«Όποιος κερδίσει την Κωνσταντινούπολη κερδίζει την Τουρκία». Αυτό το ρητό της τουρκικής πολιτικής αρκεί για να καταλάβει κανείς τη δύσκολη θέση του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μετά από την εκλογική ήττα του κυβερνώντος κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP) σε Άγκυρα, Σμύρνη και Κωνσταντινούπολη, την οικονομική πρωτεύουσα των 15 και πλέον εκατομμυρίων κατοίκων.

Ads

Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν υπέστη στις δημοτικές εκλογές το πρώτο και σοβαρό πλήγμα, αφού έχασε για πρώτη φορά τον έλεγχο της Άγκυρας, της Σμύρνης αλλά και του μεγαλύτερου μητροπολιτικού δήμου της χώρας, αυτόν της Κωνσταντινούπολης, οι οποίοι «κατέληξαν» στα χέρια της κεμαλικής αντιπολίτευσης.

«Ο λαός ψήφισε υπέρ της δημοκρατίας, επέλεξε τη δημοκρατία», δήλωσε ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, ο επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τονίζοντας πως το CHP απέσπασε την Άγκυρα και την Κωνσταντινούπολη από το AKP και κράτησε τη Σμύρνη (Ιζμίρ), τρίτη μεγαλύτερη πόλη της Τουρκίας και παραδοσιακά προπύργιό του.

Τα διεθνή μέσα ενημέρωσης κάνουν λόγο για σοβαρή ήττα, ενώ η αντιπολίτευση ρίχνει στο τραπέζι, αν και σε χαμηλούς τόνους, το σενάριο των εκλογών.

Ads

Την ίδια ώρα, μετά τα αποτελέσματα της κάλπης, η τουρκική λίρα καταγράφει απώλειες 2% και διαπραγματεύεται στα επίπεδα των 5,6913 δολαρίων, από τα επίπεδα των 5,55 δολαρίων στα οποία έκλεισε την περασμένη Παρασκευή. Απώλειες καταγράφει την ίδια ώρα και το χρηματιστήριο της Κωνσταντινούπολης, υποχωρώντας κατά 1,65% κατά το άνοιγμα των ευρωπαϊκών αγορών.

Η σημασία της Πόλης

Τη σημασία της Κωνσταντινούπολης στον εκλογικό χάρτη είχε παραδεχτεί και ο ίδιος ο Τούρκος πρόεδρος το 2017, μετά από το κρίσιμο δημοψήφισμα. «Αν παραπατήσουμε στην Κωνσταντινούπολη δεν θα πατάμε γερά στην Τουρκία» είχε προειδοποιήσει στελέχη του κόμματός του ο Ερντογάν, εμφανώς ανήσυχος που οι πολίτες είχαν ψηφίσει εναντίον του. Και αυτό γιατί η Κωνσταντινούπολη είναι η πόλη στην οποία ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα και της οποίας διατέλεσε δήμαρχος τη δεκαετία του ’90, έτσι η αναμέτρηση έχει ακόμη μεγαλύτερη συμβολική βαρύτητα.

Σε ομιλία του μετά τα αποτελέσματα προς υποστηρικτές του στην Άγκυρα, ο Ερντογάν φάνηκε να αναγνωρίζει πως το κόμμα του μπορεί να έχασε την Κωνσταντινούπολη, ωστόσο επέμεινε ότι οι περισσότεροι επιμέρους δήμοι της παρέμειναν στα χέρια του AKP. «Ακόμη κι αν ο λαός μας μάς πήρε τον [μητροπολιτικό] δήμο, έδωσε τους περισσότερους [επιμέρους] δήμους στο AKP», είπε και πρόσθεσε ότι θα υποβληθούν προσφυγές εναντίον των αποτελεσμάτων, όπου κριθεί ότι απαιτείται.

Ο Ερντογάν που εμφανιζόταν ως ο απόλυτος κυρίαρχος του παιγνιδιού στην τουρκική πολιτική σκηνή αφότου ανέλαβε αρχικά πρωθυπουργός πριν από 16 χρόνια και σταδιακά συγκέντρωσε στα χέρια του σχεδόν όλες τις εξουσίες, πρωταγωνίστησε στην προεκλογική περίοδο, ταξιδεύοντας ασταμάτητα, εκφωνώντας πάνω από εκατό λόγους σε εκδηλώσεις σε όλη τη χώρα σε δύο μήνες, ενόψει της χθεσινής ψηφοφορίας, αναμέτρησης που ο ίδιος χαρακτήριζε κρίσιμη για την ίδια την «επιβίωση» της Τουρκίας.

Και παρότι το όνομα του Ερντογάν δεν ήταν στο ψηφοδέλτιο, η ήττα του AKP στην Κωνσταντινούπολη είναι συμβολική και δείχνει πως μετά από 25 χρόνια, ο Τούρκος πρόεδρος χάνει τους πιο μεγάλους και πιστούς υποστηρικτές του. Γι αυτό και αποτελεί σοβαρό πλήγμα στο γόητρό του αλλά και στο προφίλ του παντοδύναμου πολιτικού ενώ αποδεικνύεται πως έπεσε στην παγίδα που ο ίδιος έστησε στην αντιπολίτευση, μετατρέποντας τις δημοτικές εκλογές σε «εθνική μάχη».

image

Γιατί χάνει ο Ερντογάν

Τελικά η καθοδική πορεία της οικονομίας φαίνεται πως επηρέασε σε κρίσιμο βαθμό το εκλογικό σώμα.

Με τη λίρα να έχει υποχωρήσει κατά 30%, την οικονομία να ολισθαίνει προς ύφεση και με τον πληθωρισμό περί το 20% και την ανεργία να αυξάνεται, μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος φάνηκε να τιμωρεί τον πρόεδρο.

Ο ίδιος ο Ερντογάν διαφωνεί με τις αναλύσεις περί ήττας του ιδίου και της παράταξής του: «ο λαός μας μάς ανέδειξε πρώτο κόμμα στις εκλογές, για 15η φορά», είπε στην Άγκυρα, υποστηρίζοντας πως το AKP κέρδισε συνολικά 778 δήμους, δηλαδή το 56% του συνόλου. Η ισλαμοσυντηρητική παράταξή του έχει συμμαχήσει σε εθνικό επίπεδο με το υπερεθνικιστικό MHP.

Ωστόσο για τον δημοσιογράφο Ρουσέν Τσακίρ, οι εκλογές είναι «εξίσου ιστορικές με εκείνες του 1994», όπως ανέφερε μέσω Twitter, σχόλιο που παρέπεμπε στην ανάδειξη του Ερντογάν στον θώκο του δημάρχου της Κωνσταντινούπολης. Η χώρα, πρόσθεσε, «άνοιξε μια σελίδα πριν από 25 χρόνια και τώρα τη γύρισε».

Ο Ερντογάν αρχικά στράφηκε ενισχυτικά στους οικονομικά ασθενέστερους πολίτες της Κωνσταντινούπολης, υποσχόμενος ότι θα υπηρετήσει τη Δημοκρατία και πως θα πολεμήσει για να κάνει την πόλη και την Τουρκία μέλος του δυτικού κόσμου. Όπως γράφει το BBC, έκτοτε η εικόνα στην Κωνσταντινούπολη έχει αλλάξει δραματικά, ιδιαίτερα λόγω της οικονομικής κρίσης που έχει «γονατίσει» το τελευταίο διάστημα τη χώρα.

Σύμφωνα με το Spiegel, τυπικά οι αυτοδιοικητικές αφορούσαν μόνο την εκλογή νέων δημάρχων και δημοτικών συμβουλίων. Ο ίδιος ο Ερντογάν όμως χαρακτήρισε τις εκλογές αυτές δημοψήφισμα για την κυβέρνησή του κάνοντας λόγο για «ζήτημα ζωής και θανάτου». Ο πρόεδρος μπορεί να ερμηνεύσει το εκλογικό αποτέλεσμα μόνο ως μομφή εις βάρος του. Παρά την οικονομική και μιντιακή του υπεροχή, παρά τα καψόνια κατά της αντιπολίτευσης ο Ταγίπ Ερντογάν δεν κατάφερε να κερδίσει στα μεγάλα αστικά κέντρα, γεγονός που δείχνει πόσο μεγάλη είναι η απογοήτευση των ανθρώπων από την κυβερνητική πολιτική. Ο Ερντογάν ανήλθε κάποτε στην εξουσία γιατί έπεισε τους ψηφοφόρους ότι είναι σε θέση να διασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον. Τώρα όμως η χώρα βιώνει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση από το 2001.

Η τουρκική οικονομία συρρικνώθηκε το δεύτερο εξάμηνο του 2018 και εκτιμάται ότι δεν επέστρεψε σε ανάπτυξη ούτε το πρώτο του 2019. Ο πληθωρισμός παραμένει στο 20%, παρόλο που έχει μειωθεί πέντε μονάδες σε σχέση με το περσινό ρεκόρ. Τα νοικοκυριά παλεύουν να αντιμετωπίσουν τις εκρηκτικές ανατιμήσεις σε βασικά είδη, ενώ οι επιχειρήσεις έχουν «καεί» διπλά από την υποτίμηση της λίρας, καθώς τα δάνειά τους είναι κυρίως σε δολάριο, αλλά και από την ραγδαία αύξηση των επιτοκίων, στην οποία προέβη η κεντρική τράπεζα.

Γενικότερα το κυβερνών κόμμα ζημιώθηκε από την μεταρρύθμιση του Συντάγματος, τον εντοπισμό αντιπάλων του κράτους και τη διαχείριση της απόπειρας πραξικοπήματος. Η εσωτερική πολιτική μονοπώλησε την καθημερινότητα τα τελευταία χρόνια. Μετά την απόπειρα πραξικοπήματος ξεκίνησαν οι μαζικές συλλήψεις, στη συνέχεια δόθηκαν οικονομικά κίνητρα, τα οποία διαδέχθηκαν αυξήσεις φόρων. Στη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τις αυτοδιοικητικές οι φόροι μειώθηκαν, ενώ χορηγήθηκαν αφειδώς συγχωροχάρτια για αυθαίρετα κτίσματα. Το εθνικό νόμισμα κατέρρευσε, όταν η Άγκυρα εισήλθε σε τροχιά σύγκρουσης με τις ΗΠΑ. Για να μην χάσει ωστόσο τους σταθερούς ψηφοφόρους του ο πρόεδρος Ερντογάν διασφάλισε ότι η κεντρική τράπεζα θα κρατήσει χαμηλά τα επιτόκια. Αποτέλεσμα; αδύναμη λίρα, υψηλός πληθωρισμός και ανοδική ανεργία. Τα αποτελέσματα των αυτοδοικητικών δείχνουν ότι πολλοί ψηφοφόροι εμπιστεύονται ακόμα το ΑΚΡ. Ολοένα και περισσότεροι ωστόσο πιστεύουν ότι η αντιπολίτευση θα τα κατάφερνε εξίσου καλά.

Οι αποτυχίες του Ερντογάν  είναι πολύ μεγάλες για να κρυφτούν, επισημαίνουν οι Times. Μέχρι τώρα κανείς δεν πίστευε ότι θα μπορούσε να υποστεί μια πραγματική ήττα και μπορούσε να εκμεταλλευτεί οποιαδήποτε κρίση προς όφελός του. Αυτή τη φορά όμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Το θέμα είναι αν ο ίδιος γνωρίζει πόσο άσχημη είναι η κατάσταση της οικονομίας.

image

Εξαγγελίες για την οικονομία σε λάθος κατεύθυνση

Μέχρι τις επόμενες εκλογές το 2023 ο Ερντογάν πρέπει  να βρει τρόπους να μη χάσει τους ψηφοφόρους του. Μπορεί να διαβεβαίωσε ότι δεν θα γίνουν άλλες εκλογικές αναμετρήσεις για τεσσεράμισι χρόνια, ως το 2023, προφανώς αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, ωστόσο ανήγγειλε ότι θα στραφεί τώρα στην οικονομία, προωθώντας μέτρα σε επίπεδο υπουργείων και θεσμών ώστε το σύστημα διακυβέρνησης να γίνει πιο δυναμικό και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις ώστε η οικονομία της Τουρκίας να γίνει πιο ανθεκτική έναντι «επιθέσεων». «Θα αρχίσουμε να εργαζόμαστε για να εντοπίσουμε τις αδυναμίες μας και να τις διορθώσουμε», διαβεβαίωσε.

Ο Τούρκος Πρόεδρος είναι ένα κόκκινο πανί για τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα κατασταλτικά μέτρα  κατά των ξένων επενδυτών ή των τραπεζών έχουν οδηγήσει σε πολλούς επενδυτές να έχουν σβήσει την Τουρκία από τον χάρτη των προς επένδυση χωρών. Οι επενδυτές φοβούνται το χειρότερο. Ο Ερντογάν θα μπορούσε τώρα να εντείνει και πάλι τις επιθέσεις του στις χρηματοπιστωτικές αγορές για να αποδείξει τη δύναμή του. Θα μπορούσε επίσης να προσπαθήσει να πανικοβάλει την οικονομία ασκώντας πίεση στην κεντρική τράπεζα και τις ιδιωτικές τράπεζες να μειώσουν τα επιτόκια καθώς η οικονομία βρίσκεται σε ύφεση από το τέταρτο τρίμηνο του περασμένου έτους. Τέλος, θα μπορούσε να αγνοήσει το αποτέλεσμα των τοπικών εκλογών και να αναγκάσει τις δυνάμεις της αγοράς να ενεργήσουν μετά από τις απογοητευτικές παρεμβάσεις. Και οι τρεις επιλογές είναι κακές για τη λίρα.

Από την αρχή του έτους, η λίρα έχει χάσει περίπου 6% σε σχέση με το  δολάριο. Μόνο το Αργεντίνικο Πέσο έχει υποτιμηθεί ακόμη περισσότερο σε σχέση με το δολάριο.
Η αναταραχή στις χρηματοπιστωτικές αγορές βαρύνει επίσης τη πιστοληπτική ικανότητα της χώρας. Η Τουρκία εξακολουθεί να έχει μεγάλη ανάγκη από ξένους επενδυτές λόγω της εξάρτησης από τις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Αλλά όσο περισσότερο επεμβαίνει ο Ερντογάν αποθαρρύνοντας  τους επενδυτές, τόσο πιο κρίσιμη γίνεται η κατάσταση.

Το «στραβοπάτημα» του Ταγίπ Ερντογάν στις δημοτικές εκλογές θα τον οδηγήσει άμεσα σε αποφάσεις για την οικονομία. Αλλά αυτές θα είναι πιθανότατα όλες στη λάθος κατεύθυνση σχολιάζει το Reuters.

Κρίνοντας και από το πρόσφατο παρελθόν εκτιμά ότι ο Τούρκος πρόεδρος θα επιλέξει να καταφύγει σε βραχυπρόθεσμα, κοντόφθαλμα μέτρα τόνωσης, παρά σε αναγκαίες αλλαγές, που θα μπορούσαν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και να βγάλουν την τουρκική οικονομία από την ύφεση, στην οποία έχει βυθιστεί.

Ο Ερντογάν ζητεί μείωση των επιτοκίων και είναι βέβαιο ότι θα εντείνει την πίεση στην κεντρική τράπεζα το προσεχές διάστημα. Ωστόσο υπάρχει ο φόβος για εκτίναξη του πληθωρισμού σε ανεξέλεγκτα επίπεδα και διόκγωση του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών. Οι επενδυτές θέλουν κάτι άλλο. Δημοσιονομική πειθαρχία, ανεξαρτησία στην κεντρική τράπεζα να κάνει τη δουλειά της και κίνητρα για επενδύσεις.

Όπως επισημαίνει το Reuters αντί να αντιμετωπίσει τις ρίζες του κακού, δηλαδή τα αίτια των διαρκών πιέσεων στη λίρα, η τουρκική κυβέρνηση έχει επιλέξει μέχρι στιγμής μέτρα, που περιορίζουν τη φυγή κεφαλαίων, εφαρμόζει κάποιου είδους ήπια capital controls, τα οποία όμως δεν πέτυχαν να ανακόψουν την πτώση του νομίσματος παρά για λίγες ημέρες.

Το σημαντικότερο πρόβλημα είναι ότι η κεντρική τράπεζα είναι με δεμένα χέρια. Σύμφωνα με την Moody’s ήδη έχει εξαντληθεί σημαντικό ποσοστό των συναλλαγματικών αποθεμάτων, προκειμένου να στηριχθεί η λίρα, γεγονός που είναι αρνητικό πιστωτικό γεγονός.  Και τούτο γιατί εγείρει σοβαρά ερωτηματικά για την ανεξαρτησία και τη διαφάνεια στις κινήσεις της.