Η κλασσική και παράλληλα διαχρονική ταινία του Έττορε Σκόλα, «Βίαιοι, Βρώμικοι και Κακοί» (Ugly, Dirty and Bad / Brutti, Sporchi e Cattivi) κυκλοφόρησε το 1976 και σηματοδοτεί το πλέον αντιπροσωπευτικό δείγμα γραφής του σπουδαίου Ιταλού δημιουργού. Εδώ ο σκηνοθέτης τολμάει όχι μόνο να φτιάξει μια κωμωδία πάνω στη φτώχεια και στην εξαθλίωση, αλλά να καταδείξει με τον πλέον γλαφυρό τρόπο, την αποκτήνωση που φέρνει σταδιακά η φριχτή ζωή των ανθρώπων, όταν βρίσκονται στα όρια της ένδειας. Το μαύρο χιούμορ του Σκόλα, υποστηρίζεται μοναδικά από έναν πικρό, όσο και ακέραιο, νεορεαλισμό.

Ads

Βρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του εβδομήντα, στα προάστια της Ρώμης. Η κάμερα παρακολουθεί την καθημερινή ζωή μιας οικογένειας – περίπου είκοσι πέντε άτομα, μεταξύ των οποίων γονείς, παιδιά, σύζυγοι, εραστές, εγγόνια και μια γιαγιά. Η ιστορία εκτυλίσσεται μέσα στη φτώχεια μιας παραγκούπολης. Αρχηγός όλων είναι ο γέρος Τζατσίντο Ματσατέλα, ο οποίος έχει καταγωγή από την Απουλία και είναι ένας μονόφθαλμος, δεσποτικός και αναξιόπιστος άνθρωπος, που συμπεριφέρεται βάναυσα σε συγγενείς και γείτονες.

image

Η ταινία ξεκινά με την μικρότερη κοπέλα της οικογένειας, η οποία κάθε μέρα, τα χαράματα, σηκώνεται και πάει να γεμίσει κουβάδες με νερό για την οικογένεια κι ενώ περιμένει παίζει κουτσό. Σταδιακά ξυπνάνε όλα τα μέλη της υπόλοιπης οικογένειας για να πάνε, όπως κάθε μέρα, να βρουν κάποιο μεροκάματο, αν και ελάχιστοι από αυτούς το κάνουν με έντιμο τρόπο.

Ads

Η μέρα της πληρωμής της σύνταξης της γιαγιάς, αποτελεί ορόσημο και σημείο αναφοράς για την επιβίωσης της οικογένειας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι όλοι μαζί, σαν μια άγρια φυλή, πηγαίνουν για να την εισπράξουν, βάζοντας τα μικρότερα παιδιά να σπρώχνουν το καροτσάκι της ηλικιωμένης γυναίκας. Από τη στιγμή όμως που το χρήμα είναι στα χέρια τους, γίνεται η μοιρασιά και ο καθένας παίρνει τον δρόμο του, αφήνοντας την ηλικιωμένη γυναίκα μόνη της με τα παιδιά, στα οποία έχει ανατεθεί να την επιστρέψουν στο σπίτι.

image

Ο Τζατσίντο, από την πλευρά του, έχει ένα εκατομμύριο λιρέτες από μια αποζημίωση που πήρε από την ασφάλεια, επειδή είχε χάσει ένα μάτι από εργατικό ατύχημα. Συντηρεί με πολύ ζήλο αυτά τα χρήματα και έχει εμμονή με την ιδέα ότι οι συγγενείς του μπορεί να του τα κλέψουν, γι’ αυτό τα κρύβει συνεχώς σε διαφορετικά μέρη.

Όμως μια νύχτα, βασανιζόμενος από έναν εφιάλτη, στον οποίο βλέπει τους συγγενείς του να ξοδεύουν τα λεφτά του, ο ήρωας μας ξυπνάει αλαφιασμένος και πάει να ελέγξει αν είναι στην κρυψώνα τα χρήματα, αλλά δεν τα βρίσκει. Εξαγριωμένος, ξυπνάει όλη την οικογένεια και αρχίζει να ψάχνει το εκατομμύριο κάτω από τα στρώματα και όταν δεν το βρίσκει αρπάζει το δίκανο που έχει συνέχεια γεμισμένο, απειλώντας να σκοτώσει όλους τους παρευρισκόμενους, αν δεν του επιστρέψουν αμέσως τα χρήματα.

image

Ένας από τους γιους δεν δίνει σημασία στις απειλές του και πάει να φύγει, αλλά ο γέρος Τζατσίντο χωρίς να διστάσει τον πυροβολεί, τραυματίζοντάς τον στην ωμοπλάτη. Στην αστυνομία, όπου τον έχουν πάει, θυμάται ξαφνικά ότι τα χρήματα δεν τα βρήκε γιατί βρίσκονταν σε μια άλλη μυστική κρυψώνα. Προσπαθεί να τα καλύψει όλα μ’ ένα χαμόγελο και ο επιθεωρητής – κουρασμένος να βρίσκεται συνέχεια μπροστά του αυτός ή κάποιος από την οικογένειά του – τον διώχνει προτείνοντάς του να σκοτώσει όλους τους συγγενείς του και μετά να κλειστεί για πάντα στη φυλακή.

image

Ο Τζατσίντο επανέρχεται και μια μέρα συναντά μια εύσωμη ναπολετάνα πόρνη, την Ίζιντε, με την οποία αρχίζει να κατασπαταλάει τα χρήματά. Σαν να μην έφτανε αυτό, την πηγαίνει στο σπίτι, εξοργίζοντας έτσι τη γυναίκα του. Αυτή, για να ξεπλύνει την προσβολή, οργανώνει την δολοφονία του Τζατσίντο σε συνεργασία με όλους τους συγγενείς, συμπεριλαμβανομένης και της μητέρας του Τζατσίντο – αρχικά η γυναίκα εκλιπαρεί να μην σκοτώσουν τον γιο της, αλλά όταν της εξηγούν ότι θα τον σκοτώσουν για να του πάρουν τα λεφτά, αμέσως συμφωνεί κι αυτή.

image

Το σχέδιο είναι απλό. Οργανώνουν το τραπέζι για τη βάφτιση ενός από τα εγγόνια του Τζατσίντο, στο οποίο αυτός και η πόρνη είναι οι τιμώμενοι καλεσμένοι. Στο πιάτο του όμως έχουν βάλει άφθονο ποντικοφάρμακο. Όταν αντιλαμβάνεται τι γίνεται, καταφέρνει να τη γλυτώσει, χάρις σε μια τρόμπα ποδηλάτου με την οποία καταπίνει θαλασσινό νερό, καταφέρνει να κάνει εμετό το υπόλοιπο της μακαρονάδας και να σωθεί.

image

Αφού έχει πλέον ξαναβρεί τη φόρμα του, προκειμένου να αποκτήσει ένα παλιό κάμπριο πουλάει (εν αγνοία όλων) την παράγκα σ’ έναν άλλον κακομοίρη, ο οποίος εμφανίζεται μαζί με την οικογένειά του – πιο πολυάριθμη ακόμη και από εκείνη του Τζατσίντο – για να καταλάβει νόμιμα την κατοικία. Εν μέσω μιας συμπλοκής μεταξύ των δύο οικογενειών, καταφθάνει ο Τζατσίντο με το αυτοκίνητο και καταστρέφει κατά λάθος – λόγω απειρίας στην οδήγηση – την παράγκα.

image

Στο τέλος βλέπουμε συγκεντρωμένες τις δύο οικογένειες στην παράγκα που έχει εν τω μεταξύ επιδιορθωθεί και τον Τζατσίντο να απειλεί να διώξει τους πάντες. Πλέον έχει βρει τα χρήματα, τα οποία θα τα ασφαλίσει δια παντός κλείνοντάς τα με γύψο στο χέρι του. Η ταινία τελειώνει με την ίδια σχεδόν σκηνή που βλέπουμε στην αρχή. Δηλαδή με το κοριτσάκι που πάει να γεμίσει τους κουβάδες με το νερό. Καθώς όμως παίζει κουτσό, φαίνεται τώρα σε προφίλ η κοιλιά της που έχει μεγαλώσει. Κάποιος, είτε από την οικογένειά της είτε ένας από τους καινούργιους ενοίκους του σπιτιού, την έχει αφήσει έγκυο.

Η ταινία «Βίαιοι, Βρώμικοι και Κακοί» (Ugly, Dirty and Bad / Brutti, Sporchi e Cattivi), του Έττορε Σκόλα, προβλήθηκε το 1976, στο 29ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ των Καννών, όπου και απέσπασε το Βραβείο Σκηνοθεσίας. Στο φιλμ πρωταγωνιστεί ο σπουδαίος Ιταλός ηθοποιός και σκηνοθέτης, Νίνο Μανφρέντι. Η ταινία είναι γυρισμένη σχεδόν αποκλειστικά στη Ρώμη, στην περιοχή του Μόντε Τσότσι, με θέα προς τον τρούλο του Αγίου Πέτρου και την οδό Ολύμπικα.

image

Η Κωμωδία, ίσως το δημοφιλέστερο είδος του Ιταλικού Κινηματογράφου, παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη ανάπτυξη – συνδυασμένη με μία παγκόσμια και λαϊκή αποδοχή – από τα μέσα της δεκαετίας του ’50, μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ’70. Στο διάστημα αυτό, οι ιταλικές κωμωδίες που παρήχθησαν, κατέγραψαν μοναδικά την μικροαστική ατμόσφαιρα, την αθλιότητα, αλλά και όλα εκείνα τα κοινωνικά χαρακτηριστικά, που διακατέχουν μία Ιταλία, που μόλις είχε συνέλθει από τις καταστροφικές συνέπειες του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Σε μία Ιταλία στο μεταίχμιο, με τις οικονομικές μεταπολεμικές δυσκολίες και η οποία προσπαθούσε απεγνωσμένα να θέσει τις βάσεις μιας στοιχειώδους οικονομικής ανάπτυξης. Όμως σε αντίθεση με τους περισσότερους συναδέλφους του, της εποχής εκείνης, ο Έττορε Σκόλα βρίσκεται σκηνοθετικά και καλλιτεχνικά, πιο κοντά στην ηθογραφία, ενώ την ίδια στιγμή τον διακρίνει ένα άκρατος πεσιμισμός που είναι όλο και περισσότερο φανερός, στα θέματα με τα οποία αποφασίζει να ασχοληθεί.

image

Ο Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος, Έττορε Σκόλα, γεννήθηκε στο Τρεβίζο της Ιταλίας, στις 10 Μαΐου του 1931. Σπούδασε νομικά στο Πανεπιστήμιο της Ρώμης και ξεκίνησε την καριέρα του, γράφοντας ευθυμογραφήματα σε λαϊκά περιοδικά. Στον Κινηματογράφο βρέθηκε αρχικά ως σεναριογράφος (Ο Φανφαρόνος. Ένας Υπέροχος Κερατάς, Φαντάσματα στη Ρώμη κ.α.), για να περάσει αργότερα στη σκηνοθεσία.

Οι ταινίες του Σκόλα αποτελούν μία ιδιαίτερη περίπτωση, όπου με οξυδερκή ματιά και καυστικό χιούμορ, σχολιάζονται ο ιταλικός μικροαστισμός, δίνοντας άλλο νόημα στην “κωμωδία αλά ιταλικά”. Με την ταινία του «Βίαιοι, Βρώμικοι και Κακοί», κερδίζει το Βραβείο Σκηνοθεσίας στις Κάννες το 1976. Με το φιλμ «Μια Ξεχωριστή Ημέρα», το Μεγάλο Ειδικό Βραβείο στο Φεστιβάλ Καννών το 1977 και με τη δημιουργία του «Ο Χορός», αποσπά το 1983 το Σεζάρ Σκηνοθεσίας.

Διαβάστε επίσης:
Πέθανε ο σπουδαίος Ιταλός σκηνοθέτης Έττορε Σκόλα

image

«Δεν πιστεύω ότι το σινεμά μπορεί να μεταμορφώσει ή να αλλάξει την πραγματικότητα και κατ΄ επέκταση την πολιτική. Αυτό που μπορεί να κάνει ο κινηματογράφος και αυτό είναι το ισχυρό όπλο του, είναι να παρέμβει στα μυαλά των ανθρώπων που παρακολουθούν ταινίες. Το έργο μπορεί να εγείρει ερωτήματα τα οποία διαφορετικά μπορεί να μην είχαν γεννηθεί, μπορεί να δημιουργήσει αμφιβολίες στο κοινό που αλλιώς δεν θα υπήρχαν.» – Έττορε Σκόλα