Ήδη από την δεκαετία του ’60 οι θεωρητικοί της επικοινωνίας τεκμηρίωναν, ότι, παρά και ενάντια στα φαινόμενα, η ταυτόχρονη, μαζική, γιγαντιαίας κλίμακας δημοσιοποίηση πληροφοριών, καταλήγει, τελικά, να κρύβει το σημαίνον εξίσου αποτελεσματικά με το αν παρέμενε απόρρητο.

Ads

Αν ισχύει η παραπάνω διαπίστωση, τότε, ο αποχαρακτηρισμός, την περασμένη Πέμπτη, με την έγκριση του Αμερικανού προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, περίπου 3.100 φακέλων, οι οποίοι με την σειρά τους περιέχουν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες χιλιάδες έγγραφα σχετικά με την δολοφονία του Τζον Φ. Κένεντι στις 22 Νοεμβρίου του 1963 στο Ντάλας, να μην μπορέσει να μας κάνει σοφότερους για το τι κρύβεται πίσω από αυτό το σημαντικό κεφάλαιο της νεότερης πολιτικής ιστορίας. Σίγουρα, όμως, αυτή η πιθανότητα σε καμία περίπτωση και με κανέναν τρόπο δεν αναιρεί την διαρκή αναγκαιότητα της διαφάνειας.

Ωστόσο, ακόμη κι έτσι, ο Τραμπ δεν αποκάλυψε τα πάντα. Φερόμενος να «εισακούει» τα πιεστικά αιτήματα της CIA, του FBI και άλλων υπηρεσιών πληροφοριών και ασφαλείας των ΗΠΑ, ανέβαλε προς το παρόν τη δημοσιοποίηση ορισμένων εγγράφων.

Σύμφωνα με το Αθηναϊκό Πρακτορείο, στελέχη των υπηρεσιών ασφαλείας και πληροφοριών αξίωναν να μην αποκαλυφθούν φάκελοι που συνδέονται με ζητήματα εθνικής ασφάλειας.

Ads

Ο Ντόναλντ Τραμπ αποδέχθηκε το αίτημα και έδωσε στις υπηρεσίες αυτές έξι μήνες προθεσμία για να του εξηγήσουν τους λόγους για τους οποίους δεν πρέπει τα έγγραφα αυτά να δοθούν στη δημοσιότητα, σύμφωνα πηγές προσκείμενες στην κυβέρνησή του, που μίλησαν υπό τον όρο να μην κατονομαστούν.

«Συνεχίζουν να υπάρχουν ευαίσθητες πληροφορίες στους φακέλους» αυτούς, εξήγησε ένας κυβερνητικός αξιωματούχος, διευκρινίζοντας ότι αφορούν πληροφοριοδότες και τους ιδιαίτερους ρόλους τους στο πλαίσιο των ερευνών.

Αν κρίνει κανείς από το τι υποστηρίζουν οι πρώην Κουβανοί πράκτορες της CIA για τις σχέσεις της με τον φερόμενο ως εκτελεστή του Κένεντι, Λι Χάρβεϊ ‘Οσβαλντ, αυτή η πίεση δεν είναι ανεξήγητη.

image

«Ο πρόεδρος θέλει να υπάρξει πλήρης διαφάνεια» στο ζήτημα, «θέλει να δημοσιοποιηθούν αυτές οι πληροφορίες το ταχύτερο δυνατόν», πρόσθεσε, πάντως, ο ίδιος αξιωματούχος.

Η επιτροπή έρευνας που συστάθηκε μερικές ημέρες μετά τη δολοφονία του 46χρονου Αμερικανού προέδρου είχε καταλήξει στο συμπέρασμα ότι δράστης ήταν ο πρώην πεζοναύτης Λι Χάρβεϊ Όσβαλντ και ότι ενήργησε μόνος του.

Αλλά αυτή η επίσημη εκδοχή δεν ικανοποίησε ποτέ εκείνους που διατύπωσαν διάφορες θεωρίες συνωμοσίας εναντίον του 35ου Αμερικανού προέδρου.

Χιλιάδες βιβλία και ταινίες έχουν γραφτεί και γυριστεί έκτοτε, ενοχοποιώντας από αντιπάλους των ΗΠΑ στον Ψυχρό Πόλεμο (Σοβιετική Ένωση, Κούβα), ως τη μαφία, πράκτορες κρατικών αμερικανικών υπηρεσιών, ή ακόμη και τον αντιπρόεδρο του Κένεντι, τον Λίντον Τζόνσον.

Οι περισσότεροι ειδικοί πάντως δεν περιμένουν να γίνει καμιά μεγάλη αποκάλυψη από τους φακέλους που αναρτήθηκαν στο διαδίκτυο, ούτε πολύ περισσότερο να πάψουν οι υποστηρικτές των θεωριών συνωμοσίας να πιστεύουν πως η επίσημη εκδοχή δεν στέκει.

Εκ των πραγμάτων, οι δημοσιογράφοι επιδίδονται τις τελευταίες ώρες σε ένα «τσαλαβούτημα» στα δημοσιοποιημένα αρχεία, σε μια προσπάθεια να φωτίσουν όσο γίνεται αυτήν την εξαιρετικά σκοτεινή υπόθεση. Για παράδειγμα, δημοσιεύεται ένα υπόμνημα από τους φακέλους, από το οποίο προκύπτει ότι το FBI είχε προειδοποιήσει την αστυνομία για το ενδεχόμενο δολοφονίας του Οσβαλντ.

«Δεν υπάρχει τίποτα περισσότερο στην υπόθεση ‘Οσβαλντ, εκτός από το ότι είναι νεκρός» γράφει ο διαβόητος διευθυντής του FBI, Εντγκαρ Χούβερ, στις 24 Νοεμβρίου του 1963. «Χθες το βράδυ δεχθήκαμε μια κλήση στο γραφείο μας στο Ντάλλας από έναν άνδρα που μιλούσε με ήρεμη φωνή και είπε ότι ήταν μέλος μιας ομάδας που οργανώθηκε για να σκοτώσει τον ‘Οσβαλντ. Αμέσως ειδοποιήσαμε τον αρχηγό της αστυνομίας και μας διαβεβαίωσε ότι ο ‘Οσβαλντ θα έχει επαρκή προστασία. Σήμερα το πρωί κάλεσα τον αρχηγό της αστυνομίας για να τον προειδοποιήσω και πάλι για το ενδεχόμενο απόπειρας κατά του ‘Οσβαλντ και πάλι μας διαβεβαίωσε ότι θα παρέχεται επαρκής προστασία. Ωστόσο, αυτό δεν έγινε».

image

Δύο 24ωρα μετά την δολοφονία του Κένεντι, ο ‘Οσβαλντ θα δολοφονούνταν επίσης δημοσίως και αλυσοδεμένος στα χέρια, κυριολεκτικά, της αστυνομίας.

Μία μόλις ώρα μετά την δολοφονία του ‘Οσβαλντ, ο Χούβερ έγραφε ότι τόσο τον ίδιο, όσο και τον αναπληρωτή γενικό εισαγγελέα, Κάτζενμπαχ  (Katzenbach) τους ανησυχούσε και τους ενδιέφερε να βρουν «κάτι» που θα μπορούσε να πείσει την κοινή γνώμη ότι ο ‘Οσβαλντ είναι ο πραγματικός δολοφόνος.

Ένα σημείωμα της CIA «διαβεβαιώνει» ότι ο ‘Οσβαλντ μίλησε με αξιωματούχο της KGB στη ρωσική πρεσβεία στην Πόλη του Μεξικού. Το σημείωμα αναφέρει ότι «ο αξιωματούχος της KGB  ‘Οσβαλντ» «δούλευε» για ένα τμήμα «υπεύθυνο για δολιοφθορές και εκτελέσεις».

Ένα άλλο σημείωμα δείχνει ότι οι Σοβιετικοί φοβούνταν πως κάποιος «ανεύθυνος στρατηγός» των ΗΠΑ θα εκτοξεύσει πύραυλο εναντίον της ΕΣΣΔ μετά τον θάνατο του προέδρου Κένεντι.

Μια αναφορά λέει πώς μια βρετανική περιφερειακή εφημερίδα, η «Cambridge News», έλαβε ανώνυμη κλήση για «μερικές μεγάλες ειδήσεις» από τις ΗΠΑ, λίγες ώρες πριν τη δολοφονία. Μάλιστα, ένα αντίγραφο αυτού του σημειώματος αποχαρακτηρίστηκε από τα Εθνικά Αρχεία των ΗΠΑ τον περασμένο Ιούλιο, αλλά δεν είχε γνωστοποιηθεί.

Σε μια «σύνοψη» των «γεγονότων που συγκέντρωσε ο Εκτελεστικός Διευθυντής της Επιτροπής της CIA σχετικά με ενδεχόμενη συμμετοχή σε σχέδια δολοφονίας ξένων ηγετών» αναφέρεται ότι η CIA διερεύνησε την δυνατότητα συνεργασίας με «πηγές της μαφίας» για την εξόντωση του Κουβανού ηγέτη. «Η επιτροπή προσδιόρισε, ότι πράκτορες της CIA συμμετείχαν στον σχεδιασμό σε αυτήν την χώρα, μαζί με ορισμένους πολίτες και άλλους, της δολοφονίας του πρωθυπουργού Κάστρο (…)».

Σε μια σύσκεψη στις 14 Σεπτεμβρίου 1962, όπως αποκαλύφθηκε από τον αποχαρακτηρισμό των αρχείων, μια ομάδα ανώτερων βοηθών και συμβούλων του Κένεντι, συμπεριλαμβανομένου του αδελφού του Ρόμπερτ, συζήτησε μια σειρά επιλογών εναντίον της κυβέρνησης του Κάστρο. Στη σύσκεψη ειπώθηκε, ότι η CIA θα εξετάσει τη δυνατότητα να υπονομεύσει ανταλλακτικά αεροπλάνου που θα αποσταλούν στην Κούβα από τον Καναδά. Ο McGeorge Bundy, σύμβουλος ασφάλειας του Κένεντι, προειδοποίησε, ότι «ευαίσθητες ιδέες» όπως το σαμποτάζ «θα πρέπει να εξεταστούν λεπτομερέστερα κατά περίπτωση».

Ηταν ο ‘Οσβαλντ πράκτορας της CIA;

Χαρακτηριστικό, ίσως, του ποιες πληροφορίες αποχαρακτηρίστηκαν και ποιες όχι, είναι ένα έγγραφο από το 1975, το οποίο περιέχει μια πετσοκομμένη κατάθεση του Ρίτσαρντ Χελμς, αναπληρωτή διευθυντή της CIA την εποχή της προεδρίας Κένεντι, ο οποίος αργότερα έγινε επικεφαλής της, στην Επιτροπή Rockefeller, η οποία μελετούσε τις μη εξουσιοδοτημένες δραστηριότητες της CIA στις εσωτερικές υποθέσεις. Σύμφωνα με το ντοκουμέντο, τα μέλη της εμφανίζονται να διερευνούν πληροφορίες σχετικά με το ποιοι ξένοι ηγέτες θα μπορούσαν ή έχουν γίνει στόχοι σε απόπειρες δολοφονίας από την CIA ή για λογαριασμό της.

Ένας δικηγόρος της Επιτροπής ρωτάει τον Χελμς: «Υπάρχουν πληροφορίες σχετικά με τη δολοφονία του Προέδρου Κένεντι που να δείχνει με οποιονδήποτε τρόπο, ότι ο Λι Χάρβεϊ ‘Οσβαλντ ήταν κατά κάποιον τρόπο πράκτορας της CIA;». Σε αυτό το σημείο τελειώνει το έγγραφο, δίχως την απάντησή του.

Μεταξύ των αρχείων περιλαμβάνεται και ένα έγγραφο άνω των 400 σελίδων στο οποίο περιγράφονται άτομα που παρακολουθούνταν ως πιθανές απειλές για τον Κένεντι και τον διάδοχό του, Λίντον Β. Τζόνσον.

Οι πράκτορες περιγράφουν ένα τέτοιο πρόσωπο ως εξής: «Το αντικείμενο συμμετείχε σε πικετοφορίες εναντίον του JFK το 1961. Περιγράφηκε ως πολύ επικίνδυνο από εκείνους που τον γνωρίζουν. Υποτίθεται ότι εκπαιδεύτηκε σε αντάρτικες τακτικές και σαμποτάζ. Επισκέφθηκε τις ΗΠΑ και την Κούβα. Θεωρείται ότι είναι ένοπλος και επικίνδυνος».

Οπως και νά ‘χει, από τα ντοκουμέντα που έχουν δει μέχρι αυτήν την στιγμή το φως της δημοσιότητας, μπορεί να παραμένει ασαφές το αν και κατά πόσο εμπλέκεται η CIA στην δολοφονία του Κένεντι, σε αντίθεση με το γεγονός, ότι τεκμηριώνεται απολύτως η εμπλοκή της στις απόπειρες δολοφονίας εναντίον του Φιντέλ Κάστρο…