Από το 2018, η ΕΕ απαγόρευσε τη χρήση τριών νεονικοτινοειδών εντομοκτόνων στα κράτη-μέλη της (ιμιδακλοπρίδη, θειαμεθοξάμη και κλοθιανιδίνη), που θεωρούνται «μελισσοκτόνα» και σοβαρή απειλή για τη βιοποικιλότητα. Ωστόσο, 15 περίπου χώρες, εκ των οποίων η μία είναι η Γαλλία, εξακολουθούν να επιτρέπουν προσωρινές παρεκκλίσεις, ιδίως στους παραγωγούς ζαχαρότευτλων. Ενώ η ίδια η ΕΕ δεν θέλει τέτοια φάρμακα, την ίδια στιγμή τα παράγει και τα εξάγει μαζικά σε άλλες χώρες.

Ads

Μία έρευνα που δημοσιεύθηκε την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου αποκαλύπτει την έκταση αυτού του εμπορίου. Σύμφωνα με τα εμπιστευτικά στοιχεία του ερευνητικού τμήματος του βρετανικού γραφείου της Greenpeace, της «Unearthed», και της Ελβετικής Ένωσης «Διακήρυξη της Βέρνης», οι ευρωπαϊκές αρχές έδωσαν το πράσινο φως σε αιτήματα για εξαγωγή περίπου 4.000 τόνων φυτοφαρμάκων, που περιέχουν περισσότερους από 700 τόνους δραστικών ουσιών ιμιδακλοπρίδης, θειαμεθοξάμης και κλοθιανιδίνης.

Πρόκειται για ποσότητα επαρκής για την επεξεργασία 20 εκατομμυρίων εκταρίων καλλιεργειών -ήτοι περισσότερα από όλες τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις στη Γαλλία- και ικανή για την εξόντωση 100 εκατομμυρίων μελισσών, σύμφωνα με τις τιμές τοξικότητας. Πρόκειται για εντυπωσιακή ποσότητα, αλλά σε μεγάλο βαθμό υποτιμημένη, καθώς αντιστοιχεί μόνο στην περίοδο μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2020.

Πράγματι, μόνο από την 1η Σεπτεμβρίου 2020 οι κατασκευαστές φυτοφαρμάκων έχουν την υποχρέωση να διαβιβάζουν στον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Χημικών Προϊόντων ή στις εθνικές ρυθμιστικές αρχές, τις ποσότητες απαγορευμένων νεονικοτινοειδών που επιθυμούν να εξάγουν εκτός ΕΈ. Περίπου 300 «κοινοποιήσεις εξαγωγών» εγκρίθηκαν μεταξύ 1ης Σεπτεμβρίου και 31ης Δεκεμβρίου 2020 προς 65 διαφορετικές χώρες, συμπεριλαμβανομένων πολλών χωρών χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπως η Βραζιλία, η Ινδονησία ή η Ουκρανία. Εννέα ευρωπαϊκές χώρες πλήττονται από αυτό το «τοξικό εμπόριο», όπως αναφέρουν οι ΜΚΟ. Με 310 τόνους δραστικών ουσιών, το Βέλγιο είναι μακράν ο μεγαλύτερος εξαγωγέας, ακολουθούν η Γαλλία (157 τόνοι), η Γερμανία (97 τόνοι) και η Ισπανία (78 τόνοι).

Ads

Τρεις φορές η έκταση του Βελγίου

Πίσω από αυτές τις εξαγωγές βρίσκονται αγροχημικοί κολοσσοί. Μαζί με τη θειαμεθοξάμη, της οποίας ο μοναδικός κατασκευαστής και έμπορος είναι ο όμιλος «Syngenta», ο συγκεκριμένος όμιλος είναι υπεύθυνος για περισσότερα από τα 3/4 των εξαγόμενων όγκων (3.426 τόνοι, εκ των οποίων 551 τόνοι δραστικών ουσιών). Η πρώην ελβετική εταιρία, υπό κινεζική τώρα σημαία, υπέβαλε περισσότερες από 150 κοινοποιήσεις εξαγωγών κατά τους τέσσερις μήνες των διαθέσιμων στοιχείων.

Μία από αυτές είναι ιδιαίτερα σημαντική γιατί αφορά σε αίτημα για μαζική αποστολή του «Engeo Pleno S» στη Βραζιλία, ενός μείγματος θειαμεθοξάμης και λάμδα-κυαλοθρίνης, μιας ουσίας, επίσης, πολύ τοξικής για τους επικονιαστές: 2,2 εκατομμύρια λίτρα εντομοκτόνων που προορίζονται για γιγαντιαίες βραζιλιάνικες φυτείες σόγιας. Πρόκειται για μία ποσότητα που θα επέτρεπε την επεξεργασία τριπλάσιας και πλέον έκτασης του Βελγίου, από όπου αποστέλλεται η παραγγελία. Εκτός από το Βέλγιο, ο όμιλος «Syngenta» διαθέτει μονάδες παραγωγής θειαμεθοξάμης σε Γαλλία, Ισπανία, Ελλάδα, Αυστρία και Ουγγαρία.

Πολύ πίσω από την Syngenta βρίσκεται ένα άλλο αγροχημικό μεγαθήριο: η Bayer. Ο γερμανικός κολοσσός έχει υποβάλει 119 κοινοποιήσεις εξαγωγών σε 43 χώρες, μεταξύ των οποίων η Βραζιλία, αλλά και η Ινδία, η Γουατεμάλα, το Ιράκ ή η Κένυα. Αντιπροσωπεύουν συνολικά 138 τόνους νεονικοτινοειδών, που περιέχουν 60 τόνους ιμιδακλοπρίδης ή κλοθιανιδίνης, των οποίων η Bayer ήταν η πρώτη στην αγορά, αντίστοιχα με τα πιο γνωστά ονόματα «Gaucho» και «Poncho». Όπως και η «Syngenta», η Bayer διαθέτει ένα εκτεταμένο δίκτυο εργοστασίων στη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ισπανία, από τα οποία έχουν αναφερθεί αυτές οι εξαγωγές. Σύμφωνα με τα έγγραφα που ελήφθησαν από τις γαλλικές αρχές, η Bayer εξήγαγε, επίσης, από τις γαλλικές θυγατρικές της 43 τόνους δραστικών ουσιών απαγορευμένων νεονικοτινοειδών, πολύ περισσότερους από τους έξι τόνους που κοινοποιήθηκαν τους τέσσερις τελευταίους μήνες του 2020.

Απειλή για τη βιοποικιλότητα της Βραζιλίας

Οκτώ άλλες εταιρίες συμμετέχουν σε αυτό το εμπόριο, μεταξύ των οποίων η γερμανική BASF, η αμερικανική FMC, η αυστραλιανή Nufarm, η ιαπωνική Sumitomo και η ινδική UPL. Τα απαγορευμένα νεονικοτινοειδή αντιπροσωπεύουν ένα χρυσωρυχείο για τους βιομηχάνους. Πρόκειται για τα πιο ευρέως χρησιμοποιούμενα εντομοκτόνα στον κόσμο: εφαρμόζονται σε περισσότερες από 140 καλλιέργειες (σόγια, καλαμπόκι, σιτάρι, ελαιοκράμβη, ζαχαρότευτλα…). Περίπου 22.000 τόνοι δραστικών ουσιών διασκορπίστηκαν σε όλο τον κόσμο το 2018, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της «Phillips McDougall», μιας εταιρίας ανάλυσης αγοράς που ειδικεύεται στην αγροβιομηχανία. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, η παγκόσμια αγορά εκτιμήθηκε σε τρία περίπου δισεκατομμύρια δολάρια (2,65 δισεκατομμύρια ευρώ) το 2018.

Αν μας ενδιαφέρει ο προορισμός αυτών των απαγορευμένων εντομοκτόνων στη Γηραιά Ήπειρο, βρίσκουμε τη Βραζιλία στην πρώτη θέση, με 318 τόνους δραστικών ουσιών, σχεδόν, δηλαδή, τις μισές εξαγωγές που κοινοποιήθηκαν τους τελευταίους τέσσερις μήνες του 2020. Μία άμεση απειλή για μια από τις πλουσιότερες περιοχές βιοποικιλότητας στον κόσμο, καταγγέλλουν οι ΜΚΟ. Πολύ πιο πίσω βρίσκονται η Ρωσία (94 τόνοι), η Ουκρανία (43 τόνοι), η Αργεντινή (35) και το Ιράν (29). Από τη Γαλλία, πέντε εταιρίες (Syngenta, Bayer, Sumitomo, Nufarm και UPL) «ραντίζουν» περίπου 30 χώρες, συμπεριλαμβανομένων των κρατών του Μαγκρέμπ (Αλγερία, Μαρόκο, Τυνησία), της Αφρικής (Μάλι, Σενεγάλη, Ακτή Ελεφαντοστού, Μπουρκίνα Φάσο, Σουδάν) ή του πρώην σοβιετικού μπλοκ (Αζερμπαϊτζάν, Καζακστάν, Κιργιζία/Κιργιστάν).

«Επί δεκαετίες, οι κατασκευαστές κάνουν τα πάντα, για να ελαχιστοποιήσουν το ρόλο των νεονικοτινοειδών στην κατάρρευση των μελισσών, εργαλειοποιώντας την επιστήμη και με μεγάλη υποστήριξη από το “greenwashing”. Τα κράτη πρέπει να δράσουν, για να σώσουν τη βιοποικιλότητα απαγορεύοντας την εξαγωγή απαγορευμένων ουσιών στην επικράτειά τους», σχολιάζει η Ζεραλντίν Βιρέ, εκπρόσωπος της ΜΚΟ «Διακήρυξης της Βέρνης».

Οι ασάφειες της Κομισιόν

Αυτό το εμπόριο δεν θα πρέπει πλέον να είναι δυνατό εντός ολίγων μηνών από το γαλλικό έδαφος. Ο νόμος για τα τρόφιμα, που εκδόθηκε τον Οκτώβριο του 2018, προβλέπει την απαγόρευση, από το 2022, της παραγωγής, αποθήκευσης και κυκλοφορίας φυτοπροστατευτικών προϊόντων που περιέχουν δραστικές ουσίες, μη εγκεκριμένες στην Ευρώπη, για λόγους που σχετίζονται με την προστασία της υγείας των ανθρώπων ή των ζώων ή του περιβάλλοντος. Παρά την έντονη άσκηση πιέσεων από τους κατασκευαστές φυτοφαρμάκων και τις πολλαπλές προσφυγές στα δικαστήρια, το κείμενο πρόκειται να τεθεί σε ισχύ τον Ιανουάριο. Θα ισχύει για τα νεονικοτινοειδή.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, η στρατηγική για τα χημικά προϊόντα, που δημοσιεύθηκε τον Οκτώβριο του 2020, προβλέπει «τη διασφάλιση ότι οι επικίνδυνες χημικές ουσίες, που απαγορεύονται στην ΕΕ, δεν μπορούν πλέον να παράγονται για εξαγωγή». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρόκειται να παρουσιάσει πρόταση νόμου κατά τη διάρκεια του 2022-2023. «Η μετατροπή αυτού του στόχου σε νομική υποχρέωση είναι ένα από τα θέματα που θα καλύψει η Γαλλία στο πλαίσιο της Γαλλικής Προεδρίας της ΕΕ (από την 1η Ιανουαρίου 2022)», διαβεβαίωσε το  γαλλικό Υπουργείο Οικολογικής Μετάβασης.

Επίσης, σύμφωνα με την Κομισιόν, προς το παρόν, είναι πρόωρο να καθορίσουμε ποιες χημικές ουσίες μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενο ενός πιθανού μέτρου. Βρίσκεται ακόμη στη διαδικασία αξιολόγησής τους. Πάνω απ’ όλα, οι αγροχημικοί κολοσσοί δεν έχουν εγκαταλείψει ακόμα το παιχνίδι και ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία και η Ιταλία, κωλυσιεργούν. Η θέση της Επιτροπής είναι διφορούμενη.

Στο πλαίσιο της λεγόμενης στρατηγικής “Farm to Fork”, οι Βρυξέλλες ετοιμάζονται να θέσουν τέρμα στις εισαγωγές τροφίμων που περιέχουν ίχνη φυτοφαρμάκων επικίνδυνων για το περιβάλλον. Από την εισαγωγή νεονικοτινοειδών, οι πληθυσμοί των επικονιαστών έχουν καταρρεύσει παγκοσμίως, θέτοντας μια «σοβαρή απειλή για την παγκόσμια επισιτιστική ασφάλεια», σύμφωνα με τον Οργανισμό Τροφίμων και Γεωργίας, των Ηνωμένων Εθνών («FAO»). Το 1/3 της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής εξαρτάται από τις μέλισσες και τους επικονιαστές, υπενθυμίζει ο «FAO».

Πηγή: Le Monde