Η ανθρωπότητα γεννήθηκε στην ανυπακοή. Σ’ όλους τους μύθους γενεσης, ο ανθρώπος αψηφά τον νόμο και τους ισχυρούς γιά να θεμελιώσει την ύπαρξη του.   Στην Παλιά Διαθήκη, ο Αδάμ και η Εύα παρακούουνν τον Θεό, διώχνονται από τον Παράδεισο και έτσι αρχίζει η ανθρώπινη ζωή στην επίγεια «κοιλάδα των δακρύων». Ο Προμηθέας κλεβει την φωτιά από τους θεούς του Ολύμπου – κάτι γιά το οποίο τιμωρείται άγρια – και θεμελιώνει τον ανθρώπινο πολιτισμό. Ο Απόστολος Παύλος γραφει Στην Επιστολή στους Ρωμαίους: «Τί οὖν ἐροῦμεν; ὁ νόμος ἁμαρτία; μὴ γένοιτο· ἀλλὰ τὴν ἁμαρτίαν οὐκ ἔγνων εἰ μὴ διὰ νόμου· τήν τε γὰρ ἐπιθυμίαν οὐκ ᾔδειν εἰ μὴ ὁ νόμος ἔλεγεν, οὐκ ἐπιθυμήσεις” (7:7). Μόνο επειδή ο νόμος απαγορεύει το αντικειμενο του δημιουργείται η επιθυμία και γεννιέται η ελευθερία. Τέλος στον Φρουδικό μυθο, οι αδελφοί σκοτώνουν τον πρωταρχικό πατέρα που είχε σχέσεις μ΄όλες τις κόρες. Ο Οιδιπόδειος φόνος και η ενοχή των πατροκτόνων δημιούργησε την ηθική, το υπερεγώ, μιά αυτο-πειθάρχηση πιο αποτελεσματική απο τις απειλές του πατέρα. Η αμαρτία είναι μητέρα της ηθικής. Η ανυπακοή δημιουργός του ανθρώπου.

Ads

Στην νεωτερικότητα, αντίσταση και ανυπακοή  οδήγησαν σ΄όλες τις ελευθερίες που σήμερα θεωρούμε δεδομένες. Η απελευθέρωση των δούλων, η καθολική ψήφος, βασικες προστασίες της εργασίας, η τυπική κατάργηση των διακρίσεων κατα των γυναικών, των φυλετικών και άλλων μειονοτήτων, για να αναεφερθώ σε λίγες μονο, δεν θα ειχαν εισαχθεί χωρίς τις “παράνομες” ενέργειες των ανυπάκουων. Αφαιρέστε την αντίσταση κατά του ισχυοντος νόμου απο την ιστορία και θα βρισκόμαστε ακόμη σέ Δαντικό εφιάλτη.

Αλλά και η φιλοσοφία ανακαλύπτει  την ελευθερία στην άρνηση, την απόφανση. Το Ναι, η καταφαση, αποτελεί συμφωνία με κάποιον που προηγείται χρονικά ή εξουσιακά. Αποδέχομαι την προταση ή εντολη του, η συμμετοχή μου περιορίζεται στην ενταξη ή ενσωμάτωση σε προκατασκευασμένο αφήγημα ή αίτημα. Καταφάσκοντας το υποκείμενο παραμένει ετερόνομο, σε ομηρία στην εντολή του άλλου. Η αυτονομία, η ουσία της ελευθερίας, σημαίνει να δίνεις τον νόμο στον εαυτό σου.   Κεντρική  περίπτωση της αποτελεί η αρνηση της εντολή του άλλου. Αλλά η άρνηση είναι ελευθερία και από άλλη σκοπιά. Για τον Χέγκελ, η ελευθερία της αρνησης απιτρέπει να αφαιρούμε τα δευτερευόντα στοιχεία από μιά συγκεκριμένη κατασταση ή τις περιττές ή τυχαίες προσθήκες σε μιά εννοια. Έτσι ανεβαίνουμε από το συγκεκριμένο στην αφηρημένη ιδέα, το ιδεώδες. Η άρνηση αποτελεί την ουσία της αυτονομίας. Η αφαίρεση και η γενίκευση την ουσία της ελεύθερης σκέψης. 

Ξεκινάμε με μιά παρουσίαση της εποχής των αντιστάσεων που ζούμε.

Ads

Α. Η ΕΠΟΧΉ ΤΩΝ ΑΝΤΙΣΤΆΣΕΩΝ

1. ‘Δεν μπορώ να αναπνεύσω’

Τους τελευταίους μήνες έχουμε τεράστιες διαδηλώσεις στην Αμερική, στην Αγγλία, την Γαλλία, το Βέλγιο το Χονγκ Κονγκ.  Οι περισσότερες είναι ειρηνικές. Ο Τραμπ αποκαλεί τους διαμαρτυρόμενους «τρομοκράτες», «τραμπούκους», «εγκληματίες», τον 70χρονο Γκουγκίνο που τραυμάτισε η αστυνομία στο Μπάφαλο «προβοκάτορα των Αντιφά». Ο δικηγόρος του γράφει ότι το πλήθος ήταν «ψεύτο-διαδηλωτές, τρομοκράτες που χρησιμοποιούν αργόσχολους φοιτητές, γεμάτους μίσος, για να κάψουν και να καταστρέψουν». Υιοθετώντας το σύνθημα του Νίξον στις εκλογές του 1968, ο Τραμπ παρουσιάζεται ως ο Πρόεδρος του «νόμου και της τάξης». Απειλεί τους διαδηλωτές με τρομερή βία, με μανιασμένα σκυλιά, με επίθεση από τις ειδικές μονάδες του στρατού. Η αστυνομία, ο στρατός, η δύναμη και πυγμή του κράτους μπαίνουν στην πρώτη γραμμή εναντίον της νεολαίας που διαμαρτύρεται. Στη Βρετανία, 140.000 διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους για αλληλεγγύη προς του Αμερικάνους. Το Black Lives Matter είναι εξ ίσου ζωτικό στο Λονδίνο, το Λίβερπουλ και το Μάντσεστερ. Όταν οι διαμαρτυρόμενοι στο Μπρίστολ αποκαθήλωσαν και έριξαν στο ποτάμι το άγαλμα του αρχι-επιχειρηματία της δουλοκτησίας Έντουαρντ Κόλστον, που είχε πρωτοστατήσει στη μεταφορά 84.000 δούλων από την Αφρική στην Αμερική, η Υπουργός Εσωτερικών Πρίτι Πατέλ καταδίκασε τον «όχλο» και τους «χούλιγκανς» και απαίτησε από την αστυνομία να επιβάλλει το «κράτος δικαίου» και να τιμωρήσει τους εξεγερμένους αυστηρά. Τα έχουμε δει κι εμείς. Θυμόμαστε τις καταγγελίες για την «ανομίας» του όχλου, την κατασυκοφάντηση της εξεγερμένης νεολαίας τον Δεκέμβρη του 2008, τις δολοφονικές επιθέσεις στους Αγανακτισμένους το 2011.

Το 1967, ο Martin Luther King δήλωνε ότι ‘η εξέγερση είναι η φωνή αυτων που δεν ακούγονται. Και τι δεν έχει ακούσει η Αμερική; Δεν κατάφερε να ακούσει ότι οι υποσχέσεις ελευθερίας και δικαιοσύνης δεν τηρήθηκαν. Δεν κατάλαβε ότι μεγάλα τμήματα της λευκής κοινωνίας ανησυχούν περισσότερο για την ηρεμία και το status quo παρά για τη δικαιοσύνη, την ισότητα και την ανθρωπιά, όσο η Αμερική αναβάλλει τη δικαιοσύνη, θα έχουμε την επιστροφή στην βία τις ταραχές.

Ο Malcolm X συγκεκριμένοποίησε την προειδοποίηση. ‘Το μακρύ, ζεστό καλοκαίρι του 1964 έδωσε μια ιδέα για το τι θα μπορούσε να συμβεί, μόνο μια ιδέα. Οι ταραχές περιορίστηκαν στις γειτονιές των μαύρων. Τα πράγματα θα αλλάξουν αν ένας καταλύτης στα σατανικά γκέτο της Αμερικής οδηγήσει σε έκρηξη  έξω από τα όριά τους, εκεί που ζουν οι λευκοί!’

Οι διαμαρτυρίες και οι ταράχες στην Αμερική και σ΄όλο τον κόσμο μπήκαν πιά στην τρίτη εβδομάδα. Καταλύτη υπήρξε η δολοφονία του Τζορτζ Φλόιντ αλλά και τόσων άλλων μαυρων που εξευτελίζονται συλλαμβάνονται χωρίς λόγο και σκοτώνονται από την αστυνομία. Αλλά η έκρηξη ξεπέρασε την άμεση θρυαλιδα. Έχει γίνει απόρριψη και αντίσταση στο κοινωνικό σύστημα και το θεσμικό πλαίσιο του, το δίκαιο, τα δικαστήρια, το πολιτικό σύστημα, που έχουν συστηματικά υποβαθμίσει και περιθωροποιήσει τα συμφεροντα της πλειοψηφίας. Τα σαράντα εκατομμύρια άνεργων Αμερικανών, ένα σημαντικό ποσοστό των οποίων έχουν αποταμιεύσεις μικρότερες από $400, το κάνουν οδυνηρά σαφές. ‘Δεν μπορώ να αναπνεύσω’, η φωνή που δεν ακούγεται συνδυάζει τον καπιταλιστικό ρατσισμό και την πανδημία. Κανένας νόμος και καμιά τάξη δεν μπορεί να καταστείλει την επιθυμία του ανθρώπου να αναπνεύει,  να έχει μια πλήρη ζωή, που δεν μαστίζεται από τη καθημερινή βία, δεν συντομεύεται από τον πρόωρο θάνατο που δεν ικανοποιούνται οι βασικές του ανάγκες.

Ο Αμερικανικός καπιταλισμός, που είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη φυλή, έχει δημιουργήσει μια κοινωνία γεμάτη καθημερινες ταπείνωσεις, ταλαιπωρία, πρόωρο θάνατο. Στηρίζεται στην ιδιοκτησία και προστατεύεται από την αστυνόμευση: η αστυνομία προστατεύει το κεφάλαιο, τις επιχειρήσεις, την περιουσία. Ένα μπακαλικο κάλεσε την αστυνομία, που σκότωσε τον Τζορτζ Φλόιντ, γιατί είχε χρησιμοποιήσει ένα πιθανά πλαστό εικοσαδόλαρο. Θα μπορούσαν να είχαν λύσει το προβλημα χωρίς την εμπλοκή της αστυνομίας. Αλλα οι επιχειρησεις ξέρουν ότι η αστυνομία θα εξυπηρετήσει τα συμφέροντα τους, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την δολοφονία ενός μαύρου. Οι επιθέσεις στα τμημάτα και τα αυτοκινήτα της αστυνομιας έχουν συμβολικό χαρακτήρα αλλά αποτελούν και φυσική αντίδραση στην αστυνομική βία. Οι εξέγερσεις είναι αναπόφευκτες σε μια οικονομικά άδικη κοινωνία που πνιγει τη ζωή και ένα πολιτικό καθεστώς που δίνει προτεραιότητα στον τάξη έναντι της δικαιοσύνης, στο κέρδος έναντι των ανθρώπων. Ο Φλόιντ είχε χάσει την δουλειά του στην πανδημία. Συνδύαζει στο πρόσωπο του την τάξη και την φυλή, την φτώχεια και τον ρατσισμό επωμίδες των μελοθανάτων.

Αυτό που βλέπουμε επομένως δεν είναι ένα κίνημα αλλά ένα κύμα διαμαρτυρίας. Δεν είναι απλα μιά συνέχεια των παλιότερων αγώνων για τέλος των διακρίσεων. Η δομή και ο αυθορμητισμός θυμίζει περισσότερο τις καταλήψεις των πλατειών και το κίνημα Occupy ή ακόμα και κίτρινα γιλέκα, παρα το κίνημα των 1960 για τα πολιτικά δικαιωμάτα. Καποιοι διαδηλωτές ζητούν την ποινική δίωξη των υπεύθυνων του φόνου, αλλοι την μεταρρύθμιση των φυλακών και την αποστρατικοποίηση της αστυνομίας, άλλοι την κατάργηση των φυλακών και τον τερματισμό της χρηματοδότησης της αστυνομίας. Κάποιοι θέλουν να μεταμορφώσουν το σύστημα, άλλοι να το ανατρέψουν. Αλλά σε αντίθεση με τις μαύρες εξεγέρσεις της δεκαετίας των 60, οι διαμαρτυρίες μεταφέρθηκαν σε λευκές γειτονιές.  Η εξέγερση σε τέτοια κλίμακα και με συμμετοχή όλων των φυλών και των ότι το σύστημα  δεν λειτουργεί και οι άνθρωποι έχουν βαρεθεί. Ίσως σύντομα να μπορέσουμε να πούμε ‘Μπορώ να αναπνεύσω’. Αλλά οι Αμερικάνικες αντιστάσεις αποτελούν ένα μέρος μόνο της νέας εποχής των αντιστάσεων που ξεκίνησε το 2010 και τώρα επεκτείνεται σε όλο τον κόσμο.

2. Νέα Μνημόνια, Παλιές Αντιστάσεις

Την περασμένη εβδομάδα μία έκθεση της εταιρείας ανάλυσης πολιτικού ρίσκου Verisk Maplecroft και η διάλεξη του Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες στην μνήμη του Νέλσον Μαντέλα επιβεβαίωσαν τις προβλέψεις μας. Υπάρχουν πολλές εταιρείες σαν την Verisk Maplecroft που συμβουλεύουν μεγαλο-επενδυτές για την πολιτική σταθερότητα κρατών πριν κάνουν τις επενδύσεις τους. Αποτελούν πολιτικούς κατάσκοπους και αναλυτές, οι συμβουλές των οποίων αποτελούν σημαντικό παράγοντα στις επενδυτικές αποφάσεις. Τα συμπεράσματα της έκθεσης ήταν αναμενόμενα.

Ο οικονομικός αντίκτυπος της πανδημίας θα οδηγήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2020 σε αντιστάσεις, ταραχές και αστάθεια σε όλο τον κόσμο. Η ύφεση θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις μιας «τέλειας καταιγίδας» στα αναπτυσσόμενα κράτη. Αλλά ο κίνδυνος ταραχών και εξεγέρσεων υπάρχει παντού: στην Ινδία, την Βραζιλία, την Ρωσία, τη Νότια Αφρική, την Τουρκία. Στις ΗΠΑ, ο συνδυασμός των διαμαρτυριών, της τεράστιας απώλειας θέσεων εργασίας και της καταστολής του Τραμπ, κάνουν τις νέες ταραχές «αναπόφευκτες». «Η βασική υπόθεση εργασίας είναι ότι το 2020 θα έχουμε μεγάλη αύξηση στις διαμαρτυρίες και η επόμενη δεκαετία θα είναι περίοδος πρωτοφανούς αναταραχής…Για τις χώρες που δεν είναι έχουν πάρει μέτρα ανάκαμψης, αυτό είναι το καλύτερο πιθανό σενάριο», δήλωσε ο Μίχα Χρίμπερνικ, αναλυτής της εταιρείας.

Αν η Verisk Maplecroft προειδοποιεί κυβερνήσεις και επενδυτές, ο Γκουτέρες, σε μια ασυνήθιστα φορτισμένη ομιλία, μίλησε από την πλευρά των πολιτών. Εξέτασε τα ιστορικά και πολιτικά αίτια της λαϊκής οργής και έκανε ριζοσπαστικές προτάσεις. Η υγειονομική κρίση αποκάλυψε τους κινδύνους που έχουμε αγνοήσει για δεκαετίες: τα ανεπαρκή συστήματα υγείας, την έλλειψη κοινωνικής πρόνοιας, τις διαρθρωτικές ανισότητες, την περιβαλλοντική υποβάθμιση, την κλιματική κρίση. Ο κοροναϊός αποκάλυψε την προϋπάρχουσα «πανδημία φτώχειας και ανισότητας» και τις απάτες και τα ψέματα που την δικαιολογούσαν: «Το ψέμα ότι οι ελεύθερες αγορές μπορούν να προσφέρουν υγειονομική περίθαλψη για όλους. Τον μύθο ότι η κοινωνική πρόνοια χωρίς αμοιβή δεν είναι δουλειά, την αυταπάτη ότι ζούμε σε έναν μετα-ρατσιστικό κόσμο, τον μύθος ότι είμαστε όλοι μαζί στο ίδιο πλοίο». Το #MeToo και Black Lives Matter δείχνουν ότι η απογοήτευση με το κατεστημένο έφτασε στα άκρα. «Ας μην ξεγελιόμαστε. Η κληρονομιά της αποικιοκρατίας επιβιώνει. Το βλέπουμε στην οικονομική και κοινωνική αδικία, στην άνοδο των εγκλημάτων μίσους και την ξενοφοβία, στην επιμονή του θεσμικού ρατσισμού. Το βλέπουμε στο παγκόσμιο εμπόριο. Οι οικονομίες των πρώην αποικιών διατρέχουν τον κίνδυνο να παγιδευτούν στην παραγωγή πρώτων υλών και προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας – μια νέα μορφή αποικιοκρατίας. Και το βλέπουμε στις παγκόσμιες σχέσεις εξουσίας.»

Η ανθρωπότητα αντιμετωπίζει τη βαθύτερη παγκόσμια ύφεση από τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και την ευρύτερη κατάρρευση των εισοδημάτων από το 1870. Οι εργαζόμενοι στην άτυπη οικονομία, οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι άνθρωποι που δουλεύουν στην πρόνοια, κυρίως οι γυναίκες, είχαν πληγεί περισσότερο. Πάνω από το 70% των ανθρώπων του κόσμου ζουν με μειωμένο εισόδημα και πλούτο και αυξανόμενες ανισότητες, ενώ οι 26 πλουσιότεροι άνθρωποι έχουν όσο πλούτο όσο το μισό του παγκόσμιου πληθυσμού. «Οι βαθιές ανισότητες αρχίζουν πριν την γέννηση και καθορίζουν τις ζωές και τους πρόωρους θανάτους». Η ανισότητα συνδέεται με την οικονομική αστάθεια, τη διαφθορά, τις χρηματοπιστωτικές κρίσεις, το έγκλημα και τη σωματική και ψυχική υγεία.

Οι νέοι ακτιβιστές δίνουν την μόνη απάντηση αυτή την στιγμή. «Απορρίπτουν την ανισότητα και τη διαίρεση και ενώνουν τους νέους, την κοινωνία των πολιτών, τον ιδιωτικό τομέα, τις πόλεις, τις περιφέρειες πίσω από τις πολιτικές για την ειρήνη, τον πλανήτη μας, τη δικαιοσύνη και τα ανθρώπινα δικαιώματα για όλους». Ο Γκουτέρες κάλεσε για ένα νέο παγκόσμιο κοινωνικό συμβόλαιο, βασισμένο στη δικαιοσύνη, την υγειονομική κάλυψη όλων και ένα καθολικό βασικό εισόδημα. «Βρισκόμαστε σε σημείο αιχμής. Αλλά δεν ξέρουμε γνωρίζουμε σε ποια πλευρά της ιστορίας βρισκόμαστε.” Ξέρουμε το όνομα του διλήμματος: Σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα και καταστροφή του πλανήτη.

Ας ελπίσουμε ότι είτε η αίσθηση αυτοσυντήρησης είτε η κατανόηση της τραγικής οικονομικής κατάστασης που έρχεται θα οδηγήσει την κυβέρνηση Μητσοτάκη να εγκαταλείψει τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές. Τις καταδίκασε με τον πιο έντονο τρόπο ο Γκουτέρες, εγκαταλείποντας την παραδοσιακή διπλωματική σιωπή του ΟΗΕ. Σταδιακά τις απορρίπτουν οι εμπνευστές και πρωταγωνιστές τους. Μόνο η Ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται να συμμετέχει στην αλλαγή και να ετοιμάζεται για τις αντιδράσεις. Η νομοθέτηση νέων εξουσιών και απαγορεύσεων και η αστυνομική καταστολή, βία και παρακολούθηση των πολιτών δείχνουν ότι η κυβέρνηση δέχτηκε την συμβουλή της εταιρείας πολιτικού ρίσκου και προετοιμάζεται. Η απάντηση των πολιτών θα έρθει στους δρόμους, στην δουλειά, στον πολιτισμό, στα Πανεπιστήμια. Θα είναι και πάλι καθοριστική. Τα κυβερνητικά μέτρα μας γυρίζουν, τυπικά ή ουσιαστικά, στα μνημόνια, στι 2010. Η λαϊκή αγανάκτηση θα μας γυρίσει στο 2011 και το μεγαλύτερο κύμα αντιστάσεων μετά το Πολυτεχνείο. Η κυβέρνηση προετοιμάζεται αυξάνοντας τις εξουσίες της αστυνομίας και την καταστολή.

3. Γιατί θα αποτύχει ο νόμος απαγόρευσης των διαδηλώσεων

Οι διατάξεις του νόμου για τις διαδηλώσεις είναι πρωτοφανείς για καιρό δημοκρατίας, αλλά η λογική τους αποτελεί την καρδιά της δεξιάς ιδεολογίας. Η κυβέρνηση επέβαλε την κατάσταση έκτακτης ανάγκης και ανέστειλε όλες τις βασικές ελευθερίες με αφορμή της πανδημίας και τώρα αρχίζει σταδιακά την επέκταση τους για την νέα «κανονικότητα». Ο νόμος Χρυσοχοΐδη απαιτεί τη γνωστοποίηση μιας διαδήλωσης πριν 48 ώρες και επιβάλει τον ορισμό ενός οργανωτή που θεωρείται υπεύθυνος και είναι υπόλογος για οποιεσδήποτε ζημιές. Η αστυνομία μπορεί να απαγορεύσει ή να διαλύσει μια διαδήλωση «εάν πιθανολογείται ότι η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της περιοχής». Αλλά κάποια διατάραξη της ζωής αποτελεί συστατικό στοιχείο μιας πορείας. Γι αυτό γίνονται στο κέντρο της πόλης και όχι στα λιβάδια. Κάθε διαδήλωση διαταράσσει ‘πιθανώς’ τη ζωή. Η αστυνομία θα έχει τη δυνατότητα της απαγόρευσης ή διάλυσης όλων των πορειών.

Σε πολλά κράτη υπάρχουν νόμοι που ποινικοποιούν τις πορείες. Το ποινικό οπλοστάσιο δίνει στην αστυνομία πολλές δυνατότητες για τη σύλληψη των διαδηλωτών. Σταμάτησαν οι αντιστάσεις; Όχι βέβαια. Ο νέος νόμος θα εφαρμοστεί δια της μη εφαρμογής του. Σε μια περίεργη περίπτωση «επιτελεστικής αντίφασης» ο νόμος θα οδηγεί αδήριτα σε εκείνο που απαγορεύει. Η απαγόρευση των διαδηλώσεων θα είναι η προσφορότερη αφορμή για τη διοργάνωσή τους. Κάθε διαδήλωση και πορεία από ‘δω και μπρος θα έχει το ιδιαίτερο της αντικείμενο και ταυτόχρονα την απαίτηση της κατάργησης του νόμου. Θα φροντίσει η νέα γενιά που μαζί με το δικαίωμα στην εργασία, την παιδεία ή την υγεία θα απαιτεί και το δικαίωμα στη δημόσια διαμαρτυρία.

Μετά την σύντομή εξέταση των παγκόσμιων αντιστάσεων και της απάντησης της Ελληνικής κυβέρνησης, στρεφόμαστε τώρα στηςν θεωρία της αντίστασης και της εξέγερσης.

Β. Η ΘΕΩΡΊΑ ΤΗΣ ΑΝΤΊΣΤΑΣΗΣ

4. Πολιτική Ανυπακοή

Αυτό που οι Δεξιοί ονομάζουν «ανομία του όχλου» εξετάζεται από την πολιτική και νομική θεωρία με τον όρο «πολιτική ανυπακοή» (civil disobedience). Από την Αντιγόνη και τους αγωνιστές για τα πολιτικά και εργατικά δικαιώματα μέχρι τους ειρηνιστές, τις σουφραζέτες, τους αντιρρησίες συνείδησης και τους αγωνιστές κατά του ρατσισμού, η ανυπακοή όχι μόνο δεν σημαίνει παρανομία, αλλά είναι η εξωτερίκευση της ηθικής συνείδησης και της πολιτικής πίστης στις αρχές της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Η ανυπακοή αποτελεί ύψιστη ηθική πράξη και μαζί ένα συλλογικό πολιτικό συμβάν. Έχει αλλάξει καθεστώτα, συντάγματα και νόμους σε όλη την παγκόσμια ιστορία.

Στις ΗΠΑ, το μαζικό κίνημα ενάντια στις ρατσιστικές διακρίσεις και στον πόλεμο του Βιετνάμ στις δεκαετίες του 1960 και 1970 οδήγησε σε δημόσιο διάλογο δικαστών και πολιτικών φιλοσόφων. Το κίνημα ξέσπασε με μια απλή πράξη ανυπακοής, όταν, το 1955, η αφροαμερικανίδα Ρόζα Παρκς αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση της στο λεωφορείο σ’ έναν λευκό άντρα, όπως όριζε ο νόμος. Η Χάνα Άρεντ, ο Τζων Ρωλς, ο Ρόναλντ Ντουόρκιν και το Ανώτατο Δικαστήριο της Αμερικής συμφώνησαν ότι σε συγκεκριμένες περιστάσεις η ανυπακοή όχι μόνο επιτρέπεται αλλά επιβάλλεται – και τα δικαστήρια πρέπει να προστατεύουν τους διαμαρτυρόμενους.

Πώς καταλαβαίνει η κλασική φιλελεύθερη φιλοσοφία την ανυπακοή; Συνθέτοντας διαφορετικές απόψεις, θα λέγαμε ότι για τους φιλελεύθερους, η πολιτική εξουσία νομιμοποιείται όταν προωθεί την ατομική αυτονομία.
Ο Ρουσώ, από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει ότι εμείς ο λαός, ως γενική βούληση, είμαστε τόσο οι νομοθέτες όσο και τα υποκείμενα του νόμου, κύριοι μαζί και υπήκοοι.

Η σύνθεση των δύο απόψεων στη συνταγματική θεωρία υποστηρίζει ότι οι πολίτες έχουν δώσει τη σιωπηρή συναίνεσή τους στο Σύνταγμα και την κυβέρνηση με ένα πραγματικό ή εικονικό κοινωνικό συμβόλαιο και έχουν υποσχεθεί υπακοή με αντάλλαγμα νόμους που προάγουν το κοινό καλό και τη δικαιοσύνη. Δημοκρατία και ηθική, νομιμότητα και νομιμοποίηση αποτελούν αχώριστα ζεύγη για τους νεοκαντιανούς φιλελεύθερους.

Όταν η μία από τις δύο χάνεται, η άλλη ατροφεί. Όταν υποχωρούν και οι δύο, το χρέος υπακοής εξαντλείται.

Ο λόγος είναι απλός. Επειδή δεν επιλέγουμε πού γεννιόμαστε και ζούμε, η διαφωνία, η αντίρρηση, ακόμη και η ανυπακοή αποτελούν εγγενές συστατικό των συνταγματικών διευθετήσεων που προϋποθέτουν τη συναίνεση. Η ανεπιφύλακτη αποδοχή του Συντάγματος και η υπόσχεσή μας να υπακούμε στην κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι αποδεχόμαστε άνευ όρων όλες τις πολιτικές της. Μια καταστροφική ή άδικη πολιτική δεν νομιμοποιείται αυτόματα επειδή έχει γίνει νόμος.

Αντίθετα, σ’ αυτό ακριβώς το σημείο νομιμότητα και νομιμοποίηση αρχίζουν να αποκλίνουν. Τα κόμματα της αντιπολίτευσης συνεχίζουν την προσπάθειά τους να τροποποιήσουν ή να καταργήσουν το νόμο στη βουλή, οι πολίτες και τα κινήματα συνεχίζουν τον αγώνα τους με όλους τους δυνατούς τρόπους. Το ίδιο συμβαίνει με πολιτικές και νόμους που παραβιάζουν ή ανατρέπουν κεντρικές προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης.

Όταν τραυματίζεται η πολιτική ηθική ή η δημοκρατία, το δικαίωμα της πολιτικής ανυπακοής μπαίνει στο προσκήνιο.

Το κοινωνικό συμβόλαιο είναι βέβαια ιδεολογική κατασκευή. Ήταν δύσκολο να το πιστέψει κανείς ως ιστορικό ή πολιτικό γεγονός τον 18ο αιώνα και είναι αδύνατο να αποδεχτούμε σήμερα την ιδέα ότι έχουμε συνάψει ρητή ή άρρητη συμφωνία με τους κυβερνώντες. Το συμβόλαιο χρησιμοποιείται κυρίως ως στρατηγική νομιμοποίησης της εξουσίας στηρίζοντας την απαίτηση υπακοής σε φανταστικές συμφωνίες.

Αλλά αν το κοινωνικό συμβόλαιο είναι ιδεολογία, αυτό δεν το κάνει ψευδή συνείδηση όπως υποστήριζε ένας απλοϊκός μαρξισμός. Η ιδεολογία είναι σύνολο συμβολικών κατασκευών, ιδεών και υλικών πρακτικών που συνιστούν τον τρόπο με τον οποίο κατανοούμε την «πραγματικότητα». Σύμφωνα με τη φιλελεύθερη μυθοπλασία, εάν οι νόμοι και οι πολιτικές του κράτους συγκρούονται με βασικές συνταγματικές αρχές, που αποτελούν την ύψιστη έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας (την ουσία του συμβολαίου), η υποχρέωση της υπακοής αναιρείται και η διαφωνία παίρνει τη θέση της συναίνεσης ακριβώς για να υπερασπίσει το σύνταγμα.

Υπάρχει ένα πρόσθετο επιχείρημα: όταν ο νόμος περιέρχεται μονίμως σε ανυποληψία, όταν οι ισχυροί παρανομούν συνεχώς ατιμωρητί, τότε η απαίτηση απόλυτης υπακοής γίνεται αντιφατική και υποκριτική. Η πραγματικότητα δημιουργεί τη δική της κανονιστικότητα. Ο ανυπόληπτος νόμος γίνεται άχρηστος και ανενεργός.

Το πρώτο επιχείρημα ενάντια στην απόλυτη υποχρέωση υπακοής είναι κανονιστικό, το δεύτερο εμπειρικό. Οι νόμοι δεν δικαιούνται αυτόματη ή ανεπιφύλακτη πίστη. Τα δημοκρατικά καθεστώτα μοιάζουν κάπως μ’ ένα ζευγάρι: η κυβέρνηση πρέπει να κερδίζει διαρκώς την αποδοχή των πολιτών, όπως κι ένας εραστής που αν θεωρήσει την αγάπη του συντρόφου του δεδομένη γρήγορα θα έχει εκπλήξεις. Όταν ο έρωτας περνάει από την καθημερινή ανανέωση στη ρουτίνα, η σχέση πεθαίνει. Αν επιβιώσει, μοιάζει μ’ εκείνα τα καθεστώτα που μετά το θάνατο του γέροντα ηγέτη τους, φοβούμενα την αντίδραση του κόσμου, εξακολουθούν να ισχυρίζονται ότι ζει, ένα είδος νεκροζώντανου ή ζόμπι. Κάπως έτσι κατάντησε η σχέση μεταξύ κυβέρνησης και λαού. Το δημοκρατικό έλλειμμα του πολιτικού συστήματος είναι εμφανές και δραματικό.

Στα κανονιστικά επιχειρήματα που επιβάλλουν την ανυπακοή κάτω από ορισμένες συνθήκες πρέπει να προσθέσουμε την εμπειρική ανυποληψία του νόμου. Επί πολλά χρόνια, το ελληνικό νομικό σύστημα κι αυτοί που κυβερνούν απέφυγαν να διώξουν ποινικά τη διαφθορά, τη φοροδιαφυγή, τη διαπλοκή και τα εγκλήματα που συνδέονται με την κατάχρηση εξουσίας και πλούτου. Η υπόθεση Siemens και Novartis είναι η κορυφή ενός παγόβουνου ανυποληψίας του πολιτικού συστήματος. Το «κράτος δικαίου» στην Ελλάδα, που τόσο πολύ διαφημίζει η Δεξιά, έχει συνδεθεί στενά με το «κράτος των ισχυρών»: επιφανών πολιτικών, πλούσιων βιομηχάνων, τραπεζιτών και των ανθρώπων τους στα ΜΜΕ. Η αναξιοπιστία μεγάλου μέρους του δικαστικού σώματος έχει χειροτερέψει την κατάσταση.

Όσοι παραβιάζουν τους νόμους περί δημόσιας τάξης καταλαμβάνοντας ένα υπουργείο ή αποκλείοντας μια δημόσια υπηρεσία για να διαμαρτυρηθούν για την αντισυνταγματικότητα κάποιων μέτρων ενεργούν στο όνομα του συντάγματος. Αυτή είναι η έμμεση ανυπακοή. Κάποιος που παραβιάζει έναν νόμο που με την σειρά του παραβιάζει βασικές συνταγματικές εγγυήσεις επιτελεί άμεση ανυπακοή – αυτή είναι η περίπτωση όσων δεν πληρώνουν κατάφωρα άδικους φόρους.

Αυτές οι ενέργειες δεν αποτελούν εγκληματικές πράξεις αλλά εκφράσεις μιας βαθύτερης ηθικής με πολιτικές διαστάσεις. Όσοι δεν υπακούουν δεν πρέπει να τιμωρηθούν, είτε γιατί ο νόμος δεν είναι έγκυρος είτε γιατί η πράξη τους δεν είναι παραβατική. Εκτός από την «πολιτική» υπάρχει και η δημοκρατική ανυπακοή που δεν απαιτεί συμμόρφωση με το δίκαιο αλλά την ριζική αλλαγή του.

5. Δημοκρατική ανυπακοή

Οι παγκόσμιες διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις δεν σταμάτησαν τον καιρό της πανούκλας. Το Black Lives Matter αποτελεί την πιο σημαντική μορφή αντίστασης στον ρατσισμό και την αστυνομική βία. Αν μετά την πανδημία τα κράτη ξαναγυρίσουν στο business as usual, οι αντιδράσεις του κόσμου, κυρίως της νεολαίας, θα γίνουν παντού μαζικές, πολιτικές, ανατρεπτικές. Ο κόσμος δεν εξεγείρεται μόνο όταν η κατάσταση είναι απελπιστική, αλλά όταν ματαιώνονται οι εύλογες προσδοκίες.

Η καταστροφή της ελπίδας, η πνευματική κατάντια της καπιταλιστικής ιδεολογίας που ανάγει τον κυνισμό και τον μηδενισμό σε ηθικό ορίζοντα της ζωής είναι το περιβάλλον στο οποίο όλοι μας, αλλά κυρίως η νεολαία, καλείται να πάρει τις μεγάλες αποφάσεις για ένταξη σε συλλογικά αιτήματα και αντίσταση ή για εγκατάλειψη της συλλογικότητας και στροφή στον αμυντικό ατομισμό της αναχώρησης. Στην Ελλάδα, οι διαδηλώσεις, οι απεργίες και οι καταλήψεις των πλατειών αποτέλεσαν βασικό λόγο για την άνοδο της Αριστεράς. Είμαστε παιδιά της Αντιγόνης και η αντίσταση στην αδικία και την εξουσία είναι τόσο ελληνικό όσο και τα σκουριασμένα μάρμαρα. Τα μέτρα της κυβέρνησης για τη στήριξη της εργασίας είναι τελείως δυσανάλογα προς το μέγεθος της καταστροφής. Οι αντιστάσεις αποτελούν τον ορίζοντα της επόμενης περιόδου. Εδώ εντάσσεται ο νόμος για τον περιορισμό και την αστυνόμευση των διαδηλώσεων και την τιμωρία των διαμαρτυρόμενων.

Το προηγούμενο μέρος παρουσιασε τη φιλοσοφία της πολιτικής ανυπακοής (civil disobedience). Όμως, ανυπακοή́ δεν είναι μόνο η ατομική και ηθική ασέβεια απέναντι σε αντισυνταγματικούς νόμους ή ανήθικες πολιτικές, αλλά και μια στρατηγική  ριζικής υποκειμενοποίησης και συλλογικής αντίστασης. Η φιλοσοφία της ιστορίας δέχεται ότι η ριζική αλλαγή δεν είναι εγγυημένη από την ιστορική́ αναγκαιότητα. Η προσδοκία της ποντάρει πια στις πιθανότητες ενός απρόβλεπτου συμβάντος, μιας αναπάντεχης ανατροπής που δεν μπορούμε να την προβλέψουμε, αλλά μετά την ολοκλήρωσή της τη θεωρούμε αναγκαία. Πώς συνδέεται η ριζική αλλαγή με τις ηθικές προσταγές και τα ψυχολογικά́ κίνητρα; Μπορούν οι αξίες να προετοιμάσουν το υποκείμενο της αντίστασης που είναι απαραίτητο για την υλοποίησή της;

Ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς έχει την τάση να παραγνωρίζει τα ερωτήματα αυτά ως δευτερεύοντα, «του εποικοδομήματος». Η αδιαφορία για τις αξίες ή τα κίνητρα δημιουργεί τον κίνδυνο οι Αριστεροί να κηρύττουν μόνο στους προσηλυτισμένους. Πεπεισμένοι ότι η θεωρητική τους ανάλυση διαθέτει επιστημονική αντικειμενικότητα και ιστορικές εγγυήσεις υποτιμούν τις διαφορετικές απόψεις και στρατηγικές και επικεντρώνονται στην τελειοποίηση και την επανάληψη της πιστοποιημένης αλήθειας τους.

Γι’ αυτό το λόγο οι πράξεις ανυπακοής που δεν έχουν πολλές φορές κοινή πολιτική αφετηρία ή μοναδική ιδεολογία είναι τόσο σημαντικές. Η πολιτική ανυπακοή συναρτά την ατομική ηθική στάση με τα δημοκρατικά αιτήματα και συνδέεται άμεσα με τη ριζική αλλαγή. Ο Σάιμον Κρίτσλεϋ έχει υποστηρίξει ότι η ηθική φιλοσοφία πρέπει να μπορεί να εξηγήσει τα κίνητρα που οδηγούν στην ηθική δράση. Χωρίς μια κατανόηση του ηθικού και πολιτικού υποκειμένου, ο ηθικός αναστοχασμός καταλήγει κενή́ θεωρία. Η σχέση ανάμεσα στην κατανόηση του καλού (δηλαδή́ τη ριζοσπαστική́ ιδεολογία) και τη δράση για την επίτευξή του είναι πάντα εύθραυστη. Όπως λέει η Φαίδρα του Ρακίνα, «μπορεί να γνωρίζω το καλό́, εξακολουθώ όμως να πράττω το κακό́». Το σημαντικό́ επομένως δεν είναι η εκπαίδευση στη μαρξιστική́, τη ριζοσπαστική́ ή οποιαδήποτε άλλη θεωρία, αλλά η προετοιμασία ενεργών υποκείμενων αντίστασης που θα καλλιεργήσουν την «τέχνη του να μην κυβερνιόμαστε μ’ αυτόν τον τρόπο και με τέτοιο τίμημα», όπως έλεγε ο Φουκώ. Το ριζοσπαστικό́ δυναμικό́ της ανυπακοής βρίσκεται ακριβώς στη διαδικασία της ηθικοπολιτικής αποσύνδεσης από το παλιό και της δημιουργίας νέας υποκειμενικότητας.

Σε αντίθεση με τις καθαρά́ υποκειμενικές ηθικές αποφάσεις, η δημοκρατική́ ανυπακοή́ είναι συλλογική́. Όταν όλο και περισσότεροι πολίτες συνειδητοποιούν ότι η δημοκρατική́ διαδικασία δυσλειτουργεί και δεν υπάρχει τρόπος να συμμετάσχουν στις αποφάσεις ή να εισακουστούν τα θεμιτά παράπονά τους, τότε η υποχρέωση να μην υπακούσουν τον «παράνομο» νόμο τούς μετατρέπει από́ υπηκόους σε πραγματικούς πολίτες.

Αυτό́ είναι το δεύτερο επίτευγμα της ανυπακοής: ανυψώνει τους ανθρώπους από́ εκτελεστές διαταγών σε αυτονόμους και ενεργούς παράγοντες δημοκρατίας.

Η δημοκρατική́ ανυπακοή́ αρνείται την πολιτική́ ως μια διαπραγμάτευση και διαχείριση συμφερόντων που ξεκινάει από́ την αποδοχή́ της κρατούσας τάξης πραγμάτων. Το συγκεκριμένο αίτημα της διαδήλωσης, της απεργίας, της αντίστασης γίνεται σημείο συμπύκνωσης όλων των αντιθέσεων και συγκρούσεων και απαιτεί τη συνολική́ αναδιάταξη του κοινωνικού και πολιτικού χώρου. Εδώ αντιμάχονται δύο αντιλήψεις για την οικουμενικότητα. Η κυρίαρχη που, αποδεχόμενη την κατεστημένη τάξη πραγμάτων, τείνει να ταυτίσει το δέον και το είναι και περιβάλει τις κυρίαρχες απόψεις με τον μανδύα των οικουμενικών αξιών. Η άλλη οικουμενικότητα στηρίζεται στην αλήθεια που παράγει η διαγώνια κοινωνική τομή που διαχωρίζει τις ελίτ πρώτα από τους κυβερνώμενους κι έπειτα από τους αποκλεισμένους. Αυτή́ η διάσταση της αλήθειας δεν στηρίζεται στην υπάρχουσα τάξη, αλλά́ στην άρνησή της.

Αποτελεί αγωνιστική́ οικουμενικότητα γιατί αναδύεται στον αγώνα αυτών που έχουν αποκλειστεί από́ την κοινωνική́ διανομή́ και την πολιτική́ εκπροσώπηση.

Η δημοκρατική́ ανυπακοή́ εισάγει ξανά το πολιτικό στοιχείο στην καθημερινή́ πολιτική́, που έχει οριστεί ως χώρος διαχείρισης συμφερόντων από αντιπροσώπους και τεχνοκράτες. Η βιοπολιτική προσπάθεια να ελεγχθούν τα σώματα και τα μυαλά των πολιτών, να μετατραπεί ο λαός σ’ ένα ενιαίο, υπάκουο και εύπλαστο πολιτικό́ σώμα αποτυχαίνει. Αυτή́ η έκφραση αυτονομίας φοβίζει την εξουσία περισσότερο από́ την απώλεια κάποιων εκλογών ή τη ματαίωση κάποιων συμφερόντων.

6. Το ανυπάκουο υποκείμενο

Η πολιτική και δημοκρατική ανυπακοή που συζητήσαμε στα προηγούμενα εισάγει ξανά το πολιτικό και συγκρουσιακό στοιχείο στην συνηθισμένη πολιτική διαδικασία που έχει γίνει χώρος διαχείρισης συμφερόντων από τεχνοκράτες. Όταν γίνεται αυτό, αποτυγχάνει η βιοπολιτική προσπάθεια να ελεγχθούν τα σώματα και τα μυαλά των πολιτών, να μετατραπεί ο λαός σ’ ένα ενιαίο, υπάκουο και εύπλαστο πολιτικό σώμα.

Η ανυπακοή δεν είναι απλώς αντίδραση σε άδικους νόμους και πολιτικωση της κοινωνίας και την έμ-  διαδηλές. Είναι επιπλέον το πρώτο στάδιο στη ριζοσπαστικοποίηση της υποκειμενικότητας. Η ανυπακοή είναι μια διαδικασία υποκειμενικής μετατόπισης και ανασυγκρότησης και μια σημαντική προπαρασκευή για τη συλλογική αντίσταση. Η ανυπακοή αλλάζει καθώς η ηθική της φύση γίνεται πολιτική και συλλογική. Η κανονικότητά της παραπέμπει στην οργάνωση του ύστερου καπιταλισμού. O βιοπολιτικός καπιταλισμός δεν παράγει απλώς εμπορεύματα για υποκείμενα, αλλά δημιουργεί υποκείμενα. Στη διαδικασία αυτή εμπλέκονται υλικές, κοινωνικές, συναισθηματικές, ηθικές και γνωσιακές διαδικασίες. Επομένως, ο κλασικός μαρξισμός πρέπει να αναθεωρήσει (χωρίς να εγκαταλείψει) την αντίληψή του για την ταξική οργάνωση της κοινωνίας και την έμφαση στις σχέσεις παραγωγής. Από υλική σκοπιά, οι εργαζόμενοι έχουν ενσωματωθεί στην οικονομία υπηρεσιών του μεταφορντιστικού καπιταλισμού, με την προτεραιότητα που δίνει στον χρηματοπιστωτικό τομέα μέσω της κατανάλωσης και του δανεισμού. Αυτή η αδιαμεσολάβητη ένταξη στην οικονομία σημαίνει ότι η αποδιοργάνωση της οικονομικής διαδικασίας δεν περιορίζεται στην κλασική απεργία, δηλαδή την απόσυρση εργασίας σε κάποιους αποφασιστικούς τομείς, όπως η ενέργεια ή η βιομηχανία. Δάσκαλοι, γιατροί, εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες, καταναλωτές που δεν αγοράζουν και νοικοκυρές που απαιτούν μισθό μπορούν να παγώσουν την οικονομία με την απεργία, τη λευκή απεργία, την παρεμπόδιση της αγοράς, την κατάληψη κεντρικών πλατειών κ.λπ.

Στο κοινωνικό, ηθικό και ψυχολογικό επίπεδο, η βιοεξουσία κατασκευάζει υποκειμενικότητες μέσα από τον έλεγχο της συμπεριφοράς, των συναισθημάτων και της γλώσσας, ενώ παραμένει σχετικά αδιάφορη απέναντι στις ιδέες. Αυτό σημαίνει ότι οι παραδοσιακές θεωρίες της ιδεολογίας ή της ηγεμονίας έχουν αρχίσει να χάνουν την αποτελεσματικότητά τους, καθώς η σωματική πειθαρχία, ο συναισθηματικός έλεγχος και η πρακτική συμμόρφωση γίνονται πιο σημαντικά από τις ιδεολογικές πεποιθήσεις για την ενσωμάτωση στο σύστημα. Αν η ηγεμονία λειτουργεί πλέον ως έλεγχος της συμπεριφοράς, η αντιηγεμονία επιτίθεται στη διαχείριση και χειραγώγηση της συμπεριφοράς και προσπαθεί να υπονομεύσει τα κυρίαρχα πρότυπα.

Υποστηρίζω λοιπόν ότι η πολιτική του νόμου απέναντι στις διαδηλώσεις δεν έχει να κάνει με τη νομιμότητα ή την κοινωνική ηρεμία αλλά με τη διακυβέρνηση. Αυτό που κυρίως ανησυχεί τους κυβερνώντες είναι ότι στις διαδηλώσεις και τις αντιστάσεις ενέργειες, στάσεις και συμπεριφορές αποσπώνται από το καλούπι της ηθικής οικονομίας της ατομοκεντρικής ευθύνης και της υποτιθέμενης ελευθερίας επιλογών. Η μαζική ανυπακοή, οι διαμαρτυρίες που οργανώνονται γύρω από την παραβίαση ρυθμιστικών νόμων, η συναισθηματική διάρρηξη και άρνηση της υποτιθέμενης συνέχειας μεταξύ νόμου και δικαιοσύνης μπορούν εύκολα να μετατραπούν σε γενική αναταραχή ή ακόμα και σε ριζική αλλαγή. Ο ύστερος καπιταλισμός και η βιοπολιτική ως προσπάθεια ελέγχου της υποκειμενικότητας έχουν θολώσει τα όρια ανάμεσα στην ανυπακοή, την εξέγερση, ίσως ακόμα και την επανάσταση.

Ο ανυπάκουος δημοκράτης ενεργεί ηθικά ως άτομο και πολιτικά ως μέλος μιας πολιτικής εκστρατείας. Αψηφά την εξουσία έχοντας στο νου μια βασική αντίληψη για το καλό και μια δέσμευση σ’ αυτό κι όχι στο ατομικό του κέρδος ή όφελος, όπως κάνουν μονίμως οι ισχυροί και οι πλούσιοι. Κανένας νόμος ή κυβέρνηση δεν μπορεί να επιβιώσει αν δεν έχει την ενεργητική αποδοχή ή, τουλάχιστον, την ανοχή των πολιτών. Μια κρίση νομιμοποίησης της εξουσίας δεν προκύπτει βέβαια από μεμονωμένες πράξεις ανυπακοής. Δημιουργείται όταν το πολιτικό σύστημα δεν μπορεί πλέον να εξασφαλίσει την αποδοχή της βασικής πολιτικής και των αρχών του και πρέπει να καταφύγει στον απροκάλυπτο καταναγκασμό και στην ιδεολογική χειραγώγηση ή τα ψεύδη, μ’ άλλα λόγια στην ταύτιση νόμου και ανομίας. Η εκτεταμένη ανυπακοή μαρτυρεί την επερχόμενη κρίση και ταυτόχρονα επιταχύνει την έλευση της.

7. Ηθική και νόμος

Σ’ αυτό το κανονιστικό περιβάλλον μπορούμε να εξετάσουμε την ηθική πλευρά της ανυπακοής. Για τον απλό πολίτη, ανυπακοή είναι η ηθική απόφαση να παραβιάσει το νόμο. Αποτελεί την ισχυρότερη απόδειξη ότι η ηθική των πολιτών δεν έχει ατροφήσει, όπως αυτή πολλών πολιτικών. Η απόφαση παίρνεται όταν κάποιος φτάνει στο σημείο να πει στον εαυτό του «φτάνει, αρκετά, δεν πάει άλλο» και νιώθει έτοιμος να αντιμετωπίσει την τιμωρία που μπορεί να επιφέρει η συμπεριφορά του.

Η απόφαση αυτή μπορεί να είναι άμεση αντίδραση σε μια ακραία αδικία ή το αποτέλεσμα μιας σειράς καθημερινών επιθέσεων και ταπεινώσεων που κάποια στιγμή εξαντλούν την ηθική αντοχή. Είναι σίγουρα μια δύσκολη απόφαση, ταυτόχρονα αναπόφευκτη και τραυματική.

Θα λέγαμε ότι η πολιτική ανυπακοή είναι μια επικίνδυνη ελευθερία, που εκφράζει την ουσία της αυθεντικής ηθικής απόφασης. Υπό κανονικές συνθήκες, η ηθική και η νομιμότητα αναφέρονται σε δύο αλληλεπικαλυπτόμενα, αλλά όχι ταυτόσημα καθήκοντα: μια εξωτερική υποχρέωση να υπακούμε στο νόμο (με τεχνικούς όρους, ένα ετερόνομο καθήκον μια και τον νομοθετούν άλλοι), και μια εσωτερική ηθική υπευθυνότητα που μας δεσμεύει να ακολουθούμε το καλό, την άποψη μας περί αρετής που εκφράζει για τον καθένα μας το ύψιστο ηθικό χρέος (η ουσία της αυτονομίας).

Στην περίπτωση της ανυπακοής τα δύο καθήκοντα συγκρούονται. Σ’ αυτές τις σπάνιες περιστάσεις, διαλέγοντας να υπηρετήσουμε την ελευθερία και τη δικαιοσύνη ενάντια στην αντισυνταγματική, άνευ αρχών νομιμότητα ή το κακό, γινόμαστε αυτόνομα υποκείμενα. Αυτού του είδους η αυτονομία δεν μπορεί να υπάρξει για κείνους που πιστεύουν ότι ηθική και νομιμότητα σημαίνουν αποκλειστικά υπακοή σε εξωτερικούς κώδικες.

Η υπακοή στον νόμο είναι υποχρεωτική, όταν ακολουθείται από την κρίση ότι ο νόμος είναι ηθικά ορθός και δημοκρατικά νομιμοποιημένος. Στην ανυπακοή, αυτονομία και υπαρξιακή ελευθερία προσωρινά συμπίπτουν.

Ο αυτόνομος πολίτης δεν ακολουθεί απλά τον νόμο, κρίνει ταυτόχρονα τη «λογική» του νόμου και τη σχέση του με τη δικαιοσύνη.

Πρέπει να προσθέσουμε ότι η ηθική της ανυπακοής όπως κάθε ηθική εξάλλου, μπορεί να διαφθαρεί και να οδηγήσει σε υποκριτικές ή κυνικές χρήσεις, που προωθούν ατομικά συμφέροντα κάτω από το περιτύλιγμα του κοινού καλού. Ο ηθικός έλεγχος του ανυπάκουου είναι σχετικά εύκολος. Η αποδοχή της δυνατότητας της τιμωρίας και η καθολικότητα του αιτήματος (ή η συσχέτιση ενός γενικού αιτήματος με το καθολικό καλό) κρίνουν την ηθική της ανυπακοής. Για τους πλούσιους και τους κυβερνώντες που καταγγέλλουν την «ανομία του όχλου» η τιμωρία είναι άγνωστη και το «κοινό καλό» αποτελεί συνήθως μάσκα του ιδιωτικού συμφέροντος.

Η λυδία λίθος της ηθικότητας της ανυπακοής ισχύει για κάθε σημαντικό ηθικό δίλημμα. Μπορεί το ηθικό καλό που υπηρετεί ο πολίτης ή ο πολιτικός να καθολικευτεί; Αυτού του είδους ο ηθικός έλεγχος απαντάει στο υποκριτικό «αυτό που έκανα ήταν νόμιμο και άρα ορθό». Τίποτε δεν είναι ηθικά ορθό αν δεν απαντάει στο απλό αυτό ερώτημα: Είναι σωστό αυτό που θα κάνω να το κάνει και οποιοσδήποτε άλλος στην ίδια κατάσταση;

Αν η απάντηση είναι «Ναι» τότε προχωράω ακόμη και αν ο νόμος είναι αντίθετος. Αν είναι «Όχι» τότε δεν το κάνω ακόμη και αν είναι νόμιμο. Οι απλοί άνθρωποι ακολουθούν σχεδόν αυτόματα αυτό το ηθικό κριτήριο.

Οι ελίτ το αντικαθιστούν με μια ατέλειωτη ηθικολογία. Για τους ισχυρούς, το ιδιωτικό τους συμφέρον είναι ταυτόσημο με τη δημόσια αρετή.

8. Βία και νόμος: α. Βία που παράγει νόμο.

Σύμφωνα με τον Βάλτερ Μπένγιαμιν, η βία παράγει και συντηρεί το νόμο. Πρώτα τη βία που παράγει νόμους. Τα περισσότερα σύγχρονα συντάγματα υιοθετήθηκαν μετά από επανάσταση, απόσχιση, νίκη ή ήττα σε πολεμο ή αποικιοκρατική κατάκτηση. Η επαναστατική βία καταργεί το νόμο και το σύνταγμα του «διεφθαρμένου» και «ανήθικου» συστήματος εναντίον του οποίου εξεγείρεται προκειμένου να ιδρύσει ένα νέο κράτος, ένα καλύτερο σύνταγμα, έναν δίκαιο νόμο. Τη στιγμή που ασκείται, η επαναστατική βία αποδοκιμάζεται ως παράνομη, εγκληματική, διαβολική. Ωστόσο, όταν νικήσει, νομιμοποιείται αναδρομικά. Οι τρομοκράτες γίνονται οι ήρωες της απελευθέρωσης.

Αυτή η ιδρυτική βία αναπαρίσταται στους φαντασμαγορικούς εορτασμούς της ίδρυσης του κράτους, στις τελετές μνήμης των προγόνων, στις λειτουργίες ανάμνησης του έθνους. Αλλά η καταστατική δύναμη της βίας, αυτή που άλλαξε την ιστορία και δημιούργησε τον νέο νόμο, εξορκίζεται επιτήδεια, λησμονείται, καταπιέζεται μέσω της επιβολής του νέου συντάγματος ή νόμου και της ερμηνείας του. Η βία περιορίζεται σε συμβολικές αναφορές αποτυπωμένες σε πανηγυρικούς λόγους και πραγματείες συνταγματικής ιστορίας.

Η Γαλλική Επανάσταση νομιμοποιήθηκε αναδρομικά με τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη, «μια πολεμική πράξη εναντίον τυράννων», που περιλαμβάνει μεταξύ των θεμελιωδών δικαιωμάτων το δικαίωμα της αντίστασης στην τυραννία. Έτσι η παράνομη εξέγερση στο Παρίσι και η βία της εθνοφυλακής, τόσο σημαντικές για την Επανάσταση και τον απελευθερωτικό πόλεμο, γίνονται δικαίωμα, το πιο ριζοσπαστικό δικαίωμα της νεωτερικότητας. Η Αμερικανική Επανάσταση νομιμοποιήθηκε με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας και τη Διακήρυξη των Δικαιωμάτων, η οποία επισφραγίζει στη Δεύτερη Τροπολογία το συνταγματικά κατοχυρωμένο δικαίωμα του λαού να δημιουργεί εθνοφυλακές και «να έχει και να φέρει όπλα». Αλλά και τα ελληνικά συντάγματα ακολούθησαν συνήθως αγώνες για την απελευθέρωση από προϋπάρχουσα κατοχή ή δικτατορία.

Αλλά οι επιτυχημένοι επαναστάτες ξέρουν την σημασία του δικαιώματος στην αντίσταση. Αυτό τους βοήθησε να νικήσουν. Μόλις πάρουν την εξουσία φροντίζουν να το καταργήσουν. Το 1793 το δικαίωμα αντίστασης περιορίστηκε στη Γαλλική Διακήρυξη και το 1795 εξαφανίστηκε. Στις ΗΠΑ το δικαίωμα οπλοφορίας που συνδέεται με το απόλυτο δικαίωμα της ιδιοκτησίας φέρει τα ίχνη μιας εμπόλεμης κατάστασης τρεις αιώνες μετά την επανάσταση. Ομοίως, η θανατική ποινή αναπαράγει την ιδρυτική βία του πολέμου με κάθε εκτέλεση, που αντιπροσωπεύει τις νόμιμες εκείνες διαδικασίες της σκοτεινής και εξουσιαστικής πλευράς της νομικής κανονικότητας.

Η συστατική βία παραμένει ως φάντασμα και επιστρέφει τακτικά. Οι επανεμφανίσεις της τραυματικής γένεσης του νέου ερμηνεύονται ως απαιτήσεις της νομιμότητας και η αρχική βία παραδίδεται στη λήθη. 

Πράγματι, μια από τις πιο σημαντικές στρατηγικές σ’ αυτή τη πολιτική της λήθης είναι η διαμόρφωση μιας κυρίαρχης ερμηνείας του νόμου. Μόλις οι νικηφόρες επαναστάσεις ή κατακτήσεις δημιουργήσουν τα ερμηνευτικά πρότυπα που θα δώσουν νόημα, αναγκαιότητα και κυρίως νομιμοποίηση στη βία που ασκήθηκε, τότε, στο πλαίσιο της αυτονομιμοποίησης, το βίαιο πρότυπο εγκαταλείπεται. Αλλά είτε ως κρατική βία είτε ως αντίσταση και βία του λαού, η καταστατική βία επιστρέφει. Ακόμα και στα ορθά δομημένα και δημοκρατικά νομικά συστήματα, η λαϊκή αντίσταση αψηφά νόμους και μεταλλάσσει πολιτικές και κυβερνήσεις με τρόπους απρόβλεπτους και ανεπιθύμητους για την εξουσία. Ο νόμος προβλέπει το περιορισμένο δικαίωμα της διαμαρτυρίας και της απεργίας και, απ’ αυτή την άποψη, αναγνωρίζει απρόθυμα όσο και έντρομα ότι η λαϊκή αντίσταση δεν μπορεί να διαγραφεί από την ιστορία.

Οι διαδηλώσεις και η πολιτική ανυπακοή παραβιάζουν δευτερεύοντες νόμους προστασίας της δημόσιας τάξης για να αναδείξουν τις μεγάλες αδικίες της εξουσίας. Όσο οι διαδηλωτές απαιτούν κάποια μεταρρύθμιση ή παραχώρηση, το κράτος μπορεί να τους ανέχεται ή και να έρχεται σε κάποιο συμβιβασμό μαζί τους. Αυτό που φοβάται η εξουσία είναι, κατά τον Μπένγιαμιν, η «θεμελιώδης, η ιδρυτική βία, που μπορεί δηλαδή να δικαιώσει ή να μετασχηματίσει τις νομικές σχέσεις και να παρουσιαστεί έτσι ότι έχει το δικαίωμα να νομοθετήσει». Η ανασφάλεια του νόμου εκδηλώνεται όταν οι ριζοσπαστικές διαμαρτυρίες και οι απέλπιδες προσπάθειες για μεταρρύθμιση ταράσσουν συθέμελα την εξουσία του κράτους. Τότε η εξουσία απαντά με καταστολή και ιδεολογικούς εκβιασμούς παρουσιάζοντας την αντίσταση ως ηθική έκπτωση και εθνική προδοσία. Οι διαδηλωτές του Black Lives Matter χαρακτηρίζονταν “τραμπούκοι” και ”εγκληματίες”, οι απεργοί χοι στη Βρετανία αποκαλούνταν «εσωτερικός εχθρός», οι διαδηλωτές της Ανατολικής Ευρώπης “πράκτορες της CIA” και οι Έλληνες κατηγορούνται για «τυφλή βία».  Αλλά κάθε οργανωμένη δύναμη συναντά και συγκρούεται με μια αντιδύναμη, κάθε δράση φέρνει αντιδραση, κάθε σταθερή σχέση εμπεριέχει δυνάμεις που προσπαθούν να την αποσυναρμολογήσουν. Η αντίσταση και η ανυπακοή δεν είναι «ατυχήματα» εξωτερικά ως προς το νόμο ούτε κοινωνιολογικά απρόοπτα, αλλά αναπόφευκτες αντιδράσεις στην δράση της εξουσίας.

β. Βία που συντηρεί το νόμο

«Κάθε νομική σύμβαση δομείται με τη βία», λέει ο Ζακ Ντεριντά, και ο νομικός  Ρόμπερτ Κόβερ συμπληρώνει: «Η νομική ερμηνεία δίνεται στο πεδίο του πόνου και του θανάτου». Η πολύπλοκη σχέση του νόμου, της δύναμης και της βίας διεισδύει σ’ όλα τα επίπεδα των νομικών διαδικασιών. Δεν υπάρχει κανένας νόμος, αν δεν μπορεί να επιβληθεί, αν δεν υπάρχει αστυνομία, στρατός και φυλακές να τιμωρήσουν και να αποτρέψουν πιθανές παραβιάσεις. Απ’ αυτή την άποψη, η δύναμη και η επιβολή αποτελούν μέρος της έννοιας της νομιμότητας. Η βία εγγυάται την επιβολή και διατήρηση του νόμου.

Η κυρίαρχη και κοινότοπη άποψη για τη βία υιοθετεί τον ποινικό ορισμό της. Η βία προϋποθέτει ένα υποκείμενο (το δράστη), μια πράξη (το βίαιο έγκλημα) κι ένα θύμα (πρόσωπο, αντικείμενο ή περιουσία). Το δίκαιο δημιούργησε αυτό τον ορισμό γιατί του επιτρέπει να αποδίδει κατηγορίες, να εξετάζει προθέσεις και αποτελέσματα, να κρίνει αιτιακές σχέσεις και να επιβάλλει ποινές. Αλλά η πιο καταστροφική, η πιο βίαια βία είναι δομική. Οδηγεί στις ανισότητες που σκοτώνουν, στην ανεργία που καταδικάζει στην κατάθλιψη και το περιθώριο, στην φτώχεια που καταστρέφει ζωές, στην αδικία που διαλύει την κοινωνική συνοχή. Η δομική βία σπάνια έχει ένα συγκεκριμένο υποκείμενο δράστη· είναι συνέπεια πολλών άμεσων και περισσότερων έμμεσων παραγόντων. Η καταδίκη της «υποκειμενικής» βίας είναι υποκριτική όταν δεν καταδικάζεται και η συστημική ή «αντικειμενική» βία. Για να παραφράσουμε τον Ανατόλ Φράνς, το δίκαιο τιμωρεί εξίσου την άπορη μητέρα που κλέβει ένα καρβέλι για τα παιδιά της που πεινούν και τον εύπορο που το κάνει για την απόλαυση του κινδύνου. Αλλά αυτό δεν είναι τίποτα όταν συγκρίνουμε την ποινή ενός παιδιού που πέταξε μια μολότοφ με την πλήρη ατιμωρησία του χρηματοσπιστωτικού συστήματος που τα τελευταία χρόνια έχει καταδικάσει εκατομμύρια ανθρώπους σ’ όλο τον κόσμο στην απώλεια της δουλειάς, του σπιτιού και, με την πανδημία, της ίδιας της ζωής τους.

Ας παραθέσουμε λοιπόν μερικές θέσεις για τη σχέση εξουσίας, βίας και νόμου:

Θέση 1: Η αντίθεση μεταξύ βίας και νόμου είναι περισσότερο φαινομενική παρά πραγματική. Θα πρέπει να αντικατασταθεί από τη μελέτη του αμαλγάματος βίας και νόμου: η βία τίθεται στην υπηρεσία του νόμου και παράγει νόμο, ενώ ο νόμος χρησιμοποιεί και γεννά τη βία.

Θέση 2: Η κρατική βία προστατεύει τα κυρίαρχα συμφέροντα και τη θεμελιωμένη ισορροπία της εξουσίας, αλλά πάντα ασκείται στο όνομα αξιών, όπως ο Θεός, το Έθνος, ο Νόμος, ο Λαός ή η Ανθρωπότητα. Η βία της δομικής κυριαρχίας εμφανίζεται πάντα να υπηρετεί ιδανικούς σκοπούς. Αυτή είναι η πιο σημαντική ιδεολογική διαδικασία.

Θέση 3: Κάθε εξουσία οδηγεί στην αντιεξουσία, κάθε βία στην αντιβία, όλα τα συστήματα κυριαρχίας γεννούν μικρές και μεγάλες αντι-κυριαρχίες. Κάθε οργανωμένη εξουσία οδηγεί, σχεδόν μηχανικά και αναπόφευκτα, σε αντίσταση. Κράτος, κόμμα, ομάδα, ιδεολογία, μόλις σταθεροποιηθούν, οδηγούν σε αποσταθεροποιητικές δράσεις. Είναι ένας «φυσικός» νόμος που ισχύει εξίσου για κατεστημένους και ριζοσπάστες, πλειοψηφίες και μειοψηφίες, κυβερνήσεις και επαναστάτες.

Θέση 4: Τα συστήματα κυριαρχίας υποστηρίζονται από μια δομική οργάνωση της βίας, η οποία εξαναγκάζει, τιμωρεί ποινικά και εξοντώνει εκείνους που αντιστέκονται ή υπερβαίνουν τους όρους τους. PhilosophyXS, είναι η νέα στήλη του καθηγητή του Πανεπιστημίου του Λονδίνου, Κώστα Δουζίνα, στο tvxs.gr. Μιά στήλη που παίρνει την φιλοσοφία και την κοινωνική θεωρία από τα δωμάτια των σεμιναρίων και των πανεπιστημιακών συνεδριών και τις φέρνει στην καθημερινότητα. Η ακεραιότητα της σκέψης βοηθάει στην κατανόηση του ανθρώπου, της κοινωνίας, της πολιτικής.

9. Πλήθος και όχλος

Οι διαμαρτυρίες και οι αντιστάσεις ξεκινούν με το πλήθος στον δρόνο. Η πολιτική και ακόμη περισότερο η δημοκρατική ανυπακοή είναι συλλογικές. Από την ατομική στην ομαδική διαμαρτυρία και αντίσταση μέχρι την εξέγερση και την επανάσταση το πλήθος αποτελεί τον πρωταγωνιστή. Ο φόβος του πλήθους των κυρίαρχων τάξεων στην πρώιμη νεωτερικότητα οδήγησε στην πολιτική φιλοσοφία του Σπινόζα και του Χομπς και χώρισε την κοινωνική θεωρία και ψυχολογία ανάμεσα σ’αυτούς που βλέπουν θετικά την δύναμη του πλήθους και στους άλλους που καταδικάζουν τον τρομακτικό όχλο.

H έννοια του πλήθους (multitudo) προέρχεται από τον Σπινόζα και αναφέρεται σε μια πολλαπλότητα που παρουσιάζεται δημόσια, δρα συλλογικά αλλά δεν μετατρέπεται μια ενιαία οντότητα. Έτσι μια βασική αντίθεση εμφανίζεται στην ιστορία της πολιτικής φιλοσοφίας μεταξύ του Ενός (που παρουσιάζεται ως Θεός, Βασιλιάς, έθνος, κυρίαρχος Λαός, τάξη κ.λπ) και του πολλαπλού, του πλήθους που υπάρχει και δρα χωρίς οι πολλοί να γίνονται ένας – παραμένουν μοναδικοί και πολλαπλοί. Το πλήθος είναι μια δημόσια πολλαπλότητα μοναδικοτήτων, ένα ζῶον πολιτικόν με πάμπολλα μέλη.

Από την αρχή, η φιλελεύθερη φιλοσοφία αντιμετωπίζει το πλήθος εχθρικά και το αντιπαραθέτει στον λαό. Για τον Χομπς «ο λαός είναι κάτι που συνιστά ένα, που έχει μοναδική βούληση και στο οποίο μπορεί να αποδοθεί μία μοναδική βούληση». Το πλήθος, από την άλλη, δεν μπορεί να δράσει αυτόνομα, αν δεν αποκτήσει ενιαία βούληση, αν δεν ενοποιηθεί.. Όταν επιτευχθεί αυτό με το κοινωνικό συμβόλαιο, που μετουσιώνει τους πολλούς σε Ένα τότε το πλήθος παύει να υπάρχει, μετουσιώνεται σε λαό. Ο λαός είναι στενά συνδεδεμένος με το κράτος. Το πλήθος, από την άλλη, «αποστρέφεται την πολιτική ενότητα, εναντιώνεται στην υπακοή». 

Η αντιπάθεια προς το πλήθος είναι αποτέλεσμα του φόβου του «όχλου». Η αγγλική ιστορία είναι γεμάτη εξεγέρσεις και ταραχές που  ξεσπούσαν τακτικά αλλά απρόβλεπτα. Οι οπαδοί του Κρόμγουελ, οι Λουδίτες, οι Diggers και οι Levellers επιδίδονταν περιοδικά σε κα- ταστροφές και λεηλασίες  για να  διατηρήσουν τοπικές και παραδοσιακές πρακτικές ενάν τια στην ιδιωτικοποίηση των κοινών και την βίαιη εισαγωγή καπιταλιστικών μεθόδων. Το πλήθος, οι αντιστάσεις του και η περιστασιακή του βία ήταν και παραμένει ο μεγάλος φόβος των κυριάρχων στρωμάτων. 

Έτσι οι ευρωπαϊκές γλώσσες ανέπτυξαν, δίπλα στο μάλλον ουδέτερο «πλήθος» (crowd), μια σειρά όρους με αρνητική και απαξιωτική φόρτιση: όχλος (mob), μάζα (mass), ορδή (horde), πληβείοι (plebs), κ.λπ. Μερικοί απ’ αυτούς τονίζουν την απειλητική παρουσία του πλήθους, άλλοι τη διάχυτη κοινωνική του οντότητα, άλλοι πάλι τη θέση του στον πάτο της κοινωνικής ιεραρχίας. Ως αφηρημένη κατηγορία και ως νη εμπειρική πραγματικότητα, το πλήθος αποτελεί φόβητρο για τα πολιτεύματα και για τους νομοταγείς πολίτες. Από τη μια, το θεωρούν αρχαϊκό, ξεπερασμένο, άξεστο, αλλά από την άλλη, προσπαθούν με κάθε τρόπο να αποτρέψουν την εμφάνισή του. Ο φόβος του όχλου βρίσκεται άλλωστε πίσω από τις επιθέσεις φιλοσόφων από τον Πλάτωνα μέχρι τον Καντ, τον Χομπς και τους λούμπεν (lumpen, rabble) του Χέγγελ και του Μαρξ. Η «πολυκέφαλη Ύδρα” μπορεί να καταστρέψει οτιδήποτε δημιουργεί η εργατικότητα και συνείδηση των εμπόρων. Αυτός ο φόβος διατηρήθηκε στον 20ό αιώνα. Οι σύγχρονοι θεωρητικοί ξέρουν ότι το πλήθος έχει δύναμη και έχει ανατρέψει επανειλημμένα εξουσίες, συντάγματα και κράτη.

Αλλά ο φόβος του πλήθους χρωματίζει και την κοινωνική θεωρία. Το πλήθος είναι δημιούργημα της πρώιμης νεωτερικότητας με την ταχεία και βίαιη εκβιομηχάνιση και αστικοποίηση. Η εμφάνιση της ανώνυμης μάζας στις μεγαλουπόλεις της Ευρώπης και οι επαναλαμβανόμενες ταραχές υποσκάπτουν την εξουσία και προκαλούν φόβο στους αστούς. Σύμφωνα με τον Γκυστάβ Λε Μπον, τον πρώτο αναλυτικό εξεταστή του πλήθους, τα μέλη του είναι απολίτιστα, ενώ το σύνολο χαρακτηρίζεται από βλακεία. Επειδή τρέμει την διάλυσή του, το πλήθος αποδέχεται εύκολα και ακολουθεί ηγέτες που θα το προστατέψουν. Είναι λοιπόν το πλήθος ένα άγριο «κτήνος», χωρίς σκέψη, που χειραγωγείται και καθοδηγείται από δημαγωγούς. Έχει γυναικεία χαρακτηριστικά, ακολουθεί ασυγκράτητα τις επιθυμίες του και καταλήγει σε βία και εξτρεμισμούς. «Σκέπτεται» μέσω εικόνων, όχι λόγου, με το σώμα κι όχι με τη λογική. Το σώμα και η σάρκα είναι συστατικά του πλήθους, λέει ο Ελίας Κανέτι. O άνθρωπος της μάζας δεν φοβάται το άγγιγμα του πλησίον, δεν τον απασχολεί ποιο σώμα πιέζει το δικό του, χάνει την ατομικότητά του.

Ο Φρόυντ υιοθετεί και επεξεργάζεται σε ψυχαναλυτική κατεύθυνση τις χονδροειδείς απόψεις του Λε Μπον. Το πλήθος είναι σύμπτωμα της δυσφορίας στον πολιτισμό. Η σύντηξη των μελών καταστρέφει την αυτονομία τους, αλλά παράλληλα τους απαλλάσσει προσωρινά από την υποταγή στο νόμο του πολιτισμού και την καταπίεση της επιθυμίας. Η σχέση με τον ηγέτη είναι λοιπόν οιδιπόδεια. Τα μέλη επενδύουν λιβιδινικά πάνω του, μετατρέ- ποντας τα επιθετικά ένστικτα σε συναισθηματικούς δεσμούς και αρμονικές σχέσεις με τους άλλους. Έτσι το πλήθος ενοποιείται συναισθηματικά. Τα μέλη γίνονται ένα είτε μέσω της κοινής αγάπης για τον ηγέτη, είτε μέσω της κοινής αφοσίωσης σε μια αφηρημένη ιδέα. Πολλές φορές όμως, τα κοινά αισθήματα είναι παιδικά και ονειρικά, οδηγούν σε αταβιστικές εκρήξεις. Η προσωρινή έξοδος του πλήθους από τους κοινωνικούς περιορισμούς προετοιμάζει το έδαφος για βίαιες και ανεξέλεγκτες εκρήξεις.

Τις ιδέες αυτές εκλαΐκευσε ο Γουίλιαμ ΜακΝτούγκαλ. Το πλήθος δεν σέβεται τους άλλους, καθώς χάνει την αυτοσυγκράτηση, την ηθική και τη συνείδησή του. Συναισθήματα όπως ο τρόμος, το μίσος και ο πανικός κυριαρχούν και μεταδίδονται σαν επιδημία, οι άνθρωποι οδηγούνται από τα ένστικτα και δρουν σαν αγέλη ζώων. Το πλήθος είναι λοιπόν ένα απομεινάρι παλιότερων και ξεπερασμένων εποχών, ίσως και μιας περιόδου πριν από τον πολιτισμό. Η αγριάδα και η βαρβαρότητά του πήραν τέλος με τη δημιουργία των φιλελεύθερων δημοκρατιών του 20ού αιώνα, στις οποίες η ατομική αυτονομία και η αξιοπρέπεια, αρχές αντίθετες από κείνες του όχλου, αποτελούν κεντρικές άξιες.

Οι σύγχρονοι θεωρητικοί του πλήθους το ανάγουν σε κοινωνική και πολιτική κατηγορία, ανάλογη του λαού, του έθνους ή της τάξης, χωρίς την ενοποιητική δράση των τελευταίων. Ο αρχικός ορισμός είναι ένα σύνολο σωμάτων που συνευρίσκονται στον ίδιο δημόσιο χώρο και χρόνο και συμπράττουν. Το πλήθος είναι ένα ετερογενές σύ- νολο ανθρώπων που ενεργούν από κοινού χωρίς αντιπροσώπευση, κομματική ταυτότητα ή ενιαία ιδεολογία. Από τη στιγμή που οι συνευρισκόμενοι αρχίζουν να απαιτούν οργανωμένα και συντεταγμένα, μεταλλάσσονται από μάζα σε πλήθος, μετατρέπονται σε πολιτικό υποκείμενο. Ο φόβος που προκαλεί το πλήθος είναι απόρροια αυτής της υλικής συνάθροισης και της κοινής πράξης.

Σε αντιθεση με το λαό και το έθνος (βασική λειτουργία τον οποίων είναι η ομογενοποίηση), το πλήθος ενοποιείται μόνο στη δράση του. Όταν μια σειρά μοναδικών και διαφορετικών ανθρώπων, όταν δηλαδή μοναδικές και διαφορετικές επιθυμίες, οι σπινοζικές cupiditates, βρίσκονται μαζί, αποκτούν τη δυναμική μιας κοινής πολιτικής επιθυμίας που δημιουργείται εκείνη τη στιγμή. Το πλήθος ως υποκείμενο φτιάχνεται και διαλύεται μέσα στην προσωρινότητα και την ένταση της συνεύρεσης των  μοναδικοτήτων. Όταν οι ατομικές επιθυμίες γίνονται κοινή  μεταβάλλονται σε “συντακτική” δύναμη που μπορεί να αλλάξει τον κόσμο.

Φαίνεται πως τόσο οι υποστηρικτές όσο και οι πολέμιοι αναγνωρίζουν ότι το πλήθος εγκαταλείπει συχνά τη υποχρέωση υπακοής και αντιστέκεται στην κοινωνική τάξη. Για τους κοινωνικούς ψυχολόγους, η παραβατική στάση του πλήθους δημιουργεί φόβο και απαιτεί καταστολή. Το πλήθος είναι ετερόνομο, καθοδηγούμενο, μιμητικό, εχθρός της νεωτερικότητας, του λόγου και του νόμου. Όταν επανεμφανίζεται, θυμίζοντας το απολίτιστο παρελθόν μας, παίρνει μορφές έντονης παραβατικότητας: χούλιγκαν και αλήτες, κουκουλοφόροι και «μπαχαλάκηδες», ταραχές και λεηλασίες.  Για την ριζοσπαστική πολιτική φιλοσοφία, ο φόβος των αστών και των ελίτ συνιστά απόδειξη των επαναστατικών δυνατοτήτων του πλήθους. Το πλήθος, με την πολλαπλότητα και πολυχρωμία του, μπορεί να υποσκάψει ή ακόμα και να καταργήσει την αρχή της κυριαρχίας και του Ενός.

Ένα είναι σίγουρο. Οι περισότερες επαναστάσεις ξεκινούν με εξέγερση του πλήθους. Η Βαστίλη, τα Χειμερινά Ανάκτορα, η ανατροπή του Σάχη, η πτώση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ξεκίνησαν με τον κόσμο στους δρόμους για να καταλήξουν σε ριζικές πολιτικές και κοινωνικές ανατροπές. Πολλές εξεγέρσεις είχαν ηγέτες, κόμματα, πρωτοπορίες ή απέκτησαν τέτοια εκ των υστέρων. Αλλά μόνο η υλική παρουσία του πλήθους – που δεν έχει κοινές καταβολές και πιθανόν ούτε κοινούς στόχους – μπορεί να δημιουργήσει τις συνθήκες της εξέγερσης, που αργότερα ως επανάσταση αλλάζει τον κόσμο. Η μετάβαση από την εξέγερση στην επανάσταση δεν είναι ποτέ σίγουρη. Όλα τα σημαντικά συντάγματα και πολιτικά συστήματα της νεωτερικότητας (η συντεταγμένη δύναμη) είναι αποτελέσματα της συντακτικής δύναμης, μιας συλλογικής πολιτικής πράξης που αλλάζει τον κόσμο. Αυτή η πράξη είναι οντολογική και υπαρξιακή, ορίζει το «εμείς» που θα εμφανιστεί στο μετέπειτα σύνταγμα, και ταυτόχρονα το «ποιοι» είμαστε και τι γινόμαστε. Η πράξη του πλήθους δρα στον εξωτερικό κόσμο και στα μέλη του, αλλάζοντας καθένα και το σύνολο. Κάτι «μαγικό» συμβαίνει τη στιγμή που διαφορετικοί άνθρωποι βρίσκονται μαζί, αδράχνουν τον αριστοτελικό εύθετο «καιρό», την ευ-καιρία, και αρχίζουν να δρουν από κοινού. Σήμερα αυτός είναι ο φόβος των ελίτ όχι οι ζημιές και η περιορισμένη βία του πλήθους που είναι ασύγκριτα μικρότερη από αυτή του κράτους. Το πλήθος, αυτοπροσδιοριζόμενο, αυτοκυβερνώμενο και αδιαμεσολάβητο, μπορεί να δημιουργήσει νέες μορφές διακυβέρνησης που θα υπερβαίνουν το άδικο σημερινό σύστημα. Μορφες που θα μας αφήνουν να αναπνέουμε.

10. Η απεργία πείνας: Αυτονομία και ανυπακοή

O Βασίλης Δημάκης το 2018 και φέτος, ο Νίκος Ρωμανος το 2014, οι 300 της Υπατίας το 2011, ο Μπόμπυ Σαντς και οι Ιρλανδοί απεργοί την δεκαετια των 80 επέστρεψαν σε μιά αρχαία μέθοδο διαμαρτυρίας και αντίστασης, την απεργία πέινας. Γιατί λιμοκτονούν στην κοινωνία της αφθονίας;

Οι απεργοί πείνας είναι ο βαθμός μηδέν της ανθρωπότητας. Είναι μάρτυρες με τις δύο έννοιες της λέξεις, αυτόπτες και εξιλαστήρια θύματα. Ως αυτόπτες καταθέτουν ότι αξίζει κανείς να ζει για αξίες για τις οποίες αξίζει και να πεθάνει. Οι απεργοί πείνας ασκούν αυτό που οι φιλόσοφοι θεωρούν την ουσία της ελευθερίας.

«Το ζώο επιλέγει ή απορρίπτει από ένστικτο ενώ ο άνθρωπος με μια πράξη ελευθερίας», λέει ο Ρουσώ, «έτσι που ένα ζώο δεν μπορεί να παρεκκλίνει από τον κανόνα που του έχει οριστεί ακόμα κι αν αυτό θα το ωφελούσε, ενώ ο άνθρωπος συχνά παρεκκλίνει από αυτόν παρότι αυτό τον ζημιώνει».  Τα ζώα υπακούουν τον φυσικό νόμο, δεν μπορούν να τον παραβιάσουν. Ο άνθρωπος όμως είναι ελεύθερος να πεθάνει από ελευθερία. Ελευθερία είναι να ενεργεί κανείς ενάντια στους βιολογικούς και κοινωνικούς νόμους στο όνομα μιας υψηλότερης αλήθειας. Αυτονομία να νομοθετώ τον νόμο μου, να επιλέγω να πάω ενάντια στη ανάγκη, την επιθυμία ή την συμβατικότητα.

Για τον Καντ, η ηθική δράση έχει ως κίνητρο αποκλειστικά το σεβασμό για τον ηθικό νόμο που απαιτεί να παραμερίζονται οι ανάγκες, οι επιθυμίες, τα συμφέροντα. Ο Φρόυντ υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός είναι μια προσπάθεια άρνησης της επιθυμίας κι’ αυτό δημιουργεί την ανθρώπινη δυσφορία. Γιά τον Ντεριντά, και ο καλύτερος νόμος παραβιάζει την απόλυτη και απροσδιόριστη δικαιοσύνη. Η ουσία του ανθρώπου είναι ότι δεν έχει ουσία, η φύση του είναι η ικανότητά να απομακρύνεται από τους φυσικούς ή κοινωνικούς κωδίκες και να αρχίζει εκ του μηδενός ξανά και ξανά.

α. Το εστιατόριο του Χέγκελ και του Φρόυντ

Η κραυγή ‘Ελευθερία ή Θάνατος’ έχει ηχήσει σ’ολη την ανθρώπινη ιστορία. Γιατι όμως οι ανυπάκοοι ελεύθεροι επιλέγουν την λιμοκτονία;

Η ζωή χρειάζεται τροφή. Η άρνηση τροφής ειναι ο πιο απλός τρόπος άρνησης του φυσικού νόμου.  Στην νεωτερική φιλοσοφία, το φαγητό βρίσκεται στα θεμέλια της υποκειμενικότητας. Για τον Χέγκελ, η αυτοσυνειδησία και η επιβίωση του εαυτού εξαρτάται από τον μη εαυτό, το αντικείμενο και τον άλλο άνθρωπο. Η πείνα αποκαλύπτει την έλλειψη στην καρδιά του εγώ και οδηγεί στην επιθυμία. Μόνο ο  εξωτερικός κόσμος μπορεί να πληρώσει την έλλειψη και ικανοποιήσει την επιθυμία.

Η αρχική αντίδραση του εγώ στην έλλειψη  είναι να αρνηθεί τον κόσμο καταβροχθίζοντας το φαγητό και αρνούμενο την διαίρεση και την εξάρτηση του. Αλλά η άρνηση του αντικείμενου δεν με κάνει υποκείμενο. Η επιθυμία μετακινείται τώρα από το αντικείμενο στον άλλο. Μόνο η επιθυμία και η αναγνώριση του μπορεί να με βοηθήσει να αποκτήσω αυτοσυνειδησία και ταυτότητα. Καθρεφτίζομαι στα μάτια και την επιθυμία του άλλου, γίνομαι ‘έγώ΄ μέσω της  αμοιβαίας αναγνώρισης των άλλων – κοντινών και αγαπημένων, φίλων, συναδέλφων, αλλά και των αγνώστων που συναντώ στο ταξιδι της ζωής.   Ο άλλος και η αναγνώριση του βρίσκεται μέσα μου και η δική μου επιθυμία φιάχνει την ταυτότητα του. Είμαι αυτόνομος στην αμοιβαία μου εξαρτηση από τον άλλο.

Η φαινομενολογία του Χέγγελ είναι λοιπόν ένα τεράστιο εστιατόριο και ένα ρωμαντικό δείπνο. Γίνομαι αυτό που είμαι όταν καταλάβω ότι εξαρτώμαι από το αντικέιμενο για την φυσική επιβίωση. Αλλά δεν μπορώ να απολαύσω το φάγητο  – να πληρώσω την έλλειψη – χωρίς συντρόφους, χωρίς συζήτηση, επιθυμία, τους έπαινους και τις κριτικές των συνδαιτημόνων μου.

Στο ίδιο τραπέζι κάθονται και οι ψυχαναλυτές . Γράφει ο Φρόυντ: ‘Κανενας που έχει δει ένα βρέφος που χορτασμένο απο το στήθος ξαπλώνει ευτυχισμένο με κοκκινισμένα μάγουλα και χαμόγελο αγαλλοίασης δεν μπορεί να αποφύγει την σκέψη οτι αυτή η εικόνα γίνεται πρότυπο της σεξουαλικής ηδονής στην ζωή’. Η σεξουαλική επιθυμία αποτελεί μεταφορά της επιθυμίας για τροφή, της αρχικής απαίτησης και ικανοποίησης του μητρικού στήθους. Για τον Λακάν η ιδέα αυτή γίνεατι εξίσωση: ‘Επιθυμια είναι η απαίτηση μείον την ανάγκη’. Το βρέφος ζηταέι το στήθος για τροφή αλλά ταυτόχρονα απαιτει την άνευ ορων αγάπη της  μητέρας.

Υπάρχει πείνα, αχόρταγη πείνα στην επιθυμία.

β. Τροφή και λόγος

‘Μην μιλάς με γεμάτο στόμα’ μου έλεγε η μάνα μου.  Με ξένιζε αυτό, μια που το φαγητό και η ομιλία είναι δυό μεγαλες χαρές.  Είχε δίκιο. Η τροφή και ο λόγος ανταγωνιζονται,  διεκδικουν το στόμα, την γλώσσα το σάλιο. Όταν το ένα επικρατεί το άλλο υποχωρεί. Το φαγητό σωπαίνει τα λόγια και οι λέξεις αντικαθιστούν τα εδέσματα. Ό άνθρωπος δεν ζει μόνο με ψωμί αλλά με τον λόγο που βγαίνει από το στόμα του Κυρίου’ λεέι το Δευτερονομιο και η Αποκάλυψη απαιτεί να ‘φάμε το ιερο βιβλίο, που είναι πικρό στο στομάχι αλλά γλυκό σαν μέλι στο στόμα’.

Για τον απεργό, η πείνα είναι πολιτικός και επιτελεστικός λόγος.  Ο απεργος αρνειται την τροφή, τον άλλο ως αντικείμενο, σκιαγραφώντας μια εικόνα θυσιας αλλά και αυτάρκειας. Δεν αποσκοπεί στον θάνατο.

Επιβιώνει από την επιθυμία του άλλου ανθρώπου, του συναπεργού, του αλληλέγκυου, της κοινότητας. Τα λόγια και η ενθάρυνση των απ’ έξω γίνονται τροφή του. Στρατηγική του να επικρατήσει  επί των ισχυρών με την απόλυτη εξασθένιση, την ‘αποσωμάτωση’ και τα λόγια του. ‘Οπως έλεγε ο Ιρλανδος Τέρενς ΜακΚουίνι, που πέθανε στο Λονδίνο το 1920 μετά 74 μέρες απεργίας πείνας ‘δεν θα νικήσουν αυτοί που μπορούν να επιβάλλουν τα χειρότερα αλλά αυτοί που μπορούν να υποφέρουν τα περισότερα.’

γ. Λιμοκτονώ άρα αντιστέκομαι

Στον βιοπολιτικό κόσμο, ζωή σημαίνει καταγραφή στα κιτάπια του κράτους, στο ληξιαρχείο, στον δήμο, στην αστυνομία. Οι sans papiers μετανάστες, χωρίς ταυτότητες, βιζες και άδειες, βρίσκονται εκτός της θεσμοποιημένης ανθρωπότητας. Το μαρτύριο – η λιμοκτονία, ο αυτο-τραυματισμός, η αυτοκτονία, τα πλέοντα φέρετρα της Μεσογείου – γίνονται κύριες μορφές αντίστασης.

Στη διαλεκτική αφέντη και δούλου του Χέγκελ, ο αφέντης φτάνει μέχρι το τέρμα στον αγώνα του για αναγνώριση, πρόθυμος ακόμα και να πεθάνει, ενώ ο δούλος, φοβάται για τη ζωή του, συνθηκολογεί και αποδέχεται την υποτέλειά του. Οι απεργοί αντιστρέφουν την εικόνα. Όντας οι ίδιοι οιονεί μη άνθρωποι, αντιμετωπίζουν το θάνατο για να στερήσουν από τον αφέντη την εξουσία να σκοτώνει. Ο φόβος θανάτου γίνεται υπόσχεση ζωής. Κάνοντάς το συλλογικά, με τα λόγια σαν τροφή, σκιαγραφούν μιά εξουσία, που δεν βασίζεται στη καταναγκαστική ή εθελοντική θυσία που επιβάλλει ο Κυρίαρχος. Η θυσία τους γίνεται θεμέλιο ενός νέου τύπου κοινότητας.

11. Επτά θέσεις για την αντίσταση

Τελειώνοντας αυτή την παρουσίαση της φιλοσοφίας και της ιστορίας των σύγχρονων αντιστάσεων, ας δούμε επτά θέσεις για την αντίσταση που συμπυκνώνουν αυτή τη σειρά άρθρων και μας δίνουν μια συνεκτική εικόνα του παρελθόντος και του μέλλοντος της αντίστασης.

  1. Η αντίσταση είναι  γεγονός όχι υποχρέωση, ον όχι δέον. Σημάδευσε και σημαδεύει την κίνηση της ιστορίας. Είναι νομός της φύσης, εσωτερική και εμμενής αντι-δύναμη στη δύναμη της εξουσίας. Κάθε φορά που το κοινωνικό μορφoποιείται και ασύμμετρες σχέσεις εξουσίας σταθεροποιούνται, αντιμετωπίζουν αμέσως αντιστάσεις που τις παραμορφώνουν, τις διασπούν, τις πηγαίνουν αλλού. Αυτό συμβαίνει απαράβατα σε κάθε οικογένεια, σε κάθε μικρή ή μεγάλη συλλογικότητα, σε κάθε κόμμα ή σωματείο. Αλλά κυρίως στις κοινωνίες της αδικίας. H ριζική ανατροπή έρχεται όταν οι επιμέρους ατομικές αντιστάσεις συμπυκνώνονται στον αριστοτελικό «καιρό», όταν μια συλλογικότητα λέει «αρκετά», «ως εδώ και μη παρέκει». Η αντίσταση είναι  γεγονός όχι υποχρέωση, ον όχι δέον. Σημάδευσε και σημαδεύει την κίνηση της ιστορίας.
  2. Η αντίσταση δεν εφαρμόζει απλώς αξίες και αρχές, ούτε έχει προβλέψιμο σημείο συμπύκνωσης και έκρηξης. Οι αρχές και οι αξίες αναδύονται ιστορικά, στο κοινωνικό τους περιβάλλον και επηρεάζονται από τους προσδιορισμούς του. Δεν οδηγεί στην αντίσταση η αφηρημένη ιδέα της δικαιοσύνης, αλλά η πείνα, η ανεργία, το άγος της ταπείνωσης, ο πόνος του εξευτελισμού. Αντίθετα, η ιδέα της δικαιοσύνης και της ισότητας διατηρούνται ή χάνονται ανάλογα με την ένταση και έκταση των αντιστάσεων. Η αντίσταση φτιάχνει την ελπίδα δικαιοσύνης που εξαφανίζεται όταν επικρατεί η παθητικότητα, η πειθάρχηση, η ανεξέταστη υπακοή. Αλλά και κάθε εφαρμοσμένη ιδέα δικαιοσύνη αμέσως οδηγεί στις αντιστάσεις της.
  3. Οι αντιστάσεις είναι τοπικές, συγκεκριμένες, πολύμορφες εκτυλίσσονται μέσα και απέναντι στις πολυσχιδείς σχέσεις εξουσίας. Αποτελούν μείγμα δράσης και αντίδρασης, άρνησης και κατάφασης. Η αμυντική αντίσταση επιδιώκει να διατηρήσει ή να αποκαταστήσει την προηγούμενη κατάσταση πραγμάτων. Η θετική αποδομεί το οπλοστάσιο του αντιπάλου και χρησιμοποιεί τα αποδομημενα υλικά για να ξανακτίσει διαφορετικούς κόσμους. Ανακατασκευάζει προγράμματα και στρατηγικές, εφευρίσκει νέους κανόνες και θεσμούς, καταλαμβάνει το έδαφος που η αμυντική αντίσταση έχει απελευθερώσει. Όταν η εξουσία προωθεί την κυριαρχία του ιδιωτικού, η αντίσταση αποδομεί τον δυισμό κρατικού/ιδιωτικού και προβάλλει το κοινό, τα κοινά, αυτά που ανήκουν σε όλους. Όταν η εξουσία δημιουργεί, ανεργία, η αντίσταση φτιάχνει νέες μορφές εργασίας, αυτοδιοικούμενες επιχειρήσεις, συνεταιρισμούς, θεσμούς κοινωνικής οικονομίας. Όταν η εξουσιαστική γνώση προωθεί τη «μορφωμένη» ιδεολογική ημιμάθεια, η αντίσταση δημιουργεί εναλλακτικές εστίες και μορφές γνώσης. Όταν η εξουσία καταργεί την αντιπροσωπευτική δημοκρατία, η αντίσταση την υπερασπίζεται και ταυτόχρονα δημιουργεί αμεσοδημοκρατικούς θεσμούς.
  4. Στο ατομικό επίπεδο, αντίσταση αποτελεί την εμπειρία του να ξαναφτιάχνεις τον εαυτό σου ως ενεργό και αυτόνομο υποκείμενο. Ενέχει επιμονή, ρίσκο, κίνδυνο. Ο έρωτας και η επανάστασή έρχονται απρόσκλητοι, σε χτυπούν κατακούτελα, λένε οι Γάλλοι. Μετά το χτύπημα, τίποτα δεν είναι το ίδιο. Αντίσταση είναι η ανδρεία της επιμέλειας του εαυτού μαζί με τον άλλο, το κουράγιο της ελευθερίας. Αφορά συμπεριφορές, όχι ιδέες, σωματικές πρακτικές όχι ιδεολογικούς πειραματισμούς, τοποθετήσεις όχι θέσεις.
  5. Παρότι η αντίσταση αποτελεί συμβάν και όχι υποχρέωση, η επιθυμία αντίστασης αποτελεί άσκηση δικαιώματος, του αρχαιότερου και πιθανά του μόνου «φυσικού» δικαιώματος. Αυτό που λεμέ δικαίωμα, στην περιουσία, στην έκφραση ή την εργασία εκφράζει δυο μεταφυσικές επιθυμίες. Τα νομικά και τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν την ατομική βούληση ως πηγή,  την αναγνώρισή της από το δίκαιο ή την ηθική ως αιτιολογία, τη δυνατότητα του ατόμου να δρα και να διαμορφώνει τον κόσμο ως αποτέλεσμα. Είμαστε όλοι τυπικά ελεύθεροι και εικονικά ίσοι. Αλλά οι πραγματικοί άνθρωποι έχουν σώμα, φύλο, φυλή, θρησκεία σεξουαλικότητα, τους τόπους της ανισότητας και του αποκλεισμού.
  6. Αυτός είναι ο λόγος που η  ατομική βούληση, η πρώτη πηγή του δικαιώματος,  διαφοροποιείται και γίνεται συλλογική βούληση. Την υιοθετούν οι κατατρεγμένοι, οι καταπιεσμένοι, οι αποκλεισμένοι. Η βούληση αυτή λειτουργεί contra fatum, ενάντια στη μοίρα. Είναι μια θέληση που επιδιώκει ένα κόσμο που δεν υπάρχει ακόμα, αλλά πάντα έρχεται. Η βούληση αυτή θεμελιώνεται στη διαγώνια σχάση ανάμεσα στις ελίτ και μόνιμες εξουσίες από τη μια και τους υπηκόους και αποκλεισμένους από την άλλη. Αυτή η συλλογική βούληση βρίσκει τη δύναμη μέσα της, δημιουργεί τη δική της αγωνιστική καθολικότητα και προετοιμάζει τον νέο κόσμο.
  7. Αντίσταση στην εξουσία υπάρχει λοιπόν παντού και πάντα και συνεχώς μεταμορφώνει τις σχέσεις εξουσίας και τις υποκειμενικότητες. Όπως έλεγε ο Χέγκελ, το ιστορικό γεγονός επαναλαμβάνεται· και μόνο η δεύτερή του έλευση φέρνει τη ριζική αλλαγή. Αλλά αυτή είναι η αναγκαιότητα του ενδεχομενικού, που το μέλλον μόνο μετατρέπει αναδρομικά σε πραγματικότητα. Η μελλοντική αλλαγή φτιάχνει την ιστορική πορεία του σήμερα. Είμαστε σήμερα συστατικά του μέλλοντος που θα αλλάξει το παρόν μας.
  8.