Δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας, τέσσερις φορές πρωθυπουργός και μέλος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: Λίγοι Ιταλοί έχουν ασκήσει μεγαλύτερη επιρροή και έχουν αποκτήση μεγαλύτερη φήμη από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι, που πέθανε σε ηλικία 86 ετών νωρίτερα σήμερα, Δευτέρα 12/6.

Ads

Για χρόνια, ο «Καβαλιέρε» είχε την εικόνα του ανέγγιχτου καθώς παρέμενε πρωταγωνιστής στην πολιτική σκηνή της Ιταλίας παρά τα σεξουαλικά σκάνδαλα και τα σκάνδαλα διαφθοράς, ακόμα και όταν καταδικάστηκε για φορολογική απάτη το 2013 και εκδιώχθηκε από την ιταλική Γερουσία. Η παντοδυναμία του κλονίστηκε το 2015, όταν κρίθηκε ένοχος για την υπόθεση της δωροδοκίας γερουσιαστή προκειμένουν να ανατρέψει την τότε κυβέρνηση, καθώς καταδικάστηκε σε τρία χρόνια φυλάκιση και πενταετή στέρηση του δικαιώματός του να εκλέγεται.

Τα πρώτα χρόνια και η πρώτη θητεία ως πρωθυπουργός

Αφού αποφοίτησε από το Πανεπιστήμιο του Μιλάνου με πτυχίο νομικής, ο Μπερλουσκόνι ασχολήθηκε με τη βιομηχανία ακινήτων, συγκεντρώνοντας μια σημαντική περιουσία μέχρι τη δεκαετία του 1970.

Ads

Δημιούργησε την εταιρεία καλωδιακής τηλεόρασης Telemilano το 1974 και τέσσερα χρόνια αργότερα προχώρησε στην πρώτη άμεση αμφισβήτηση του εθνικού τηλεοπτικού μονοπωλίου. Το 1980 ίδρυσε το Κανάλι 5 (Canale 5), το πρώτο εμπορικό τηλεοπτικό δίκτυο της Ιταλίας, και μέχρι το τέλος της δεκαετίας οι τηλεοπτικοί σταθμοί που δημιούργησε ο Μπερλουσκόνι κυριάρχησαν στους ιταλικούς αιθέρες. Ο Μπερλουσκόνι διεύρυνε τις επιχειρηματικές του δραστηριότητας, αποκτώντας πολυκαταστήματα, κινηματογραφικές αίθουσες, εκδοτικές εταιρείες και την ποδοσφαιρική ομάδα AC Milan. Ενοποίησε την αυτοκρατορία του υπό την ομπρέλα της Fininvest, ενός τεράστιου ομίλου που έφτασε να ελέγχει περισσότερες από 150 επιχειρήσεις.

Το 1994 ο Μπερλουσκόνι ίδρυσε το Forza Italia («Εμπρός, Ιταλία!»), ένα δεξιό συντηρητικό πολιτικό κόμμα, και εξελέγη πρωθυπουργός. Η θητεία του αποδείχθηκε ταραχώδης. Αμέσως μετά την ανάληψη των καθηκόντων του τον Μάιο του 1994, αξιωματούχοι ξεκίνησαν έρευνα για διαφθορά στην επιχειρηματική του αυτοκρατορία, ενώ οι διαφωνίες εντός του κυβερνητικού συνασπισμού κορυφώθηκαν με την αποστασία του κόμματος Lega Nord (Λέγκα του Βορρά) τον Δεκέμβριο. Αντιμέτωπος με μια ψήφο δυσπιστίας, ο Μπερλουσκόνι ανακοίνωσε την παραίτησή του στις 22 Δεκεμβρίου 1994, αλλά παρέμεινε υπηρεσιακός μέχρι τον Ιανουάριο του 1995. Αργότερα καταδικάστηκε πρωτόδικα για απάτη και διαφθορά, αλλά οι ετυμηγορίες τελικά ανατράπηκαν στον β’ βαθμό. Παρά τις κατηγορίες αυτές και την κριτική για τον έλεγχό του σε μεγάλο μέρος των ιταλικών μέσων ενημέρωσης, παρέμεινε ηγέτης της Forza Italia. Υποσχόμενος μειώσεις φόρων, περισσότερες θέσεις εργασίας και υψηλότερες συντάξεις, οδήγησε έναν κεντροδεξιό συνασπισμό στη νίκη στις εθνικές βουλευτικές εκλογές του 2001 και έγινε και πάλι πρωθυπουργός.

Η εισβολή στο Ιράκ, τα σκάνδαλα και οι θητείες στον πρωθυπουργικό θώκο

Μόλις ανέλαβε την εξουσία, ο Μπερλουσκόνι αντιμετώπισε μια σειρά από προκλήσεις. Υποστήριξε την εισβολή στο Ιράκ υπό την ηγεσία των ΗΠΑ και η απόφασή του να στείλει στρατεύματα έγινε όλο και πιο αντιδημοφιλής, ιδίως μετά τη δολοφονία ενός πράκτορα των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών από τις αμερικανικές δυνάμεις το 2005. Ο Μπερλουσκόνι αντιμετώπισε επίσης επικρίσεις καθώς η οικονομία της χώρας συνέχισε να δυσκολεύεται.

Αφού ο συνασπισμός του σημείωσε κακή επίδοση στις περιφερειακές εκλογές του 2005, ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε και κέρδισε ψήφο εμπιστοσύνης στο κοινοβούλιο. Στη συνέχεια σχημάτισε νέα κυβέρνηση. Τον Απρίλιο του 2006 έβαλε υποψηφιότητα για επανεκλογή, αλλά ο συνασπισμός του ηττήθηκε από ένα κεντροαριστερό μπλοκ με επικεφαλής τον Ρομάνο Πρόντι. Ο Μπερλουσκόνι αμφισβήτησε τα αποτελέσματα και ένα ιταλικό δικαστήριο αργότερα επικύρωσε τη νίκη του Πρόντι. Ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε τον Μάιο. Λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα, ωστόσο, ο Πρόντι παραιτήθηκε αφού έχασε την ψήφο εμπιστοσύνης.

Στις εθνικές εκλογές που διεξήχθησαν τον Απρίλιο του 2008, ο Μπερλουσκόνι -στο τιμόνι ενός νέου κόμματος γνωστού ως Λαός της Ελευθερίας (Popolo della Libertà, PdL)- κέρδισε μια τρίτη θητεία ως πρωθυπουργός. Ο ίδιος και το κεντροδεξιό υπουργικό του συμβούλιο ανέλαβαν τα καθήκοντά τους τον Μάιο.

Το 2009 ο Μπερλουσκόνι ενεπλάκη σε σεξουαλικά σκάνδαλα, συμπεριλαμβανομένων ισχυρισμών για σεξουαλικές επαφές ένα έφηβο μοντέλο. Μέσα στον σάλο, η δεύτερη σύζυγος του Μπερλουσκόνι, Βερόνικα Λάριο, κατέθεσε αίτηση διαζυγίου, αν και ο ίδιος είχε αρνηθεί οποιαδήποτε «ανάρμοστη συμπεριφορά» και κατηγόρησε τους πολιτικούς του εχθρούς ως συκοφάντες. Αργότερα το ίδιο έτος, το Συνταγματικό Δικαστήριο της Ιταλίας ακύρωσε νόμο του 2008 που παρείχε στον πρωθυπουργό ασυλία από διώξεις κατά τη διάρκεια της θητείας του. Η απόφαση σήμαινε ότι ο Μπερλουσκόνι θα μπορούσε να δικαστεί για εκκρεμείς κατηγορίες διαφθοράς και φοροδιαφυγής πριν από τη λήξη της θητείας του.

Οι συνεχιζόμενες διαφωνίες μεταξύ του Μπερλουσκόνι και του Τζανφράνκο Φίνι, προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων της Ιταλίας, ανάγκασαν τον Φίνι και τους υποστηρικτές του να εγκαταλείψουν το PdL τον Ιούλιο του 2010. Παρ’ όλα αυτά, η κυβέρνηση Μπερλουσκόνι επέζησε από τις κοινοβουλευτικές ψηφοφορίες εμπιστοσύνης τον Αύγουστο, τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο, αν και η τελευταία έγινε με διαφορά μόλις τριών ψήφων στην Κάτω Βουλή. Τον Φεβρουάριο του 2011 διατάχθηκε να δικαστεί για τον ισχυρισμό ότι ζήτησε σεξ από μια 17χρονη και ότι έκανε κατάχρηση της εξουσίας του για την επακόλουθη συγκάλυψη. Η δίκη ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2011, αλλά αναβλήθηκε αμέσως, καθώς το ιταλικό συνταγματικό δικαστήριο εξέταζε αν θα επιτρεπόταν να προχωρήσει η υπόθεση κατά του Μπερλουσκόνι.

Ενώ η οικονομία της Ιταλίας παρέπαιε εν μέσω της κρίσης χρέους της ευρωζώνης, η συμπεριφορά του Μπερλουσκόνι, ιδίως η δημόσια διαμάχη του με τον υπουργό Οικονομικών Τζούλιο Τρεμόντι, άρχισε να επηρεάζει άμεσα τη διεθνή θέση της χώρας. Επικαλούμενος την έλλειψη πολιτικής βούλησης για τη μεταρρύθμιση της οικονομίας, τον Σεπτέμβριο του 2011 ο οίκος αξιολόγησης Standard & Poor’s μείωσε την πιστοληπτική ικανότητα της Ιταλίας και υποβάθμισε τις οικονομικές προοπτικές της σε αρνητικές.

Ο Μπερλουσκόνι γνώρισε μια σύντομη άνοδο της εγχώριας δημοτικότητας τον Οκτώβριο του 2011 -με πολιτικούς της αντιπολίτευσης να συσπειρώνονται προς υπεράσπισή του- όταν η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί εξέφρασαν δημοσίως αμφιβολίες για την ικανότητα του Μπερλουσκόνι να εφαρμόσει ουσιαστικές οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Στις 8 Νοεμβρίου 2011, ο Μπερλουσκόνι έχασε ουσιαστικά την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο σε μια ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό που ερμηνεύτηκε ευρέως ως ανεπίσημη ψήφος εμπιστοσύνης. Ο Ουμπέρτο Μπόσι, επικεφαλής της Λέγκας του Βορρά, του κύριου εταίρου του Μπερλουσκόνι στον συνασπισμό, τον προέτρεψε να παραιτηθεί. Την ίδια ημέρα, μετά τη συνάντησή του με τον Ιταλό πρόεδρο Τζόρτζιο Ναπολιτάνο, ο Μπερλουσκόνι ανακοίνωσε ότι θα παραιτηθεί μόλις το κοινοβούλιο εγκρίνει τις προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις του προϋπολογισμού. Η τελική έγκριση ήρθε στις 12 Νοεμβρίου και ο Μπερλουσκόνι παραιτήθηκε λίγες ώρες αργότερα.

Η συνεχιζόμενη επιρροή παρά τις διώξεις και τις καταδίκες

Εκτός αξιώματος, ο Μπερλουσκόνι παρέμεινε μια ιδιαίτερα ορατή προσωπικότητα, τόσο μέσω της αυτοκρατορίας του στα μέσα ενημέρωσης όσο και ως κατηγορούμενος σε συνεχιζόμενες ποινικές δίκες.

Τον Οκτώβριο του 2012 κρίθηκε ένοχος για φορολογική απάτη σε μια υπόθεση που αφορούσε το τηλεοπτικό του δίκτυο Mediaset και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια φυλάκιση. Ο Μπερλουσκόνι ανακοίνωσε την επιστροφή του στην πολιτική τον Δεκέμβριο του 2012, μια κίνηση που συνέβαλε στην κατάρρευση της κυβέρνησης του τεχνοκράτη πρωθυπουργού Μάριο Μόντι.

Τον Φεβρουάριο του 2013 διεξήχθησαν γενικές εκλογές και ένας κεντροαριστερός συνασπισμός, με επικεφαλής τον Πιερ Λουίτζι Μπερσάνι, κατέλαβε την κάτω βουλή του κοινοβουλίου. Το μπλοκ του Μπερλουσκόνι, ωστόσο, κέρδισε αρκετές έδρες στη Γερουσία ώστε να μπορεί, με τη βοήθεια του λαϊκιστικού Κινήματος Πέντε Αστέρων του Μπέπε Γκρίλο, να εμποδίσει την ψήφιση οποιασδήποτε νομοθεσίας. Το αποτέλεσμα ήταν ένα κοινοβούλιο χωρίς ψήφο, η πρώτη φορά που συνέβη κάτι τέτοιο στη μεταπολεμική ιστορία της Ιταλίας.

Λιγότερο από δύο εβδομάδες μετά τις εκλογές, ο Μπερλουσκόνι καταδικάστηκε σε φυλάκιση ενός έτους επειδή απέκτησε παράνομα και εξασφάλισε τη δημοσίευση του περιεχομένου μιας αστυνομικής υποκλοπής που αφορούσε έναν πολιτικό του αντίπαλο.

Ενώ οι νομικές διαδικασίες κατά του Μπερλουσκόνι συνεχίζονταν, το πολιτικό κατεστημένο της Ιταλίας προσπαθούσε να επιλύσει το κοινοβουλευτικό αδιέξοδο. Τον Απρίλιο του 2013 ο Μπερλουσκόνι και το PdL προχώρησαν στην υποστήριξη του Ενρίκο Λέτα, ενός μετριοπαθούς μέλους του Δημοκρατικού Κόμματος (Partito Democratico, PD), και σχηματίστηκε μια διακομματική κυβέρνηση συνασπισμού.

Μια άλλη δίκη έφτασε στο τέλος της τον Ιούνιο του 2013, όταν ο Μπερλουσκόνι κρίθηκε ένοχος για σεξουαλικές επαφές έναντι χρηματικής αμοιβής, με την 17χρονη τότε Καρίμα Ελ Μαχρούγκ, γνωστή ως Ρούμπι, στο σκάνδαλο που έγινε γνωστό ως «Ρούμπιγκειτ». Όπως συνέβη και στις άλλες δίκες του, η εκτέλεση της ποινής αναβλήθηκε, εν αναμονή της ολοκλήρωσης της διαδικασίας των εφέσεων.

Τον Αύγουστο του 2013 το Ανώτατο Δικαστήριο της Ιταλίας επικύρωσε την καταδίκη του Μπερλουσκόνι για φορολογική απάτη, αν και η ποινή του μειώθηκε σε ένα έτος ως αποτέλεσμα ενός νόμου που θεσπίστηκε για τη μείωση του υπερπληθυσμού των φυλακών. Η ετυμηγορία σηματοδότησε την πρώτη πραγματική καταδίκη του Μπερλουσκόνι σε περισσότερες από δώδεκα απόπειρες δίωξης, αλλά η ηλικία του καθιστούσε απίθανο να εκτίσει ποινή φυλάκισης. Στον πρώην πρωθυπουργό επιβλήθηκε επίσης πολιτική απαγόρευση πέντε ετών, αλλά το μέρος αυτό της ποινής παραπέμφθηκε σε επανεξέταση πριν από την εκτέλεσή της.

Στις 28 Σεπτεμβρίου 2013, λίγες ημέρες πριν μια επιτροπή αποφασίσει για το θέμα της αποπομπής του από τη Γερουσία, ο Μπερλουσκόνι απέσυρε το PdL από την κυβέρνηση Λέτα, δήθεν ως απάντηση σε μια προτεινόμενη αύξηση του φόρου προστιθέμενης αξίας κατά 1%. Καθώς η πεντάμηνη κυβέρνηση του Λέτα φαινόταν να βρίσκεται στα πρόθυρα της κατάρρευσης, ο Μπερλουσκόνι αντιμετώπισε μια εσωτερική εξέγερση, καθώς δεκάδες βουλευτές του PdL δεσμεύτηκαν να υποστηρίξουν την κυβέρνηση. Ο Μπερλουσκόνι άλλαξε απότομα στάση και στις 2 Οκτωβρίου 2013, με το PdL να συμμετέχει και πάλι στον κυβερνητικό συνασπισμό, ο Λέτα επιβίωσε εύκολα από την ψηφοφορία για παροχή ψήφου εμπιστοσύνης. Αργότερα τον ίδιο μήνα ο Μπερλουσκόνι επανέφερε το PdL ως Forza Italia. Η μετριοπαθής πτέρυγα του κόμματος, η οποία είχε ταχθεί στο πλευρό του Λέτα και ανάγκασε τον Μπερλουσκόνι να αλλάξει στάση, στη συνέχεια αποσχίστηκε υπό την ηγεσία του Αντζελίνο Αλφάνο και έγινε το κόμμα Νέα Κεντροδεξιά (Nuovo Centrodestra- NCD).

Καθώς πλησίαζε η τελική απόφαση για την ένταξη του Μπερλουσκόνι στη Γερουσία, ο ίδιος απέσυρε και πάλι την υποστήριξή του από την κυβέρνηση, μεταφέροντας τη Forza Italia στην αντιπολίτευση. Μετά από μήνες καθυστερήσεων, στις 27 Νοεμβρίου 2013, η Γερουσία ψήφισε την επίσημη αποπομπή του Μπερλουσκόνι. Η απόφαση επέφερε εξαετή απαγόρευση ανάληψης δημόσιου αξιώματος, ποινή που υπερίσχυε της προηγούμενης πολιτικής απαγόρευσης, και αφαίρεσε από τον Μπερλουσκόνι την ασυλία που απολάμβανε ως βουλευτής.

Αν και δεν κατείχε πλέον βουλευτική έδρα και του απαγορεύτηκε να κατέχει αξίωμα μέχρι το 2019, ο Μπερλουσκόνι συνέχισε να υπηρετεί ως επικεφαλής της Forza Italia και ορκίστηκε να παραμείνει σταθερό μέλος της ιταλικής πολιτικής σκηνής. Τον Ιούνιο του 2016 τέθηκε για λίγο στο περιθώριο λόγω εγχείρησης καρδιάς, αλλά, μέσα σε λίγους μήνες, ο Μπερλουσκόνι χρησιμοποίησε και πάλι την αυτοκρατορία του στα μέσα ενημέρωσης για να επηρεάσει το ιταλικό εκλογικό σώμα. Ο τότε πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι είχε προτείνει ένα συνταγματικό δημοψήφισμα που υποσχόταν να μειώσει σημαντικά την εξουσία της Γερουσίας και οι πρώτες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι τα μέλη της Forza Italia θα υποστήριζαν την πρόταση. Ωστόσο, ο Μπερλουσκόνι τάχθηκε σθεναρά κατά του δημοψηφίσματος και αυτό απορρίφθηκε με συντριπτική πλειοψηφία τον Δεκέμβριο του 2016. Ο Ρέντσι παραιτήθηκε και ο διάδοχός του, Πάολο Τζεντιλόνι, οδήγησε μια υπηρεσιακή κυβέρνηση σε εκλογές που είχαν προγραμματιστεί για τον Μάρτιο του 2018.

Το πολιτικό comeback του «Καβαλιέρε»

Ο «αναγεννημένος» Μπερλουσκόνι οδήγησε έναν συνασπισμό της δικής του Forza Italia, της αντιμεταναστευτικής Λέγκας του Βορρά και των νεοναζί ακροδεξιών Αδελφών της Ιταλίας στη νίκη στη Σικελία τον Νοέμβριο του 2017. Ο συνασπισμός του Μπερλουσκόνι ξεπέρασε οριακά το Κίνημα Πέντε Αστέρων, αλλά νίκησε πειστικά το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας (PD), αμβλύνοντας τις ελπίδες επιστροφής του Ρέντσι. Λίγες εβδομάδες μετά τη νίκη του στη Σικελία, ο 81χρονος Μπερλουσκόνι προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε μια προσπάθεια να ανατρέψει την απαγόρευση του να κατέχει πολιτικό αξίωμα.

Στις βουλευτικές εκλογές της 4ης Μαρτίου 2018, ο συνασπισμός του Μπερλουσκόνι κατέλαβε το μεγαλύτερο ποσοστό των ψήφων, ξεπερνώντας οριακά τα Πέντε Αστέρια, αν και η Forza Italia τερμάτισε πίσω από τη Λέγκα, αποτέλεσμα που αποτύπωσε τη γενική δυσαρέσκεια των Ιταλών ψηφοφόρων για τα κυρίαρχα κόμματα. Ωστόσο, οι μήνες διαβουλεύσεων δεν κατέληξαν σε κάποιον κυβερνητικό συνασπισμό.

Τον Μάιο του 2018, μόλις λίγες ημέρες αφότου ο Μπερλουσκόνι συμφώνησε να επιτρέψει στη Λέγκα να ξεκινήσει συζητήσεις με τα Πέντε Αστέρια, εφετείο του Μιλάνου ανέτρεψε την απαγόρευσή του από τα πολιτικά αξιώματα.

Η Λέγκα και τα Πέντε Αστέρια κατάφεραν τελικά να σχηματίσουν κυβέρνηση και ο ηγέτης της Λέγκα Ματέο Σαλβίνι διορίστηκε υπουργός Εσωτερικών. Ο Σαλβίνι χρησιμοποίησε τη θέση του για να προωθήσει μια νατιβιστική ευρωσκεπτικιστική ατζέντα και γρήγορα αναδείχθηκε ως το πιο πρόσωπο της ιταλικής δεξιάς. Ο Μπερλουσκόνι, ωστόσο, συνέχισε να επιδιώκει την πολιτική του επιστροφή, σκύβοντας προς το κέντρο και προωθώντας μια φιλοευρωπαϊκή ατζέντα.

Παρά τα σοβαρά προβλήματα υγείας, ο Μπερλουσκόνι συνέχισε την εκστρατεία του για μια θέση στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Τον Μάιο του 2019 η Forza Italia ξεπέρασε σημαντικά τις προσδοκίες και ο Μπερλουσκόνι κέρδισε άνετα την πρώτη του εκλογική αναμέτρηση μετά την άρση της πολιτικής του απαγόρευσης.

O «Καβαλιέρε» φυσικά και ήταν παρών στην πιο ακροδεξιά στροφή της Ιταλίας από την εποχή του φασίστα δικτάτορα Μπενίτο Μουσολίνι, καθώς συμμετείχε ενεργά -μαζί με τη Λέγκα του Βορρά- στον ακροδεξιό συνασπισμό που ανέδειξε την επικεφαλής των Αδελφών της Ιταλίας Τζόρτζι Μελόνι, πρωθυπουργό, τον Σεπτέμβριο του 2022.