογραφία: Ρίτσαρντ Τσιούπκα
Μοντάζ: Σούζαν Μπάρον
Μουσική: Μισέλ Λεγκράν
Έτος Παραγωγής: 1980
Χώρα Παραγωγής: Καναδάς, Γαλλία
Διάρκεια: 104 λεπτά
Κυκλοφορεί στους Κινηματογράφους σε επανέκδοση από την Πέμπτη 4 Αυγούστου