Όλα δείχνουν πως ο ρυθμιστής των πολιτικών εξελίξεων στη Γερμανία ακούει στο όνομα  Κρίστιαν Λίντνερ, τον ηγέτη των Φιλελευθέρων (FDP). Στον απόηχο των γερμανικών εκλογών, και την ισόπαλη κατάσταση ανάμεσα σε Χριστιανοδημοκράτες και Σοσιαλαδημοκράτες, μόνο ένας συνασπισμός τριών κομμάτων είναι ικανός να σχηματίσει κυβέρνηση, γεγονός που καθιστά το κόμμα των Φιλελευθέρων, όπως και των Πρασίνων, ρυθμιστή του επόμενου κυβερνητικού συνασπισμού.

Ads

Ωστόσο, ο 42χρονος Κρίστιαν Λίντνερ, τον οποίο οι Financial Times χαρακτηρίζουν «μικρό ανερχόμενο Σόιμπλε», αξιώνει το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Οικονομικών για να συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Οι Φιλελεύθεροι, θέτουν ως βασική αρχή το «φρένο χρέους» και διατηρούν τη στάση τους υπέρ της οικονομίας της αγοράς, απευθυνόμενοι όπως πάντα στους ψηφοφόρους ανώτερου μορφωτικού και οικονομικού επιπέδου. 

«Αδυνατώ να συγκυβερνήσω με Πρασίνους»

Σημειώνεται ότι πριν από τέσσερα χρόνια, ο Λίντνερ συμμετείχε σε συνομιλίες σχηματισμού κυβέρνησης με τους Χριστιανοδημοκράτες και τους Πρασίνους, όμως τελικά έκανε πίσω για να μην δυσαρεστήσει την εκλογική βάση του κόμματός του, ξεκαθαρίζοντας ότι δεν μπορούσε να προωθήσει στην κυβερνητική ατζέντα τις προτεραιότητες του κόμματός του.

Ads

Πρόσφατα, μάλιστα ο Λίντνερ δήλωσε πως «θα συμμετάσχουμε μόνο σε κυβέρνηση του κέντρου. Με το FDP δεν θα υπάρξει αριστερή στροφή στη γερμανική πολιτική. Αδυνατώ να φανταστώ τι θα μας προτείνουν το SPD και οι Πράσινοι που να είναι ελκυστικό για το FDP και ταυτόχρονα αποδεκτό από τους Σοσιαλδημοκράτες και το οικολογικό κόμμα. Το FDP αποκλείει την επιβολή υψηλότερων φόρων στις επιχειρήσεις και τη χαλάρωση του χρέους καθώς και μια πολιτική η οποία βασίζεται σε απαλλοτριώσεις (για οικολογικές εγκαταστάσεις), η οποία έχει στο επίκεντρό της απαγορεύσεις, δηλαδή την αριστερή πολιτική».

Ποιος είναι ο Κρίστιαν Λίντνερ

Ο 42χρονος Λίντνερ εξελέγη νέος πρόεδρος του FDP έπειτα από την παραίτηση του Φίλιπ Ρέσλερ (μετά τις γερμανικές ομοσπονδιακές εκλογές του 2013), στις οποίες το FDP απέτυχε να ξεπεράσει το όριο του 5% για να εισέλθει στην ομοσπονδιακή βουλή, για πρώτη φορά από το 1949.

Πριν τις ευρωεκλογές του 2014, ο Λίντνερ και ο πρωθυπουργός της Ολλανδίας Μaρκ Ρούτε ανέλαβαν μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ του Όλι Ρεν και του Γκι Φερχόφστατ, τους υποψηφίους της Συμμαχίας Φιλελευθέρων και Δημοκρατών για την Ευρώπη για την προεδρία της Κομισιόν. Τελικά, οι υποψήφιοι συμφώνησαν να ηγηθούν από κοινού της εκστρατείας του ALDE για τις εκλογές. Εκείνη την εποχή, ο Λίντνερ θεωρήθηκε ότι υποστηρίζει τον Ρεν.

Ο Λίντνερ ήταν εκπρόσωπος του FDP στην Ομοσπονδιακή Συνέλευση που εξέλεξε τον Προέδρο της Γερμανίας το 2017, και στην οποία ψήφισε τον κυβερνητικό υποψήφιο Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάιερ. Την ίδια χρονιά, ηγήθηκε της επιτυχημένης εκστρατείας του κόμματός του για τις κρατιδιακές εκλογές στη Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, με αποτέλεσμα το FDP να μπει στην τοπική κυβέρνηση του πρωθυπουργού Άρμιν Λάσετ. Ο ίδιος ο Λίντνερ δεν πήρε κάποιο αξίωμα στην κυβέρνηση αυτή, λόγω του στόχου του να οδηγήσει το FDP στην ομοσπονδιακή βουλή τον Σεπτέμβριο του 2017, πράγμα που πέτυχε με εκλογικό ποσοστό 10,7%. Μετά από αυτήν την επιτυχία εξελέγη ηγέτης της κοινοβουλευτικής ομάδας FDP στο Bundestag.

Η μακρύτερη διαπραγμάτευση στην ιστορία

Τον Οκτώβριο του 2017, το CDU και οι Πράσινοι ξεκίνησαν διαπραγματεύσεις με το FDP για να σχηματίσουν κυβέρνηση, στην οποία ο Λίντνερ θεωρούνταν ευρέως ως ο μελλοντικός Υπουργός Οικονομικών, καθώς το CDU είχε ήδη ορίσει τον απερχόμενο υπουργό Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ως Πρόεδρο του Μπούντεσταγκ για να αφήσει το αξίωμα ελεύθερο για το FDP.

Ένας τέτοιος συνασπισμός ήταν η μόνη ρεαλιστική δυνατότητα σχηματισμού κυβέρνησης (εκτός από έναν συνασπισμό των δύο μεγάλων κομμάτων), αλλά δεν είχε σχεδόν ποτέ δοκιμαστεί, ούτε καν σε περιφερειακό επίπεδο στη Γερμανία. Τον Νοέμβριο του 2017, ο Λίντνερ και το κόμμα του εγκατέλειψαν τις ήδη παρατεταμένες διαπραγματεύσεις μετά από τέσσερις ανεπιτυχείς εβδομάδες, οι οποίες συνιστούσαν την μακρύτερη διαπραγμάτευση για σχηματισμό κυβέρνησης στην γερμανική ιστορία. Και έτσι η Γερμανία οδηγήθηκε στον «Μεγάλο Συνασπισμό», δηλαδή σε κυβέρνηση συνεργασίας Χριστιανοδημοκρατών και Σοσιαλδημοκρατών.