Μετά από κάθε βίαιο σοκ ή τρομοκρατικό χτύπημα, όπως αυτό το Βρυξελλών, η Ευρώπη ανοίγει εσπευσμένα τη συζήτηση της «ενισχυμένης συνεργασίας» και της «κοινής πολιτικής ασφάλειας».  Είναι η συζήτηση που άνοιξε – κι έμεινε μετέωρη – μετά το Παρίσι κι είναι η ίδια ατζέντα που έσπευσε να επαναφέρει ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ μετά την επίθεση του ISIS στο Βέλγιο.

Ads

Θα μπορούσε να είναι μια συζήτηση ουσίας εάν το εγχείρημα, ακόμη και σε μικροκλίμακα, δεν είχε αποτύχει πολλαπλώς στην πράξη στο παρελθόν κι εάν το όραμα της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» δεν είχε ήδη υποκύψει στους φράχτες των συνόρων και στην έξαρση των εθνικών τάσεων μεταξύ των μελών της Ε.Ε.

«Η Ευρωπαϊκή Ενωση δεν είναι Ενωση Ασφαλείας» τιτλοφορεί χαρακτηριστικά ανάλυσή του το Stratfor καταλήγοντας επί της ουσίας στο συμπέρασμα ότι η κοινή πολιτική ασφάλειας στην Ε.Ε. που επαγγέλλεται ο Ζαν Κλοντ Γιούνκερ δεν μπορεί να είναι παρά ένας… χρήσιμος μύθος.
 
Το… μη ενιαίο δίκτυο ασφαλείας
 
Οι αναλυτές του Stratfor σημειώνουν ότι η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει ήδη εν λειτουργία διάφορες επιμέρους δομές ασφαλείας, με ελάχιστη όμως αποτελεσματικότητα. Η Europol έχει συσταθεί για να αντιμετωπίζει το διεθνές οργανωμένο έγκλημα, η Frontex διαχειρίζεται τη συνεργασία στη φύλαξη των εθνικών συνόρων, η Eurojust επίσης συντονίζει δικαστικές έρευνες μεταξύ των κρατών μελών σε υποθέσεις διασυνοριακού ενδιαφέροντος. Επειδή όμως η αποστολή τους είναι κυρίως υποστηρικτική, οι εν λόγω υπηρεσίες έχουν ελάχιστο αυτοτελές προσωπικό και υποδομές στη διάθεσή τους.

Το μοντέλο αυτό, κατά το Stratfor, αποτελεί και την απόδειξη του γιατί η Ευρωπαϊκή ‘Ενωση έχει τεράστιες δυσκολίες στην δημιουργία ενός ενιαίου δικτύου ασφαλείας. Τα 28 κράτη – μέλη έχουν διαφορετικές προτεραιότητες, πόρους και επίπεδο εμπειρίας όταν πρόκειται για την αντιμετώπιση του διεθνούς εγκλήματος και της τρομοκρατίας.

Ads

Οι μεγάλες και ισχυρές χώρες, όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Γερμανία έχουν σημαντική εμπειρία στο αντιτρομοκρατικό πεδίο και υψηλό επίπεδο ανθρώπινων και υλικών πόρων για να λειτουργήσουν αντι-τρομοκρατικές υπηρεσίες. Δεν ισχύει το ίδιο όμως και στις μικρότερες χώρες και ίσως το Βέλγιο ήταν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της αναντιστοιχίας.
 
Το δόγμα της λιτότητας

Η τρομοκρατική απειλή, άλλωστε, σηματοδοτεί για την Ευρώπη και μια ικανή αιτία αύξησης των δημοσίων δαπανών μετά από πολυετή σκληρή λιτότητα. Ακόμη και στα πλουσιότερα κράτη-μέλη όμως, αυτή η αύξηση τελεί ακόμη υπό τους περιορισμούς του δόγματος της λιτότητας: Στις 23 Μαρτίου η γερμανική κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι θα αυξήσει τον προϋπολογισμό εσωτερικής ασφάλειας κατά 2,1 δισ. ευρώ έως το 2020 – ο επικεφαλής όμως της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας έσπευσε να απαντήσει πως το ποσό αυτό απέχει μακράν από την κάλυψη των πραγματικών αναγκών.

Ταυτόχρονα με τους δημοσιονομικούς περιορισμούς, το όποιο σχέδιο της κοινής ασφάλειας προσκρούει, μέχρι στιγμής τουλάχιστον και στα κλειστά σύνορα σε ό,τι αφορά την… διακίνηση πληροφοριών. Αμέσως μετά την επίθεση στις Βρυξέλλες, όπως είχε γίνει και στο Παρίσι, πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις  διαμήνυσαν ότι πρέπει να υπάρχει μεγαλύτερη συνεργασία σε ό,τι αφορά την ανταλλαγή πληροφοριών περί πιθανών απειλών σε θέματα ασφαλείας. Όμως ο Γερμανός υπουργός Εσωτερικών Τόμας ντε Μεζιέρ αναγνώρισε ότι, την ίδια ώρα, τα περισσότερα κράτη μέλη αρνούνται να μοιραστούν όλες τις πληροφορίες που έχουν με τους εταίρους τους. Επιπροσθέτως, δε, συμπλήρωσε ότι η Ε.Ε. και οι εθνικές κυβερνήσεις έχουν διαφορετικές δεξαμενές και αρχεία στοιχείων που δεν συνδέονται μεταξύ τους.

Ένα «σύμφωνο» εθνών – κρατών

Πέραν των τεχνικών ζητημάτων όμως, η απουσία συνεργασίας σε θέματα ασφαλείας καταδεικνύει και το αμιγώς πολιτικό ζήτημα: Το γεγονός ότι η Ε.Ε., μετά από έξι δεκαετίες «ενοποίησης» παραμένει στην πράξη, και σε μεγάλο βαθμό, απλώς ένα «σύμφωνο» μεταξύ διαφορετικών εθνών – κρατών.

Μια αλλαγή αυτού του status quo θα απαιτούσε πολύ μεγάλα δομικά βήματα προς την περαιτέρω ενοποίηση της ΕΕ και θα προϋπέθετε παραχωρήσεις που δείχνουν σήμερα πολύ δύσκολες για τα κράτη-μέλη.

Είναι ένα ζήτημα, που όπως επισημαίνει το Stratfor, πάει πολύ πιο μακριά από τα ζητήματα ασφαλείας και μόνον: Η Ε.Ε. δίνει ακόμη μάχη για να εξισορροπήσει ένα σύστημα που θα αναδιανέμει τον πλούτο από τον βορά στο νότο και τεράστια ερωτήματα προκύπτουν για το εάν και πώς κάποια κράτη-μέλη μπορούν να χάνουν τον έλεγχο της δημοσιονομικής τους πολιτικής.

Από τη στιγμή, όπως τονίζουν χαρακτηριστικά οι αναλυτές που η Ευρωπαϊκή Ενωση είναι απίθανο να μετατραπεί σε «Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης», μοιάζει απίθανο να υπάρξει κι ένα ευρωπαϊκό, ομοσπονδιακό… FBI. Η διαμόρφωση τόσο ισχυρών πανευρωπαϊκών δομών θα προϋπέθετε αλλαγές συνθηκών που είναι απίθανο να υπάρξουν, με δεδομένη και την άνοδο του εθνικιστικού κλίματος στην Ευρώπη.

Η ευρωπαϊκή οικονομική κρίση μετατράπηκε γρήγορα σε κρίση απασχόλησης και, στη συνέχεια, σε πολιτική κρίση. Η μετανάστευση και η τρομοκρατία έρχονται απλώς να ενισχύσουν αυτόν τον νέο κατακερματισμό της Ευρώπης και τα κράτη-μέλη δυσκολέυονται όλο και περισσότερο να δώσουν συνεκτικές απαντήσεις στα μεγάλα ζητήματα και προκλήσεις.

Σ’ αυτό το πλαίσιο, οι εθνικές λύσεις αντικαθιστούν τις ευρωπαϊκές πολιτικές, αναφέρουν οι αναλυτές του Stratfor και προσθέτουν: Οι μετροπαθείς πολιτικές δυνάμεις εξακολουθούν να υπεραμύνονται της συνθήκης Σένγκεν και της ελεύθερης διακίνησης του εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη, αλλά τα διογκούμενα εθνικιστικά ρεύματα ζητούν στον αντίποδα επιστροφή των εθνικών συνόρων και σκληρούς κανόνες για τη μετανάστευση. Και όσο η τρομοκρατία και η προσφυγική κρίση θα επιτείνει την φόβους για την ασφάλεια και τις θέσεις εργασίας, τόσο αυτές οι φωνές θα δυναμώνουν.