Καμία ιδεολογική μετατόπιση και σίγουρα καμία αλλαγή στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας δεν παρατηρήθηκε και δεν αναμένεται στον απόηχο των δημοτικών εκλογών, όπου οι υποψήφιοι τους οποίους στήριξε οι Ερντογάν στα μεγάλα αστικά κέντρα υπέστησαν ήττα, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις τις οποίες μοιράστηκε με το tvxs.gr, ο Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων και Θρησκείας στη Μέση Ανατολή στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Σωτήρης Ρούσσος.

Ads

«Οι ψήφοι που έχασε ο Ερντογάν, δεν πήγαν όλοι στους κεμαλικούς, αλλά πήγαν και σε ένα κόμμα ισλαμιστικό, στο κόμμα της Ευημερίας, του γιου του παλαιού πρωθυπουργού, του Ερμπακάν, που ήταν στη συμμαχία των κομμάτων που υποστήριξαν τον Ερντογάν στις εθνικές εκλογές, αλλά τώρα κατέβασε δικούς του υποψήφιους» εξηγεί ο κ. Ρούσσος τεκμηριώνοντας το συμπέρασμά του.

«Δηλαδή, ένα κομμάτι ψηφοφόρων που κινείται στο ίδιο ιδεολογικό πλαίσιο του AKP, προτίμησαν να ψηφίσουν το άλλο κόμμα για λόγους διαμαρτυρίας για την οικονομική πολιτική» προσθέτει.

«Το δεύτερο στοιχείο είναι ότι φτωχά στρώματα, κυρίως στην Κωνσταντινούπολη, ψήφισαν τον Ιμάμογλου και αυτά λόγω της οικονομικής πολιτικής και της δυσπραγίας που υπάρχει. Τέλος, ένα μεγάλο ποσοστό των Κούρδων της Κωνσταντινούπολης, προτίμησε να ψηφίσει τον Ιμάμογλου παρά κάποιους Κούρδους υποψήφιους, γιατί θεώρησε ότι με αυτόν τον τρόπο δίνει ένα μεγαλύτερο χτύπημα στον Ερντογάν και στην πολιτική του. Χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι ο Ιμάμογλου έχει διαφορετική πολιτική στο κουρδικό από ό,τι ο Ερνμτογάν. Αυτοί ήταν οι τρεις παράγοντες που έφεραν την ήττα των δυνάμεων που υποστήριζαν τον Ερντογάν.».

Ads

Ο καθηγητής επισημαίνει, ότι «ο Ερντογάν έχει μπροστά του παραπάνω από τρία χρόνια για να ανατάξει τις δυνάμεις του».«Άρα λοιπόν δεν μπορεί να είναι πρόκριμα οι δημοτικές εκλογές για οποιαδήποτε εξέλιξη στις επόμενες βουλευτικές ή προεδρικές εκλογές. Αν δεν καταφέρει ο Ερντογάν σε αυτά τα χρόνια να ανατάξει την οικονομία και να δώσει κάτι παραπάνω σε φτωχότερα στρώματα, τότε ναι, αυτά τα ποσοστά θα είναι σημαντικά και για τις εκλογές».

«Ένα άλλο στοιχείο που μπορούμε επίσης να δούμε». συνεχίζει, «είναι η ανάδειξη πια του Ιμάμογλου ως αδιαφιλονίκητου ηγέτη της αντιπολίτευσης – δεν εννοώ σε επίπεδο κόμματος, αλλά σε επίπεδο κοινής γνώμης και λαού – άρα πιθανότατα ο Ερντογάν μπορεί να βρει μπροστά του τον Ιμάμογλου και όχι κάποιον άλλον εντελώς “γκρίζο” και λιγότερο ικανό αρχηγό όπως ο Κιλιντσάρογλου που μπόρεσε εύκολα να τον νικήσει».

Σημειώνει πάντων ότι «υπάρχει βέβαια και το επίπεδο των προσωπικοτήτων, αυτό είναι σαφές». «Δηλαδή ο Ιμάμογλου δεν είχε καμία σύγκριση με τον υποψήφιο που είχε βάλει ο Ερντογάν, έναν πρώην υπουργό Οικισμού που χρεωνόταν μάλιστα και την κατάσταση που υπήρχε στο οικιστικό πρόβλημα της Τουρκίας, με τα σπίτια που χτίζονταν σε μια νύχτα και που πολλά από αυτά έπεσαν στους σεισμούς με τραγικά αποτελέσματα. Δεν υπήρχε δηλαδή καμία σύγκριση μεταξύ αυτών των δύο προσωπικοτήτων».

Η επίδραση στην εξωτερική πολιτική

Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική της Άγκυρας  καθηγητής λέει ότι «δεν νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι». «Δηλαδή ο Ερντογάν δεν θα θελήσει προφανώς να κάνει συγκρούσεις με τους γείτονες, δεν θα θελήσει να κάνει σύγκρουση με την Αμερική, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα εγκαταλείψει την πολιτική του απέναντι στη Ρωσία.

Διότι η Ρωσία είναι ένας οικονομικός αιμοδότης της Τουρκίας ιδιαίτερα σε ζεστό χρήμα και θα συνεχίζει να ακολουθεί αυτή την ισορροπιστική πολιτική που ακολουθούσε μέχρι τώρα και στα ζητήματα της Ρωσίας και πιθανότατα και στα ζητήματα του Ιράν.

Όπως πιστεύω ότι θα συνεχίσει την πολιτική του στο παλαιστινιακό, στη Γάζα, γιατί, όπως είπαμε, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων πήγε σε ένα κόμμα, το κόμμα της Ευημερίας, που είναι, αν θα μπορούσε να ειπωθεί αυτό, πιο φιλοπαλαιστινιακό από τον Ερντογάν.

Η επιθετική ρητορική που κάνει κατά καιρούς θα συνεχιστεί, αλλά δεν βλέπω κάποιο πεδίο διαμόρφωσης άλλου πλαισίου της εξωτερικής πολιτικής λόγω εκλογών».

Απαντώντας στην ερώτησή μας για το αν το κυρίαρχο πολιτικό σύστημα έχει και διατηρεί κοινή άποψη για την εξωτερική πολιτική, ο κ. Ρούσσος είναι κάθετος:

«Ναι αυτό δεν αλλάζει, Οι κεμαλικοί κατά καιρούς μάλιστα έχουν πιο ακραίες απόψεις και για τα ελληνοτουρκικά και για την Κύπρο από τον Ερντογάν και το AKP. Η ιστορία δείχνει ότι οι μετα-κεμαλικές δυνάμεις, δηλαδή οι μη ισλαμιστικές είναι οι κυρίως υπεύθυνες για τις κρίσεις και τις συγκρούσεις που έχουν υπάρξει με την ελληνική πλευρά, είτε αυτά είναι η εισβολή και η κατοχή της Κύπρου, είτε είναι τα Ίμια. Δεν ήταν οι ισλαμιστές όταν γίνονταν αυτά. Δεν ήταν ο Ερμπακάν και ο Ερντογάν. Ήταν πρωθυπουργοί όπως η Τσιλέρ και ο Ετζεβίτ».

Υπενθυμίζει επίσης ότι «η Τουρκία σε πολλούς τομείς έχει αναδειχθεί σε ηγέτιδα δύναμη και στον τομέα της πολεμικής βιομηχανίας, αλλά και στον τομέα των ΜΜΕ».

«Είναι ας πούμε η τρίτη εξαγωγός χώρα σε τηλεοπτικές σειρές στον κόσμο. Μιλάμε για μια άλλου είδους χώρα, με άλλου είδους ρόλο και επιρροή στα διεθνή ζητήματα, πολύ πέρα από την εξωτερική πολιτική. Και αυτό δεν υπάρχει κανένας λόγος να σταματήσει. Ο Ερντογάν συνεχίζει να παίζει έναν ρόλο του επιτήδειου ουδέτερου σε όλη τη Μέση Ανατολή αλλά και σε όλον τον κόσμο και από την άλλη μεριά προσπαθεί να παίξει τον ρόλο του ηγέτη του παγκόσμιου νότου ή του μουσουλμανικού κόσμου».