Την ώρα που δεκάδες ηγέτες κρατών συναντιούνται στο Ντουμπάι για τη Σύνοδο Κορυφής του ΟΗΕ, γνωστή ως COP28, προκειμένου να συζητήσουν μεταξύ άλλων σχετικά με τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής και τον μετριασμό τους, έκθεση του επιστημονικού περιοδικού Lancet έρχεται να τονίσει τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης στην υγεία των ανθρώπων.

Ads

Το επιστημονικό περιοδικό Nature, περιγράφει τρεις από τους κυριότερους τρόπους με τους οποίους η σημερινή κατάσταση του κλίματος παγκοσμίως βλάπτει την υγεία.

Φονικοί καύσωνες

«Άνθρωποι πεθαίνουν κάθε χρόνο από τους καύσωνες που προκαλούνται από την κλιματική αλλαγή», επισημαίνει ο ερευνητής για το κλίμα και την υγεία Wenjia Cai, στο Πανεπιστήμιο Tsinghua του Πεκίνου. Οι υψηλές θερμοκρασίες αυξάνουν τον κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και θερμοπληξίας, όταν δηλαδή το σώμα δεν μπορεί πλέον να ρυθμίσει τη θερμοκρασία του μέσω της εφίδρωσης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε πολυοργανική ανεπάρκεια και θάνατο, τονίζεται.

Μεταξύ των ατόμων που είναι πιο ευάλωτα στην ακραία ζέστη είναι τα άτομα άνω των 65 ετών. Οι ηλικιωμένοι δυσκολεύονται να δροσιστούν, επειδή οι ιδρωτοποιοί αδένες τους είναι λιγότερο ευαίσθητοι στα χημικά σήματα από τον εγκέφαλο. Είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν καρδιαγγειακά νοσήματα.

Ads

Η έκθεση του Lancet, η οποία δημοσιεύθηκε στις 14 Νοεμβρίου, εκτιμά ότι στην Αφρική, 11% περισσότεροι άνθρωποι άνω των 65 ετών πέθαναν από ακραία ζέστη κατά την περίοδο 2017-22, σε σύγκριση με την περίοδο αναφοράς 2000-05 (όταν μετράται ως κλάσμα θανάτων ανά 100.000 άτομα). Η αντίστοιχη αύξηση για την Ευρώπη ήταν 8,8% και 7% για τη Νότια και Κεντρική Αμερική κατά την ίδια χρονική περίοδο.

Τα βρέφη κάτω του ενός έτους είναι επίσης εξαιρετικά ευάλωτα στους κινδύνους της ακραίας ζέστης, επειδή τα συστήματα που ρυθμίζουν τη θερμοκρασία του σώματός τους δεν έχουν αναπτυχθεί ακόμα πλήρως, προσθέτει ο Cai.

Διάδοση της ελονοσίας

Όπως υπογραμμίζει το Nature, η υπερθέρμανση συμβάλλει στην επέκταση των μολυσματικών ασθενειών σε νέες περιοχές. Για παράδειγμα, η ελονοσία, προκαλείται από τα παράσιτα Plasmodium falciparum και P. vivax που μεταδίδονται στους ανθρώπους όταν τα κουνούπια Anopheles που μεταφέρουν τα παράσιτα τσιμπάνε τον άνθρωπο. Τα κουνούπια ευδοκιμούν σε θερμότερες θερμοκρασίες και γεννούν τα αυγά τους σε ακίνητο νερό.

Ερευνητές από την Ισπανία υπολόγισαν πως το 10% της παγκόσμιας έκτασης της γης που ήταν αρκετά ξηρό ή πολύ κρύο για να μεταδοθεί το παράσιτο P. Falciparum κατά την περίοδο 1951-1960, έχει γίνει πλέον κατάλληλη για τη διάδοσή του (από το 2013 κι έπειτα).

Κατά την ίδια περίοδο, περίπου το 17% της γης που ήταν προηγουμένως ακατάλληλο για τη μετάδοση του παράσιτου P. Vivax, πλέον έγινε κατάλληλο. Οι περιοχές θεωρούνται κατάλληλες για τη μετάδοση της ελονοσίας εάν έχουν συγκεκριμένα επίπεδα βροχόπτωσης, υγρασίας και θερμοκρασίας στα οποία η ελονοσία μπορούσε να εξαπλωθεί για τουλάχιστον ένα μήνα ανά έτος, κατά μέσο όρο, για μια δεκαετία.

Οι θερμότερες συνθήκες αυξάνουν επίσης τον ρυθμό εξάπλωσης ιογενών ασθενειών όπως ο δάγκειος πυρετός, ο ζίκα και ο τσικουνγκούνια και διευρύνουν το φάσμα των επιβλαβών βακτηρίων Vibrio.

Επιπλέον, η αυξημένη ξηρασία, η άνοδος της στάθμης της θάλασσας, η μειωμένη πρόσβαση σε καθαρό νερό και η μετανάστευση δημιουργούν μεγαλύτερα πεδία αναπαραγωγής παθογόνων μικροοργανισμών, ιδίως σε χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, λέει ο Lowe, ο οποίος εργάζεται επίσης στο Καταλανικό Ίδρυμα Έρευνας και Προηγμένων Σπουδών, στη Βαρκελώνη. «Ο συνδυασμός της κλιματικής αλλαγής, της αλλαγής χρήσης γης και των γεωργικών πρακτικών μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών από τα ζώα στους ανθρώπους, γεγονός που μπορεί, φυσικά, να οδηγήσει σε πανδημίες».

Ζέστη και πείνα

Καθώς ο κόσμος γίνεται όλο και πιο θερμός, όλο και περισσότεροι άνθρωποι χάνουν την πρόσβαση σε ασφαλή και θρεπτικά τρόφιμα. Οι υψηλές θερμοκρασίες και οι ξηρασίες καταστρέφουν τις καλλιέργειες και η επικράτηση ακραίων καιρικών φαινόμενων σημαίνει πως εργάτες δεν μπορούν να δουλέψουν σε εξωτερικούς χώρους, χάνοντας έτσι πολλές φορές το εισόδημά τους.

«Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο. Η επισιτιστική ανασφάλεια κάνει τους ανθρώπους πιο ευάλωτους στις ασθένειες, γεγονός που μειώνει το πόσο μπορούν να εργαστούν, οπότε στη συνέχεια κερδίζουν λιγότερο εισόδημα για να πληρώσουν για τρόφιμα», λέει ο Shouro Dasgupta, οικονομολόγος περιβάλλοντος στο Ευρωμεσογειακό Κέντρο για την Κλιματική Αλλαγή στη Βενετία της Ιταλίας.

Όπως αναφέρει το άρθρο, ο Dasgupta και μια ακόμα οικονομολόγος του περιβάλλοντος, η Elizabeth Robinson από το Grantham Research Institute on Climate Change and the Environment στο Λονδίνο, δημιούργησαν ένα μαθηματικό μοντέλο χρησιμοποιώντας δεδομένα του παρελθόντος σχετικά με το πώς οι συχνότεροι καύσωνες και ξηρασίες επηρεάζουν την επισιτιστική ανασφάλεια.

Χρησιμοποιώντας αυτό το μοντέλο, υπολόγισαν ότι 127 εκατομμύρια περισσότεροι άνθρωποι θα είχαν βιώσει μέτρια έως σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια ως αποτέλεσμα της κλιματικής αλλαγής το 2021 σε σύγκριση με ένα σενάριο χωρίς υπερθέρμανση του πλανήτη. Σοβαρή επισιτιστική ανασφάλεια σημαίνει μια κατάσταση όπως το να ξεμείνει κανείς από τρόφιμα ή να περάσει μια ολόκληρη ημέρα χωρίς γεύματα.

Λύση;

Οι ερευνητές επισημαίνουν το προφανές: εάν οι χώρες συμβάλλουν στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής και γίνουν πιο ανθεκτικές απέναντι στα διάφορα φαινόμενα, αυτομάτως αυτό  θα σημαίνει οφέλη για την υγεία.

Ο Dominic Kniveton, κλιματολόγος στο Πανεπιστήμιο του Sussex, στο Ηνωμένο Βασίλειο, διαπίστωσε ότι οι θάνατοι που προκαλούνται από καταιγίδες και πλημμύρες μειώθηκαν από 86 κατά μέσο όρο ανά γεγονός κατά την περίοδο 1990-99, σε 16 θανάτους κατά την περίοδο 2013-22 στις χώρες που χαρακτηρίζονται ως “ιδιαίτερα ανεπτυγμένες”, σύμφωνα με τον Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης, ένα μέτρο που βασίζεται στο προφίλ μιας χώρας όσον αφορά την εκπαίδευση, την υγεία και το βιοτικό επίπεδο.

Η μείωση αυτή θα μπορούσε να αποδοθεί σε προσπάθειες προσαρμογής, όπως ο περιορισμός των κατασκευών σε παράκτιες περιοχές υψηλού κινδύνου και η κατασκευή αμυντικών κατασκευών που προστατεύουν από τις αστραπιαίες πλημμύρες, λέει ο Kniveton.