Facebook: ο αρχισυντάκτης των New York Times Bill Keller υποστηρίζει ότι τα κοινωνικά δίκτυα κάνουν το μυαλό μας χυλό. Η αντικατάστασή του από την Jill Abramson, την πρώτη γυναίκα στην ιστορία της εφημερίδας που λαμβάνει αυτή τη θέση, ολοκληρώνεται και τυπικά στις 6 Σεπτέμβρη.

Ads

Το Διαδίκτυο μας αποβλακώνει. Κλέβει την ψυχή μας, οδηγεί στην ισοπέδωση της προσωπικότητάς μας και περιορίζει τη δυνατότητα συγκέντρωσής μας. Αυτές οι ανοησίες προφέρονται από μία αναπάντεχη πηγή: Τον Bill Keller, αρχισυντάκτης των New York Times, μιας εφημερίδας με εμπειρία στη χρήση του Διαδικτύου.

Του Christian Stöcker για το Spiegel

Η δαιμονοποίηση των εργαλείων, εξαιτίας και όχι παρά τη χρησιμότητά τους, είναι ένα από τα πιο γελοία και ψεύτικα επιχειρήματα που παρατίθενται στην πρόσφατη συζήτηση για το Διαδίκτυο και την ψηφιοποίηση. Τα κομπιουτεράκια τσέπης έχουν περιορίσει τις μαθηματικές μας ικανότητες, λένε κάποιοι, κάνοντάς μας λιγότερο ικανούς να κάνουμε υπολογισμούς με το μυαλό μας απ’ ότι, για παράδειγμα, οι άνθρωποι στη δεκαετία του ’50.

Ads

Οι σκληροί δίσκοι των υπολογιστών και οι κάρτες μνήμης των κινητών τηλεφώνων μας κλέβουν τις τελευταίες δυνατότητες μνημονικού, τις περισσότερες από τις οποίες είχε ήδη κλέψει ο καταραμένος έντυπος τύπος. Την ίδια στιγμή, τα συστήματα GPS καταστρέφουν τη δυνατότητα προσανατολισμού μας. Ω, οι χιλιάδες τρόποι με τους οποίους οι μηχανές μας στερούν δυνατότητες και κάνουν το μυαλό μας να μαραίνεται. «Παραπέμπουμε το μυαλό μας σε εξωτερικές πηγές», έγραψε ο αρχισυντάκτης των New York Times Bill Keller πρόσφατα. Σύμφωνα με τη λογική του, το να λύνουμε τα πραγματικά προβλήματα της καθημερινότητας – ο υπολογισμός καθηκόντων, η αποθήκευση πληροφοριών και το να βρίσκουμε τον προσανατολισμό μας – είναι βήμα προς τη λάθος κατεύθυνση, διότι «μαλακώνει» τον εγκέφαλό μας όλο και περισσότερο.

Ο θρήνος του Keller για τις χαμένες μας γνωσιακές δεξιότητες και ικανότητες αποδεικνύεται παράλογος αν προεκτείνουμε τα επιχειρήματά του λίγο περισσότερο στο παρελθόν. Σήμερα, πολύ λίγοι άνθρωποι ξέρουν να πλέκουν καλάθια, να ψήνουν ψωμί ή να καλλιεργούν το χωράφι με βόδια, άροτρο και αλέτρι. Για την ακρίβεια, και μόνο η σωματική καταπόνηση του οργώματος του χωραφιού θα ήταν υπερβολική για μας. Έχουμε όλοι διαβάσει τα τελευταία χρόνια τα κακόβουλα σχόλια για ανθρώπους που παίρνουν επιδόματα πρόνοιας στη Γερμανία, οι οποίοι απλούστατα δεν ήταν σε θέση να ανταπεξέλθουν στις σωματικές απαιτήσεις της συγκομιδής σπαραγγιών ή αγγουριών.

Αλλά είναι γεγονός ότι μεγάλο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού δεν θα ήταν σε θέση να ανταπεξέλθει σε αυτές και άλλες παρόμοιες εργασίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας αγρότης του 18ου αι. ήταν πιο σκληραγωγημένος από εμάς, και ότι πιθανότατα θα μπορούσε να αντέξει τον πόνο με πολύ λιγότερα παράπονα (και, ως εκ τούτου, είχε και πολύ μικρότερο όριο ζωής). Άρα η παρακμή του ανθρώπινου είδους πρέπει να άρχισε με την εφεύρεση των ατμοκίνητων αγροτικών μηχανημάτων, αν όχι με τη χρήση των αλόγων για έλξη.

Η κριτική κατά της τεχνικής προόδου ως προς τους τρόπους με τους οποίους διευκολύνει τη ζωή μας είναι παράλογη όσο και αντιδραστική. Και όμως, αυτή η στάση, είτε εκφράζεται σαφώς είτε εμμέσως, κερδίζει έδαφος και πάλι. Αυτό συμβαίνει εξαιτίας της ταχύτητας με την οποία η ψηφιακή τεχνολογία αλλάζει τον κόσμο, κάτι που ορισμένοι βλέπουν ως επώδυνη εμπειρία.

Φαίνεται πως όσο πιο καθυστερημένα εισέρχεται η ψηφιοποίηση στη ζωή ενός ανθρώπου, τόσο πιο βασανιστικά βιώνεται. Και παρεμπιπτόντως, είναι επιστημονικά αποδεδειγμένο γεγονός ότι η δυνατότητα του ανθρώπου να προσαρμόζεται στις αλλαγές αρχίζει να μειώνεται δραστικά περίπου στα 35 χρόνια.

Το μαζοχιστικό πείραμα του Keller

Ο Bill Keller γεννήθηκε το 1949. Με την πρώτη ματιά, το ξέσπασμά του εναντίον του ψηφιακού κόσμου προκαλεί τόσο μεγάλη έκπληξη γιατί, όπως γράφει και ο Keller, η ίδια του η εφημερίδα, οι New York Times, «έχει εναγκαλιστεί τα νέα μέσα με δημιουργικό, αξιέπαινο ζήλο». Η εφημερίδα ήταν μία από τις πρώτες που δημιούργησε τη θέση του «εκδότη των κοινωνικών μέσων» για να επισημοποιήσει τη διασύνδεση του ιστότοπου των New York Times με κοινωνικά δίκτυα όπως το Facebook και το Twitter. Οι Times μάλιστα θεωρούνται ως πρότυπο διαδικτυακής δημοσιογραφίας.

Ο ίδιος ο Keller χρησιμοποιεί το Twitter. Για να γράψει ένα άρθρο, διεξήγε αυτό που αποκαλεί «ένα είδος μαζοχιστικού πειράματος», στο οποίο έστειλε το μήνυμα («ΤοTwitterΣαςΚάνειΧαζούς. Συζητείστε,» και περίμενε να δει τι θα συμβεί. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι περισσότεροι tweeters διαφώνησαν με τον Keller. Με τον ίδιο τρόπο, παρεμπιπτόντως, θα αντιδρούσαν οι εκτός διαδικτύου άνθρωποι, εδώ στη Γερμανία, αν τους έλεγαν ότι είναι χαζοί ή ότι οδεύουν προς την ηλιθιότητα. Θα ενοχλούνταν. Είναι ένα εύκολο πείραμα. Οποιοσδήποτε μπορεί να το δοκιμάσει: Απλώς μπείτε σε ένα μπαρ/βιβλιοθήκη/σχολή χορού σάμπα και φωνάξτε δυνατά και καθαρά: «Το ποδόσφαιρο/το διάβασμα/η σάμπα σας κάνει χαζούς! Συζητείστε!»

Σε αντίθεση με το αναμενόμενο αποτέλεσμα τέτοιων πειραμάτων στον πραγματικό κόσμο, το μήνυμα (τιτίβισμα) του Keller, παραδόξως, δεν πυροδότησε μόνο απόρριψη. Μάλιστα, όπως γράφει και ο ίδιος, απέδωσε επίσης «λίγες εκλάμψεις πνεύματος» και «κάποιες ειλικρινά προφανείς απόψεις,» συμπεριλαμβανομένου και του σχολίου: «Εξαρτάται ποιον ακολουθείς». Ο καθηγητής Δημοσιογραφίας Jeff Jarvis, τον οποίο ο Keller δεν ανέφερε στο άρθρο του, απάντησε μέσω Twitter: «Bill. Δεν μας λένε πλέον οι New York Times τι να συζητήσουμε. Μας λέει το Twitter. ;-)»

Παρ’ όλα αυτά, ο Keller συμπέρανε, βάσει της προσωπικής του εκτίμησης των αντιδράσεων στο μήνυμά του, ότι: «Ανεξάρτητα από το αν το Twitter σε αποβλακώνει ή όχι, σίγουρα κάνει κάποιους έξυπνους ανθρώπους να ακούγονται σα βλάκες».

Το τίμημα της Καινοτομίας

Ο Keller γράφει ότι φοβάται πως αυτή τη φορά το τίμημα της καινοτομίας θα είναι ότι θα χάσουμε «ένα κομμάτι του εαυτού μας», μία ανησυχία που τη διανθίζει με τις γνωστές, πολυακουσμένες αντιρρήσεις στην ψηφιακή επικοινωνία: ότι δεν είναι καθόλου «κοινωνική», ότι παρά μόνο μας αποσπά την προσοχή, ότι προωθεί ανούσιες και τετριμμένες μορφές επικοινωνίας και, ακόμα χειρότερα, ότι απειλεί «την δυνατότητα να σκεφτόμαστε, την αναζήτηση του νοήματος, το να συμπάσχουμε ειλικρινά, την αίσθηση μίας κοινότητας συνδεδεμένης με κάτι βαθύτερο από κακεντρεχή σχόλια ή πολιτικές προτιμήσεις.

Ο πραγματικός λόγος για τον εκπληκτικό συλλογισμό αυτού του δημοσιογράφου πάνω στα κοινωνικά δίκτυα της εποχής μας φαίνεται πως ήταν η εμπειρία του με τη 13χρονη κόρη του. Γράφει ότι αυτός και η γυναίκα του της επέτρεψαν πρόσφατα να ανοίξει λογαριασμό στο Facebook. «Μέσα σε λίγες ώρες είχε συγκεντρώσει 171 φίλους, και ένιωσα κάπως σα να έδωσα στο παιδί μου ναρκωτικά».

Μπορούμε να φανταστούμε πώς ο Keller μετέφερε αυτήν την εμπειρία σε μία ομάδα ανώτερων συντακτών των New York Times, όλοι εκ των οποίων θα πρέπει να είχαν παρόμοιες εμπειρίες με τα παιδιά τους, και πώς η ακόλουθη συζήτηση, διανθισμένη με αστεία και παρεμβάσεις, κατέληξε τελικά στο να του προτείνει κάποιος να γράψει κάτι πάνω στο θέμα, γιατί απλούστατα πρέπει να ειπωθεί.

Είναι σχεδόν δεδομένο ότι οι πατεράδες των οποίων οι 13χρονες κόρες έχουν ανακαλύψει ένα καινούργιο πάθος, είτε είναι η ιππασία είτε ο Justin Bieber, γενικά παρατηρούν κάτι παρόμοιο με την εμπειρία που είχε ο 62χρονος πατέρας Keller με την κόρη του: έναν ανεξήγητο, υπερβολικό ενθουσιασμό με ένα φαινομενικά τετριμμένο αντικείμενο. Το γεγονός ότι ο εκτελεστικός εκδότης των New York Times το χρησιμοποίησε αυτό σαν ευκαιρία για να διαγνώσει την επίδραση των κοινωνικών μέσων ως πιθανώς καταστροφική για την ψυχή υποδηλώνει μεγάλο αδιοχέτευτο άγχος για το παρόν (και μάλλον λίγη εμπιστοσύνη στο ίδιο του το παιδί).

Η γενιά του Διαδικτύου

Ο δημοσιογράφος δεν παρέχει κανένα στοιχείο για τους σαρωτικούς φόβους του πέρα από την προσωπική του δυσφορία. Η 13χρονη κόρη του Keller πιθανότατα ξέρει τους περισσότερους από τους 171 φίλους της στο Facebook προσωπικά. Πολλές μελέτες στις Ηνωμένες Πολιτείες και στη Γερμανία έχουν δείξει ότι, ως επί το πλείστον, τα κοινωνικά δίκτυα όντως αντανακλούν τα πραγματικά κοινωνικά περιβάλλοντα των νεαρών χρηστών τους. Αυτό δεν ισχύει στον ίδιο βαθμό για 62χρονους εκτελεστικούς εκδότες εφημερίδας.

Οι άνθρωποι άνω των 50 έχουν ένα κρίσιμο μειονέκτημα έναντι των κάτω των 40 (μιλώντας χοντρικά) όταν πρόκειται για το επικοινωνιακό Διαδίκτυο: Οι περισσότεροι από αυτούς ήρθαν σε επαφή με αυτό ως ένα άχαρο εργαλείο της δουλειάς, γράφοντας τα πρώτα τους e-mail σε συναδέλφους ή στο αφεντικό τους, και όχι σε ένα κορίτσι με το οποίο ήταν κρυφά ερωτευμένοι. Έχουν λογαριαμό στο Facebook γιατί αισθάνονται ότι πρέπει, όχι επειδή αποτελεί για αυτούς μια πλατφόρμα για να επικοινωνούν οι φίλοι τους μεταξύ τους. Και επικοινωνούν, μέσω Twitter για παράδειγμα, με εντελώς αγνώστους. Δεν προκαλεί και τεράστια έκπληξη ότι τέτοιου είδους επικοινωνία παράγει συζητήσεις που κάποιοι θα χαρακτήριζαν ως «ανούσιες», «μη κοινωνικές» ή «τετριμμένες».

Το γεγονός ότι τέτοιοι άνθρωποι μπορεί να αισθάνονται ότι έχουν έλλειψη σε ποιοτικές συζητήσεις πιθανότατα σχετίζεται περισσότερο με το φόρτο εργασίας τους παρά με το Διαδίκτυο. Είναι εξίσου δυνατό να καταλήξεις σε γενικά συμπεράσματα για την επίδραση των κοινωνικών μέσων στην πνευματική ζωή της ανθρωπότητας, από αυτήν την αντίληψη, όσο και το να καταλήξεις σε γενικά συμπεράσματα για τη χρησιμότητα της τροχαλίας από τη μέση διάμετρο του δικέφαλου του σύγχρονου ανθρώπου.

Η μετάφραση πραγματοποιήθηκε από την Τρισεύγενη Π., μέλος του μεταφραστικού project του Tvxs.