Ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες όλων των εποχών, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, ή αλλιώς «ο ποιητής με την κάμερα», αναζήτησε να αποτυπώσει και να αναδείξει το μυστήριο, την έκσταση και την ολότητα της ύπαρξης μέσα από μικρογραφίες της καθημερινότητας, εστιάζοντας με εμμονική συνέπεια τον φακό του στις προσωπικές σχέσεις. Με αφορμή τη συμπλήρωση εκατό (100) χρόνων από τη γέννηση του Σουηδού δημιουργού, στις 14 Ιουλίου του 1918, γυρνάμε τον χρόνο πίσω και θυμόμαστε τις δέκα (10) σημαντικότερες ταινίες του κορυφαίου σκηνοθέτη.

Ads

Ίνγκμαρ Μπέργκμαν / Ingmar Bergman (14 Ιουλίου 1918 – 30 Ιουλίου 2007)

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους και πλέον διακεκριμένους καλλιτέχνες στον κόσμο. Αντιπροσωπεύει τον πιο διάσημο σκηνοθέτη του λεγόμενου “καλλιτεχνικού κινηματογράφου”. Κάθε ταινία του ήταν γεγονός αναμενόμενο και όλοι μεταχειρίζονταν τον χαρακτηρισμό αριστούργημα για κάθε νέα του ταινία. Παράλληλα, ήταν κι ένας απίστευτα παραγωγικός σκηνοθέτης.

Το σύνολο του έργου του εμφανίζεται ως μια συνεχής ερώτηση, που συχνά δεν έχει απάντηση, σχετικά με την ανθρώπινη ύπαρξη, την παρουσία ή απουσία του Θεού. Η αγωνία της έλλειψης επικοινωνίας, η ασάφεια και η διπροσωπία της ανθρώπινης φύσης, η μοναξιά χωρίς πιθανότητες υπερβάσεως σε ένα κόσμο γεμάτο προσποίηση, η σιωπή και η ντροπή, είναι σταθερά στοιχεία, σχεδόν σε κάθε του ταινία.

Ads

image

Κληρονόμος της σκανδιναβικής κινηματογραφικής παράδοσης (Στίλλερ, Σγιόστρομ, Ντράγιερ) και βαθιά επηρεασμένος από την σκέψη του Κίρκεγκωρ, Μπερντιάεφ, τον υπαρξισμό και τις ψυχαναλυτικές θεωρίες (Φρόυντ, Γιούνγκ), ο Μπέργκμαν δίνει βάρος όχι τόσο στην κοινωνία ή στην ιστορία, όσο στο ίδιο το άτομο.

Ίσως γι’ αυτό τα πιο χαρακτηριστικά έργα του είναι σκληρά, αλλά πάντα ρεαλιστικά. Ευγενή δοκίμια για το ρόλο της ανθρωπότητας σ’ έναν αλλοτριωμένο κόσμο. Με το έργο του, ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν αναδιατύπωσε τα μεγάλα ερωτήματα γύρω από την ανθρώπινη συνθήκη, αλλάζοντας για πάντα τον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε το Σινεμά.

image

«Υπάρχει πάντα μια διαρκής πάλη μέσα μου, ανάμεσα στην ανάγκη μου να καταστρέψω και στη θέλησή μου να ζήσω. Κι αυτό δημιουργεί μία εσωτερική ένταση που κυριαρχεί και στον τρόπο που δημιουργώ και στην υλική μου ύπαρξη. Κάθε πρωί ξυπνώ με μια καινούρια οργή, μια καινούρια καχυποψία, μια καινούρια λαχτάρα για τη ζωή» – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν (14 Ιουλίου 1918 – 30 Ιουλίου 2007)

Διαβάστε επίσης:

«Καλοκαίρι με τη Μόνικα» (Summer with Monika / Sommaren med Monika – 1953)

image

Ο Χάρι (Λαρς Έκμποργκ – Lars Ekborg) και η Μόνικα (Χάριετ Άντερσον – Harriet Andersson) γνωρίζονται σ’ ένα μπαρ και πηγαίνουν μαζί στον κινηματογράφο. Εκείνη ονειρεύεται να αποδράσει από τη μιζέρια του σπιτιού της και τον μόνιμα μεθυσμένο πατέρα της. Ο Χάρι από τη μεριά του θα ήθελε να την καλέσει στο διαμέρισμά του, αλλά επειδή φοβάται την αυταρχική θεία του προτιμά να φύγουν με τη βάρκα του. Η αρχική ευφορία που τους δίνει η προσωρινή φυγή από την καθημερινότητα και τα προβλήματά της, σιγά-σιγά αρχίζει να μετατρέπεται σε εφιάλτη από την έλλειψη χρημάτων, αλλά και την παράλληλη έλευση ενός αντίζηλου. Τελικά οι δύο νέοι, ο Χάρι και η Μόνικα, θα παντρευτούν. Καρπός του έρωτας τους θα είναι ένα παιδί, αλλά η Μόνικα δε θα αντέξει τη συμβατική οικογενειακή ζωή και μοιραία θα εγκαταλείψει τον Χάρι…

Μία ταινία που στην εποχή της επικρίθηκε δριμύτατα – στις Ηνωμένες Πολιτείες κυκλοφόρησε με τον τίτλο: Monika, the Story of a Bad Girl – για την τολμηρότητα των σκηνών της. Υπέροχες σεκάνς, από έναν πραγματικό δεξιοτέχνη της κάμερας όπως ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, όπου εδώ μεταξύ άλλων μας χαρίζει κι ένα πλάνο ανθολογίας που άφησε εποχή, αυτό όπου η Χάριετ Άντερσον, κλείνει το μάτι στους θεατές κοιτώντας κατάματα την κάμερα.

«Το «Καλοκαίρι με τη Μόνικα είναι η πλέον πρωτότυπη ταινία του πλέον πρωτότυπου των σκηνοθετών» – Ζαν-Λυκ Γκοντάρ

«Χαμόγελα Καλοκαιρινής Νύχτας» (Sommarnattens Leende / Smiles of a Summer Night – 1955)

image

Το 1901, ο δικηγόρος Φρέντερικ Έγκερμαν (Gunnar Björnstrand), γοητευτικός σαραντάρης, χήρος και πατέρας του φοιτητή της Θεολογίας Χέντρικ (Björn Bjelfvenstam), παντρεύεται την Άννα (Ούλα Γιάκομπσον), που είναι σχεδόν συνομήλικη με τον γιο του. Ο κυνισμός του πατέρα έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον πουριτανικό μυστικισμό του γιου, που αναστατώνεται από τις προκλητικές χάρες της Πέτρα (Χάριετ Άντερσον), επιστήθιας φίλης της Άννας. Στη διάρκεια μιας συζήτησης ο Φρέντερικ προφέρει το όνομα της παλιάς ερωμένης του Ντεζιρέ Άρμφελντ (Εύα Ντάλμπεκ), με την οποία θα συναντηθεί στο θέατρο. Η Ντεζιρέ, αν και περιστοιχίζεται από τον φαντασμένο στρατιωτικό Καρλ Μάγκνους Μάλκολμ (Jarl Kulle), αποφασίζει να ξανακερδίσει τον παλιό εραστή της, με τον οποίο έχει ένα παιδί. Με τη βοήθεια της μητέρας της, διοργανώνει ένα σαββατοκύριακο στην εξοχή, όπου προσκαλούνται τόσο οι Έγκερμαν, όσο και οι Μάλκολμ.

Σε αυτή την έξυπνη και γεμάτη συμβολισμούς κωμωδία, ο Μπέργκμαν παρουσιάζει με απολαυστικό τρόπο τη σύγκρουση των δύο φύλων. Από τη μία πλευρά οι άντρες, όπου η ματαιοδοξία τους τριγυρίζει την παρουσία του θανάτου και από την άλλη οι γυναίκες, όπου γεμάτες χιούμορ αντικατοπτρίζουν με την ενεργητικότητα τους, τις χαρές της ζωής.

«Άγριες Φράουλες» (Wild Strawberries – 1957)

image

H ταινία ξεκινά μ’ έναν εφιάλτη, καθώς ο γηραιός καθηγητής Ιατρικής – ο οποίος πρόκειται να τιμηθεί από την Ακαδημία για την προσφορά του στην επιστήμη – βλέπει, σ’ ένα φέρετρο που πέφτει από μια νεκροφόρα και ανοίγει μπροστά του, τον εαυτό του νεκρό ενώ ένα ρολόι, χωρίς δείκτες, «δείχνει» την ώρα του Θανάτου. Ο ηλικιωμένος άνδρας (υποδειγματικά ερμηνευμένος από τον μεγάλο σκηνοθέτη της εποχής του βωβού κινηματογράφου, Βίκτορ Σγιόστρομ), ο οποίος στο βωμό της επιτυχίας και της καταξίωσης, θυσίασε την χαρά της ζωής και τους χυμούς του έρωτα, στεγνώνοντας την ψυχή του, πραγματοποιεί το τελευταίο του ταξίδι, ενώ ταυτόχρονα ξαναζεί τη ζωή του και συμφιλιώνεται με τον φόβο του θανάτου.

Ένα γλυκόπικρο οδοιπορικό στις αναμνήσεις και τα όνειρα της ανθρώπινης ύπαρξης και μία από τις δέκα σημαντικότερες ταινίες του σπουδαίου Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Τιμήθηκε με την Χρυσή Άρκτο στο  Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ του Βερολίνου, το 1958. Πρωταγωνιστούν: Βίκτορ Σγιόστρομ, Ινγκριντ Τούλιν, Μπίμπι Αντερσον. Προτάθηκε για το Όσκαρ Καλύτερου Σεναρίου, ενώ τιμήθηκε με την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

«Η Έβδομη Σφραγίδα» (The Seventh Seal – 1957)

image

Ο ιππότης Μπλοκ με τον υπηρέτη του Γιενς, επιστρέφουν από τις σταυροφορίες σε μια Σουηδία αφανισμένη από την πανούκλα. Στον δρόμο προς το κάστρο, σε μια έρημη ακτή, συναντούν τον Θάνατο. Ο ιππότης για να κερδίσει χρόνο, μήπως και μπορέσει να βρει απαντήσεις στις υπαρξιακές αγωνίες και τα μεταφυσικά προβλήματα που τον ταλανίζουν, του προτείνει να παίξουν μια παρτίδα σκάκι και όταν τελειώσει, αυτή να είναι και η τελευταία του προθεσμία.Ο ιππότης αναρωτιέται διαρκώς γύρω από την ύπαρξη ή όχι του Θεού και το νόημα της ζωής, ενώ αντίθετα ο ιπποκόμος του αντιμετωπίζει την πραγματικότητα με κυνισμό και ρεαλισμό, αμφισβητώντας την θρησκευτική πίστη.

Η «Έβδομη Σφραγίδα» – ο τίτλος αναφέρεται στις επτά σφραγίδες με τις οποίες είναι δεμένο το βιβλίο του Θεού και μόνον με το σπάσιμο της έβδομης, θα αποκαλυφθεί το μυστικό της ζωής – είναι μια από τις κορυφαίες ταινίες του Σουηδού δημιουργού. Η εκπληκτική ασπρόμαυρη φωτογραφία, είναι του σπουδαίου Γκούναρ Φίσερ (μόνιμου συνεργάτη του Μπέργκμαν στο πρώτο μισό της καριέρας του – στο άλλο μισό παίρνει την σκυτάλη ο επίσης σπουδαίος Σβεν Νίκβιστ). Στο κεντρικό δίδυμο των ηθοποιών, δεσπόζουν ο θαυμάσιος Μαξ Φον Σίντοφ (στην πρώτη του συνεργασία με τον σκηνοθέτη) και ο Γκούναρ Μπιόρνστραντ. Η ταινία, απέσπασε το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής του Φεστιβάλ Καννών, το 1957.

«Γεννήθηκα σε μια οικογένεια πάστορα κι εκεί γρήγορα μαθαίνει κανείς να βλέπει πίσω από τα παρασκήνια της ζωής και του θανάτου.» – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

«Η Πηγή των Παρθένων» (The Virgin Spring / Jungfrukällan – 1960)

image

Η ταινία μας ξεκινά με την Ινγκέρι (Γκούνελ Λίντμπλομ) την ψυχοκόρη μιας οικογένειας χωρικών να κάνει παράκληση στον θεό Οντίν να φέρει συμφορές στην έφηβη κόρη της οικογένειας, Κάριν (Μπιργκίτα Πέτερσον). Το πρωί οι γονείς αναθέτουν στην Κάριν την ευθύνη να πάει τα κεριά στην εκκλησία για την πρωινή λειτουργία καθώς σύμφωνα με την παράδοση μόνο μια παρθένα μπορούσε να τα μεταφέρει. Η Κάριν επιμένει να πάρει μαζί της και την Ίνγκερι κι οι δύο τους ξεκινούν μαζί για την εκκλησία. Στο δρόμο όμως η Ίνγκερι μένει πίσω κι αφήνει την Κάριν να συνεχίσει μόνη της, η Κάριν συναντά στη συνέχεια τρεις βοσκούς, δύο ενήλικες άνδρες και τον μικρό τους αδερφό.

Οι βοσκοί αρχικά πιάνουν την κουβέντα με την Κάριν, αλλά στη συνέχεια τη βιάζουν κι εν τέλει την δολοφονούν. Αργότερα και κατά ειρωνικό τρόπο, οι ίδιοι βοσκοί ζητούν καταφύγιο για τη νύχτα στο σπίτι της Κάριν, χωρίς φυσικά να ξέρουν ότι πρόκειται για την οικογένειά της. Ο Τέρε (Μαξ Φον Σίντοφ) κι η Μερέτε (Μπιργκίτα Βάλμπεργκ), είναι οι γονείς της Κάριν και τους παρέχουν άσυλο, χωρίς να γνωρίζουν τι έχει συμβεί στην κόρη τους, όταν όμως ανακαλύπτουν τα ματωμένα της ρούχα, ο Τέρε σχεδιάζει μια εκδίκηση, ελπίζοντας ότι αυτό θα του φέρει την κάθαρση.

Ένα σκοτεινό παραμύθι, μία σκληρή, δραματική ταινία που θέτει ερωτήματα σε αμφιλεγόμενα ηθικά ζητήματα. Μια κοινωνική αλληγορία που ζητά απαντήσεις για τη θρησκεία, τη ζηλοφθονία και την αυτοδικία. Η ταινία βραβεύτηκε με Όσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας στην τελετή του 1961, ενώ αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για την ταινία του Γουές Κρέιβεν του 1972 “Το Τελευταίο Σπίτι Στα Αριστερά” (The Last House on the Left)”. Άψογη φωτογραφία, όπως συνήθως συμβαίνει στις ταινίες του Μπέργκμαν, με τη σκηνή όπου ο Μαξ Φον Σίντοφ προσπαθεί να λυγίσει το δεντρό, να μένει για πάντα στη μνήμη του θεατή και να μας προσφέρει μία από τις πλέον συγκλονιστικές ερμηνείες της πλούσιας καριέρας του.

«Περσόνα» (Persona – 1966)

image

Η ηθοποιός Ελίζαμπεθ Βόγκλερ (Λιβ Ούλμαν), παντρεμένη και με έναν μικρό γιο, καταρρέει κατά τη διάρκεια μιας παράστασης της Ηλέκτρας. Στη συνέχεια καταφεύγει στη σιωπή και την απομόνωση από τον υπόλοιπο κόσμο. Η νοσοκόμα που την περιποιείται, η Άλμα (Μπίμπι Άντερσον), τη συνοδεύει στο παραθαλάσσιο σπίτι της γιατρού της, για να βελτιωθούν οι συνθήκες ανάρρωσης της. Η Άλμα προσπαθεί συνεχώς να διαλευκάνει ποιος είναι ο λόγος που η Ελίζαμπεθ έχει επιλέξει τη σιωπή – η οποία μετατρέπεται σιγά σιγά σε κατατονία – μιας και πιστεύει ότι διαθέτει ένα είδος «εσωτερικής δύναμης» που την έχει ωθήσει σε τούτη της την επιλογή. Παρότι εντελώς αντίθετοι χαρακτήρες μια περίεργη όσμωση θα δημιουργηθεί ανάμεσα στις δύο γυναίκες.

Έχουν περάσει αρκετά χρόνια από τότε που είδα στην μεγάλη οθόνη την «Περσόνα» για πρώτη φορά. Μία μοναδική εμπειρία θέασης. Συγκλονισμένος, επανήλθα από τότε αρκετές φορές και σε τακτά χρονικά διαστήματα, για να την απολαύσω, έστω και σε διαφορετικά φορμάτ. Όμως, όσες φορές και να παρακολουθήσεις το αριστούργημα του Μπέργκμαν, πάντα θα ανακαλύψεις και κάτι το καινούργιο. Είναι σαν ένας πίνακας ζωγραφικής, που ανεξάρτητα από το πόσες φορές κι αν τον μελετήσεις, αν κοιτάξεις προσεκτικά, θα ανακαλύψεις μία καινούργια οπτική γωνία, ένα νέο ερέθισμα και μία συγκίνηση μου μόνο η Τέχνη στο σύνολο της μπορεί πραγματικά να σου προσφέρει. Είναι ταινίες όπως η «Περσόνα», για τις οποίες αξίζει πραγματικά ο Κινηματογράφος να λογίζεται ως η Έβδομη Τέχνη…

«Η ταινία αυτή μου έσωσε τη ζωή. Και αποτελεί τα όρια στα οποία θα μπορούσε να φτάσει η διάνοιά μου…» – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν

«Ντροπή» (Shame / Skammen – 1968)

image

Κατά τη διάρκεια ενός ανώνυμου και απροσδιόριστου πολέμου, ένα ζευγάρι μουσικών καταφεύγουν σε ένα μικρό νησί. Και οι δύο πιστεύουν ότι δεν πρέπει να συμμετέχουν στη σύγκρουση που μαίνεται στον έξω κόσμο. Αυτή όμως η αποχή τους από τα δρώμενα του καιρού τους, δεν μπορεί να τους αφήσει ανεπηρέαστους. Εξαίσιο δείγμα γραφής της τέχνης του Μπέργκμαν, με πρωταγωνιστές δύο αγαπημένους του ηθοποιούς, την Λιβ Ούλμαν και τον Μαξ Φον Σίντοφ. Η «Ντροπή» ήταν Υποψήφια για την Χρυσή Σφαίρα Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας.

«Το Αυγό του Φιδιού» (Das Schlangenei / The Serpent’s Egg – 1977)

image

Η ταινία περιγράφει μια εβδομάδα από τη ζωή του Άμπελ Ρόζεμπεργκ, τον οποίο υποδύεται ο Ντέιβιντ Καραντάιν, ως άνεργος Αμερικανός ακροβάτης τσίρκου, που ζει στο τσακισμένο από τη φτώχεια Βερολίνο, μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Όταν ο αδερφός του αυτοκτονεί, ο Άμπελ βρίσκει καταφύγιο στο σπίτι ενός παλιού φίλου, του καθηγητή Βερέγκους. Με κάποιο τρόπο, μαθαίνει τρομακτικά μυστικά και τον λόγο που οδήγησε τον αδερφό του στην αυτοκτονία. Στο πλευρό του Ντέιβιντ Καραντάιν, βλέπουμε επίσης τους Χάινς Μπένεντ, Γκερτ Φρέμπε, καθώς και την αγαπημένη, Λιβ Ούλμαν.

Το «Αυγό του Φιδιού», αποτελεί μία από τις λιγότερες γνωστές ταινίες του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο κορυφαίος Σουηδός σκηνοθέτης, μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη ένα δικό του σενάριο, έχοντας στο πλευρό του τη μούσα και αγαπημένη του, Λιβ Ούλμαν (Persona – 1966) και πρωταγωνιστή τον Αμερικανό ηθοποιό Ντέιβιντ Καραντάιν (Kung Fu – 1972), στη σημαντικότερη ίσως στιγμή της καριέρας του.

«Μέσα στον φόβο, υπάρχει μια μανιασμένη οργή. Όλοι φοβούνται τώρα, φοβούνται σε βαθμό τρέλας. Όλοι οι πειθήνιοι μικροϋπάλληλοι και οι καλοσυνάτες γυναικούλες τους, όλοι οι στρατιώτες που περιφέρονται στους στρατώνες και εύχονται να ήταν πίσω στον πόλεμο, όλοι οι φτωχοί αγρότες που δίνουν σχεδόν τζάμπα τα προϊόντα τους, όλοι οι δάσκαλοι που δεν πιστεύουν πια αυτά που γράφουν τα βιβλία τους – όλοι είναι έντρομοι και σύντομα ο φόβος τους θα μετατραπεί σε οργή. Θέλεις να το δεις αυτό, αγαπητέ μου Άμπελ; Όχι βέβαια. Αν δε σ’ έχουν ξυλοκοπήσει στο μεταξύ μέχρι θανάτου, θα προτιμάς να παρουσιάζεις το νούμερο σου στο Νότιο Πόλο απ’ ότι εδώ στο Βερολίνο, όταν οι υποταγμένοι ξεσηκωθούν και ο φόβος τους μετατραπεί σε οργή…» – Χόλινγκερ (Georg Hartmann) / Απόσπασμα από «Το Αυγό του Φιδιού» (1977)

«Φθινοπωρινή Σονάτα» (Autumn Sonata – 1978)

image

Το 1978, δύο από τις σημαντικότερες ερμηνεύτριες όλων των εποχών, η αείμνηστη Ίνγκριντ Μπέργκμαν και η αγαπημένη Λιβ Ούλμαν, πρωταγωνιστούν στην αριστουργηματική «Φθινοπωρινή Σονάτα» του Ίνγκμαρ Μπέργκμαν. Ο κατά πολλούς κορυφαίους σκηνοθέτης όλων των εποχών, συνεργάζεται με την σπουδαία Σουηδέζα συμπατριώτισσα του, στην τελευταία κινηματογραφική ταινία της ανεπανάληπτης καριέρας της.

Η Σαρλότ (Ίνγκριντ Μπέργκμαν), διάσημη πιανίστρια και η κόρη της Εύα (Λιβ Ούλμαν), σύζυγος ενός πάστορα, συναντιούνται ύστερα από εφτά χρόνια, στο πρεσβυτέριο της τελευταίας. Η Σαρλότ πάσχει από κατάθλιψη μετά τον θάνατο του φίλου της, ενώ αγνοεί ότι η Εύα φροντίζει και το άλλο παιδί της, την ανάπηρη Έλενα (Lena Nyman).

Η συνάντηση μάνας και κόρης εξελίσσεται σε μια τρομερή σύγκρουση, μέσα από μια σειρά εξομολογήσεων που ξεχειλίζουν ταυτόχρονα από αγάπη, αλλά και μίσος. Μία εκρηκτική σχέση γεμάτη πάθος, αλλά που ταυτόχρονα διακατέχεται από σχεδόν εμμονικά πάθη. Οι δύο κορυφαίοι Σουηδοί καλλιτέχνες συναντιόνται για πρώτη (και τελευταία) φορά στην μεγάλη οθόνη με το αποτέλεσμα να είναι μαγικό. Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, υπογράφει το σενάριο της «Φθινοπωρινής Σονάτας» και σκηνοθετεί την Ίνγκριντ Μπέργκμαν – το όμοιο επίθετο, αποτελεί απλά συνωνυμία – σε μία από τις τελευταίες δημιουργίες αμφότερων.

«Φάννυ και Αλέξανδρος» (Fanny and Alexander / Fanny och Alexander – 1982)

image

Το σκηνικό της ταινίας είναι μια σουηδική πόλη στις αρχές του 20ού αιώνα. Υπάρχει ένα θέατρο, το οποίο συγκεντρώνει τη γενική αναγνώριση, ένα πανεπιστήμιο με βαρυσήμαντη παράδοση και ένας επιβλητικός καθεδρικός ναός. Το δημοτικό θέατρο της πόλης αγοράστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα από έναν πλούσιο επιχειρηματία, τον Oscar Ekdahl. Η χήρα του, Helena Ekdahl, που έχει αναλάβει το ρόλο του αρχηγού της οικογένειας, έχει παραχωρήσει τη διεύθυνση του θεάτρου στο μεγαλύτερο γιο της και τη γυναίκα του. Η ιστορία επικεντρώνεται στην οικογένεια των Ekdahl και στο θίασο των ηθοποιών. Όλα κυλούν ειδυλλιακά μέχρι που εμφανίζεται ο επίσκοπος Edvard Vergerus, ένας γεροδεμένος άντρας, με ευγενική φωνή, καλοραμμένα άμφια και μια τόσο αδιάλλακτη αυστηρότητα, η οποία θα συντριβεί μονάχα όταν το σώμα του καεί σαν λαμπάδα. Όσο παράδοξο και αν ακούγεται, υπαίτιος για το θάνατό του είναι ο δεκάχρονος Alexander. Η Fanny είναι η μικρότερη αδελφή του. Η ταινία «Φάννυ και Αλέξανδρος» εξιστορεί ένα έτος από τη ζωή της οικογένειας Ekdahl.

«Το έργο μου Φάννυ και Αλέξανδρος συμπυκνώνει ολόκληρη τη ζωή μου ως σκηνοθέτη.» – Ίνγκμαρ Μπέργκμαν