Από την εποχή του Ψυχρού Πολέμου (1945-1991) η Ευρώπη παρακολουθούσε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις εκλογές στις ΗΠΑ. Ήταν πάντοτε ζωτικής σημασίας για τους Ευρωπαίους το ποιος θα είναι ο επόμενος ένοικος του Λευκού Οίκου και ποιες πολιτικές θα ακολουθούσε και θα εφάρμοζε. Κατά την ψυχροπολεμική περίοδο η Δυτική Ευρώπη βρισκόταν πάντα κάτω από την «αμυντική ομπρέλα» της Αμερικής, η οποία ήταν και ο μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της. Αν και δεν μπορούσε να επηρεάσει τις αποφάσεις που παίρνονταν στην Ουάσιγκτον, η ίδια όμως επηρεαζόταν άμεσα από αυτές.

Ads

Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, τη διάλυση του «Ανατολικού Μπλοκ» και την ενσωμάτωση όλων των χωρών της Κεντρικής Ευρώπης στο ευρωατλαντικό σύστημα, οι εκλογές στις ΗΠΑ άρχισαν να αποκτούν ζωτική σημασία και για τις νέες χώρες-μέλη του ΝΑΤΟ, οι οποίες προηγουμένως βρισκόντουσαν υπό τον ασφυκτικό έλεγχο της σοβιετικής Μόσχας. Οι χώρες αυτές, η λεγόμενη «Νέα Ευρώπη», ήταν πλέον υπό την κηδεμονία της Ουάσιγκτον, και το ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της προστάτιδας υπερδύναμης θεωρούνταν πλέον γεγονός ύψιστης σημασίας.

2016: Η ψυχρή υποδοχή της εκλογής Τραμπ από τους Δυτικοευρωπαίους

Το αποτέλεσμα των αμφιταλαντευόμενων προεδρικών εκλογών στις ΗΠΑ το Νοέμβριο του 2016 έγινε αποδεκτό στην, εκ νέου διχασμένη, Ευρώπη με ανάμεικτα συναισθήματα. Ενώ στη Δυτική Ευρώπη οι περισσότεροι δυσαρεστήθηκαν για την εκλογή του λαϊκιστή δισεκατομμυριούχου Ντόναλντ Τραμπ στο τιμόνι της μεγαλύτερης υπερδύναμης και στρατηγικού συμμάχου τους, στην Κεντρική Ευρώπη, λαϊκιστικές κυβερνήσεις αλλά και πολλοί πολίτες υποδέχθηκαν την εκλογή του σχεδόν με ζητωκραυγές.

Ads

Αναμφίβολα η εκλογή Τραμπ δεν ήταν χαρμόσυνο γεγονός για τη Γερμανία, τη Γαλλία, την Ισπανία κ.λ.π. ακόμη και για την Ελλάδα, αλλά αντίθετα θεωρήθηκε επικίνδυνη εξέλιξη για το μέλλον των ευρωατλανικών σχέσεων. Μόνον το «κόμμα του Brexit» και ο Μπόρις Τζόνσον είχε τους λόγους του για να πανηγυρίζει. Άλλωστε ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ είχε εκφράσει, ακόμη και προεκλογικά, τις απόψεις του κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την οποία επιθυμούσε να δει να διαλύεται, γι’ αυτό και ο ίδιος υποστήριζε ανοικτά το Brexit. Γι’ αυτόν η Ε.Ε. δεν ήταν ο παραδοσιακός στρατηγικός σύμμαχος και εμπορικός εταίρος των ΗΠΑ, αλλά αντίπαλος και «βελούδινος εχθρός», που έπρεπε να αποδυναμωθεί. Οι εμπορικές κυρώσεις, που επιβλήθηκαν στη συνέχεια, με εντολή Τραμπ, και οι απαιτήσεις του να μειωθούν τα μεγάλα εμπορικά πλεονάσματα της Γερμανίας μέσω αύξησης των αμυντικών δαπανών ώστε να προσεγγίζουν το 2% του ΑΕΠ ετησίως, έκαναν τη διακυβέρνηση Τραμπ δυσάρεστη σε χώρες όπως η Γερμανία, η Ολλανδία, αλλά και η Γαλλία,

Ελλάδα, Τουρκία και διακυβέρνηση Τραμπ

Η Ελλάδα είχε τους δικούς της λόγους για να ανησυχεί βλέποντας τον Τραμπ να ακολουθεί μια πολιτική αρεστή στον Ερντογάν, όχι μόνο στη Συρία, όπου η Ουάσιγκτον εγκατέλειψε ξαφνικά τους Κούρδους συμμάχους της προς όφελος της Τουρκίας, αλλά και στη Λιβύη, και φυσικά στα ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου όπου κρατούσε μια επικίνδυνα «ουδέτερη στάση».
Το γεγονός ότι ο Τραμπ ουσιαστικά μπλοκάρισε αποφάσεις του αμερικανικού κογκρέσου για επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία, λόγω της αγοράς των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων S-400, αποτέλεσε το επιστέγασμα μιας φίλο-ερντογανικής πολιτικής.

Μαλακός απέναντι στους αυταρχικούς ηγέτες

Εξαρχής έγινε αντιληπτό πως ο Τραμπ είχε ιδιαίτερη άνεση και κανέναν ηθικό ενδοιασμό να μιλά, αλλά και να διατηρεί φιλικές σχέσεις, με αυταρχικούς ηγέτες, ακόμη και με δικτάτορες, που δεν είχαν καμία δημοκρατική νομιμοποίηση, και να είναι αμήχανος και δύστροπος, απέναντι σε δημοκρατικά εκλεγμένους πολιτικούς της Ευρώπης. Οι απευθείας συνομιλίες του με τον δικτάτορα της Βόρειας Κορέας Κιμ Γιονγκ Ουν, η «κατανόηση» που είχε απέναντι στον «τσάρο» Βλάντιμιρ Πούτιν, αλλά και η άνεση που είχε ο «σουλτάνος» Ερντογάν να τον παίρνει τηλέφωνο όποτε ήθελε να τον «ξελασπώσει» (π.χ. στο Συριακό), παρακάμπτοντας όλα τα σχετικά πρωτόκολλα του Λευκού Οίκου, δημιούργησαν την εύλογη εντύπωση ότι ο Τραμπ τα πήγαινε καλά με τους αυταρχικούς ηγέτες. Ειδικά με τους ισχυρούς άνδρες με τους οποίους μπορούσε να δώσει «δυνατές χειραψίες».

Ο ίδιος χαρακτήρισε τον Ερντογάν «σκακιστή παγκόσμιας κλάσης». Από την πλευρά του ο Πούτιν, ο οποίος κατηγορήθηκε για παρέμβαση υπέρ του Τραμπ στις προεδρικές εκλογές του 2016, συχνά έπλεκε το εγκώμιο του Τραμπ λέγοντας ότι εργάστηκε για τη βελτίωση των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων. Αλλά και με τον δικτάτορα της Β. Κορέας  Κιμ Γιονγκ Ουν, με τον οποίο έχει συναντηθεί τρεις φορές, έπειτα από την «ιστορική» συνάντηση κορυφής τον Ιούνιο 2018 στην Σιγκαπούρη ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε στους οπαδούς του τον Σεπτέμβριο 2018 πως «μου έχει γράψει ωραίες επιστολές, είναι υπέροχες επιστολές. Έχουμε ερωτευθεί ο ένας τον άλλον».

Αλλά σκληρός απέναντι στους αδύναμους και στις γυναίκες πολιτικούς

Γενικώς ο Τραμπ, σύμφωνα με μαρτυρίες των πρώην συμβούλων του, ήταν πιο σκληρός στις τηλεφωνικές κλήσεις του απέναντι σε εκείνους που έβλεπε ως αδύναμους, και πιο μαλακός με αυτούς που θα έπρεπε να είναι σκληρός, δηλαδή στους αυταρχικούς και αντιδυτικούς ηγέτες. Είχε καταφερθεί με προσβλητικά λόγια κατά του φιλελεύθερου πρωθυπουργού του Καναδά Τζάστιν Τριντό, και υποτιμητικά απέναντι στον Γάλλο πρόεδρο Μακρόν, τους οποίους θεωρούσε «μαλακούς» και «αδύναμους». Ειδικά απέναντι στις γυναίκες πολιτικούς συμπεριφερόταν προσβλητικά, καθώς είναι γνωστό πως εκφόβιζε την πρώην Βρετανίδα πρωθυπουργό Τερέζα Μέι, ενώ είχε χαρακτηρίσει «ηλίθια» την Άνγκελα Μέρκελ σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε μαζί της. 

Θαυμασμός απέναντι στους κεντροευρωπαίους εθνολαϊκιστές  ηγέτες

Καλά λόγια είχε ο Τραμπ και για κεντροευρωπαϊκές κυβερνήσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από εθνολαϊκισμό και αυταρχισμό, επικρίνουν την Ευρωπαϊκή Ένωση και τηρούν σκληρή αντιμεταναστευτική στάση. Έτσι, απέναντι στον εθνολαϊκιστή Βίκτορ Όρμπαν, ο οποίος βρίσκεται σε απομόνωση στην Ε.Ε., ο πρόεδρος Τραμπ δήλωσε, κατά τη συνάντηση στο Οβάλ Γραφείο, πως «κάνατε καλή δουλειά και εγγυηθήκατε την ασφάλεια της χώρας σας». Τον χαρακτήρισε μάλιστα «σκληρό» αλλά «αξιοσέβαστο» πολιτικό, συμφωνώντας μαζί του στην ανάγκη για σθεναρή φύλαξη των εθνικών συνόρων και κατηγορώντας ταυτόχρονα τις «διαφορετικές» επιλογές που έκαναν άλλοι ηγέτες, υπονοώντας φυσικά την καγκελάριο της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ.

Ο Ντόναλντ Τραμπ, ενώ αισθανόταν «έτη φωτός» μακριά από τις ιδέες και την πολιτική της Μέρκελ, ωστόσο μοιραζόταν με τη θεοσυντηρητική κυβέρνηση του Πολωνού προέδρου Γιαροσλάβ Καζίνσκι, και επικεφαλής του κόμματος PiS, αρκετές εθνολαϊκιστικές αρχές, όπως την αντί-μεταναστευτική και αντί-μουσουλμανική ρητορική, τον ευρωσκεπτικισμό, την εργαλειακή χρήση των ζητημάτων της εθνικής ταυτότητας και φυσικά τον εθνικισμό. Μια κυβέρνηση, η οποία έχει θεσμοθετήσει την απαγόρευση των αμβλώσεων και την ουσιαστική κατάργηση της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, ερχόμενη έτσι σε άμεση σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές αξίες.

Πολωνοί:  ο πιο φίλο-τραμπικός λαός στην Ευρώπη

Αλλά και ο πολωνικός λαός εμφανίστηκε όλα αυτά τα χρόνια ως ο πιο φίλο-τραμπικός λαός στην Ευρωπαϊκή Ένωση, περισσότερο ακόμη κι από τους Ούγγρους. Ο Τραμπ υποσχέθηκε στους Πολωνούς να τους εφοδιάζει με αμερικανικό φυσικό αέριο, ώστε να απεξαρτηθούν από το ρωσικό, αλλά και να μεταφέρει τον κύριο όγκο των αμερικανικών στρατιωτικών δυνάμεων από τη Γερμανία, όπου εδράζονται ως τώρα, στην Πολωνία.

Το μόνο πρόβλημα για την κυβέρνηση Καζίνσκι ήταν να εξηγήσει στους ψηφοφόρους της την εξής σχιζοφρενική κατάσταση: από τη μία να ζητά συνεχώς διαβεβαιώσεις από τις ΗΠΑ για ισχυρή στρατιωτική παρουσία στο έδαφός της για άμυνα και προστασία έναντι της Ρωσίας, κι από την άλλη να προσπαθεί συνεχώς να αγνοήσει τη θετική άποψη του Τραμπ για τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Ο Όρμπαν τάχθηκε ανοικτά υπέρ του Τραμπ

Στην Κεντρική Ευρώπη ο πρωθυπουργός της Ουγγαρίας Βίκτωρ Όρμπαν και ο πρόεδρος της Πολωνίας Γιάροσλαβ Καζίνσκι είχαν ταχθεί προεκλογικώς αναφανδόν υπέρ της επανεκλογής του Ντόναλντ Τραμπ, υιοθετώντας και οι ίδιοι τον ακραίο λαϊκισμό του. Ο Όρμπαν μάλιστα χαρακτήρισε τον Τραμπ «προσωπικότητα» του εθνικιστικού κινήματος και πολέμιο της «παγκοσμιοποίησης». Ο Όρμπαν δήλωσε πολλές φορές ανοικτά πως επιθυμεί την επανεκλογή στον Λευκό Οίκο του «φιλικού» Αμερικανού προέδρου, που «βρίσκεται κοντά στους ηγέτες της κεντρικής Ευρώπης». «Υποστηρίζουμε τον Ντόναλντ Τραμπ, διότι γνωρίζουμε καλά την εξωτερική πολιτική των αμερικανικών Δημοκρατικών κυβερνήσεων που βασίζεται στον ηθικό ιμπεριαλισμό»,  είχε γράψει τον Οκτώβριο ο Βίκτορ Όρμπαν στη Δεξιά Magyar Nemzer.

Τσέχοι και Σλοβάκοι «ψηφίζουν» Μπάιντεν

Αντίθετα με τους Πολωνούς και τους Ούγγρους, οι Τσέχοι και οι Σλοβάκοι, τα άλλα δύο μέλη της «Ομάδας του Βίσεγκραντ» (V4), θα καλωσορίσουν μια προεδρική αλλαγή στο Λευκό Οίκο που θα οδηγούσε σε μια, όχι πλέον αλλοπρόσαλη, αλλά πιο προβλέψιμη πολιτική από την Ουάσιγκτον. Δεν επιθυμούν άλλο μια αμερικανική διακυβέρνηση που να σπέρνει τη διαίρεση στον κόσμο και ειδικά στην Ευρώπη. Παρά το γεγονός ότι διατηρούν καλές σχέσεις με τους δύο αυταρχικούς γείτονές τους  (Πολωνία και Ουγγαρία), η Τσεχία και η Σλοβακία θεωρούνται πιο σταθερά αφοσιωμένές χώρες στα ευρωπαϊκά και δημοκρατικά πρότυπα, στο Κράτος Δικαίου και στον φιλοδυτικό προσανατολισμό.

Επίσης αυτές οι δύο χώρες ενοχλήθηκαν σημαντικά με τις εμπορικές κυρώσεις του Τραμπ κατά της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τσεχία και Σλοβακία εξαρτώνται κατά 80% από τις εξαγωγές που βασίζονται στις μεγάλες (γερμανικές) αυτοκινητοβιομηχανίες, οι οποίες έχουν τα εργοστάσιά τους στο έδαφός τους. Θα καλωσόριζαν λοιπόν μια νέα αμερικανική διακυβέρνηση που θα άφηνε κατά μέρος τους «εμπορικούς πολέμους» και θα διευκόλυνε στο άνοιγμα των αγορών και των διατλαντικών σχέσεων.

Οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θα «ψήφιζαν» Μπάιντεν

Σύμφωνα με έρευνα του ιδρύματος Bertelsmann Stiftung, εάν ο Ρεπουμπλικάνος πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ ήταν υποψήφιος σε εκλογές στην Ευρωπαϊκή Ένωση θα λάμβανε μόνον περίπου το 17% των ψήφων, δηλαδή δεν θα είχε καμία πιθανότητα να επανεκλεγεί. Αντίθετα ο Δημοκρατικός υποψήφιος Τζο Μπάιντεν, αν ήταν υποψήφιος στην Ε. Ε., θα λάμβανε ποσοστό περίπου το 45% των Ευρωπαίων και θα επικρατούσε με τεράστια διαφορά. Μόνον στην Πολωνία ο Τραμπ θα μπορούσε να επανεκλεγεί άνετα…