Από την περασμένη Τετάρτη, ο Ντόναλντ Τραμπ έγινε ο τρίτος μόλις πρόεδρος στην ιστορία των ΗΠΑ – και ο πρώτος Ρεπουμπλικανός – που παραπέμπεται σε δίκη στην Γερουσία, από την Βουλή των Αντιπροσώπων. Πρώτος ήταν ο Άντριου Τζόνσον, το μακρινό 1868 και ο Μπιλ Κλίντον το 1998. Και οι δύο Δημοκρατικοί.

Ads

Ο πρώτος παραπέμφθηκε διότι έβαζε προσκόμματα στους σχεδιασμούς των Ρεπουμπλικανών για τις ηττημένες, στο εμφύλιο, νότιες πολιτείες και ο δεύτερος για έναν μακράν ταπεινότερο και ταπεινωτικό λόγο, διότι απέκρυψε την αλήθεια γύρω από τον περίφημο «λεκέ» και την σχέση του με εργαζόμενη στον Λευκό Οίκο. Και στις δύο περιπτώσεις η διαδικασία «σκάλωσε» στην Γερουσία, λόγω κομματικών συσχετισμών. Το ίδιο προεξοφλούν πολλοί ότι θα γίνει και αυτήν την φορά, ακριβώς διότι στην Γερουσία κυριαρχούν οι Ρεπουμπλικανοί. Ωστόσο, αυτό σε τίποτα δεν αλλάζει την ιστορικότητα της απόφασης για το αμερικανικό πολιτικό σύστημα.

Όλα ξεκίνησαν από ένα τηλεφώνημα, στις 25 του περασμένου Ιουλίου, μεταξύ του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ και του Ουκρανού ομολόγου του, Βολοντίμιρ Ζελένσκι. Το μόνο σίγουρο – και σύμφωνα με όσα έχουν επιβεβαιωθεί μέχρι στιγμής και από τον Λευκό Οίκο – είναι, ότι αντικείμενο εκείνης της συνομιλίας ήταν ο πρώην αντιπρόεδρος των ΗΠΑ και υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών στις επόμενες προεδρικές εκλογές, Τζο Μπάιντεν και ο γιος του, Χάντερ.

Από εκεί και πέρα, υπάρχει «χάος» σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο εκείνης της συνομιλίας. Οι μεν Δημοκρατικοί υποστηρίζουν, ότι σε εκείνο το τηλεφώνημα ο Τραμπ, πίεσε τον Ζελένσκι να ερευνήσει αν ο Μπάιντεν πατήρ είχε παρέμβει για να παγώσει έρευνα εναντίον ουκρανικής εταιρείας, στέλεχος της οποίας ήταν ο γιος του. Μάλιστα, η πίεση είχε και χαρακτήρα εκβιασμού, αφού ο Τραμπ απείλησε με πάγωμα της αμερικανικής βοήθειας, ύψους περίπου 400 εκατομμυρίων δολαρίων, προς το Κίεβο, σε περίπτωση που ο Ζελένσκι δεν προχωρούσε στην έρευνα.

Ads

Ο δε Λευκός Οίκος παραδέχεται πως όντως υπήρξε τέτοια απειλή, αλλά είχε τον χαρακτήρα πολιτικής πίεσης για την… αντιμετώπιση της διαφθοράς στην Ουκρανία, ενώ, σε μία άλλη προεδρική εκδοχή, για να πιεστούν οι ευρωπαϊκές χώρες να βάλουν το χέρι στην τσέπη για την Ουκρανία.

Το πρόβλημα για τον Τραμπ είναι, ότι το τηλεφώνημα έγινε γνωστό με τον πιο λάθος τρόπο για τον Λευκό Οίκο. Ειδικότερα, ένας λεγόμενος «μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος» σε γραπτή καταγγελία του με ημερομηνία 12 Αυγούστου, ενημέρωσε τον γενικό επιθεωρητή των υπηρεσιών πληροφοριών Μάικλ Άτκινσον για το περιεχόμενο της συνομιλίας: «Στο πλαίσιο των επίσημων καθηκόντων μου, πληροφορήθηκα από πολλούς υπευθύνους της αμερικανικής κυβέρνησης πως ο πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών χρησιμοποιούσε τις δυνατότητες του λειτουργήματός του για να ζητήσει την ανάμιξη μιας ξένης χώρας στις εκλογές του 2020 στις Ηνωμένες Πολιτείες» αναφέρει ο μάρτυρας και συνεχίζει: «Στη διάρκεια των ημερών που ακολούθησαν το τηλεφώνημα, έμαθα από πολλούς Αμερικανούς υπευθύνους πως υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του Λευκού Οίκου παρενέβησαν για να κλειδώσουν όλα τα αρχεία που συνδέονται με το τηλεφώνημα».

Στις 9 Σεπτεμβρίου, ο Άτκινσον αναφέρει πως του κατατέθηκε η παραπάνω καταγγελία από έναν «αξιόπιστο» μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος (whistleblower), την οποία ο ίδιος έκρινε «αξιόπιστη και ανησυχητική», ώστε να τη θεωρήσει «κατεπείγουσα» και να ενημερώσει το Κογκρέσο. Ωστόσο, η κυβέρνηση Τραμπ και ο επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών Τζόζεφ Μαγκουάιρ δεν κατέθεσαν αντίγραφο της αναφοράς στο Κογκρέσο.

Για την ιστορία να σημειωθεί ότι, όπως έγραψαν οι  New York Times, ο μάρτυρας δημοσίου συμφέροντος, που αποκάλυψε τη συνομιλία μεταξύ Τραμπ και Ζελένσκι, ανήκει στη CIA και είχε μετατεθεί στον Λευκό Οίκο. Σύμφωνα με την αμερικανική εφημερίδα, που επικαλείται τρεις πηγές οι οποίες γνωρίζουν την ταυτότητά του, πρόκειται για έναν άνδρα που κατόπιν επέστρεψε στην υπηρεσία του, στους κόλπους της CIA. Η επίμαχη αναφορά του, υποδεικνύει κυρίως ότι έχει εκπαίδευση αναλυτή, γνωρίζει λεπτομερώς την πολιτική των ΗΠΑ για την Ευρώπη κι έχει μια «καλή αντίληψη» της πολιτικής στην Ουκρανία, όπως σημειώνουν οι NYT.

Στις 25 Σεπτεμβρίου το υπουργείο Δικαιοσύνης αναγκάζεται να δώσει στη δημοσιότητα μια περίληψη του περιεχομένου της συνομιλίας. Σύμφωνα με αυτήν, ο Τραμπ είπε στον Ζελένσκι πως «γίνεται πολύς λόγος για τον γιο του Μπάιντεν, ότι ο Μπάιντεν σταμάτησε τη δίωξη και πολλοί άνθρωποι θέλουν να μάθουν γι΄ αυτό, άρα ό,τι κάνετε με τον γενικό εισαγγελέα θα είναι καλό». Επίσης, «ο Μπάιντεν κυκλοφορούσε και παινευόταν ότι σταμάτησε τη δίωξη οπότε αν μπορείτε να το κοιτάξετε… μου φαίνεται απαίσιο».

Ο Τραμπ είπε επίσης στον Ζελένσκι πως ο υπουργός Δικαιοσύνης Γουίλιαμ Μπαρ, θα προσπαθήσει να επικοινωνήσει μαζί του ώστε να ανοίξει και πάλι την έρευνα για την ουκρανική εταιρία αερίου (σσ. στέλεχος της οποίας ήταν ο γιος του Μπάιντεν). Όμως, σύμφωνα με εκπρόσωπο του υπουργείου Δικαιοσύνης, ο Τραμπ δεν ζήτησε από τον Μπαρ να έρθει σε επαφή με την Ουκρανία, και ο Μπαρ δεν έχει επικοινωνήσει με την Ουκρανία για μια ενδεχόμενη έρευνα ή για οποιοδήποτε άλλο θέμα. Ο Μπαρ, ο οποίος διορίστηκε από τον Τραμπ, έμαθε για πρώτη φορά για τη συνδιάλεξη πολλές εβδομάδες μετά την πραγματοποίησή της, σύμφωνα πάντα με το υπουργείο.Το υπουργείο Δικαιοσύνης κατέληξε πως η καταγγελία του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος δεν χρειαζόταν να γίνει γνωστή στο Κογκρέσο επειδή η σχετική νομοθεσία καλύπτει μόνο τη συμπεριφορά αξιωματούχων των υπηρεσιών πληροφοριών, σύμφωνα με μια νομική ανάλυση που εξέδωσε το νομικό γραφείο του υπουργείου.

Οι Δημοκρατικοί απάντησαν ότι οι ενέργειες του Τραμπ «συνιστούν σοβαρή παραβίαση του Συντάγματος» και της ομοσπονδιακής νομοθεσίας.

Ακολούθως, η Γερουσία των ΗΠΑ ενέκρινε ομόφωνα, χωρίς αντιρρήσεις από τους Ρεπουμπλικανούς, απόφαση με την οποία ζητά η αναφορά του μάρτυρα δημοσίου συμφέροντος να σταλεί στο Κογκρέσο.

Η πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι ανακοίνωσε στη συνέχεια, ότι το υπό Δημοκρατική πλειοψηφία Σώμα προχωρά με μια επίσημη έρευνα για ενδεχόμενη παραπομπή και έδωσε οδηγίες σε έξι επιτροπές να συνεχίσουν την έρευνα για τις πράξεις του προέδρου.

Στις αρχές Δεκεμβρίου, η Πελόζι ανακοίνωσε ότι οι διαδικασίες για την καθαίρεση του Προέδρου των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ επιταχύνονται αφού όπως είπε υπάρχουν επαρκή στοιχεία. «Ο πρόεδρος δεν μας αφήνει άλλη λύση», είπε μεταξύ άλλων. Η Νάνσι Πελόζι ανακοίνωσε πως κατά την άποψή της ο Τραμπ αποτελεί απειλή για το Σύνταγμα και τη χώρα. «Δυστυχώς, αλλά με αυτοπεποίθηση και ταπεινότητα σήμερα ζητώ από τους εκπροσώπους μας να προχωρήσουν με τη διαδικασία των άρθρων αποπομπής» είπε. «Ο πρόεδρος δεν μας αφήνει άλλη επιλογή από το να ενεργήσουν» συνέχισε η Πελόζι. «Αν επιτρέψουμε στον πρόεδρο να βρίσκεται υπεράνω του νόμου, το κάνουμε θέτοντας σε κίνδυνο τη δημοκρατία μας» ανέφερε στο διάγγελμά της η εκπρόσωπος των Δημοκρατικών στις ΗΠΑ.

«Στην Αμερική, κανείς δεν είναι υπεράνω του νόμου» πρόσθεσε εμφατικά. Το διάγγελμά της έρχεται μετά και τη γνωμοδότηση τριών συνταγματολόγων που απευθυνόμενοι στους Αμερικανούς βουλευτές διατύπωσαν την άποψη πως ο Ντόναλντ Τραμπ καταχράστηκε την εξουσία πιέζοντας την Ουκρανία να ξεκινήσει έρευνα, από την οποία θα είχε πολιτικό όφελος.

Και μια πλευρά όχι ευχάριστη για τους Δημοκρατικούς

Το θέμα είναι – και εδώ, ακόμη και φιλικά προς τους Δημοκρατικούς ΜΜΕ, εφιστούν την προσοχή ήδη από τον Σεπτέμβριο – πως η ουκρανική εταιρεία στην οποία δούλευε ο υιός Μπάιντεν, όντως είχε τεθεί στο στόχαστρο των ουκρανικών αρχών για διαφθορά, αλλά ο Χάντερ Μπάιντεν δεν κατηγορήθηκε ποτέ δημόσια.

Επιπλέον, ως αντιπρόεδρος, ο Τζο Μπάιντεν ζήτησε το 2015 την απόλυση του Ουκρανού γενικού εισαγγελέα Βίκτορ Σόκιν και χρησιμοποίησε οικονομικές απειλές για την αποπομπή του. Ο Τραμπ, μάλιστα, περνώντας στην αντεπίθεση, υποστήριξε ότι ο Μπάιντεν το έκανε αυτό για να «προστατεύσει» τον γιο του.

Ο Μπάιντεν απάντησε ότι όντως έκανε «έκκληση» για απόλυση του εισαγγελέα ως μέρος, όμως, μιας συντονισμένης προσπάθειας, με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΔΝΤ, εναντίον του εισαγγελέα, ο οποίος αντιμετώπιζε κατηγορίες για υπόθαλψη διαφθοράς στη χώρα του και για «υπονόμευση» της κυβέρνησης που προέκυψε μετά τα γεγονότα του Μαϊντάν στο Κίεβο το 2014. Ο Τζο Μπάιντεν διαβεβαίωσε επίσης, ότι δεν έχει ενημερωθεί ποτέ για τις οικονομικές υποθέσεις του γιου του στο εξωτερικό και ο Τραμπ «έκανε κατάχρηση της εξουσίας του επειδή «αισθάνεται ότι απειλείται».

Τα ουκρανικά ΜΜΕ ασχολήθηκαν με την υπόθεση Μπάιντεν – Σόκιν ήδη από τον περασμένο Μάιο, αναφέροντας ότι ο Τζο Μπάιντεν φερόταν να κάνει «λόμπινγκ» υπέρ των συμφερόντων του μεγαλοεπιχειρηματία και πρώην υπουργού Περιβάλλοντος, Νικολάι Ζλοτσέβσκι. Σύμφωνα με τα ουκρανικά ΜΜΕ, το ενδιαφέρον του Μπάιντεν για τον Ζλοτσέβσκι δεν ήταν τυχαίο, αφού, στον ενεργειακό όμιλο, «Burisma», ιδιοκτησίας Ζλοτσέφσκι, ήταν, όπως προαναφέρθηκε, μέλος του εποπτικού συμβούλιου, ο υιός Μπάιντεν. Για την ιστορία, μέλος του ίδιου συμβουλίου έγινε, μετά το Μαϊντάν, και ο, επίσης Δημοκρατικός, πρώην υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Τζον Κέρι.

Ίσως τα παραπάνω οδήγησαν και τους – καθόλου φιλικούς προς τον Τραμπ – New York Times να εμφανιστούν επιφυλακτικοί ως προς την αποτελεσματικότητα της κίνησης των Δημοκρατικών. Σχολίαζαν ειδικότερα, ότι η απόφαση της Πελόζι να προχωρήσει στην πιο σκληρή ενέργεια που μπορεί να πάρει το Κογκρέσο εναντίον ενός εν ενέργεια προέδρου «θα μπορούσε να οδηγήσει σε ένα αξιοσημείωτο νέο κεφάλαιο στην αμερικανική ζωή» επιδεικνύοντας «μια συνταγματική και πολιτική επίδειξη δύναμης» που μπορεί να διασπάσει περαιτέρω μια ήδη διχασμένη χώρα και να επιφέρει «μεγάλους κινδύνους» τόσο για τον Τραμπ, όσο όμως και για τους Δημοκρατικούς που αποφάσισαν να ξεκινήσουν τέτοιους είδους διαδικασία για την απομάκρυνσή του.