Καθώς μπαίνουμε στην τελική ευθεία ενόψει των αμερικάνικων προεδρικών εκλογών του Νοεμβρίου, ένα είναι το βασικό ερώτημα που απασχολεί πλέον του περισσότερους στην άλλη άκρη του Ατλαντικού (και προφανώς όχι μόνο): ποιος θα είναι εκείνος που θα μπορέσει να απαλλάξει τις ΗΠΑ και ολόκληρο τον κόσμο από τον «εφιάλτη» του Ντόναλντ Τραμπ.

Ads

Για τους Δημοκρατικούς – μετά το «ναυάγιο» που υπέστησαν το 2016 – το ερώτημα μοιάζει μάλιστα να είναι ζωτικό. Κι αυτό γιατί στις προηγούμενες προεδρικές εκλογές η Χίλαρι Κλίντον, η οποία είχε πάρει το χρίσμα της υποψηφιότητας μέσα από μια «αμφιλεγόμενη» διαδικασία, υπέστη σοκαριστική ήττα -αν και είχε πάρει συνολικά περισσότερες ψήφους- από τον αντίπαλό τους, έχοντας χάσει κρίσιμες κοινωνικές ομάδες, οι οποίες παραδοσιακά στήριζαν το Δημοκρατικό Κόμμα. Και μάλιστα σε πολιτείες – κλειδιά, οι οποίες «έβγαζαν» πρόεδρο.

Επρόκειτο για έναν κίνδυνο, που είχαν επισημάνει αρκετοί, όταν έβλεπαν την ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος να υπονομεύει εμφανώς μια ριζοσπαστική υποψηφιότητα, όπως αυτή του Μπέρνι Σάντερς προκειμένου να αναδείξουν εκείνη της Χίλαρι Κλίντον.

Σήμερα όμως – τέσσερα χρόνια αργότερα – ο γερουσιαστής του Βερμόντ δείχνει πιο ικανός από ποτέ να διεκδικήσει τις πιθανότητές του να βρεθεί στον Λευκό Οίκο. Τουλάχιστον αν αποδειχθεί ότι στο Δημοκρατικό Κόμμα έχουν μάθει από τα λάθη τους…

Ads

Το «ρεύμα» που έρχεται από το 2016

Οι πρόσφατες δημοσκοπήσεις που δείχνουν τον Μπέρνι Σάντερς να προηγείται στην κούρσα για το χρίσμα των Δημοκρατικών έρχεται απλά να επιβεβαιώσει το «ρεύμα» που καταγράφεται στο εσωτερικό της αμερικάνικης κοινωνίας υπέρ της υποψηφιότητάς του. Πρόκειται για μια εξέλιξη, η οποία μόνο έκπληξη δεν προκαλεί στους περισσότερους.

Άλλωστε, αξίζει να σημειωθεί ότι ακόμη από την καμπάνια του ενόψει των προκριματικών του 2016 ο Σάντερς ήταν ο μόνος υποψήφιος που είχε συλλέξει δωρεές δεκάδων εκατομμυρίων ευρώ, οι οποίες κατά βάση δεν προέρχονταν από  εκατομμυριούχους επιχειρηματίες κι εκπροσώπους λόμπι. Αντίθετα, εκατομμύρια ήταν οι απλοί Αμερικάνοι (από δασκάλους και νοσοκόμες μέχρι φοιτητές), οι οποίοι είχαν σπεύσει να συνεισφέρουν στην προσπάθειά του. Όλα αυτά αντικατόπτριζαν δε τη ριζοσπατικοποίηση ενός τμήματος της αμερικάνικης κοινωνίας , κυρίως μέσα στην τελευταία δεκαετία. Η σημερινή επιτυχία Σάντερς λοιπόν μόνο «κεραυνός εν αιθρία» δεν μπορεί να θεωρείται.

«Συνταγή νίκης» η ριζοσπαστική ατζέντα 

Την ίδια στιγμή όμως φαίνεται πως στα χρόνια που μεσολάβησαν όλο περισσότεροι ήταν εκείνοι που φαίνεται πως συνειδητοποίησαν πως η πολιτική ατζέντα Σάντερς μπορεί να εγγυηθεί τη νίκη επί του Τραμπ σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από εκείνη των ανθυποψηφίων του στο Δημοκρατικό Κόμμα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε πως μιλάμε για μια κοινωνία, όπου πάνω από τους μισούς πολίτες βρίσκονται ενώπιον του φάσματος της ακραίας φτώχειας, των διακρίσεων, της εργασιακής επισφάλειας αλλά και μεγάλων οικονομικών ανισοτήτων. 

Με τα εν λόγω φαινόμενα να έχουν διογκωθεί έτι περαιτέρω κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Τραμπ αιτήματα όπως η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου, η διαγραφή μεγάλου μέρους των φοιτητικών δανείων, η επαναφορά της δωρεάν υγειονομικής κάλυψης, η ισχυροποίηση του κοινωνικού κράτους και η προώθηση του «Green Deal» ως νέου μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης μοιάζουν πιο επίκαιρα από ποτέ. Αυτός είναι κι ο λόγος που ο Μπέρνι Σάντερς καταγράφεται ως ο πιο δημοφιλής υποψήφιος μεταξύ των νέων ψηφοφόρων, των μειονοτήτων αλλά και των λευκών εργαζόμενων Αμερικάνων.

Τα μαθήματα από το «πάθημα» της Χίλαρι

Όλα αυτά έχουν ιδιαίτερη σημασία αν εξετάσει κανείς με προσοχή το «πάθημα» της Χίλαρι Κλίντον το 2016. Τότε η υποψήφια των Δημοκρατικών μπορεί μεν να κέρδισε την εμπιστοσύνη ψηφοφόρων ανώτερων τάξεων αλλά και ανώτερης μόρφωσης, αλλά απέτυχε να κινητοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος όσων ανήκαν στην εργατική τάξη, και μάλιστα σε περιοχές που μαστίζονταν από την αποβιομηχάνιση αλλά και την ανεργία. Αξίζει να σημειωθεί ότι μεγάλο μέρος των συγκεκριμένων ψηφοφόρων είχαν στηρίξει την υποψηφιότητα του Μπάρακ Ομπάμα τόσο στις εκλογές του 2008 όσο και σε εκείνες του 2012. Στην προηγούμενη εκλογική μάχη, σύμφωνα με τις αναλύσεις, είτε δεν προσήλθαν στις κάλπες είτε -ακόμη χειρότερα- κινήθηκαν προς την επιλογή Τραμπ, συμβάλλοντας αποφασιστικά στο να κερδίσει αυτός κρίσιμες πολιτείες.

Κάπου λοιπόν, όπως αναφέρουν αρκετοί αναλυτές, έρχεται το βασικό στοίχημα για τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι για να καλούνται να κινητοποιήσουν τρεις κατηγορίες ψηφοφόρων ενόψει τη εκλογικής μάχης του Νοέμβρη: όσους δηλαδή είχαν ψηφίσει Ομπάμα κι επέλεξαν την αποχή, εκείνους που άλλαξαν στρατόπεδο ψηφίζοντας Τραμπ αλλά κι αυτούς που δεν έχουν ψηφίσει ποτέ στη ζωή του (είτε πρόκειται για νέους ψηφοφόρους είτε για κάποιους που επέλεγαν συστηματικά την αποχή). Και στις τρεις παραπάνω κατηγορίες ο Μπέρνι Σάντερς φαίνεται να έχει ξεκάθαρο προβάδισμα έναντι των υπόλοιπων υποψηφίων των Δημοκρατικών.

Η ανάγκη για «ξεκάθαρη επιλογή» έναντι του Τραμπ

Όπως επισημαίνει σε ανάλυση του το αμερικάνικο διαδικτυακό περιοδικό Jacobin, o λόγος είναι απλός: ο Σάντερς έχει τη δυνατότητα να προσφέρει τη δυνατότητα ξεκάθαρη πολιτικής επιλογής στους Αμερικάνους, οι οποίοι θα κληθούν να αποφασίσουν αν θέλουν να συνεχίσει μια διακυβέρνηση που επενδύει στις κοινωνικές ανισότητες ή αν θα πάνε σε μια αλλαγή μοντέλου, η οποία θα στοχεύει στην όσο δυνατό μεγαλύτερη άμβλυνσή τους.

Διαβάστε επίσης:

Στον αντίποδα, οι περισσότεροι από τους υπόλοιπους διεκδικητές του χρίσματος των Δημοκρατικών δείχνουν να κινούνται σε ένα «παραδοσιακό» μοτίβο, αποφεύγοντας τα «ταράξουν» ιδιαίτερα τις ισορροπίες στο οικονομικό κατεστημένο των ΗΠΑ. Είναι χαρακτηριστικό ότι υποψήφιοι όπως ο Τζο Μπάιντεν, ο (δισεκατομμυριούχος) Μάικλ Μπλούμπεργκ, ή ακόμη και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν επικεντρώνουν την κριτική τους στον Ντόναλντ Τραμπ στην ακατάσχετη σκανδαλολογία (ουκρανικής, ρώσικης ή οποιασδήποτε άλλης απόχρωσης), στην οποία (δυστυχώς) δείχνει να επενδύει στρατηγικά και το Δημοκρατικό Κόμμα. Το βασικό πρόβλημα όμως με τον Αμερικάνο πρόεδρο δεν είναι τόσο ότι η εμπλοκή σε σκάνδαλα ή το αψύ ύφος του, όσο το γεγονός ότι επί διακυβέρνησής του η ζωή των πολιτών της χώρας του έχει γίνει πολύ χειρότερα. Άλλωστε, στο Δημοκρατικό Κόμμα θα έπρεπε έχουν πάρει μαθήματα από τα «πάθημα» του 2016, όταν στην εκλογική μάχη με την Κλίντον ο Τραμπ είχε αποδειχθεί εξαιρετικά ικανός στην διεξαγωγή «βρόμικου» πολέμου.

Μια νέα αντιπαράθεση σε ένα τέτοιο επίπεδο θα ευνοούσε αφάνταστα τον Ντόνταλντ Τραμπ, καθώς θα οδηγούσε εκ νέου στην αποχή πολλούς ψηφοφόρους, οι οποίοι απλά αρνούνται να «ακούσουν» τέτοιου είδους πολιτικές «κορώνες».

Ποιος φοβάται τελικά τον Σάντερς;

Από τη μεριά του, ο Αμερικάνος πρόεδρος δείχνει να είναι αρκετά έξυπνος για να αντιληφθεί ποιος είναι ο πραγματικός κίνδυνος για τον ίδιο από το στρατόπεδο των Δημοκρατικών. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι τις τελευταίες εβδομάδες το στρατόπεδο Τραμπ έχει εντείνει τις επιθέσεις του εναντίον του Μπέρνι Σάντερς παρουσιάζοντας είτε ως «υποστηρικτή τρομοκρατών» με αφορμή την θέση του για το Ιράν είτε «ως εύπορο πολιτικάντη, που κάνει μαθήματα στους Αμερικάνους για το πώς να ζουν». Η στόχευσή του είναι σαφής: αφενός μεν να επαναφέρει στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης την περίφημη «ασφάλεια των ΗΠΑ» κι αφετέρου να «σπείρει» την αμφιβολία στα κατώτερα στρώματα σχετικά με τον γερουσιαστή του Βερμόντ. Σε κάθε περίπτωση όμως είναι «ηλίου φαεινότερο» ότι ο Ντόναλντ Τραμπ θα προσεύχεται τους επόμενους μήνες η τελική έκβαση των προκριματικών στο Δημοκρατικό Κόμμα να αναδείξει νικητή οποιονδήποτε άλλο υποψήφιο από τον Μπέρνι Σάντερς.

Ενδεχομένως ανάλογη επιθυμία να έχουν και αρκετά κορυφαία στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος, τα οποία αποδεδειγμένα ποτέ δεν είδαν με καλό μάτι την ανάδειξη μιας τόσο ριζοσπαστικής υποψηφιότητας από τους κόλπους τους. Δεν είναι τυχαίες οι τελευταίες διαρροές μέσω φιλικών προς τους Δημοκρατικούς ΜΜΕ, σύμφωνα με τις οποίες ακόμη κι ο Μπάρακ Ομπάμα δήλωνε το 2016 διατεθειμένος να παρέμβει προκειμένου να επηρεάσει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για το χρίσμα εναντίον του Σάντερς. Καμιά πάντως από τις διαρροές δεν διευκρίνιζε αν ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ εξακολουθεί να έχει ανάλογη άποψη και μετά την ήττα που υπέστη η Χίλαρι Κλίντον από το Ντόναλντ Τραμπ.

Το ερώτημα πάντως παραμένει και είναι πιο κρίσιμο από ποτέ: έχουν αφομοιώσει οι Δημοκρατικοί το οδυνηρό μάθημα του 2016;