Από τον θάνατο του Μάθιου Πέρι, του διάσημου ηθοποιού από τα «Φιλαράκια», τις επιτυχίες του σκηνοθέτη Γιώργου Λάνθιμου μέχρι τις δηλώσεις του Γιώργου Νταλάρα, οι χρήστες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης χωρίζονται ολοένα και περισσότερο σε στρατόπεδα, που μάχονται μεταξύ τους.

Ads

Κι αν ορισμένα ζητήματα πράγματι είναι εξαιρετικά σοβαρά και «δικαιολογούν» ίσως την όξυνση της όποιας αντιπαράθεσης, παρατηρείται μάλλον μια κλιμάκωση της έντασης, ακόμη κι όταν πρόκειται για δευτερεύοντα, ίσως και τριτεύοντα θέματα.

Είναι καλός σκηνοθέτης ο Λάνθιμος, ή μήπως οι ταινίες του είναι βαρετές; Πρέπει να δει κανείς τα «Φιλαράκια», ή είναι υπερτιμημένα; Μπορεί σε κάποιον να μην αρέσει η μουσική του Βασίλη Καρρά, ή μήπως ψεύδονται όσοι το υποστηρίζουν;

Τα παραπάνω έγιναν αφορμή όχι απλώς για απλές αντιπαραθέσεις, αλλά για οξύτατους καυγάδες, σαν να επρόκειτο για ζητήματα «ζωής και θανάτου», δίχως πολλοί να μπορούν να δεχθούν ότι μπορεί η ζωή να προχωρήσει ακόμα κι αν διαφωνούμε σε διάφορα.

Ads

Με τη βοήθεια του Σταμάτη Πουλακιδάκου, Επίκουρου Καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων, στο Πανεπιστήμιο Δυτικής Μακεδονίας, αλλά και της Χριστιάνας Κωνσταντοπούλου, Δρ. Κοινωνιολογίας της Σορβόννης και Καθηγήτριας Κοινωνιολογίας στο Πάντειο, που μίλησαν στο Tvxs.gr, προσπαθούμε να καταλάβουμε το παραπάνω «φαινόμενο».

Η κουλτούρα της κοινωνίας και η βία

Από που πηγάζει λοιπόν αυτή η πόλωση; Πρόκειται για αντανάκλαση των κοινωνιών στις οποίες ζούμε, ή σχετίζεται με την ίδια τη φύση των μέσων;

«Η απάντηση εν προκειμένω δεν στηρίζεται στη λογική “είτε-είτε”, αλλά στη λογική “και-και”. Δηλαδή, ο τρόπος με τον οποίο οι συζητήσεις μας εξελίσσονται στις διαδικτυακές δημόσιες σφαίρες, έχει να κάνει και με την κουλτούρα της κοινωνίας μας (το κοινωνικό μας dna), το οποίο φέρουμε σε διαφορετικές αναλογίες (ποιοτικές και ποσοτικές) μέσα μας ως άτομα και διαμορφώνουμε την προσωπικότητά μας, και με τη “γραμματική” (δομή και λειτουργία) των νέων μέσων».

Εξάλλου, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι κάθε νέα τεχνολογία φέρει εντός της τις προσλαμβάνουσες των δημιουργών της, ενώ και η χρήση της επηρεάζεται από τη “νοοτροπία” και τις αντιλήψεις των χρηστών της. Μπορεί δηλ. όλες/όλοι να ανταλλάσσουμε μηνύματα εντός των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αλλά δεν τα ανταλλάσσουμε ούτε με τον ίδιο τρόπο, ούτε με το ίδιο περιεχόμενο», υποστηρίζει ο κ. Πουλαδικάκος.

Από την πλευρά της, η κ. Κωνσταντοπούλου αναφέρει τα εξής:

«Στη σύγχρονη καθημερινότητα υπάρχει πάρα πολύ έντονη βία σε όλους σχεδόν τους χώρους (ακόμα και σ’ εκείνους όπου εξ ορισμού θα έπρεπε να είχε αποτραπεί, όπως π.χ. τα σχολεία). Η επιθετικότητα αυτή οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως π.χ. ο αστικός χώρος όπου ο πλησίον είναι τελείως άγνωστος -και σε χώρες όπου δεν υπάρχει αρκετή αστική παιδεία αντιμετωπίζεται ως ασήμαντος και αδιάφορος, η κατάρρευση βασικών αξιών που δεν έχουν αντικατασταθεί από άλλες κλπ».

Έτσι η αλόγιστη επιθετικότητα και μάλιστα για ασήμαντη αφορμή ή για αδιάφορα επί της ουσίας θέματα, απλά αντικατοπτρίζει την γενικότερη κατάσταση. Ο σύγχρονος καθημερινός άνθρωπος (και λόγω έλλειψης επαρκούς παιδείας και λόγω γενικότερης νοοτροπίας, θεοποίησης στην ουσία αδιάφορων προτύπων -όπως είναι π.χ. οι παίκτες ενός ριάλιτι) ενδιαφέρεται για ο,τι μπορεί να κατανοήσει ως «σημαντικό» (μικρές ίντριγκες, σχολιασμός show biz κλπ.) και πάνω σ’ αυτό «χτίζει» τον καθημερινό του λόγο, ο οποίος συχνά μεγεθύνεται και από την τηλεοπτική αφήγηση».

Όσο για τους αλγόριθμους και τον ρόλο τους, η ίδια επισημαίνει πως «βασικά οι “αλγόριθμοι” (που κατασκευάζονται από τεχνοκράτες) εμπνέονται από κυρίαρχες νοοτροπίες σε συνάρτηση με το τι είναι αρεστό και αποδεκτό ώστε να «πουλήσει» (να τραβήξει το ενδιαφέρον). Πρόκειται για φαύλο κύκλο (προβάλλουν κάτι επειδή θεωρείται κυρίαρχα αποδεκτό και ταυτόχρονα ο μέσος άνθρωπος το προσλαμβάνει ως «must» θεματική): δημιουργείται δηλαδή μ’ αυτόν τον τρόπο η κυρίαρχη «ατζέντα» ως προς το τι είναι σημαντικό ώστε να στρέψει κάποιος την προσοχή του σ’ αυτό.

Ένα «ιντερνετικό καφενείο» και το ζήτημα της ανωνυμίας

Για τον Σταμάτη Πουλαδικάκο, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης μπορούν να ιδωθούν ως ένα «ιντερνετικό καφενείο».

«Στο βαθμό που σε συζητήσεις/διαφωνίες επικρατεί η λογική της σύγκρουσης, της εκφοράς λόγου μίσους και πόλωσης, θα μπορούσαμε να πούμε σχηματικά ότι επικρατεί μια συνθήκη “καφενείου”, δηλ. μια προσπάθεια επιβολής της μιας πλευράς στην άλλη και μη αποδοχής με ήρεμο τρόπο ότι μπορεί να υπάρχει και μια διαφορά/διαφωνία που δεν δύναται να γεφυρωθεί με οιονδήποτε τρόπο. Και αυτό όμως, στο βαθμό που συμβαίνει διαδικτυακά (γιατί προφανώς δεν συμβαίνει πάντα), δεν οφείλεται αποκλειστικά στη γραμματική του μέσου, αλλά και στο πώς έχουμε μάθει να συζητάμε μεταξύ μας» λέει και προσθέτει:

«Ανάλογες συγκρούσεις, στην προδιαδικτυακή εποχή, εντοπίζονται στα καφενεία (που έχουν αναφερθεί ήδη), σε οικογενειακά τραπέζια/οικογενειακές συγκεντρώσεις (έχω υπάρξει μάρτυρας τέτοιων στιγμών), στα τηλεοπτικά κανάλια, όπου στα περιβόητα παράθυρα καλούνταν -επίτηδες προφανώς- όχι απλά πολιτεύτριες/πολιτευτές διαφορετικών κομμάτων, αλλά και γνωστές/οι για το “έντονο ταμπεραμέντο” τους, προκειμένου ακριβώς να δημιουργηθούν συνθήκες έντασης/σύγκρουσης προς τέρψη του φιλοθεάμονος κοινού. Η ίδια λογική εφαρμοζόταν και από δημοσιογράφους (π.χ. δίπολο Μακρή-Τράγκας στο δελτίο ειδήσεων του ALTER). Η διαρκής απόπειρα δημιουργίας έντασης διαιωνίζει αυτή τη νοοτροπία στον δημόσιο διάλογο και -τρόπον τινά- δύναται να γαλουχεί τα άτομα σε μια τέτοια λογική».

Επιπλέον, η ανωνυμία που απολαμβάνουν πολλές φορές οι χρήστες μπορεί να παίξει κι αυτή τον ρόλο της, διευκολύνοντας κάποιες πιο ακραίες εκφράσεις για παράδειγμα.

«Ο εικονικός κοινωνικός δεσμός που επικρατεί στα social media, είναι σαφώς πιο χαλαρός από τη φυσική “δια ζώσης” σχέση, στο πλαίσιο της οποίας ακολουθούνται περισσότερο κάποια βασικά προσχήματα ευγένειας καθώς και από τη θέληση αποφυγής της άμεσης εν θερμώ αντιπαράθεσης. Πρόκειται για πιο χαλαρή διασύνδεση (μία «καρδούλα» σύμβολο δεν έχει το ίδιο βάρος με μια ερωτική εξομολόγηση π.χ.). Έτσι η έλλειψη φυσικής συνδιαλλαγής διευκολύνει την “εκτόνωση”, την έκφραση απωθημένων και τη φαντασίωση», υπογραμμίζει η κ. Κωνσταντοπούλου.

Υπάρχει λύση;

Μπορεί συνολικά η κατάσταση να αλλάξει; Είναι ευθύνη των social media, τα οποία έχουν στην τελική στόχο το κέρδος ή μήπως πρόκειται για ζήτημα παιδείας;

«Ακριβώς αυτό το ερώτημα μας απασχόλησε και στο πλαίσιο του προγράμματος Sophism: Μια απάντηση στη ρητορική μίσους (sophism.eu). Κατ΄αρχάς η επίλυση τέτοιων ζητημάτων (στο βαθμό κιόλας που όντως μπορεί να επιλυθούν, προσωπικά πιστεύω ότι δεν πρόκειται να επιλυθούν οριστικά ποτέ όσο και να “παλεύουμε”), είναι μια εξαιρετικά περίπλοκη διαδικασία και καμία μέθοδος αντιμετώπισης δεν περισσεύει (είτε σε νομικό είτε σε εκπαιδευτικό πλαίσιο). Έτσι κι αλλιώς η στοχοθεσία αυτών των διαφορετικών μεθόδων αντιμετώπισης είναι διαφορετική. Νομικά/ποινικά στοχεύουμε στην εκ των υστέρων αντιμετώπιση, στη θεραπεία του ζητήματος.

»Βέβαια, προς το παρόν, το νομικό σύστημα υποστήριξης, βάσει των διαδικασιών που απαιτούνται για να γίνει μια καταγγελία και να πάρει τον δρόμο της δικαιοσύνης λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά για τα “θύματα”, και χρήζει πολλών βελτιώσεων. Επιπρόσθετα, έχουν παρατηρηθεί και πολλά προβλήματα στα ίδια τα ΜΚΔ ως προς την αντιμετώπιση του φαινομένου. Μολονότι οι εταιρείες αυτές ισχυρίζονται ότι ακολουθούν αυστηρές πολιτικές απέναντι στη ρητορική μίσους, δεν παύουν να έχουν ως βασική μέριμνα το (άμεσο) κέρδος.

»Συνεπώς, δεν επιθυμούν να αντιπαρατεθούν με κοινότητες χρηστών που είτε είναι ιδιαίτερα δραστήριοι, είτε πληρώνουν για να προωθούν τις απόψεις τους, και με αυτή τη λογική προγραμματίζεται/εκπαιδεύεται και ο “αλγόριθμος”, ο οποίος φυσικά δεν είναι ανεξέλεγκτος, αλλά λειτουργεί βάσει των αποφάσεων των προγραμματιστών/διαχειριστών του. Π.χ. πολύ πρόσφατα μου βγήκε ως πληρωμένο περιεχόμενο στο facebook, διαδικτυακή “έρευνα” ακροδεξιού πολιτευτή Φίλιππου Καμπούρη, ο οποίος είναι συστηματικός εκφραστής λόγου μίσους και καταφέρεται αυτή την εποχή εναντίον του γάμου των ομόφυλων ατόμων», αναφέρει στο Tvxs.gr ο Σταμάτης Πουλακιδάκος, καταλήγοντας:

«Η εκπαίδευση -για μένα η μοναδική ελπίδα σε ένα -πολύ- μακρινό μέλλον να εκλείψουν τέτοια φαινόμενα μίσους/πόλωσης- λειτουργεί στο επίπεδο της πρόληψης. Όταν μιλάμε για εκπαίδευση όμως, εννοούμε στην ουσία καλλιέργεια, η οποία δεν περιορίζεται στο επίσημο/θεσμικό εκπαιδευτικό σύστημα (π.χ. εκπαιδευτικές βαθμίδες), αλλά είναι κάτι που θα πρέπει να αγκαλιάσουν πολλοί θεσμοί κοινωνικοποίησης (π.χ. οικογένεια, θρησκεία, ΜΜΕ, πολιτικές ηγεσίες) για να καλλιεργηθεί σταθερά και σταδιακά μια νοοτροπία ενάντια στην πόλωση, την προσβολή, την επιβολή, και εν τέλει το λόγο μίσους. Μόνο έτσι, ίσως κάποια στιγμή φτάσουμε να μιλάμε για εξάλειψη του φαινομένου. Μόνο έτσι, για να επιστρέψω και στην πρώτη μου απάντηση, μπορεί ο σεβασμός στον δημόσιο διάλογο να εφαρμοστεί ως αρχή που θα διέπει το κοινωνικό μας dna».

Τέλος, και η κ. Χριστιάννα Κωνσταντοπούλου υποστηρίζει πως βασικά πρόκειται για ζήτημα παιδείας:  «Επομένως, η αλλαγή δεν είναι θέμα των “μέσων” αλλά της νοοτροπίας, πρέπει δηλαδή να έρθει από την κοινωνία και την αλλαγή του εκπαιδευτικού παραδείγματος. Ποτέ η αλλαγή δεν επέρχεται από την τεχνολογία (π.χ. η τυπογραφία στην Δύση επέφερε τον Διαφωτισμό επειδή υπήρχε προδιάθεση, ενώ στην Κίνα δεν άλλαξε το μονοπώλιο της γνώσης των Μανδαρίνων)».