Η πολιτική επιτυχία του Μπόρις Τζόνσον είναι η απόδειξη της κατάστασης που επικρατεί στη Βρετανία.

Ads

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, αφού ο Τζόνσον καρατομήθηκε από εκπρόσωπος των Συντηρητικών επί των Τεχνών, ο Guardian έγραφε πως «επρόκειτο για το τέλος μιας απίθανης, αλλά μοναδικά ευχάριστης πολιτικής καριέρας». Εκδιώχθηκε επειδή είπε ψέματα στον τότε ηγέτη των Τόρις, Μάικλ Χάουαρντ, σχετικά με τις αποκαλύψεις που είδαν το φως της δημοσιότητας για μια εξωσυζυγική σχέση που διατηρούσε και για το γεγονός ότι πλήρωσε την ερωμένη του για να κάνει άμβλωση. Η πολιτική του καριέρα ελάχιστα επηρεάστηκε όμως από αυτό. Τώρα, παρά τα ατελείωτα σκάνδαλα στα οποία έχει εμπλεχθεί, είναι το φαβορί για να γίνει ο επόμενος πρωθυπουργός της μεγάλης Βρετανίας.

Τα ερωτικά σκάνδαλα ήταν όμως το λιγότερο. Τα ψέματα ήταν ένα χαρακτηριστικό της καριέρας του, που μάλιστα το πλήρωσε ακριβά. Απολύθηκε από τους Times όπου δούλευε ως δημοσιογράφος γιατί κατασκεύασε μια δήλωση του αρχαιολόγου Colin Lucas, ο οποίος ήταν μάλιστα και ο ίδιος του ο νονός. Στη συνέχεια εργάστηκε στην Telegraph ως ανταποκριτής στις Βρυξέλλες, όπου επινόησε μια ιστορία για την «παράξενη» νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης που απαγορεύει την πώληση μπανανών που δεν είναι ευθείες και βγάζει εκτός νόμου τα ροζ λουκάνικα. Αυτοί οι μύθοι κυκλοφόρησαν ευρέως στον Τύπο και υπήρξαν ακόμη και κομμάτι της εκστρατεία του 2016 για το δημοψήφισμα του Brexit. Όταν έγινε ηγέτης στο Spectator, ορκίστηκε στον ιδιοκτήτη ότι θα βάλει πρώτα το περιοδικό και όχι την πολιτική του καριέρα. Μόλις δύο χρόνια αργότερα, έγινε βουλευτής, υπενθυμίζει το περιοδικό Dissent.

Κατά την εκστρατεία του για τη δημαρχία του Λονδίνου υποσχέθηκε ότι θα εξαλείψει το φαινόμενο των αστέγων, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να τους διπλασιάσει. Συχνά παρέλειπε τα καθήκοντά του για να παίξει πινκ-πονγκ στο γραφείο του, τη μόνη σχέση που είχε με τον αθλητισμό, αν και διεκδικούσε τα εύσημα για το ότι το Λονδίνο διοργάνωσε τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2012, ένα έργο που έφερε εις πέρας ο προκάτοχός του.

Ads

Αλλά οι φιλοδοξίες του Τζόνσον ήταν πολύ υψηλότερες: ήθελε να γίνει πρωθυπουργός. Για να τα καταφέρει επέστρεψε στο Κοινοβούλιο το 2015. Συνέχισε να γράφει για την Telegraph κερδίζοντας 250.000 λίρες στερλίνες ετησίως για λίγες ώρες εργασίας την εβδομάδα, μισθό που απέρριψε μάλιστα, χαρακτηρίζοντάς τον «ψίχουλα». Το 2016, έγραψε δύο άρθρα, ένα που υποστήριζε την παραμονή της Μεγάλης Βρετανίας στην ΕΕ κι ένα που υποστήριζε το Brexit. Τελικά αποφάσισε να δώσει προς δημοσίευση το δεύτερο. Το δίλημμα του δεν ήταν πολιτικό. Ο στόχος της ζωής του ήταν η εξουσία κι έτσι ακολούθησε το ρεύμα που θα του την έδινε.

Παρόλα’αυτά ο Μπόρις Τζόνσον έφτασε στον τελικό για τη διαδοχή της Τερέζας Μέι στην ηγεσία των Τόρις, έχοντας απέναντί του τον σημερινό υπουργό Εξωτερικών Τζέρεμι Χάντ, χάρη στην ψήφο 300 βουλευτών των συντηρητικών και 160.000 ψήφων των μελών του κόμματος.

Οποιοσδήποτε βουλευτής των Εργατικών ή ίσως οποιοσδήποτε Βρετανός πολιτικός από τις εργατικές ή μεσαίες τάξεις δεν θα μπορούσε ποτέ να ελπίζει ότι θα επιβιώσει προκαλώντας το ένα δέκατο των αντιπαραθέσεων που έχει προκαλέσει η συμπεριφορά του Τζόνσον. Προερχόμενος όμως από μια πλούσια οικογένεια, έχοντας φοιτήσει στο περίφημο ιδιωτικό σχολείο Eton και στη συνέχεια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης κι εξασφαλίζοντας θέσεις εργασίας μέσω οικογενειακών σχέσεων, ο Τζόνσον είναι μια ζωντανή απόδειξη των προνομίων της ανώτερης τάξης. Παρά το ένα λάθος μετά το άλλο, η κοινωνική του θέση τον έχει προστατεύσει από την απόλυτη καταστροφή. Ότι και να κάνει βρίσκεται στο απυρόβλητο.

Ο Τζόνσον επιβιώνει με την καλλιέργεια μιας εικόνας ενός θυελλώδους ερασιτέχνη. Η περσόνα που έχει χτίσει μοιάζει σε πολλά με αυτή του Ντόναλντ Τραμπ. Ενδιαφέρεται ελάχιστα για τις κοινωνικές συμβάσεις και είναι πάντα πρόθυμος να μιλήσει χωρίς να δεσμεύεται από τους κανόνες της πολιτικής ορθότητας. Οι ρατσιστικές του τοποθετήσεις λαμβάνονται συχνά ως «τολμηρές», ακόμη και το άρθρο που πρόσφατα έγραψε στην Telegraph παρομοιάζοντας τις γυναίκες που φορούν νικάμπ ως «ταχυδρομικά κουτιά».

Η Αγγλία παραμένει μια χώρα «υποδουλωμένη» στην ανώτερη τάξη και «υποταγμένη» σε αυτούς που παραδοσιακά κατέχουν τον πλούτο. Το Brexit έχει προκαλέσει την πανταχού παρούσα νοσταλγία μεταξύ των Συντηρητικών για τις ημέρες της Αυτοκρατορίας. Ο ρατσισμός, ο σεξισμός και η ομοφοβία του Τζόνσον εκλαμβάνονται ως αστεία ή γκάφες και κάποιοι επιμένουν να αγνοούν ή να κάνουν πως αγνοούν το γεγονός ότι εκατομμύρια άνθρωποι μοιράζονται την οπτική του. Η ταξική του θέση του επιτρέπει όμως να εκτοξεύει φανατικά σχόλια σαν να ήταν ένας ηθοποιός που παίζει τον ρόλο του.

Σύμφωνα με πρόσφατη δημοσκόπηση οι Τόρις είναι πρόθυμοι να «πληρώσουν» ακόμη και με τη διάλυση του Ηνωμένου Βασιλείου και την την διχοτόμηση του κόμματος, το τίμημα για το Brexit. Το μόνο σενάριο που οι Συντηρητικοί δεν μπορούν να αντέξουν είναι μια κυβέρνηση υπό τον Τζέρεμι Κόρμπιν. Ο Τζόνσον είναι ο τέλειος υποψήφιος για αυτούς τους ευαγγελιστές της καταστροφής.

Το Brexit έχει δώσει έδαφος στην άκρα δεξιά και έχει κάνει τους Συντηρητικούς να παρεκκλίνουν από τον χώρο της κεντροδεξιάς. Ο Τζόνσον θα διακινδυνεύσει εύκολα μια οικονομική καταστροφή και την απώλεια δικαιωμάτων για εκατομμύρια Βρετανούς που ζουν στο εξωτερικό και Ευρωπαίους που ζουν στη Βρετανία, επειδή είναι ναρκισιστής και ιδεολόγος χωρίς πραγματικά πολιτικά φρονήματα. Η Σκωτία κινείται προς νέο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας και στη Βόρεια Ιρλανδία αναζωπυρώνεται ο κίνδυνος για ένα νέο ξέσπασμα βίας. Για αυτόν όμως η πολιτική είναι απλώς ένα παιχνίδι. Αν κερδίσει, που πλέον φαίνεται πολύ πιθανό, θα εκπληρώσει την επιθυμία του να γίνει πρωθυπουργός. Ενδέχεται όμως να είναι και ο τελευταίος πρωθυπουργός του Ηνωμένου Βασιλείου, όπως σημείωνει με νόημα το περιοδικό Dissent