Το καλλιεργημένο κρέας, γνωστό και ως συνθετικό, τεχνητό ή in-vitro κρέας, είναι ένα προϊόν που λαμβάνεται με τη συγκομιδή ζωικών μυϊκών κυττάρων τα οποία στη συνέχεια τοποθετούνται σε βιοαντιδραστήρα και τροφοδοτούνται με πρωτεΐνες για να διεγείρουν την ανάπτυξη των ιστών.

Ads

Μεταξύ των αυξανόμενων ανησυχιών για τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της υπερκατανάλωσης κρέατος, αλλά και των ηθικών προβληματισμών, τεχνολογίες όπως το καλλιεργημένο κρέας και τα υποκατάστατα φυτικής προέλευσης κερδίζουν ταχύτατα έδαφος.

Το καλλιεργημένο κρέας εγκρίθηκε πρόσφατα στην τελευταία έκθεση της Διακυβερνητικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή (IPCC) ως βασική τεχνολογία που θα μπορούσε να συμβάλει στη «σημαντική μείωση των άμεσων εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου από την παραγωγή τροφίμων» έως το 2030.

Μετά από αρκετές εγκρίσεις αλλού στον κόσμο, όπως στη Σιγκαπούρη, αυτό που κάποτε φαινόταν επιστημονική φαντασία θα μπορούσε τώρα να γίνει πραγματικότητα για την ΕΕ μέσα σε λίγα χρόνια.

Ads

«Δεν είναι πλέον ένα όνειρο απατηλό», δήλωσε στη EURACTIV ο Άλεξ Χολστ από το Good Food Institute (GFI) Europe, προσθέτοντας ότι, ενώ οι καταναλωτές της ΕΕ απέχουν ακόμη μερικά χρόνια από το να δουν καλλιεργημένο κρέας στα ράφια των σούπερ μάρκετ, αναμένει ότι η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA) θα δει την πρώτη εφαρμογή «πολύ σύντομα».

Αυτή τη στιγμή υπάρχουν τουλάχιστον 20 νεοφυείς επιχειρήσεις που εργάζονται στον τομέα αυτό σε οκτώ διαφορετικές ευρωπαϊκές χώρες.

Ορισμένες από αυτές τις εταιρείες έχουν ομαδοποιηθεί υπό την οργάνωση ομπρέλα Cellular Agriculture Europe, ο πρόεδρος της οποίας Ρόμπερτ Τζόουνς επιβεβαίωσε ότι, ενώ δεν εκκρεμεί φάκελος επί του παρόντος, «αναμένει ότι θα κατατεθούν φάκελοι φέτος».

Στην Ευρώπη, τα τρόφιμα που αποτελούνται, απομονώνονται ή παράγονται από κυτταροκαλλιέργεια ή καλλιέργεια ιστών που προέρχονται από ζώα, φυτά, μικροοργανισμούς, μύκητες ή φύκια εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του κανονισμού της ΕΕ για τα νέα τρόφιμα.

Ως εκ τούτου, το καλλιεργημένο κρέας θα απαιτούσε άδεια πριν από την κυκλοφορία και έγκριση από την Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων (EFSA). Ωστόσο, δεν είναι σαφές τι είδους διατροφικά και τοξικολογικά στοιχεία θα απαιτούσε η EFSA για την έγκρισή του.

Άπαχο και πράσινο;

Τόσο για τον Χολστ όσο και για τον Τζόουνς, ένα από τα κύρια πλεονεκτήματα της τεχνολογίας έγκειται στα περιβαλλοντικά της οφέλη.

Σύμφωνα με μια πρόσφατη ανάλυση του κύκλου ζωής που εκπονήθηκε από την εταιρεία ερευνών και παροχής συμβουλών CE Delft, το καλλιεργημένο κρέας χρησιμοποιεί λιγότερη γη και έχει μικρότερο αποτύπωμα άνθρακα από τα συμβατικά κρέατα.

Όταν δημιουργείται με τη χρήση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, τα οφέλη αυτά είναι ακόμη πιο μεγάλα, σύμφωνα με τον Τζόουνς.

Ο ίδιος επεσήμανε ότι, ενώ οι εταιρείες έχουν σημειώσει σημαντική πρόοδο στην κλιμάκωση και την τελειοποίηση των τεχνικών, ο κλάδος απαιτεί περισσότερες δημόσιες επενδύσεις για να διασφαλιστεί ότι η τεχνολογία θα αξιοποιήσει τις δυνατότητές της.

Παρομοίως, ο Χολστ προειδοποίησε ότι, χωρίς συντονισμένες επενδύσεις, η ΕΕ κινδυνεύει να «μείνει πίσω» από άλλες περιοχές του κόσμου, ιδίως την Ασία και τις ΗΠΑ, αλλά και το Ηνωμένο Βασίλειο.

Ενώ ο τομέας έχει κερδίσει κάποια χρηματοδότηση από την ΕΕ και τα κράτη μέλη, αυτή είναι «σταγόνα στον ωκεανό» σε σύγκριση με άλλες χώρες, προειδοποίησε.

Όμως δεν έχουν πειστεί όλοι από τα πράσινα διαπιστευτήρια του καλλιεργημένου κρέατος

Σύμφωνα με μια ολοκληρωμένη ανασκόπηση των μελετών για το κρέας και τις πρωτεΐνες, που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από τη Διεθνή Ομάδα Εμπειρογνωμόνων για τα Αειφόρα Συστήματα Τροφίμων (IPES-Food), το καλλιεργημένο κρέας μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό.

Αυτό συμβαίνει επειδή, αντί να αμφισβητεί το σύστημα, το καλλιεργημένο κρέας αντίθετα «εδραιώνει την κυριαρχία των συστημάτων διατροφής από μεγάλες αγροτικές επιχειρήσεις, τυποποιημένες δίαιτες επεξεργασμένων τροφίμων και βιομηχανικές αλυσίδες εφοδιασμού που βλάπτουν τους ανθρώπους και τον πλανήτη», αναφέρει η έκθεση. Επισημαίνεται, μάλιστα, ότι η αγορά εναλλακτικών πρωτεϊνών χαρακτηρίζεται πλέον από γιγαντιαίες εταιρείες που δημιουργούν τα λεγόμενα «μονοπώλια πρωτεϊνών».

Το αυξανόμενο ενδιαφέρον για την τεχνολογία έχει κερδίσει αρκετούς υποστηρικτές «υψηλού προφίλ», όπως ο Μπιλ Γκέιτς και ο Ρίτσαρντ Μπράνσον, καθώς και σημαντικές επενδύσεις και εξαγορές από τις μεγαλύτερες εταιρείες επεξεργασίας κρέατος στον κόσμο, όπως οι JBS, Cargill και Tyson.

«Είναι εύκολο να καταλάβει κανείς γιατί οι άνθρωποι θα προσελκύονταν από το μάρκετινγκ και τη διαφημιστική εκστρατεία – αλλά το ψεύτικο κρέας δεν θα σώσει τον πλανήτη», δήλωσε ο Φίλιπ Χάουαρντ, μέλος του IPES-Food και επικεφαλής συγγραφέας της έκθεσης, προειδοποιώντας ότι, σε πολλές περιπτώσεις, η μετάβαση στο ψεύτικο κρέας θα «επιδεινώσει τα προβλήματα του βιομηχανικού μας συστήματος διατροφής».

Αυτό περιλαμβάνει την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα, τις βιομηχανικές μονοκαλλιέργειες, τη ρύπανση, την ανθυγιεινή διατροφή και τον έλεγχο από τεράστιες εταιρείες, εξήγησε.

«Ακριβώς όπως τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα δεν είναι η πανάκεια για τη διόρθωση της κλιματικής αλλαγής, το ψεύτικο κρέας δεν πρόκειται να διορθώσει το επιζήμιο βιομηχανικό σύστημα διατροφής μας», κατέληξε ο Χάουαρντ.

Εν τω μεταξύ, ο Ολιβιέ ντε Σάτερ, συμπρόεδρος του IPES-Food και ειδικός εισηγητής του ΟΗΕ για την ακραία φτώχεια και τα ανθρώπινα δικαιώματα, πρόσθεσε ότι η αφήγηση ότι οι άνθρωποι χρειάζονται περισσότερες πρωτεΐνες για να αποτρέψουν την πείνα χρησιμοποιείται ως «δικαιολογία για να μεταβούν σε τεχνολογικές λύσεις όπως το ψεύτικο κρέας».

«Ήρθε η ώρα να περιορίσουμε την την προώθηση της πρωτεΐνης και να δώσουμε μεγαλύτερη έμφαση στα δημοκρατικά, βιώσιμα διατροφικά συστήματα που έχουν τις ρίζες τους σε περιοχές και εδάφη», δήλωσε.

Η ομάδα εμπειρογνωμόνων καλεί αντ’ αυτού να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση σε ολόκληρα διατροφικά συστήματα και ολοκληρωμένες πολιτικές για τα τρόφιμα με τη χρήση ευρύτερων μετρήσεων βιωσιμότητας, σε μια προσπάθεια αναπροσανατολισμού των πόρων από τις «μεγάλες επιχειρήσεις πρωτεϊνών προς το δημόσιο καλό».

Πηγή: Euractiv.gr