Η ανοικοδόμηση στο κέντρο της Βηρυτού έχει απομακρύνει όλα τα ίχνη του εμφύλιου πολέμου του 1975 – 1990 στο Λίβανο. Στις 28 Νοεμβρίου του 2018, 30 γυναίκες συγκεντρώθηκαν για συνέντευξη Τύπου στον Κήπο Χαλίλ Γκιμπράν. Δύο εβδομάδες νωρίτερα, το κοινοβούλιο του Λιβάνου υιοθέτησε το νόμο 105 για τα αγνοούμενα και βιαίως εξαφανισμένα άτομα, σύμφωνα με τον οποίο, οι οικογένειες έχουν το δικαίωμα να γνωρίζουν την τύχη των αγαπημένων τους των οποίων τα ίχνη χάθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Προβλέπει επίσης τη σύσταση μιας ανεξάρτητης επιτροπής για τον εντοπισμό των μαζικών τάφων που είναι διάσπαρτοι σε όλη τη χώρα και για την ταυτοποίηση των οστών που περιέχουν.

Ads

Οι γυναίκες είχαν έρθει από όλο τον Λίβανο. Οι περισσότερες φορούσαν ένα μαντήλι με το σύνθημα «Έχουμε το δικαίωμα να γνωρίζουμε». Κρατούσαν κιτρινισμένες φωτογραφίες νεαρών ανδρών που κοίταζαν την κάμερα – γιους, συζύγους και αδέρφια – όλοι τους αγνοούμενοι. Οι ανεπίσημες απώλειες του πολέμου αναφέρουν 150.000 νεκρούς και 17.415 αγνοούμενους.

Μία μικρόσωμη γυναίκα, η Γουαντάντ Χαλουανί, επικεφαλής της επιτροπής των οικογενειών των απαχθέντων και των εξαφανισθέντων, διάβασε μια δήλωση στο μικρόφωνο: «Το Κοινοβούλιο μόλις πέρασε το νόμο για τους αγνοούμενους. Εσείς, οι οικογένειές τους, πετύχατε αυτό το αποτέλεσμα. Θυμηθείτε την πρώτη μας διαδήλωση στην Corniche al-Mazraa (σσ, κεντρικός δρόμος της Βηρυτού) στις 17 Νοεμβρίου του 1982. Ήμασταν άγνωστοι τότε. Ήταν ο πόνος που μας έφερε κοντά».

Η Χαλουανί, πρώην δασκάλα και σήμερα ηγετική φυσιογνωμία στο κίνημα των οικογενειών των αγνοουμένων, θυμάται και διηγείται στην Le Monde diplomatique κάθε λεπτομέρεια της δικής της ιστορίας: «Τον σύζυγό μου, Αντνάν, τον απήγαγαν στις 24 Σεπτεμβρίου του 1982. Προσέφυγα σε πάρα πολλούς ανθρώπους προσπαθώντας να τον βρω, από τον πρωθυπουργό μέχρι τον μεγάλο μουφτή και το μόνο που εισέπραξα ήταν η ίδια ρηχή συμπάθεια: “Αγαπητή μου, δεν είσαι η πρώτη που ήρθε σε μένα”. Ήμουν περίεργη, έτσι πήγα στο ραδιόφωνο και κάλεσα σε μια συνάντηση γυναικών όπως εγώ, με μέλος της οικογένειάς τους να αγνοείται. Σκέφτηκα ότι θα ήμασταν μια χούφτα, αλλά όταν έφτασα, είδα ένα τεράστιο πλήθος. Στην πραγματικότητα, περισσότερες από 200 γυναίκες ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμά μου».

Ads

«Ξεγράψτε τους»…

Από την αρχή του πολέμου, οι πολιτοφυλακές του Λιβάνου εφάρμοσαν αδιακρίτως την τακτική των βίαιων «εξαφανίσεων» εναντίον πολιτών της αντιπολίτευσης. Στο βιβλίο του, «Η τραγωδία του Λιβάνου», ο Τζόναθαν Ράνταλ, τότε ανταποκριτής των New York Times, αναφέρει την ιστορία του Ταρίκ Μιτρί, ο οποίος έγινε ειδικός στην απελευθέρωση απαχθέντων. Ο Μιτρί κατέληξε σε τρεις κατηγορίες απαγωγέων: Μέλη της πολιτοφυλακής, των οποίων ο φανατισμός ξεπέρασε την πολιτική του μηχανισμού τον οποίον υπηρετούσαν, μέλη ένοπλων ομάδων με εντολή να απαγάγουν πολίτες με σκοπό την ανταλλαγή με δικούς τους απαχθέντες και εξαφανίσεις για λόγους που κυμαίνονταν από τις ερωτικές έως τις επιχειρηματικές διαφορές, δηλαδή για προσωπικούς λόγους με την επίφαση του πολέμου.

Η επιτυχία μιας απελευθέρωσης απαιτούσε λεπτή διπλωματία, άνευ προηγουμένου δικτύωση και γρήγορη δράση, σύμφωνα με τον Ασάντ Χαφτάρι, πρώην υψηλόβαθμο στέλεχος της υπηρεσίας πληροφοριών των λιβανικών ενόπλων δυνάμεων, μία από τις μεγαλύτερες χριστιανικές πολιτοφυλακές κατά τη διάρκεια του πολέμου: «Είχαμε δεκάδες αιτήματα για απελευθέρωση, συνήθως μέσω μεσάζοντων. Μπορεί να ήταν πολιτικοί, μέλη των ενόπλων δυνάμεων ή γνωστά πρόσωπα στην κοινωνία. Έπρεπε να δράσουμε γρήγορα, γιατί στην αρχή του πολέμου τα θύματα σκοτώνονταν αμέσως. Οι απαγωγείς ήταν συχνά άνθρωποι που ήθελαν εκδίκηση για το θάνατο φίλων ή μελών της οικογένειας που είχαν απαχθεί». Ο Χαφτάρι λέει ότι είχε προσωπικά εμπλακεί σε πολλές εξαφανίσεις. Το 2000 έγραψε μια απολογία συγνώμης προς τον λαό του Λιβάνου ζητώντας τη συγχώρεσή του.

Μετά από 15 χρόνια εγκλημάτων από πολιτοφυλακές όλων των πλευρών και στρατιωτικής κατοχής (Σύριοι μεταξύ 1978-2000 και Ισραηλινοί μεταξύ 1976-2005), οι αρχές του Λιβάνου επικεντρώθηκαν στην κερδοφόρα διαδικασία της ανοικοδόμησης και εμφανίστηκαν πρόθυμες να εκκαθαρίσουν τα ποινικά μητρώα. Ένας νόμος περί αμνηστίας που καλύπτει όλα τα εγκλήματα κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου ψηφίστηκε στις 26 Αυγούστου 1991 και ο νόμος 434 του 1995 ενθάρρυνε τις οικογένειες των ανθρώπων που αγνοούνται για περισσότερα από τέσσερα χρόνια… να τους «κηρύξουν» νεκρούς. Υπήρχε «μια σαφής επιθυμία να τελειώσουμε με τον πόλεμο», λέει ο δικηγόρος Νιζάρ Σαγκιέχ, μέλος της Λιβανέζικης ΜΚΟ «Νόμιμη Ατζέντα» και μέλος της ομάδας που συνέταξε τον νόμο 105. «Όλες οι οικογένειες της μεσαίας τάξης δήλωσαν νεκρά τα αγνοούμενα μέλη τους για να μπορέσουν να διεκδικήσουν την κληρονομιά τους. Από το 1995, μόνο οι φτωχότερες οικογένειες συνέχισαν να αγωνίζονται για πληροφορίες σχετικά με τη μοίρα των αγαπημένων τους»…

Ο νόμος 434 εγκαινίασε επίσης μια απόπειρα συγκάλυψης, την οποία ο Χάσαν Χαλουανί, ο νεότερος γιος της Γουαντάντ, αποκαλεί «δεύτερη εξαφάνιση». Το ντοκιμαντέρ του – που απέσπασε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ του Μονπελιέ το 2018 περιγράφει το έγκλημα να έχει δύο μέρη: Την πράξη της δολοφονίας και την πράξη της απαλλαγής από τα αποδεικτικά στοιχεία. Μια δορυφορική φωτογραφία της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Βηρυτού, συγκρίνεται μια σύγχρονη εικόνα της ανακατασκευασμένης πόλης. Τα βέλη δείχνουν τις νέες κατασκευές πάνω από μαζικούς τάφους: Ένα διάσημο νυχτερινό κέντρο διασκέδασης, ένα γήπεδο γκολφ, έναν παραλιακό δρόμο περιπάτου. «Αν βαδίσετε από τη Χάμρα προς τη Μαρ Μίκαελ (δύο από τις πιο ζωηρές περιοχές της σύγχρονης κεντρικής Βηρυτού), περνάτε δύο ή τρεις μαζικούς τάφους» λέει ο Χαλουανί.

Μια εξεταστική επιτροπή που συστάθηκε στις 21 Ιανουαρίου του 2000 υποτίθεται ότι έπρεπε να καταγράψει πόσοι μαζικοί τάφοι δεν είχαν ακόμη ανοιχτεί.. Μετά από έξι μήνες δημοσίευσε μια έκθεση δύο σελίδων με την οποία υπολογίζεται ο αριθμός των ατόμων που εξαφανίστηκαν σε μόλις 2.046 και δηλώνοντάς τους «νομικά νεκρούς». Αναγνώρισε την ύπαρξη μαζικών τάφων και ταυτοποίησε μερικούς, αλλά αποφάσισε ότι οι υπόλοιποι δεν θα μπορούσαν πλέον να εντοπιστούν. Το 2010, η «UMAM – Τεκμηρίωση και Έρευνα», μια ΜΚΟ του Λιβάνου, πήρε συνέντευξη από τον στρατηγό Σαλίμ Άμπου Ισμαήλ, ο οποίος ήταν επικεφαλής της επιτροπής. Φαινόταν έκπληκτος: «Προ τί; Τι καλό θα μπορούσε να προσφέρει η ανακάλυψη χιλιάδων οστών;». Μια άλλη ΜΚΟ, η «Δράση για τους Εξαφανισμένους», ισχυρίζεται ότι έχει εντοπίσει τουλάχιστον 115 μαζικούς τάφους και έχει πληροφορίες για κάθε έναν από αυτούς, τις οποίες σκοπεύει να υποβάλει στη νέα επιτροπή.

Η Χατζία, της οποίας ο γιος, Αχμάντ, ηλικίας 17 ετών, απήχθη μπροστά στα μάτια της, πήγε σε όλες τις διαδηλώσεις από το 1982 μέχρι το θάνατό της, το 2016. Η κόρη της, Σαουσάν, λέει σήμερα στην Le Monde diplomatique, ότι η μητέρα της, μέχρι το τέλος, πίστευε ότι ο Αχμάντ θα γυρίσει. «Τώρα λέω το ίδιο». Για την Σαουσάν και για χιλιάδες άλλους όπως αυτή, η ταυτοποίηση των υπολειμμάτων των αγαπημένων τους θα τερμάτιζε το αβάσταχτο, αλύτρωτο πένθος τους. Γι’ αυτό, τόσο η ίδια, όσο και άλλες οικογένειες έχουν ήδη δώσει δείγμα γενετικού υλικού τους στον Ερυθρό Σταυρό, σε περίπτωση που χρειαστεί ταυτοποίηση.

Από το 2015 ο Ερυθρός Σταυρός έχει συγκεντρώσει 1.500 δείγματα από τα οποία μπορεί να εξαχθεί DNA προς ταυτοποίηση, αντισταθμίζοντας εν μέρει την αδράνεια των λιβανικών αρχών, οι οποίες εξακολουθούν να τελούν υπό καθεστώς «άρνησης». Η Σαουσάν λέει ότι η μητέρα της υπέστη πρώτη φορά καρδιακή προσβολή το 1998, όταν άκουσε τον τότε πρόεδρο του Λιβάνου, Ελιάς Χράουι να λέει, ότι όλοι οι αγνοούμενοι, είτε είχαν πεταχτεί στη θάλασσα είτε «τσιμενταρίστηκαν» και ότι έπρεπε να το αφήσουν πίσω τους όλο αυτό. Ο Χράουι επέμενε, ενάντια σε όλες τις αποδείξεις, ότι κανένας Λιβανέζος δεν κρατήθηκε σε φυλακές της Συρίας ή του Ισραήλ.

Ο Μούσα Σαάμπ πέρασε 15 χρόνια στις φυλακές της Συρίας και δεν έχει ξεχάσει αυτή την προσπάθεια να διαγραφεί η ύπαρξή του: «Σάπιζα στη φυλακή, στη Σεντνάιγια της Συρίας επί τέσσερα χρόνια, όταν άκουσα από λιβανέζικο ραδιοφωνικό σταθμό αυτή την μιλία του Χράουι. Υπήρχαν εκατοντάδες Λιβανέζοι κρατούμενοι στη Συρία που το άκουσαν». Απελευθερώθηκε στις 12 Δεκεμβρίου του 2000. Η απελευθέρωσή του, με 53 άλλους Λιβανέζους που κρατούνταν στη Συρία, και η ανακάλυψη μαζικών τάφων σε ολόκληρο τον Λίβανο εμπόδισαν τις επανειλημμένες προσπάθειες των πολιτικών ηγετών του Λιβάνου να κλείσουν τους φακέλους των αγνοουμένων.

Ελπίδες και εμπόδια

Ωστόσο, ένα αμφιλεγόμενο άρθρο που προστέθηκε στον νόμο 105 την τελευταία στιγμή, απειλεί να υπονομεύσει τις πιθανότητες να εφαρμοστεί. Το άρθρο 37 ορίζει ότι «κάθε υποκινητής, δράστης, συνεργός ή βοηθός σε βίαιη εξαφάνιση τιμωρείται με φυλάκιση και καταναγκαστική εργασία για πέντε έως δεκαπέντε χρόνια». Ο Χαλουανί λέει ότι αυτό είναι αντίθετο με τις επιθυμίες των οικογενειών: «Δεν είμαστε υπεύθυνοι για το άρθρο 37. Για εμάς, το δικαίωμα να γνωρίζουμε είναι πιο σημαντικό από το να τιμωρήσουμε τον ένοχο». Ο Χαφτάρι, μέλος των «Μαχητών για την Ειρήνη», μια μη κυβερνητική οργάνωση που ιδρύθηκε από πρώην πολιτοφύλακες, εκφράζει φόβους ότι το άρθρο 37 θα έχει αρνητικό αντίκτυπο, διότι αν απειλούνται με σκληρές ποινές όσοι διέπραξαν εγκλήματα κατά τη διάρκεια του πολέμου, «αμφιβάλλω ότι θα είναι διατεθειμένοι να βγουν μπροστά και να καταθέσουν».

Η Χαλουάνι θεωρεί ότι η ψήφιση αυτού του νόμου είναι απλώς ένα στάδιο. Ο αγώνας συνεχίζεται με τον διορισμό των 10 μελών της μελλοντικής επιτροπής διερεύνησης διότι «πρέπει να αποτρέψουμε την επιλογή των υποψηφίων σύμφωνα με πολιτικά ή θρησκευτικά κριτήρια, όπως συμβαίνει συχνά στο Λίβανο».

Ο γιος της, ο Χάσαν, προσπαθεί να πείσει τον λαό του Λιβάνου να πάρει στα χέρια του την υπόθεση των αγνοουμένων. Εκτός από το ντοκιμαντέρ του, έχει από το 2015 ψηφιοποιήσει τα αρχεία που η μητέρα του συνέταξε με τη βοήθεια της ομάδας της. Το υλικό παραπέμπει σε 36 χρόνια συνεπούς, διαρκούς, πεισμωμένης συλλογής αποκομμάτων Τύπου, ομιλιών και δηλώσεων, τα οποία μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την επανεξέταση του εμφυλίου πολέμου και, αυτή τη φορά, «να μιλήσουμε για τους αγνοούμενους». Τα ονόματά τους εξαφανίστηκαν από την επίσημη ιστορία του πολέμου, αλλά καταγράφονται στο μητρώο που έχει συνταχθεί.

Και είναι ανεξίτηλα γραμμένα με αίμα, στις καρδιές των οικογενειών τους…