«Οι κρατικές μορφές, τα κινήματα και η πολιτική φιλοσοφία που αναπτύχθηκαν τους δύο τελευταίους αιώνες βρίσκονται σε ένα θεωρητικό και θεσμικό σταυροδρόμι, με τις προτεραιότητες, τις λειτουργίες, τις θεωρίες και τις στοχεύσεις τους να αλλάζουν συνεχώς. Η ανθρωπόκαινος εποχή είναι η εποχή που γίνεται κατανοητό ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα λειτούργησε ως δύναμη γεωλογικής κλίμακας και μεταβολής και προκάλεσε φαινόμενα αντίστοιχου μεγέθους. Οι προϋποθέσεις της κλασικής πολιτικής θεωρίας έχουν ανατραπεί ριζικά».

Ads

Με αυτά τα λόγια συνοψίζεται το θέμα που θα απασχολήσει το πολύ ενδιαφέρον συνέδριο «Κράτος και Ανθρωπόκαινος εποχή», που πραγματοποιείται από σήμερα έως τις 11 του μήνα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο 9-10-11 το οποίο διοργανώνεται από το Εργαστήριο Κοινωνικής Πολιτικής Παντείου Πανεπιστημίου, το Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου και την Ελληνική Εταιρία Περιβαλλοντικής Ιστορίας.

Με αυτή την αφορμή μιλούν στο tvxs δύο μέλη της οργανωτικής επιτροπής, ο Δημήτρης Μ. Μόσχας και ο Αντώνης Χατζηκυριακού.

Ανθρωπόκαινος εποχή. Τελικά πότε ορίζεται η έναρξη της; Στην έναρξη της αγροτικής επανάστασης ή τη δεκαετία του ‘50;

Ads

Α.Χ.: Είναι ένα από τα σημαντικά σημεία συζητήσεων και διαφωνιών εντός της επιστημονικής κοινότητας σε σχέση με την ανθρωπόκαινο εποχή. Όπως υποδηλώνει και η ερώτηση, υπάρχουν μεγάλες αποστάσεις μεταξύ των σημείων της ιστορικής κλίμακας στα οποία τοποθετούνται τα προτεινόμενα σημεία έναρξης. Σημασία για μας δεν είναι να δώσουμε μια οριστική απάντηση στο ερώτημα – πώς θα μπορούσαμε άλλωστε – αλλά να γίνει μια διεπιστημονική συζήτηση και ζύμωση μεταξύ διαφορετικών πεδίων γνώσης με σκοπό να κατανοήσουμε τόσο τα δεδομένα όσο και τις μεθοδολογίες που αξιοποιεί η κάθε επιστήμη και να έχουμε μια πληρότερη κατανόηση των συζητήσεων περί ανθρωποκαίνου.

Το πιο σημαντικό είναι ότι δίνει αφορμή να ξανατεθεί ένα θεμελιακό επιστημονικό ερώτημα: τη σχέση της ανθρωπότητας με τη φύση και του κατά πόσον η πρώτη είναι κομμάτι, ή όχι, της δεύτερης.

Δ.Μ. Συμφωνώ ότι δεν μπορεί να δοθεί οριστική απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτημα. Πέρα από το ότι δεν μπορούμε να απαντήσουμε οριστικά, εγώ νομίζω ότι μια οριστική απάντηση δεν θα ήταν και ιδιαίτερα παραγωγική για τη σκέψη μας. Για μένα, η «ανθρωπόκαινος» καθώς και συγγενικές έννοιες της συζήτησης όπως η «καπιταλιστόκαινος» ή η «φυτειόκαινος» που δίνουν μεγαλύτερη έμφαση στον καπιταλισμό ή την αποικιοκρατία δεν λειτουργούν ως όροι που θα δώσουν οριστικές απαντήσεις αλλά αντιθέτως, τέμνουν διαγώνια διάφορα επιστημονικά πεδία και επιστημολογικά παραδείγματα – και τις πολιτικές αντιλήψεις που τα συνοδεύουν – και λειτουργούν αποσταθεροποιητικά. Σκοπός του προβληματισμού γύρω από την ανθρωπόκαινο είναι συνεπώς να αμφισβητήσουμε μέρος των πολιτικών, επιστημολογικών και πολιτισμικών βεβαιοτήτων που αναπτύχθηκαν παράλληλα με το σύγχρονο κράτος και τον καπιταλιστικό – ή ευρύτερα βιομηχανικό – τρόπο παραγωγής.

Είναι θα λέγαμε ένα «δαιμόνιο», πολιτικό και επιστημολογικό που σε κάθε πεδίο αποκτά διαφορετικές διαστάσεις ή βαρύτητα, έχει διαφορετικά αποτελέσματα. Η γεωλογική ανθρωπόκαινος από την ανθρωπόκαινο στην πολιτική φιλοσοφία μπορεί να διαφέρουν ως προς τον ορισμό και την κατανόηση του όρου.

Με ποιον τρόπο απασχολεί τις κοινωνικές πολιτικές και ανθρωπιστικές επιστήμες;

Α.Χ. Για να απαντήσουμε το ερώτημα θα πρέπει να δούμε πώς ξεκίνησε η συζήτηση περί ανθρωποκαίνου. Ήδη από το 2000, ο όρος ανθρωπόκαινος εποχή εισήχθηκε για να περιγράψει μια νέα γεωλογική εποχή που ακολουθεί την ολόκαινο, η οποία ξεκίνησε πριν 11.700 χρόνια. Η νέα αυτή εποχή χαρακτηρίζεται, σύμφωνα με τη θεώρηση αυτή, από τον μόνιμο χαρακτήρα του ανθρώπινου αποτυπώματος στη γεωλογία της υφηλίου. Από γεωλογική σκοπιά, η μετάβαση από την μια εποχή στην άλλη – π.χ. από την πλειστόκαινο στην ολόκαινο εποχή – οφείλεται σε μια μόνιμη μεταβολή της γεωλογίας. Πριν δεκαπέντε χρόνια, μια ομάδα γεωλόγων ανέλαβε να εξετάσει την υπόθεση και τον περασμένο Οκτώβριο κατέθεσε μια μελέτη στην Διεθνή Ένωση Γεωλογικών Επιστημών (ΔΕΓΕ).

Στη μελέτη αυτή, η ομάδα υποστηρίζει ότι η ανθρωπόκαινος εποχή ξεκίνησε το 1952, εστιάζοντας κυρίως στο αποτύπωμα των πυρηνικών δοκιμών, αλλά και την διάδοση των μικροπλαστικών. Πριν λίγες βδομάδες, η επιτροπή της ΓΕΔΕ απέρριψε την πρόταση επισήμως.

Σημαίνει αυτό, ότι η συζήτηση κλείνει; Προφανώς, όχι. Μία από τις κριτικές που διατυπώθηκαν ήταν ότι η περιοδολόγηση αυτή είναι πολύ περιοριστική και ότι θα έπρεπε να εκτείνεται πιο πίσω.

Πέρα όμως από τις απόψεις των γεωλόγων – και χωρίς να λέμε ότι αυτές δεν έχουν σημασία – στη συζήτηση αυτή έχουν να συμβάλουν και οι κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες μέσα από τη μελέτη των ιστορικών, οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών, διανοητικών, ανθρωπολογικών, ή άλλων διαστάσεων του ζητήματος. Η ανάπτυξη ενός περιβαλλοντικού-οικολογικού κινήματος – όπως σε πολλές άλλες περιπτώσεις πολιτικών κινημάτων – δεν αφήνει την επιστήμη αδιάφορη, η οποία ενέταξε με διαφορετικούς και πρωτότυπους τρόπους την προβληματική αυτή. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η επιστημονική διαδικασία αναζήτησης γνώσης υποτάσσεται στα πολιτικά προτάγματα. Θα πρέπει, μάλλον, να σημαίνει την αναγνώριση της πολιτικής διάστασης της επιστημονικής έρευνας.

Πως προέκυψε η ενδιαφέρουσα ιδέα της σύμπραξης της Ελληνικής Εταιρείας Περιβαλλοντικής Ιστορίας, του Τμήματος Πολιτικής και Ιστορίας και του Εργαστηρίου Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου για το συνέδριο αυτό;

Δ.Μ. Ήταν μια ιδέα και μια επιθυμία που μου γεννήθηκε καθώς όλοι όσοι είμαστε στην Οργανωτική επιτροπή γνωριζόμασταν μέσω προσωπικών και πολιτικών συμπαθειών – που ας μη κρυβόμαστε αυτά τα δύο μοιάζουν πολύ – και γνώριζα ότι είναι κόσμος που θα ενδιαφερθεί να συζητήσει για κάτι τέτοιο. Υπάρχει αρκετός κόσμος στην Ελλάδα, μέσα στα κινήματα δρόμου ή σε ερευνητικό επίπεδο που συζητάει γύρω από την προβληματική της «Ανθρωπόκαινου», των περιβαλλοντικών κρίσεων.

Το συνέδριο είναι ένας τρόπος να έρθει αυτός ο κόσμος σε επαφή πιο εντατικά και οργανωμένα, σε πρώτη φάση τουλάχιστον.

Γράφετε πως: «Η ανθρωπόκαινος εποχή είναι η εποχή που γίνεται κατανοητό ότι η ανθρώπινη δραστηριότητα λειτούργησε ως «δύναμη γεωλογικής κλίμακας και μεταβολής» και προκάλεσε φαινόμενα αντίστοιχου μεγέθους. Οι προϋποθέσεις της κλασικής πολιτικής θεωρίας έχουν ανατραπεί ριζικά». Μπορείτε να μας αναφέρετε τις πιο ενδεικτικές μετατοπίσεις – ανατροπές με τις οποίες θα ασχοληθεί το συνέδριο;

Δ.Μ. Το συνέδριο καθώς είναι ανοιχτό, πέρα από κάποιους γενικούς άξονες, δεν όρισε εκ των προτέρων τις κατευθύνσεις της συζήτησης. Από τις προτάσεις διαμορφώθηκε μια εικόνα με μεγάλο εύρος προβληματισμών: τη σχέση της αστεακής και τουριστικής ανάπτυξης με το φυσικό περιβάλλον και αν η συνέχιση αυτού του μοντέλου είναι βιώσιμη, το ζήτημα της κρατικής περιβαλλοντικής πολιτικής και αν αυτή είναι αποτελεσματική, ζητήματα φύλου και περιβαλλοντικής μετανάστευσης.

Το ζήτημα του αν το κλασικό δίκαιο και η θεωρία των δικαιωμάτων μπορούν να επεκταθούν πέρα από την ανθρώπινη κοινωνία και αν κάτι τέτοιο είναι θεμιτό ως στρατηγική ανάσχεσης της ευρύτερης περιβαλλοντικής κρίσης. Το εύρος των θεμάτων είναι αρκετά μεγάλο.

Α.Χ.: Να προσθέσω ότι πάντοτε η πρώτη ενασχόληση με μια έννοια ή ένα εργαλείο, όπως είναι αυτό της ανθρωποκαίνου, εμπεριέχει έναν μεγάλο βαθμό πειραματισμού. Είναι σε αυτόν τον πειραματισμό που ποντάρουμε για να συγκροτηθεί μια κρίσιμη μάζα ανθρώπων που θα συζητούν, πλέον, με πιο συγκεκριμένους και επωφελείς τρόπους ως συλλογικότητα και όχι απλά ως άτομα.

Αναφέρετε πως οι κρατικές μορφές, τα κινήματα και η πολιτική φιλοσοφία που αναπτύχθηκαν τους δύο τελευταίους αιώνες βρίσκονται σε ένα θεωρητικό και θεσμικό σταυροδρόμι, με τις προτεραιότητες, τις λειτουργίες, τις θεωρίες και τις στοχεύσεις τους να αλλάζουν συνεχώς. Πώς συνδιαλέγονται κατά τη γνώμη σας σήμερα και ποιος είναι ο συσχετισμός μεταξύ τους;

Δ.Μ. Οι μορφές κρατικότητας, δηλαδή οι μορφές κρατικής εξουσίας, τα επαναστατικά κινήματα και τα κινήματα διεκδίκησης βασίζονται σε συγκεκριμένες υποθέσεις για το τι είναι «φύση», ποιος ο ρόλος της και η σχέση της με τον άνθρωπο και συνεπώς έχουν ρητές ή άρρητες υποθέσεις σε τι ακριβώς συνίσταται το «ανθρώπινο». Τον 20ο αιώνα, μέχρι την δεκαετία του 1980 η κυρίαρχη άποψη ήταν πως η «φύση» αποτελεί πόρο προς εκμετάλλευση ο οποίος μετά μοιράζεται μέσω αγώνων και άνισων σχέσεων πολιτικής δύναμης εντός της ανθρώπινης κοινωνίας. Είναι αυτό που στην πολιτική φιλοσοφία ονομάστηκε «εργαλειακός λόγος».

Έτσι, ως προς τη σχέση μας με το «φυσικό περιβάλλον» οι απόψεις μεταξύ κράτους και κινημάτων δεν διέφεραν πολύ, ειδικά στην Ευρώπη. Εδώ θέλω να είμαι προσεκτικός στη διατύπωση: δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν άλλες απόψεις, σε στενά επιστημονικούς ή φιλοσοφικούς κύκλους, ή πως δεν υπήρχαν άλλες απόψεις στην κοινωνία και τα κινήματα. Περιβαλλοντικά κινήματα ή περιβαλλοντική πολιτική σκέψη υπάρχει από την αρχή της βιομηχανικής επανάστασης.

Οι πρώτοι προβληματισμοί τέτοιου τύπου εμφανίστηκαν στην Αγγλία του 18ου και 19ου αιώνα για παράδειγμα λόγω της μαζικής εκβιομηχάνισης. Ο Ρομαντισμός για παράδειγμα ήταν μεταξύ άλλων και ένα κίνημα που αναπαρήγαγε συγκεκριμένες απόψεις και λόγους για τη «φύση» ενάντια στην εκβιομηχάνιση, και στοιχειώνει κομμάτι της περιβαλλοντικής σκέψης ακόμα και σήμερα.

Αυτό το οποίο εννοώ είναι ότι αυτοί οι προβληματισμοί δεν ήταν κοινωνικά κυρίαρχοι. Το κυρίαρχο παράδειγμα όμως αυτού που ονομαζόταν «ολόκαινος εποχή», ειδικά την περίοδο του 19ου και του 20ου αιώνα, βασιζόταν στη συνθήκη της εξαγωγής πόρων και της συσσώρευσης πλούτου.

Αυτή η λογική είχε συγκεκριμένες υλικές προϋποθέσεις (ένα φυσικό περιβάλλον που ως πλανητικό σύστημα μπορούσε ακόμα τρόπον τινά να «ανταπεξέλθει» στις ανάγκες και τους ρυθμούς της καπιταλιστικής ανάπτυξης και των κρατικών πολιτικών καθώς και τη διαρκή ανάπτυξη τεχνολογικών μέσων που στα πλαίσια της καπιταλιστικής οικονομίας καθιστούσαν πλευρές του περιβάλλοντος εξορύξιμες) καθώς και συγκεκριμένους πολιτικούς μηχανισμούς που την αναπαρήγαγαν: την αποικιοκρατία που είχε απομειώσει το μεγαλύτερος μέρος των κοινωνιών του πλανήτη εκτός Δύσης σε φυσικό πόρο, σε καθαρή εργασία που «εξορύσσεται» από τα σώματα των αποικιοκρατούμενων καθώς και τη φυσικοποίηση του έμφυλου σώματος: το γυναικείο σώμα, σε διαφορετικό βαθμό στη Δύση και εκτός της, θεωρήθηκε επίσης φυσικός πόρος αναπαραγωγής της εργασίας (πάνω σε αυτό βασίζονται και αρκετά δημοφιλείς ήδη από τον 16ο αιώνα θηλυκές αναπαραστάσεις της μη Ευρωπαϊκής Φύσης).

Αυτό το σύμπλεγμα μηχανισμών είναι που λειτουργούσε ως κινητήρας της ανάπτυξης. Ήταν από τη μια η υλική απορρύθμιση του φυσικού συστήματος σε πλανητικό επίπεδο από τον ίδιο τον βιομηχανικό καπιταλισμό (η εμφάνιση δηλαδή φυσικών ορίων) και από την άλλη η κλιμάκωση των αντι-αποικιακών και φεμινιστικών αγώνων σε όλο τον κόσμο που οδήγησαν σε μια ευρύτερη κοινωνικά συνειδητοποίηση μετά το 1980 περίπου ότι η ανάπτυξη, η επέκταση και η διεύρυνση βασίζονταν σε ένα πολύ διευρυμένο και αορατοποιημένο δίκτυο πολλαπλών εκμεταλλεύσεων. Πλέον αυτή η παραδοχή έχει γίνει -ευτυχώς- κοινός τόπος. Και αυτό είναι μια μεγάλη μετατόπιση.

Αυτή η μετατόπιση σημαίνει επίσης και μια διαφορετική γεωγραφία της σκέψης: πολιτική φιλοσοφία και σκέψη δεν σημαίνουν πλέον απαραίτητα Ευρωπαϊκή πολιτική φιλοσοφία. Η εμπειρία των εκτός Ευρώπης είναι πλέον πολύ σημαντική.

Ποια είναι η πρόκληση σε αυτό το θεσμικό σταυροδρόμι για την επιστήμη σας αλλά και την κοινωνία;

Α.Χ.: Επιστήμη και κοινωνία δεν αποτελούν δύο ασύνδετες οντότητες – η πρώτη όχι μόνο είναι κομμάτι της δεύτερης, αλλά και έχει την ευθύνη και υποχρέωση να την υπηρετεί. Από την άλλη, είναι σημαντικό να διατηρείται η επιστημονική ψυχραιμία στην αντιμετώπιση των προκλήσεων της εποχής μας. Υπάρχουν πάμπολλες περιπτώσεις ιστορικών παραδειγμάτων όπου η αντίληψη ότι ότι η εποχή τους θα βίωνε το τέλος του κόσμου ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένη, είτε μιλάμε για τον Μεσαίωνα και τα μεσσιανιστικά- χιλιαστικά κινήματα, είτε τον Ψυχρό Πόλεμο και τον κίνδυνο πυρηνικού ολέθρου.

Μία άποψη είναι ότι αυτό είναι και μια αναζήτηση συλλογικής ή ατομικής αυτο-σημασίας των ανθρώπων και της εποχής τους. Από την άλλη, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε εύκολα να απαξιώσουμε τους κινδύνους της εποχής μας. Όμως, η περιβαλλοντική και όχι μόνο ιστορία δείχνουν τη μεγάλη προσαρμοστικότητα, και ενίοτε ανθεκτικότητα, του ανθρώπου στο μεταβαλλόμενο περιβάλλον, είτε αυτές οι μεταβολές είναι ανθρωπογενείς ή μη – τουλάχιστον κατά τη διάρκεια της ανθρώπινης ύπαρξης, που είναι ένα μικρό βεβαίως κομμάτι της ιστορίας της ζωής στον πλανήτη. Είναι σε αυτό το πλαίσιο που η διαδικασία παραγωγής γνώσης έχει τεράστια σημασία.

Πώς επηρεάζει αυτές τις μετατοπίσεις η τεχνολογία και ιδιαίτερα η τεχνητή νοημοσύνη; Σε όλα τα επίπεδα από τους θεσμούς έως τα κινήματα και την επιστήμη.

Α.Χ.: Η τεχνολογία και η επιστήμη δεν είναι ποτέ απολύτως πολιτικά ουδέτερες. Αν ένας γιατρός, για παράδειγμα, χρηματοδοτείται έμμεσα ή άμεσα από μια φαρμακευτική εταιρεία στις έρευνές που κάνει προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση της αγοράς, και άρα του κέρδους, αυτό είναι (και) μια πολιτική επιλογή που θέτει υπό αμφισβήτηση την επιστημονική ακεραιότητά του. Και για να αναφέρω ένα πιο πρόσφατο παράδειγμα από την ελληνική, αλλά και παγκόσμια, πραγματικότητα η όλο και μεγαλύτερη ένταξη της αγοράς στην πανεπιστημιακή έρευνα και διδασκαλία θέτει υπό απειλή την απαραίτητη ανεξαρτησία της επιστημονικής κοινότητας να παράγει και να διαχέει τη γνώση με τρόπους που διασφαλίζεται η επιστημονικότητα.

Με τον Νόμο Κεραμέως έχουμε Πρυτάνεις και άτομα που συμμετέχουν σε Συμβούλια Διοίκησης πανεπιστημίων με πολιτικές ή οικονομικές εξαρτήσεις, εκλεγμένα με αδιαφανείς διαδικασίες και η συμμετοχή των οποίων ξεπερνά τα επιστημονικά κριτήρια. Αυτό σημαίνει η όποια γνώση δεν είναι προσιτή προς την αγορά ή τις κυβερνητικές πολιτικές επιλογές θα απαξιώνεται.

Με το νόμο Πιερρακάκη, έχουμε πανεπιστήμια που προσανατολίζονται στην αγορά και το κεκαλυμμένο κέρδος.

Μια παράπλευρη απώλεια της υπεργραφειοκρατικοποίησης των πανεπιστημίων – η οποία έχει πια εδραιωθεί – είναι η αδυναμία των πανεπιστημιακών να επιτελέσουν το πρωταρχικό τους καθήκον, που είναι η έρευνα και η διδασκαλία.

Σε ένα άλλο επίπεδο, δεδομένου ότι οι ανθρωπιστικές και οι κοινωνικές επιστήμες είναι λιγότερο προσανατολισμένες προς την αγορά, αποτελούν και αναλώσιμα πεδία γνώσης. Μπορούν, όμως, οι θετικές επιστήμες να υπάρξουν ανεξάρτητα από τις θεωρητικές; Να υπενθυμίσω σε εποχές προηγούμενων αιώνων, η επιστημοσύνη είχε ως προϋπόθεση την ευρυμάθεια σε όλα τα πεδία. Εξ ού και ο όρος “αναγεννησιακός άνθρωπος”.

Για να επιστρέψω στο ερώτημά σας, η τεχνητή νοημοσύνη δεν είναι απαραίτητα ή αυτονοήτως κάτι θετικό ή αρνητικό. Σημασία έχουν οι τρόποι, και κυρίως οι σκοποί που αξιοποιούνται. Ακόμα πιο σημαντικό είναι να έχουμε επίγνωση του ότι τα δεδομένα που αξιοποιεί η τεχνητή νοημοσύνη – τα λεγόμενα “μεγάλα δεδομένα”, big data – δεν είναι “φυσικά” ή ουδέτερα. Είναι προϊόν των οικονομικών, πολιτικών, κοινωνικών, φυλετικών, έμφυλων, ή άλλων διακρίσεων και ιεραρχιών. Και, βεβαίως, ούτε αυτές είναι δεδομένες· είναι προϊόν σχέσεων εξουσίας, οι οποίες διαμορφώθηκαν στον χρόνο και στον χώρο, δεν ήταν ποτέ οι ίδιες παντού και πάντα.

Άρα η τεχνητή νοημοσύνη δεν αναπαράγει απλά τη “συλλογική σοφία” ενός τεράστιου όγκου δεδομένων, αλλά ενίοτε αντανακλά και αναπαράγει τις σχέσεις εξουσίας που τα δεδομένα εμπεριέχουν. Θα δώσω ένα απλό παράδειγμα: η χρήση τεχνητής νοημοσύνης στην αξιολόγηση βιογραφικών στις Η.Π.Α. έχει αποδειχθεί ότι αναπαράγει την προδιάθεση για αποφάσεις που δυσχεραίνουν τις υποψηφιότητες με συγκεκριμένα ταξικά, έμφυλα, φυλετικά κ.λπ. χαρακτηριστικά, ανεξαρτήτως του πόσο κατάλληλες ή όχι ήταν αυτές οι υποψηφιότητες. Υπάρχει μια πολύ σημαντική μελέτη στα αγγλικά, με τίτλο “τα ανεπεξέργαστα δεδομένα αποτελούν ένα οξύμωρο” (raw data is an oxymoron). Για να επιστρέψω και στην προηγούμενη ερώτηση για τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, αυτό είναι άλλη μια ένδειξη της σημασίας τους.

Θα ακολουθήσει κάποια έκδοση;

Δ.Μ. Πιστεύουμε πως ναι, θα ακολουθήσει κάποια έκδοση, η έκταση και η μορφή της οποίας δεν μπορεί να αποφασιστεί από τώρα. Θέλουμε σίγουρα πάντως η συζήτηση αυτή να αποτυπωθεί, να κοινωνικοποιηθεί και να ξαναγίνει πολλές φορές, σε διαφορετικά πλαίσια, όχι αναγκαία ακαδημαϊκά. Σκοπός μας είναι να ανοίξουμε τη συζήτηση και να δούμε πού μπορεί να μας πάει.

Επιστημονική/Οργανωτική Επιτροπή: Γιώργος Βλάχος, Πέτρος Περράκης Κόλλιας, Λουδοβίκος Κωτσονόπουλος, Δημήτρης Μ. Μόσχος, Αντώνης Χατζηκυριάκου

Περισσότερες πληροφορίες https://panteionanthroposcene.com/