Από τη μία πλευρά η γερμανική εταιρεία κολοσσός που θεωρείται ότι ευθύνεται για το 0,47% των βιομηχανικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου παγκοσμίως. Από την άλλη ένας ιθαγενής αγρότης από το Περού με μητρική τα Κέτσουα κάνει μια απρόσμενη και πρωτοποριακή νομική προσφυγή. Στη μέση η λίμνη Palcacocha  και η κλιματική δικαιοσύνη.

Ads

Η λίμνη με το βαθυγάλαζο νερό βρίσκεται στην οροσειρά Cordillera Blanca στις βόρειες περουβιανές Άνδεις και τροφοδοτείται από το λιώσιμο των παγετώνων της περιοχής που με την άνοδο της θερμοκρασίας της Γης γίνεται όλο και πιο έντονο, αυξάνοντας σημαντικά  τις πιθανότητες πλημμύρας στην κοιλάδα που βρίσκεται πιο κάτω και φυσικά τον κίνδυνο για τους χιλιάδες ανθρώπους που ζουν εκεί.

Το 1941, οι όχθες της λίμνης Palcacocha έσπασαν, πιθανότατα λόγω χιονοστιβάδας, καταστρέφοντας την πόλη Huaraz στα κατάντη και σκοτώνοντας περίπου 2.000 ανθρώπους. Η μεγαλύτερη, όμως, συνέβη τρεις δεκαετίες αργότερα, το 1970, όταν ένας σεισμός προκάλεσε άλλη μια τεράστια χιονοστιβάδα που κατέστρεψε την πόλη Yungay και τα γύρω χωριά, θάβοντας στο χιόνι και τη λάσπη 30.000 ανθρώπους.

Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες ο κίνδυνο πλημμύρας στις περουβιανές Άνδεις συνδέεται με την υπερθέρμανση του πλανήτη, ενώ περίπου το 95% της υποχώρησης του παγετώνα στη λίμνη Palcacocha οφείλεται στην ανθρωπογενή κλιματική αλλαγή.

Ads

Ένας απρόσμενος ενάγων

Εκτός από αγρότης, ο Luciano Lliuya εργάζεται ως οδηγός βουνού. Στα 40 του χρόνια, βρέθηκε αντιμέτωπος με πρωτοφανείς περιβαλλοντικές αλλαγές στην πατρίδα του. Χιονοστιβάδες και παγετώδεις πλημμύρες συμβαίνουν όλο και πιο συχνά, ενώ έχει χάσει πολλούς συναδέλφους και φίλους. Το σπίτι του Luciano Lliuya βρίσκεται στην πιο επικίνδυνη ζώνη στην περίπτωση μια άλλη μεγάλη χιονοστιβάδα πέσει στη λίμνη Palcacocha.

Ο Luciano Lliuya ως ιθαγενής ζει περιθωριοποιημένος ακόμη και σήμερα. Με μητρική γλώσσα τα Κέτσουα, αντιμετώπισε διακρίσεις στο σχολείο στο Huaraz. Οι δάσκαλοι χρησιμοποιούσαν μόνο τα ισπανικά και χτυπούσαν τα παιδιά επειδή μιλούσαν τη γλώσσα των ιθαγενών.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η ανάπτυξη του ορειβατικού τουρισμού δημιούργησε νέες ευκαιρίες για χωρικούς όπως ο Luciano, οι οποίοι ανεβαίνουν σε μεγάλα υψόμετρα από μικρή ηλικία. Γι’ αυτούς, τα βουνά είναι κάτι περισσότερο από ογκόλιθους και πάγο. «Ένα βουνό είναι ένας γεωλογικός σχηματισμός» λέει, «αλλά μια άλλη οπτική είναι ότι τα βουνά μας τρέφουν. Είναι κάποιου είδους ισχυρά όντα … Το βουνό μου δίνει τα πάντα» Πολλοί από τους ντόπιους καταβάλλουν φόρο τιμής σε αυτά τα βουνά, ελπίζοντας να αποφύγουν την οργή τους και να εγγυηθούν άφθονες σοδειές, το ίδιο και ο Lliuya.

https://youtu.be/FqTd7Bp2Fjc

Μια παράξενη ιδέα

Πριν από σχεδόν δέκα χρόνια, ο Luciano Lliuya γνώρισε μια ομάδα ακτιβιστών για το κλίμα από την περιβαλλοντική ΜΚΟ Germanwatch. Συζήτησαν τη δυνατότητα να ζητήσουν από έναν από τους μεγαλύτερους παγκοσμίως εκπέμποντες αερίων του θερμοκηπίου, τον γερμανικό ενεργειακό γίγαντα RWE να καταβάλει ένα φόρο τιμής σε αυτά τα βουνά. Τότε η απόδοση ευθυνών για την κλιματική αλλαγή του πλανήτη σε μία από τις εταιρείες που εκπέμπουν από τα μεγαλύτερα ποσοστά αερίων του θερμοκηπίου και  βρίσκονται στην Ευρώπη φαινόταν παράξενη ιδέα.

Όταν ο Luciano Lliuya άκουσε για πρώτη φορά για αυτή την ιδέα, είπε ότι θα ήθελε να αντιμετωπίσει έναν μεγάλο ρυπαντή, οπότε με τη βοήθεια της Germanwatch κατέληξε σε αγωγή κατά της γερμανικής πολυεθνικής RWE.

Με έδρα περίπου 6.500 μίλια μακριά, στη βιομηχανική πόλη του Έσσεν, η RWE παράγει ενέργεια με καύση άνθρακα από την ίδρυσή της τον 19ο αιώνα.  Τα τελευταία 25 χρόνια, η εταιρεία δραστηριοποιείται και στις ανανεώσιμες πηγές, ενώ δηλώνει ότι θα είναι «κλιματικά ουδέτερη μέχρι το 2040». Μελέτη του 2014, η οποία ανατέθηκε από το Πρόγραμμα Κλιματικής Δικαιοσύνης στην Αυστραλία, υπολόγισε ότι η RWE παρήγαγε το 0,47% όλων των παγκόσμιων βιομηχανικών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου μεταξύ 1854 και 2010.

Στην ιδιαίτερη πατρίδα του Lucianο, η τοπική κυβέρνηση σχεδιάζει να κατασκευάσει ένα νέο φράγμα στη λίμνη Palcacocha για να μειώσει τον κίνδυνο πλημμυρών, με προβλεπόμενο κόστος περίπου 4 εκατομμύρια δολάρια ΗΠΑ. Ο Lliuya, μέσω της αγωγής, θέλει η RWE να καλύψει το 0,47% αυτού του ποσού, δηλαδή περίπου 20.000 δολάρια ΗΠΑ.

Το κεντρικό επιχείρημα της υπόθεσης είναι απλό: η κλιματική αλλαγή καθιστά όλους στον κόσμο εν δυνάμει γείτονες – επομένως, η RWE θα πρέπει σαν καλός γείτονας να αναλάβει την ευθύνη της για τη συμβολή της στις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής στο Περού.

Αν δικαιωθεί, θα δημιουργήσει ένα παγκόσμιο προηγούμενο ώστε να μπορούν να αποδοθούν ευθύνες στους μεγάλους ρυπαντές για τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, ακόμη και στην άλλη άκρη του κόσμου. Ήδη, έχει σημαντικό αντίκτυπο. Από τότε που το γερμανικό δικαστήριο έκρινε την υπόθεση παραδεκτή  τον Νοέμβριο του 2017 η αξία της μετοχής της RWE δέχθηκε πλήγμα.

Απέναντι σ’ έναν γίγαντα

O περουβιανός αγρότης που τα έβαλε με τον ενεργειακό κολοσσό, έχει γίνει μια διασημότητα της κλιματικής δικαιοσύνης δίνοντας αμέτρητες συνεντεύξεις σε ξένους δημοσιογράφους. Λέει ότι θέλει να μάθει ο κόσμος «τι αντιμετωπίζουμε εδώ στο Περού. Οι άνθρωποι σε πλούσιες χώρες όπως η Γερμανία πρέπει να καταλάβουν πώς η κλιματική αλλαγή θέτει τις ζωές μας σε κίνδυνο.  Ίσως αυτό να τους παρακινήσει να σταματήσουν να ρυπαίνουν τόσο πολύ».

Το ποσό των 20.000 δολαρίων που διεκδικεί o Luciano Lliuya ΗΠΑ είναι συμβολικό και  τα δικαστικά έξοδα της RWE είναι πιθανό να είναι πολύ υψηλότερα. Ωστόσο, όταν οι δικαστές πρότειναν έναν εξωδικαστικό συμβιβασμό το 2017, ο δικηγόρος της εταιρείας αρνήθηκε, δηλώνοντας: “Πρόκειται για ένα θέμα δεδικασμένου”.

Το εκτιμώμενο κόστος των μελλοντικών αξιώσεων που σχετίζονται με το κλίμα εκτείνεται σε δισεκατομμύρια. «Κάνω αυτή την αγωγή επειδή τα βουνά στο Περού υποφέρουν. Οι παγετώνες λιώνουν. Δεν προκαλέσαμε εμείς αυτό το πρόβλημα, αλλά μεγάλες εταιρείες που ρυπαίνουν όπως η RWE. Τώρα πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους», λέει ο Lliuya .

Αυτή δεν είναι η πρώτη, ούτε η μοναδική περίπτωση αγωγής, όμως είναι η πρώτη που βρίσκεται τόσο κοντά στην νίκη. Το 2008 η κοινότητα των ιθαγενών της Αλάσκα Kivalina κατέθεσε αγωγή κατά της ExxonMobil και άλλων μεγάλων πετρελαϊκών εταιρειών στις ΗΠΑ. Το χωριό τους απειλείται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας, οπότε οι ενάγοντες απαίτησαν υποστήριξη για το κόστος προσαρμογής – αλλά η υπόθεση αυτή απορρίφθηκε με την αιτιολογία ότι η κλιματική αλλαγή είναι πολιτικό ζήτημα που δεν πρέπει να επιλύεται στα δικαστήρια.

Από το 2017, περίπου 40 πολιτείες και πόλεις των ΗΠΑ έχουν καταθέσει αγωγές κατά της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων, υποστηρίζοντας ότι εταιρείες όπως η ExxonMobil γνώριζαν για τους κινδύνους της κλιματικής αλλαγής πριν από δεκαετίες, αλλά το απέκρυψαν από τους καταναλωτές. Στους ενάγοντες περιλαμβάνονται πόλεις όπως η Νέα Υόρκη και το Σαν Φρανσίσκο που απειλούνται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας και έχουν ζητήσει δισεκατομμύρια δολάρια για να καλύψουν το κόστος προσαρμογής τους.

Μετά από αγωγή της ΜΚΟ Milieudefensie , το 2021 τα ολλανδικά δικαστήρια αναγκάζουν τη Shell να μειώσει τις εκπομπές της κατά 45% έως το 2030. Ωστόσο, μετά την απόφαση η εταιρεία μετέφερε τα κεντρικά της γραφεία από την Ολλανδία στο Ηνωμένο Βασίλειο. Οι αγωγές σε πολλές χώρες έχουν αναγκάσει τις κυβερνήσεις να αυξήσουν τη δράση για το κλίμα. Αλλά, η υπόθεση του Περουβιανού Luciano Lliuya έφτασε πιο μακριά από όλες.

Οι περισσότερες εταιρείες ορυκτών καυσίμων δεν αρνούνται πλέον ότι σχετίζονται με την κλιματική αλλαγή. Η RWE αναγνωρίζει τους κινδύνους της υπερθέρμανσης του πλανήτη και ισχυρίζεται ότι έχει στραφεί στη βιώσιμη ενέργεια. Ωστόσο εξακολουθεί να έχει τεράστια κέρδη από τα ορυκτά καύσιμα και αρνείται να πληρώσει για τη ζημία που έχει προκαλέσει.

Οι νομικές διαδικασίες κινούνται αργά και η επόμενη ακρόαση αναμένεται να πραγματοποιηθεί το πρώτο εξάμηνο του 2024. Όμως η υπόθεση αυτή έχει ήδη εμπνεύσει και για άλλες διεκδικήσεις: τον Ιούλιο του 2022, κάτοικοι νησιών της Ινδονησίας που απειλούνται από την άνοδο της στάθμης της θάλασσας κατέθεσαν παρόμοια αγωγή κατά της ελβετικής εταιρείας παραγωγής τσιμέντου Holcim. Μια πρόσφατη υπόθεση στην Ιταλία ζητά τη δήλωση ευθύνης για τις κλιματικές ζημιές από την ENI, μια ιταλική πετρελαϊκή εταιρεία. Και τον Σεπτέμβριο του 2023, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εξέτασε προσφυγή που υπέβαλαν Πορτογάλοι νέοι ηλικίας 11-24 ετών κατά 33 ευρωπαϊκών κυβερνήσεων για την αποτυχία, όπως υποστηρίζουν, να αντιμετωπίσουν επαρκώς την υπερθέρμανση του πλανήτη.

Πηγή: The Conversation / Dr. Noah Walker-Crawford