Δεν έχουν περάσει πολλές μέρες από την στιγμή που ο Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε τη συμμετοχή του στην κούρσα για τη διεκδίκηση του χρίσματος του Δημοκρατικού Κόμματος για τις προεδρικές εκλογές του 2020. Κι είναι αλήθεια πως ένα μεγάλο τμήμα των μεγάλων αμερικάνικων ΜΜΕ αλλά και της ηγεσίας των Δημοκρατικών υποδέχτηκαν την είδηση μεγάλο ενθουσιασμό, βλέποντας στο πρόσωπο του πρώην αντιπροέδρου του Μπάρακ Ομπάμα τον άνθρωπο που θα απαλλάξει τις ΗΠΑ και τον κόσμο ολόκληρο απ΄ την καταστροφική διακυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ. Αρκετές είναι μάλιστα οι δημοσκοπήσεις που τον  παρουσιάζουν ως το μεγάλο φαβορί για να τεθεί αντιμέτωπος με τον Αμερικάνο πρόεδρο το Νοέμβριο του 2020.

Ads

Είναι όμως στην πραγματικότητα έτσι; Είναι ο Τζο Μπάιντεν εκείνος ο προεδρικός υποψήφιος, που θα αναπτύξει μια προοδευτική ατζέντα, η οποία θα αποτελέσει αποτελεσματικό αντίδοτο για την αντίστοιχη υπερσυντηρητική του Ντόναλντ Τραμπ; Και μήπως τελικά η ηγεσία των Δημοκρατικών -η οποία έχει τη δυνατότητα πάντα να επηρεάζει την μάχη για το χρίσμα του κόμματος- ετοιμάζεται να κάνει το επόμενο μεγάλο λάθος μετά τη Χίλαρι Κλίντον;

Ο υπεσυντηρητικός Δημοκρατικός

Το αμερικάνικο ηλεκτρονικό περιοδικό Jacobin σε εκτενή άρθρα του εκφράζει σοβαρές αμφιβολίες κατά πόσο ο Τζο Μπάιντεν είναι μια καλή επιλογή για τους Δημοκρατικούς. Για να το θέσουμε καλύτερα φαίνεται να θεωρεί πως είναι  χειρότερη.

Ads

Για να στοιχειοθετήσει κάτι τέτοιο επικεντρώνεται στο πολιτικό προφίλ του 76χρονου πρώην αντιπροέδρου, όπως αυτό διαμορφώθηκε τόσο πριν όσο ακόμη και κατά τη διάρκεια της προεδρίας Ομπάμα, στα επιτεύγματα της οποίας ο ίδιος Μπάιντεν αναμένεται να επενδύσει κατά την προεκλογική καμπάνια του.

Κι αυτό σύμφωνα με το Jacobin σκιαγραφείται ως ό,τι πλησιέστερο στους Ρεπουμπλικάνους εντός του Δημοκρατικού Κόμματος. Είναι χαρακτηριστική παλαιότερη αποστροφή του ίδιου του Μπάιντεν ότι επιθυμούσε να είναι «ο εκπρόσωπος της συντηρητικής πτέρυγας ανάμεσα στου Δημοκρατικούς».

Ενδεικτική των συγκλίσεών του με στρατηγικές αντιλήψεις των Ρεπουμπλικάνων ήταν μια  δημόσια «αντιπαράθεσή» του με τον υπερσυντηρητικό γερουσιαστή, Μιτς Μακ Κόνελ, το 2011.  Στις επιθετικές επισημάνσεις του Ρεπουμπλικάνου Γερουσιαστή σε σχετικά με τις νομοθετικές πρωτοβουλίες Ομπάμα υπέρ των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, ο Μπάιντεν εμφανίστηκε συγκαταβατικός, δηλώνοντας μάλιστα διατεθειμένος να «ανταλλάξει» την επέκταση του προγράμματος ασφάλισης για ανέργους με τη συνέχιση των φοροαπαλλαγών για τους πλούσιους Αμερικάνων.

Η συγκεκριμένη δήλωση είχε προκαλέσει έντονες αντιδράσεις στους κόλπους των Δημοκρατικών, όμως ο Τζο Μπάιντεν δεν πτοήθηκε ιδιαίτερα. Λίγους μήνες αργότερα εμφανίστηκε υπέρμαχος ενός συμβιβασμού με τους Ρεπουμπλικάνους, όταν εκείνοι είχαν μπλοκάρει στη Γερουσία βασικές νομοθετικές πρωτοβουλίες της κυβέρνησης, δίνοντας ως αντάλλαγμα την απόσυρση της κατάργησης φοροαπαλλαγών για μεγάλες εταιρίες. Στις δε οργισμένες αντιδράσεις ακόμη και του ίδιου του Ομπάμα, δεν είχε διστάσει να υποστηρίξει πως «η ενότητα του αμερικάνικου έθνους ήταν πάνω απ’ όλα», ακόμη κι ανά αυτό σήμαινε πως έπρεπε να συνεργαστεί με ακραίους νεοφιλελεύθερους, όπως τα Μπλε Κολάρα, ή ακροδεξιά στοιχεία, όπως το Tea Party.

Οι εκφάνσεις ακραίου ρατσισμού

Φαίνεται όμως πως όσο κι αν ο επίδοξος πρόεδρος των ΗΠΑ δηλώνει σήμερα «υπέρμαχος των δικαιωμάτων των εθνικών μειονοτήτων, των γυναικών και των ομοφυλόφιλων» το πολιτικό του παρελθόν, από τη μακρά θητεία του (εκλεγόταν διαρκώς από το 1972 ως το 2008) ως Γερουσιαστής, μόνο σε φιλελεύθερο προφίλ δεν παραπέμπει. Δεν είναι μόνο η στενή φιλία του κατά τις δεκαετίες του ’60 και του ’70 με επιφανείς ρατσιστές πολιτικούς, ο Τζέσε Χελμς και ο Στρομ Θάρμοντ, αλλά κυρίως το γεγονός ότι υιοθέτησε βασικές θέσεις τους. Όπως για παράδειγμα ότι είχε αντιταχθεί ενεργά στην εξάλειψη των διακρίσεων κατά των μαύρων παιδιών στα σχολικά λεωφορεία πριν από πέντε δεκαετίες. Ή ότι ήταν από τους κύριους υποστηρικτές του «πολέμου»  κατά της εγκληματικότητας, που αποτέλεσε το πρόσχημα για μαζικές διώξεις κατά μαύρων, ισπανόφωνων κι άλλων μειονοτήτων.

Εξίσου άσχημα είναι τα δείγματά που έχει δώσει όσον αφορά την αντιμετώπιση των μεταναστευτικών ροών. Πιο συγκεκριμένα, τη δεκαετία του ΄90 υπήρξε από τους βασικούς υπέρμαχους της επιβολής ειδικής απαγόρευσης εισόδου μεταναστών στη χώρα, εφόσον αυτοί είχαν βρεθεί θετικοί στον ιό του Aids. Παράλληλα, είχε υποστηρίξει την νομοθέτηση της διευκόλυνσης της απέλασης ακόμη και νόμιμων μεταναστών, που είχαν οικογένειες, ενώ ήταν από εκείνους που είχαν φροντίσει να περιοριστεί η πρόσβασή τους στις υπηρεσίς κοινωνικής πρόνοιας.

Αμετανόητο «γεράκι», ακραία νεοφιλελεύθερος

Όταν δε την ίδια εποχή ξεκίνησε η αντιτρομοκρατική σταυροφορία στις ΗΠΑ, ο Τζο Μπάιντεν, υπήρξε ένας από τους πιο πιστούς στρατιώτες της, υποστηρίζοντας -στο όνομά της- τον  δραστικό περιορισμό των κοινωνικών ελευθεριών. Μάλιστα φέρεται να είναι από τους βασικούς εμπνευστές του λεγόμενου Patriot Act του Τζορτζ Μπους του πρεσβύτερου, κομμάτι του οποίου ήταν και ο Πόλεμος του Κόλπου, με τον ίδιο πάντως να αντιτάσσεται για αντιπολιτευτικούς και μόνο λόγους στην εν λόγω εξέλιξη.

Με βάση τα παραπάνω, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ήταν από τους κύριους υπέρμαχους της στρατιωτικής επέμβασης στην Γιουγκοσλαβία αλλά και το ότι είχε υποστηρίξει σθεναρά την εισβολή των ΗΠΑ στο Ιράκ. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί πως είχε στηρίξει την απόφαση της Μάργκαρετ Θάτσερ για επέμβαση στα νησιά Φόκλαντ.

Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Ομπάμα ήταν αυτός που αντιτάχθηκε και τελικά απέτρεψε -στο όνομα της αντιτρομοκρατικής σταυροφορίας πάντα- την απόσυρση των αμερικάνικων στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, ανατρέποντας έτσι μια από τις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις του Αμερικάνου προέδρου. Την ίδια στιγμή, υπήρξε εκείνος που με δήλωσή του είχε εγκαινιάσει «τη νέα ψυχροπολεμική εποχή» μετά την ανάληψη της προεδρίας της Ρωσίας από τον Βλαντιμίρ Πούτιν.

Από την άλλη, δε χρειάζεται να πει κανείς πολλά για την «κλίση» του Τζο Μπάιντεν στο νεοφιλελευθερισμό, καθώς είχε συμβάλει στην επιβολή της NAFTA, ενώ υπήρξε από τους εισηγητές της αμφιλεγόμενης μεταρρύθμισης του κοινωνικής πρόνοιας στις ΗΠΑ από την κυβέρνηση Κλίντον. Παράλληλα, φρόντισε να αρθεί η απαγόρευση εμπλοκής των τραπεζών σε μαζικές «επικίνδυνες» συναλλαγές τίτλων, ανοίγοντας ουσιαστικά την πόρτα για το ξέσπασμα της κρίσης του 2008. Όλα τα παραπάνω τα έκανε δε, ενώ την ίδια στιγμή ασκούσε διαρκώς κριτική στις εκάστοτε κυβερνήσεις για «υπερβολικά έξοδα».

Ο στόχος της «λευκής εργατικής τάξης» και το σχέδιο αποτυχίας

Το πρόβλημα είναι πως, όπως επισημαίνει το Jacobin, πως ο Μπάιντεν δε φαίνεται να έχει αλλάξει καθόλου τις αντιλήψεις του. Δε νιώθει την ανάγκη να υιοθετήσει προοδευτική ατζέντα, δε θεωρεί πρόβλημα τις τεράστιες οικονομικές ανισότητες μεταξύ των πιο πλούσιων και των κατώτερων στρωμάτων, εξακολουθεί να είναι υπέρμαχος των στρατιωτικών επεμβάσεων απανταχού της γης, ενώ θέλει να περικόψει τις παροχές του αμερικάνικου συστήματος υγεία αλλά κι εκείνου της κοινωνικής πρόνοιας.  

Το ερώτημα που προκύπτει πλέον είναι με ποια λογική προκρίνεται στους κόλπους των Δημοκρατικών η υποψηφιότητα Μπάιντεν, ο οποίος ειρήσθω εν παρόδω είχε διεκδικήσει ανεπιτυχώς το χρίσμα το 1988 αλλά και το 2008. Η απάντηση έχει να κάνει με τη πεποίθηση εκ μέρους της ηγεσίας του κόμματος ότι η κυριαρχία του Ντόναλντ Τραμπ στη λεγόμενη «λευκή εργατική τάξη» (των λευκών Αμερικάνων που ανήκουν στα χαμηλότερα στρώματα) του έδωσε τη νίκη το 2016. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση φαίνεται να «κουμπώνει» ένα υπερσυντηρητικό προφίλ υποψηφίου του Δημοκρατικού Κόμματος, όπως αυτό του Μπάιντεν.

Σύμφωνα με την ανάλυση του Jacobin πάντως αυτή αποτελεί εκ των πραγμάτων «συνταγή αποτυχίας». Πρώτον γιατί παίζοντας στο γήπεδο του Τραμπ, είναι σχεδόν απίθανο να τον κερδίσεις. Δεύτερον, γιατί τα στοιχεία των εκλογών του 2016 δείχνουν πως δεν ήταν τόσο το γεγονός ότι ο Τραμπ κέρδισε τους λευκούς Αμερικάνους, όσο το ότι η Χίλαρι Κλίντον απέτυχε να κινητοποιήσει τους παραδοσιακούς ψηφοφόρους των Δημοκρατικών. Με μια υποψηφιότητα όμως όπως του Τζο Μπάιντεν όχι μόνο είναι δύσκολο να καταφέρεις κάτι τέτοιο, αλλά διακινδυνεύουν να χάσουν και τους ψηφοφόρους των μειονοτήτων, που στήριζαν μαζικά τους υποψηφίους του Δημοκρατικού Κόμματος σε όλες τις προηγούμενες αναμετρήσεις.

Το κακό και το χειρότερο σενάριο

Με βάση τα παραπάνω, κάποιος θα μπορούσε να πει συμπερασματικά πως η ηγεσία των Δημοκρατικών ετοιμάζεται να κάνει ένα ακόμη «δώρο» στον Ντόναλντ Τραμπ μετά από εκείνο της υποψηφιότητας της Χίλαρι Κλίντον.

Το Jacobin επισημαίνει όμως κι ένα χειρότερο σενάριο: να βρει ο Τζο Μπάιντεν κοινό τόπο με ένα τμήμα των Ρεπουμπλικάνων, το οποίο θέλει για δικούς του λόγους να απαλλαγεί από τον Τραμπ. Εφόσον όμως μια τέτοια «συμμαχία» αποβεί νικηφόρα θα έχει ως αποτέλεσμα μια εξόχως προβληματική -στην καλύτερη περίπτωση- διακυβέρνηση υπό τον Τζο Μπάιντεν. Κι αυτό, όπως τονίζεται, είναι δεδομένο πως πολύ σύντομα θα φέρει στο προσκήνιο κάποια πολιτική προσωπικότητα με χειρότερα χαρακτηριστικά ακόμη κι απ’ τον Ντόναλντ Τραμπ.