Η τουρκική οικονομία βρίσκεται στο χείλος του γκρεμού και ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν σε ένα αδιέξοδο που εν πολλοίς το προκάλεσε ο ίδιος. Όμως πέρα από τα δημοσιονομικά μεγέθη της τουρκικής οικονομίας, την πτώση της λίρας και τις διεθνείς επικρίσεις για την αλλοπρόσαλλη πολιτική του Τούρκου προέδρου, η προσοχή στρέφεται στους Τούρκους πολίτες που ακόμη προσπαθούν να συνειδητοποιήσουν τι έχει συμβεί. Ήδη βλέπουν τις επιπτώσεις της κρίσης στην καθημερινότητά τους. Άλλοι δυσκολεύονται να ανταποκριθούν και άλλοι βλέπουν την κατάσταση ως ευκαιρία για επιπλέον κέρδος, έστω και βραχυπρόθεσμα.

Ads

«Δεν καταλαβαίνουμε τίποτα από όλα αυτά. Νομίζω είναι πολιτικό. Ο Ερντογάν τσακώνεται με τον Τραμπ και εμείς καταλήγουμε παγιδευμένοι σε μία γωνία», δήλωσε στον Guardian ο Αμπντουλμεσίτ, κουρέας στην Κωνσταντινούπολη. «Μπορούμε μόνο να προσευχόμαστε στον Θεό», συμπλήρωσε. Είναι γεγονός πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν επιχειρεί να κρύψει κάτω από το χαλί το πραγματικό δημοσιονομικό πρόβλημα της Τουρκίας και τις ευθύνες του, από τις παρεμβάσεις τους στην οικονομική πολιτική. Στις τοποθετήσεις του εστιάζει στη σύγκρουση με τις ΗΠΑ, αποδίδοντας την κρίση σε αυτήν και κάνοντας λόγο για έναν «οικονομικό πόλεμο» με «πισώπλατα μαχαιρώματα».

Όμως η αλήθεια είναι πως η κρίση έχει τις ρίζες της στη δημοσιονομική πολιτική που εφάρμοσε η τουρκική κυβέρνηση. Οι διεθνείς αναλυτές και οικονομικοί παράγοντες εξέφραζαν εδώ και πολύ καιρό τις ανησυχίες τους για τον διψήφιο πληθωρισμό, το υψηλό εξωτερικό χρέος  και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών. Τα 10ετή τουρκικά ομόλογα έχουν ξεπεράσει προ πολλού το 15% καθιστώντας αδύνατο τον δανεισμό από τις αγορές. Επιπλέον η άρνηση του Ερντογάν να παρέμβει με αύξηση των επιτοκίων, περιορίζοντας σημαντικά την ανεξαρτησία της Κεντρικής Τράπεζας, αποτέλεσε καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της Τουρκικής οικονομίας που επιδεινώθηκε όταν αποφάσισε να διορίσει τον γαμπρό του Μπεράτ Αλμπαγιάκ ως υπουργό Οικονομικών, στέλνοντας έμμεσα το μήνυμα πως ο ίδιος θα έχει τον απόλυτο έλεγχο.

Στα παραπάνω ήρθαν να προστεθούν οι κυρώσεις από τις ΗΠΑ με αφορμή την υπόθεση του αμερικανού πάστορα Άντριου Μπράνσον, που κρατείται στην Τουρκία με τις κατηγορίες της τρομοκρατίας και της κατασκοπείας. Πρόκειται για ένα ακόμη επεισόδιο στη «διπλωματία της ομηρίας» που εφαρμόζει ο Ερντογάν ευελπιστώντας σε παραχωρήσεις από Δυτικές χώρες μέσω της απελευθέρωσης των κρατουμένων, που αντιμετωπίζουν ανυπόστατες κατηγορίες. Μετά τις οικονομικές κυρώσεις των ΗΠΑ, ακολούθησε και η απόφαση του Τραμπ για οριστικό «πάγωμα» της πώλησης των μαχητικών F-35 στην Τουρκία. Μια κίνηση με ιδιαίτερο γεωστρατηγικό βάρος, καθώς η Τουρκία, το τελευταίο διάστημα, δείχνει να απομακρύνεται και από ΝΑΤΟ και να στρέφεται προς την μέχρι πρόσφατα «εχθρό» της, Ρωσία. 

Ads

Στην Τουρκία, οι πολίτες έχουν αρχίσει να αντιλαμβάνονται τα αδιέξοδα αυτών των πολιτικών. Η οικονομική αστάθεια έχει επηρεάσει την καθημερινότητά τους καθώς λόγω της κατάρρευσης της τουρκικής λίρας βρίσκονται αντιμέτωποι με πολύ υψηλότερες τιμές στα εισαγόμενα προϊόντα. Ορισμένοι φοβούνται ότι θα κλείσουν οι επιχειρήσεις τους. Άλλοι, που υποστηρίζουν τον Ερντογάν δηλώνουν ότι θα προτιμούν τα εγχώρια προϊόντα και όχι τα εισαγόμενα. Εκείνοι που απασχολούνται στον τομέα του τουρισμού, ελπίζουν ότι η πτώση της λίρας θα προσελκύσει περισσότερους επισκέπτες.

«Πηγαίνετε σπίτι σας. Τίποτα δεν θα αλλάξει σε αυτή τη χώρα. Έχω δει τη λίρα σε πολύ χαμηλότερο επίπεδο τη δεκαετία του ‘90», σχολίασε ένας εργαζόμενος σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος. Όμως από την άλλη, ένας μανάβης δηλώνει στον Guardian ότι αναγκάστηκε να ανεβάσει την τιμή των εισαγόμενων προϊόντων. «Πρέπει να φύγει ο Ερντογάν», σχολίασε.

Την ίδια στιγμή που οι Τούρκοι έρχονται αντιμέτωποι με τις επιπτώσεις της κρίσης, οι ξένοι που βρίσκονται στη χώρα, είτε τουρίστες, είτε εργαζόμενοι που πληρώνονται σε δολάρια, βρίσκουν την ευκαιρία να αγοράσουν φθηνότερα πολυτελή προϊόντα λόγω της πτώσης της λίρας. Στα social media το σαββατοκύριακο δημοσιεύθηκαν φωτογραφίες με ουρές έξω από καταστήματα Luis Vuitton και Chanel.

«Πολλοί τουρίστες, κυρίως Άραβες, αγοράζουν από το κατάστημά μας. Όμως, κάθε 15 ημέρες πρέπει να φέρνουμε νέα προϊόντα από την Ευρώπη», δήλωσε υπεύθυνος πολυτελούς καταστήματος στην Κωνσταντινούπολη. Φαίνεται μάλιστα να αντιλαμβάνεται το πρόβλημα, παρά το βραχυπρόθεσμο κέρδος, καθώς εκτιμά πως αν συνεχιστεί η πτώση της λίρας και η κρίση, το κατάστημα ενδεχομένως να κλείσει αφού η αγορά προϊόντων και υφασμάτων σε ευρώ θα είναι πιο ακριβή. Ένας ξενοδόχος δήλωσε ότι διπλασίασε τις τιμές από την Παρασκευή, περιμένοντας μεγαλύτερη προσέλευση εξαιτίας της πτώσης της λίρας. «Οι τουρίστες θα έρθουν, αλλά οι Τούρκοι δεν μπορούν πλέον. Προσπαθούμε να προστατεύσουμε την επιχείρηση, όχι να εκμεταλλευτούμε την κατάσταση», δήλωσε στον Guardian.

Τη Δευτέρα η Κεντρική Τράπεζα της Τουρκίας ανακοίνωσε, καθυστερημένα, μια σειρά μέτρων για την αντιμετώπιση της ρευστότητας των τραπεζών, σηματοδοτώντας την πρώτη σημαντική ενέργεια για την αναχαίτιση της κατάρρευσης της λίρας. «Θα λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας» και «θα παρέχουμε την αναγκαία ρευστότητα στις τράπεζες», ανέφερε η σχετική ανακοίνωση. Στιγμιαία φάνηκε να αντιστρέφεται το κλίμα, όμως σύντομα η λίρα επέστρεψε στις απώλειες για να «κλείσει» περίπου στο επίπεδο του 1 προς 7 σχέση με το δολάριο. Κλείσιμο χειρότερο από αυτό της Παρασκευής όταν η ισοτιμία βρισκόταν στο 1 προς 6,6.

Η Τουρκική λίρα έχει χάσει περίπου το 45% της αξίας έναντι του δολαρίου από την αρχή του έτους με την μεγαλύτερη πτώση να καταγράφεται την προηγούμενη εβδομάδα, προκαλώντας συναγερμό στις αγορές. Αξίζει να σημειωθεί πως στα μέτρα που ανακοίνωσε η Κεντρική Τράπεζα δεν περιλαμβάνεται η αύξηση των επιτοκίων, που σύμφωνα με τους οικονομολόγους αποτελεί την απαραίτητη κίνηση που θα πρέπει να κάνει η Τουρκία αν επιθυμεί να στείλει ένα θετικό μήνυμα. Υπενθυμίζεται πως ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν είναι φανατικός πολέμιος της αύξησης των επιτοκίων και το έχει επισημάνει σε όλους τους τόνους. Ο Τούρκος επιθυμεί φθηνότερη πρόσβαση στο χρήμα, δηλαδή χαμηλότερα επιτόκια, ώστε να μπορεί να τροφοδοτεί την πιστωτική και οικονομική επέκταση, παρόλο που ο πληθωρισμός ξεπερνά πλέον το 15%.

«Η πτώση της λίρας είναι μια πολύπλευρη υπόθεση, που προκαλείται όχι μόνο από την αδύναμη εξωτερική θέση που προκύπτει από το έλλειμμα του ισοζυγίου των τρεχουσών συναλλαγών και τα ανεπαρκή συναλλαγματικά αποθέματα αλλά και από το δύσκολο πολιτικό περιβάλλον που επιτείνει τα τρωτά της σημεία», υπογραμμίζει ο Kerry Craig, της JP Morgan και προσθέτει: «η αύξηση των επιτοκίων κατά μέσο όρο και η σφιχτή νομισματική πολιτική θα μπορούσε σε κάποιο βαθμό να βοηθήσει στην αντιμετώπιση της πτώσης της λίρας».